15. Απαγωγή...

Το επόμενο πρωί με βρήκε ξαπλωμένη στον έναν από τους πολλούς ξενώνες της έπαυλης Γουίλσον. Άνοιξα αργά τα μάτια μου χωρίς να θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι, εχτές δεν είχα κοιμηθεί καθόλου, διάφορες σκέψεις. Σηκώθηκα και κοίταξα έξω από το παράθυρο, η μέρα που ξημέρωσε ήταν μουντή, τα σύννεφα θα κατέβαζαν όπου να ναι την βροχή, γεμίζοντας το εξωτερικό της έπαυλης με λάσπες, το χειρότερο μου. Ο ουρανός ήταν μαύρος, όπως και η όρεξη μου.

Ξέρω που πάω αλλά δεν ξέρω που ήμουν, για αυτό τρέχω, τρέχω στα βάθη του μυαλού μου για να βρω κάτι να πιαστώ. Να πιαστώ από μία ιδέα, μία σκέψη, που θα με κάνει να μην σκέφτομαι πια, πράγμα αρκετά δύσκολο. Έτσι, λίγο-λίγο απομονώθηκα στο μυαλό μου. Οι μέρες προχωράνε όμοιες ξανά και ξανά, η κάθε μέρα χωρίς να διακρίνεται από την επόμενη. Μία μακριά, συνεχόμενη αλυσίδα και τότε ξαφνικά, έρχεται η αλλαγή.

Όπως είχα συμφωνήσει, συναντήθηκα με την Ναόμι λίγο πιο έξω από την έπαυλη ώστε να πάμε να ερευνήσουμε το μέρος που εθεάθη η Λορέιν κάνοντας αυτό το περίεργο τηλεφώνημα. Αρχίσαμε να περπατάμε προς το δάσος ώστε να φτάσουμε στην άκρη που ενώνει το δάσος και τον κήπο της έπαυλης. Παρατηρούσαμε για οτιδήποτε περίεργο, κοιτούσαμε μέχρι και σε ποια μεριά ήταν πατημένο το χορτάρι.

Ακολουθήσαμε τον δρόμο προς τα πάνω, ήταν δύσκολο να ανέβουμε γιατί υπήρχαν πολλές πέτρες και κορμοί δέντρων που μας εμπόδιζαν και έμπαιναν στον δρόμο μας. Όσο προχωρούσαμε δεν βγάζαμε άχνα, επικρατούσε μία υπέροχη απόλυτη ησυχία. Κάποια στιγμή, ένιωσα την Ναόμι να μου πιάνει το χέρι και να βγάζει έναν περίεργο ήχο. Γύρισα προς το μέρος που μου έδειχνε και είδα ένα σπασμένο χοντρό κλαδί λες και κάποιος είχε πέσει πάνω, η μάλλον είχε σκοντάψει και το είχε σπάσει στην μέση.

Έτρεξα μαζί με την Ναόμι για να ρίξουμε μία πιο κοντινή ματιά. Κοντά στο σπασμένο ξύλο, ακριβώς κοντά στο μέρος όπου κάποιος θα μπορούσε να πέσει και να το σπάσει υπήρχε μία πατημασιά. Μία πατημασιά αρκετά μεγάλη, σίγουρα αντρική, ίσως από μία αντρική αρβύλα. Σταματήσαμε ακριβώς πάνω από την πατημασιά χωρίς να πατήσουμε ή να επέμβουμε σε αυτά που είχαμε βρει. Σκύψαμε από πάνω από την πατημασιά κοιτώντας τη.

- ''Νομίζεις ότι όποιος άφησε αυτή την πατημασιά θα μπορούσε να έχει απαγάγει την Λορέιν;'' την ρώτησα πανικοβλημένη.

- '' Θα μπορούσε. Αλλά επίσης θα μπορούσε να είναι η πατημασιά κάποιου από τους καλεσμένους του γάμου ή του κηπουρού ή οποιουδήποτε άλλου'' μου απάντησε κοιτώντας κάτω.

Ξαφνικά, ακούστηκε ένας θόρυβος από τον ουρανό, γύρισα και κοίταξα τον ουρανό, άγρια σύννεφα είχαν έρθει στην επιφάνεια σκεπάζοντας απειλητικά όλο τον ουρανό.

- '' Έρχεται βροχή, θα φύγουν όλα τα στοιχεία μαζί με την πατημασιά ή ότι άλλο υπάρχει'' μου είπε.

- '' Τότε ας βιαστούμε!'' της απάντησα.

Συνεχίσαμε να προχωράμε πιο βαθιά μέσα στο δάσος, σπρώχνοντας κλαδιά δέντρων και πηδώντας πάνω από πέτρες ώστε να προχωρήσουμε.

- '' Δεν μπορώ να φανταστώ την Λορέιν στο δάσος με το νυφικό της, δεν ήταν ποτέ της φύσης, προτιμούσε να μένει στο σπίτι'' της είπα αγχωμένη.

- '' Εσύ; που προτιμάς να είσαι;'' με ρώτησε.

- '' Έχω ζήσει όλα μου τα χρόνια στην πόλη, οπότε φαντάζεσαι ότι δεν είμαι εξοικειωμένη με την φύση'' της απάντησα.

- '' Με όλη αυτή την φασαρία και τον κόσμο;'' με ρώτησε χαμογελώντας μου.

- '' Αυτό είναι το καλύτερο κομμάτι! Η πόλη είναι ζωντανή, καμιά φορά νιώθω ότι ακούω τον ρυθμό της'' της απάντησα, ανταποδίδοντας το χαμόγελο.

- '' Δεν έχω πάει ποτέ στην πόλη, είμαι αστυνομικός εδώ και 3 χρόνια αλλά πρόσφατα, σχεδόν πριν από ένα μήνα άρχισα να δουλεύω στην Καλιφόρνια''

Η Ναόμι σταμάτησε και έσκυψε κάτω, μετά γύρισε χαμογελώντας μου. Είχαμε βρει ακόμα μία πατημασιά. Μία λάμψη αστραπής έσκισε τον ουρανό σε δευτερόλεπτα, ακολουθώντας από έναν δυνατό ήχο βροντής. Μέσα σε δευτερόλεπτα άρχισε να βρέχει.

- '' H βροχή ήρθε γρηγορότερα από ότι περίμενα'' μου είπε τρίβοντας το πρόσωπο της από τα νερά της βροχής.

- '' Δεν μπορώ να δω τίποτα, η βροχή δυναμώνει με κάθε λεπτό που περνάει'' της είπα προσπαθώντας να καλύψω το πρόσωπο μου.

- '' Ας βρούμε ένα μέρος για να προφυλαχθούμε από την βροχή'' μου είπε.

Άρχισε να προχωράει πιο βαθιά μέσα στο δάσος φωνάζοντας μου αρκετά δυνατά, ώστε να ακουστεί η φωνή της πάνω από τον δυνατό ήχο της βροχής.

- '' Μία καλύβα!'' μου φώναξε. '' Μπορούμε να περιμένουμε εκεί για λίγη ώρα μέχρι να σταματήσει η βροχή. Είναι η καλύτερη ευκαιρία μας για να βρούμε το μονοπάτι να γυρίσουμε πίσω''

Κοίταξα εκεί που με οδήγησε το βλέμμα της Ναόμι και είδα μία ξύλινη καμπίνα κρυμμένη πίσω από κάτι ψηλά μεγάλα δέντρα.Ένα στενό μονοπάτι διανύει μια παράξενη διαδρομή μέσα από τα δέντρα και καταλήγει σε ένα εσωτερικό ξέφωτο όπου και βρίσκεται η καλύβα.

Αρχίσαμε να τρέχουμε και οι δύο προς το μέρος που βρισκόταν η καλύβα. Όταν πήγαμε αρκετά κοντά φαινόταν ότι ήταν εγκαταλελειμμένη εδώ και κάποιο καιρό. Πλησιάσαμε την πόρτα και χτυπήσαμε δυνατά αρκετές φορές, κανένας δεν απάντησε. Σπρώξαμε την πόρτα και μπήκαμε και οι δύο μέσα.

Μέσα στην καλύβα δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα, δεν υπήρχαν έπιπλα εκτός από έναν παλιό, σκονισμένο καναπέ στην γωνία. Στην άλλη γωνία, κοντά στο τζάκι, υπήρχαν μερικά κομμένα μέρη από τους κορμούς των δέντρων στοιβαγμένα. Εγώ και η Ναόμι τρέμαμε από την βροχή, η οποία είχε βρέξει εντελώς τα ρούχα και τα μαλλιά μας.

- '' Σε ποιον νομίζεις ότι μπορεί να ανήκει;'' την ρώτησα.

- '' Νομίζω βρισκόμαστε ακόμα στην γη των Γουίλσον οπότε μπορεί να είναι κάποιου κηπουρού ή κάποιου προγόνου τους''μου απάντησε.

- '' Νομίζω υπάρχουν μερικές εφημερίδες εδώ και τα ξύλα είναι στεγνά, θα μπορέσουμε να ανάψουμε μία μικρή φωτιά στο τζάκι. Τι αστείο, έχουν την εφημερίδα που γράφω τα άρθρα μου για να ανάβουν το τζάκι'' της είπα γελώντας.

Καθίσαμε και οι δύο προσπαθώντας να ανάψουμε την φωτιά, μετά από λίγη ώρα ευτυχώς η προσπάθειες μας πήραν ζωή μέσα από την φωτιά. Ο ενθουσιασμός μας που ανάψαμε την φωτιά αντικαταστάθηκε με την κούραση που βγήκε στην επιφάνεια. Φέραμε μπροστά από το τζάκι τον καναπέ και καθίσαμε αναπαυτικά απολαμβάνοντας την ζεστασιά που χάιδευε αργά το πρόσωπο μας.

- '' Κρίμα που δεν έχουμε κάτι να φάμε και να ψήσουμε στο τζάκι'' της είπα.

- '' Την επόμενη φορά θα φροντίσω να φέρω και φαγητό'' μου απάντησε.

Η φωτιά μας είχε ζεστάνει αρκετά αλλά ο ήχος της βροχής δεν μας άφηνε να χαλαρώσουμε, όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Μέσα από τα διάφορα ανοίγματα των παραθύρων έμπαινε κρύος αέρας που μας έκανε να ανατριχιάζουμε κάθε φορά.

- '' Έχει πολύ κρύο, τα δόντια μου χτυπάνε'' μου είπε.

- '' Το ξέρω και εμένα το ίδιο'' της απάντησα.

Καθίσαμε πιο κοντά στην φωτιά συζητώντας , καθώς η βροχή έπεφτε σαν πέτρες πάνω στην οροφή και στα παράθυρα της καλύβας.

- '' Φαίνεται ότι θα είμαστε κολλημένες εδώ για αρκετή ώρα'' της είπα. '' Σου λείπει η ζωή σου πίσω στην πόλη σου;''

- '' Απεγνωσμένα!

- '' Τότε γιατί ήρθες εδώ;'' την ρώτησα.

- '' Ειλικρινά; ας πούμε ότι είδα πολλά εκεί, ήθελα να φύγω μακριά από όλα αυτά'' μου απάντησε. '' Όπως φαίνεται αντάλλαξα το δράμα στην δική μου πόλη για το δράμα των Γουίλσον'' μου είπε με σοβαρό ύφος.

Η φωτιά μας είχε αρχίσει να σβήνει σιγά-σιγά, σηκώθηκα και έβαλα ακόμα μερικά ξύλα μέσα και κάθισα να κοιτάω την φωτιά να αναζωπηρώνεται μαζί με τον ήχο της βροχής να παίζει σαν μουσική στα αυτιά μου. Μετά από κάποιες ώρες συζήτησης ξαφνικά ο ήχος της βροχής δεν ακουγόταν πια.

- '' Ακούγεται λες και η βροχή έχει σταματήσει'' της είπα καθώς σηκώθηκα από τον καναπέ. '' Νομίζω πρέπει να συνεχίσουμε και να ακολουθήσουμε το μονοπάτι με τις πατημασιές, μπορεί να βρούμε στοιχεία για την Λορέιν'''

Οι δύο μας, αφήσαμε την φωτιά να καίει στο τζάκι αλλά πριν προλάβω να βγω από την πόρτα, η Ναόμι σταμάτησε και μου είπε '' κοίτα! εκεί στην γωνία έχει κάτι σκαλισμένο στον τοίχο''

Πήγαμε πιο κοντά για να ρίξουμε μία πιο κοντινή ματιά, η Ναόμι έβγαλε το κινητό της και έβγαλε φωτογραφία το κομμάτι που ήταν σκαλιστό. Ήταν μία ρώσικη επιγραφή!

- '' Είναι στα ρώσικα..'' είπα απογοητευμένη. '' Δεν νομίζω να μπορούμε να το διαβάσουμε. Όμως οι Γουίλσον δεν είναι Ρώσοι''

- '' Δεν είναι από όσο ξέρω..'' μου απάντησε.

- '' Άρα ποιος σκάλισε αυτή την επιγραφή εδώ και γιατί...'' την ρώτησα σκεπτικά.

- '' Δεν έχω ιδέα, δεν νομίζω να έχει σχέση με την εξαφάνιση της Λορέιν'' μου απάντησε.

Ρίξαμε μία τελευταία ματιά στην σκαλισμένη ρώσικη επιγραφή και βγήκαμε από την καμπίνα. Η βροχή είχε σταματήσει και στην ατμόσφαιρα υπήρχε μία ελαφριά μυρωδιά φρεσκοκομμένου γκαζόν μαζί με διάφορες μυρωδιές λουλουδιών όπως και βρεγμένου ξύλου. Η βροχή είναι σαν να καθαρίζει τον κόσμο, σαν να ηρεμεί, να ξεσπάει ο ουρανός από όλα αυτά που βλέπει από ψηλά.Μελαγχολώ και ηρεμώ μαζί με τη βροχή. Θέλω να γεμίσω την κάθε σταγόνα με λόγια και μία, μία να τις στείλω στην Λορέιν, να βρω που είναι...

- '' Νομίζω έχουμε χάσει το μονοπάτι με τις πατημασιές..'' της είπα απογοητευμένη.

Η Ναόμι απλά με κοίταξε και μου έγνεψε καταφατικά.

- '' Περίμενε ένα λεπτό...'' μου είπε.

Η Ναόμι άρχισε να τρέχει κατά μήκος ενός λασπωμένου μονοπατιού, εγώ άρχισα να τρέχω από πίσω της ακολουθώντας την.

- '' Πρόσεχε''της φώναξα.

Γλίστρησε κατά μήκος της πλαγιάς σαν επαγγελματίας, βοηθώντας με και μένα μετά.

- '' Γιατί προσπαθούμε να πεθάνουμε πέφτοντας από την λασπωμένη πλαγιά;'' την ρώτησα με σοβαρό ύφος.

- '' Συγνώμη..'' μου είπε. '' Τα βλέπεις αυτά; Είναι ίχνη από λάστιχα αυτοκινήτου''

Γονάτισε κάτω στα φρέσκια ίχνη λάστιχων που είχαν δημιουργηθεί. Εγώ από την άλλη ένιωσα έναν ενθουσιασμό να κατακλύζει το σώμα μου, επιτέλους, είχαμε βρει κάτι.

- '' Είναι φρέσκα, δεν πρέπει να είναι εδώ πολύ ώρα''

- '' Ναόμι..τι είναι αυτό;'' της είπα δείχνοντας πέρα από εκείνη, πέρα από τα σημάδια στο δάσος.'' Δεν το πιστεύω..είναι..'' είπα τρέχοντας μακριά.

Έτρεξα μακριά από την Ναόμι και πήγα κοντά σε ένα σκισμένο...κομμάτι από άσπρο τούλι..μαζί με ολόκληρο το πέπλο της Λορέιν.. το οποίο ήταν λερωμένο με λάσπη.

- '' Το πέπλο της Λορέιν..'' είπα δακρύζοντας. '' Είναι δίπλα από αυτά τα περίεργα σημάδια από το αυτοκίνητο''

- '' Νομίζω ότι έχεις δίκιο που ανησυχείς..'' μου απάντησε κοιτώντας κάτω. '' Περίμενε..το κινητό της είναι πάνω στον βράχο''

Πήγαμε και πήραμε το κινητό της το οποίο ήταν σπασμένο σε μικρά κομμάτια, ήταν διαλυμένο...

- '' Η Λορέιν έχει πέσει θύμα...απαγωγής''

Αυτές οι λέξεις ηχούσαν στα αυτιά μου...στο μυαλό μου...πόσο θα ήθελα να είμαι λάθος...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top