Ψαράς και Σειρήνα


🦁


Μέχρι σήμερα στην ζωή μου, δεν έχω κάνει ούτε μια σχέση.

Όσους άντρες και αν έχω γνωρίσει έως τώρα, κανέναν από αυτούς δεν κράτησα για παραπάνω από δύο μήνες και σε κανέναν δεν πούλησα κάτι το οποίο δεν ήμουν.

Ήξερα τι ήθελα να πάρω από εκείνους και αυτό ακριβώς τους ζητούσα. Τίποτα άλλο.

Ήθελα να διασκεδάζω, να βγαίνω, να χορεύω, να γελάω δυνατά, να γυρνάω σπίτι μου μεθυσμένη τα ξημερώματα ή να πηγαίνω κατευθείαν στην σχολή και ως εκεί.

Κανείς τους δεν μπήκε στο σπίτι μου για να μείνει.

Η άδεια παραμονής τους διαρκούσε μοναχά λίγες ώρες και όταν αναπόφευκτα έληγε, έπρεπε παραταύτα να εξαφανιστούν μέχρι την στιγμή που θα αποφάσιζα εγώ να τους ξαναδώ!

Το πιο κοντινότερο σε "σχέση" που έχω κάνει, ήταν με τον Ανρί, πριν από περίπου έναν χρόνο. Μη φανταστείτε πως διήρκησε και πολύ, απλά να, εκεί που όλους τους βαριόμουν πάνω στο δίμηνο, τον Ανρί τον κράτησα στην ζωή και το κρεβάτι μου ένα τετράμηνο.

Ο Ανρί ήταν πολύ γλυκός, πολύ ευγενικός και πολύ γοητευτικός.

Όλα πολύ!

Όπως πολύ ευάλωτη και πολύ ψυχικά ασταθής ήμουν και εγώ, την περίοδο εκείνη που τον γνώρισα. Με λίγα λόγια και κάπως πιο απλά, περνούσα μια σκληρή φάση από την οποία δυσκολευόμουν αρκετά να ξεφύγω.

Τα σχέδιά μου ήταν απαράδεκτα, ο θείος Στέλιος και ο Κασσίμης με επισκέπτονταν κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου, σε κάθε βίντεο που έβλεπα στο διαδίκτυο νόμιζα πως έβλεπα τις ερωτικές μου περιπτύξεις με τον Μπαστιέν και όταν αντίκριζα το πρόσωπο μου στον καθρέπτη μου κάθε πρωί, έβλεπα την μαμά μου με αίματα στο κεφάλι να προσπαθεί να καλύψει την μυρωδιά των πληγών μας με λίγο Chanel No.5.

Η ψυχολόγος φαίνεται πως είχε δουλέψει αρκετά μαζί μου τον τελευταίο χρόνο και όλα είχαν βγει, απότομα στην επιφάνεια.

Έτσι ο Ανρί, ο οποίος βρέθηκε μπροστά μου σε μια από τις πιο παράξενες περιόδους της ζωής μου, έμεινε για τέσσερις μήνες και η άδεια παραμονής του στο σπίτι μου, δεν διαρκούσε μόνο για τις ώρες που θα ήταν στο κρεβάτι μου.

Του είχα ξεκαθαρίσει πως δεν ήθελα σχέση, και κανονικά ούτε εκείνος θα έπρεπε να είχε ζητήσει το οτιδήποτε από εμένα, αλλά κάποιες φορές κάναμε πράγματα που κάνουν τα πραγματικά ζευγάρια. Τα γλυκανάλατα πραγματικά ζευγάρια που είναι ερωτευμένα.

Ω όχι προς Θεού, δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του.

Ήμουν...ήμουν ερωτευμένη με αυτό που είχα βρει σε εκείνον. Γιατί ο Ανρί Οκλέρ, για τέσσερις μήνες είχε γίνει για εμένα ο Χάμπερτ μου και εγώ είχα γίνει για εκείνον, η μικρή του Λολίτα.

Γνωριστήκαμε τυχαία.

Εντελώς τυχαία, όταν τα δίδυμα Σεσίλ και Νταβίντ, φίλοι μου από την καλών τεχνών προσκάλεσαν την παρέα μας, στο μεγάλο πάρτυ της εικοστής επετείου γάμου, των αγαπημένων τους γονιών.

Εκεί τον είδα για πρώτη φορά και εκεί με είδε και εκείνος.

Ήταν...με το χέρι στην καρδιά, ένας από τους πιο όμορφους άνδρες που είχα δει ποτέ μου και σίγουρα τα αγγελικά χαρακτηριστικά του προσώπου του, σε συνδυασμό με τα καστανόξανθα μαλλιά και εκείνα τα έντονα ζυγωματικά του, γρήγορα γοήτευσαν την καλλιτεχνική μου φύση. Ήταν επίσης πολύ σοφιστικέ και...απέπνεε μια αριστοκρατική αύρα, ενώ θυμάμαι πως το πρώτο πράγμα που παρατήρησα επάνω του και αγκιστρώθηκα, ήταν τα έντονα γαλαζοπράσινα μάτια του.

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε εκείνος επάνω μου -όπως μου είπε μερικές μέρες αργότερα, ήταν ο τρόπος που τα χείλη μου είχαν μισανοίξει όταν συστηθήκαμε και κυρίως ο τρόπος που ανέπνεα όταν είχε κρατήσει το χέρι μου.

Μα δεν θα έπρεπε κανονικά να τα είχα ακούσει όλα αυτά. Δεν θα έπρεπε...την επόμενη μέρα μετά από εκείνο το πάρτυ, να είχα απαντήσει στο τηλεφώνημά του, ούτε και να δεχόμουν να τον συναντήσω λίγο μετά τις δέκα το βράδυ στο πολυτελές γραφείο του ιατρείου του.

Δεν θα έπρεπε ρε γαμώτο, να είχα επιτρέψει στον σαρανταπεντάρη πατέρα των διδύμων, να με γλείψει όρθια κόντρα στην πόρτα του γραφείου, ούτε και να τον αφήσω να με πάρει σε κάθε διαθέσιμη επιφάνεια της μικρής κλινικής που διηύθυνε ως χειρούργος καρδιολόγος.

Το έκανα όμως. Και δεν σταμάτησα να το κάνω για τους επόμενους τέσσερις μήνες, δίχως μάλιστα να αισθάνομαι τύψεις. Δίχως να αισθάνομαι τίποτα άλλο πέρα από μια ηλίθια ανάγκη για αποδοχή και...θεοποίηση.

Κάτι που ο Ανρί, κατάφερε γρήγορα να κάνει και να το κάνει καλά. Μου είχε δώσει μάλιστα και ένα χαριτωμένο υποκοριστικό. "Ma sirène..."

Σειρήνα μου...

Έλεγε πάντα πως...τον είχα αποπλανήσει. Πως...αντικρίζοντας την μορφή μου, έγινε τόσο ευάλωτος από την ερωτική μου πλάνη που ξέχασε το σπίτι, τα παιδιά και την αγαπημένη του γυναίκα...

Φυσικά και είχα γοητευτεί. Πάντα υπάρχει κάτι το άκρως γοητευτικό στον τρόπο που ένας άντρας ο οποίος δεν σου ανήκει, γονατίζει στα πόδια σου.

Δεν κυκλοφορήσαμε ποτέ δημόσια. Βρισκόμασταν μόνο στο σπίτι μου, στο γραφείο του, και στο πανέμορφο ιστορικό εξοχικό της οικογένειας Οκλέρ στην κοιλάδα του Λίγηρα, όπου περνούσαμε μαζί ολόκληρο το Σαββατοκύριακο.

Οδηγούσαμε ως εκεί με την διθέσια κάμπριο Porsche του, και εγώ...στο πλάι του, στην θέση του συνοδηγού, με τα κόκκινα γυαλιά ηλίου μου και την ροζ μου τσιχλόφουσκα, ζούσα στις σελίδες του Ναμπόκοφ και κοιτούσα τον Χάμπερτ μου με ευγνωμοσύνη, ενώ η Λάνα τραγουδούσε την Λολίτα της στο μυαλό μου.

Ο Ανρί ήταν καλός άνθρωπος. Μπορεί να μην ήταν έντιμος και να είχε προδώσει την γυναίκα του, αλλά στα μάτια μου ήταν ένας καλός άντρας.

Μου φερόταν με σεβασμό, βεβαιώνονταν πως κάθε μου ανάγκη έχει καλυφθεί, μου διάβαζε αποσπάσματα από τα αγαπημένα του βιβλία, με μάθαινε νέα πράγματα, και όλα εκείνα τα Σαββατοκύριακα που τα περνούσαμε μαζί, με ξυπνούσε κάθε πρωί με φιλιά και με πρωινό στο κρεβάτι.

Ο Ανρί ήταν πραγματικά ένας καλός άνθρωπος. Κρατήστε το αυτό.

Μόνο ο κολλητός του, ο Τζερόμ γνώριζε για εμάς, ο οποίος βοηθούσε τον Ανρί να καλύπτεται στην γυναίκα του και να φεύγει μαζί μου κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. Κανείς άλλος δεν γνώριζε. Ούτε καν η Σοφία.

Ο Τζερόμ ήταν ωραίος τύπος. Ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον Ανρί, μεγαλογιατρός του Παρισιού, και εργένης από επιλογή.

Σε εκείνες τις λίγες μας συναντήσεις, θυμάμαι πως με έκανε να γελάω πολύ και δυνατά με τα πανέξυπνα αστεία του και φυσικά να γουστάρω απίστευτα την παρέα του, μιας και σαν άνθρωπος ήταν φοβερά ανοιχτόμυαλος και υπερβολικά χαλαρός και άνετος!

Δεν ακολουθούσε επουδενί, το πρότυπο του σοβαρού γυναικολόγου και κάλυπτε εύκολα το ηλικιακό χάσμα με την νεανική του ενέργεια και θετικότητα!

Μπορώ να πω πως ήταν γοητευτικός άντρας. Βασικά, ήταν από εκείνους τους άντρες που ακόμα και αν δεν έχουν ιδιαίτερα όμορφα χαρακτηριστικά, έχουν ένα ιδιαίτερο στυλ τόσο ντυσίματος όσο και φερσίματος, που είναι δύσκολο να μην θεωρηθούν γοητευτικοί.

Ένα Σάββατο βράδυ, στα μέσα του Μαρτίου, βρισκόμουν με τον Ανρί στο εξοχικό του στην κοιλάδα του Λίγηρα. Είχαμε φτάσει το βράδυ της προηγούμενης μέρας και είχαμε περάσει τις ώρες μας με πολύ σεξ, με πολλές κουβέντες, με πολύ κρασί και υπέροχο φαγητό.

Θυμάμαι πως ήμουν τεμπέλικα ξαπλωμένη στην αγκαλιά του Ανρί όταν το κινητό του χτύπησε και ο Τζερόμ τον ενημέρωνε πως σε μισή ώρα θα κατέφθανε στο εξοχικό που ήμασταν, γιατί είχε φρικάρει στο Παρίσι από μια φορτική γκόμενα που δεν έλεγε να τον αφήσει σε ησυχία.

Εννοείται πως μας είχε κάνει χαλάστρα, αλλά επειδή δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε βοηθήσει τον Ανρί να καλυφθεί, δεν μπορούσαμε να του αρνηθούμε.

Έφτασε στην μονοκατοικία, λίγο μετά τις εννιά και αφού τον υποδεχτήκαμε και φάγαμε όλοι μαζί το φαγητό που είχε ετοιμάσει για δύο ο Ανρί, αράξαμε και οι τρεις μας στους καναπέδες του σαλονιού, μπροστά από το αναμμένο τζάκι.

Μπορεί να μας είχε κάνει χαλάστρα αλλά εντάξει δεν είχε χαθεί και ο κόσμος! Γελούσαμε τόσο πολύ μαζί του και διασκεδάζαμε τρελά με τις ιστορίες του, που είχαμε ξεχάσει εντελώς την χαλάστρα του!

Κόντευε έντεκα και μισή, όταν ο Ανρί μας άφησε τους δυο μας στο σαλόνι για να φέρει από το κελάρι του υπογείου, ένα ακόμα μπουκάλι κρασί.

Θυμάμαι πως ο Τζερόμ μου έλεγε μια ιστορία για ένα βράδυ πριν χρόνια που είχε μεθύσει ακραία στην Νίκαια και είχε καταλήξει να κοιμάται σε μια καρότσα φορτηγού που το επόμενο πρωί, μετέφερε οικοδομικά υλικά στην Ανδόρρα.

Είχα ξεκαρδιστεί στα γέλια. Τόσο πολύ που δεν κατάλαβα πότε ήρθε να καθίσει στον καναπέ που ήμουν χαλαρά ξαπλωμένη. Αποπνικτικά κοντά μου.

Θυμάμαι πως φορούσα ένα καφέ κολάν, και ένα λευκό φανελάκι ενώ είχα κάνει από το πρωί τα μαλλιά μου σγουρά και φουντωτά.

Δεν αισθάνθηκα φόβο. Όχι αμέσως τουλάχιστον.

Είχε έρθει δίπλα μου, είχε γείρει το σώμα του προς το ξαπλωμένο δικό μου, το πρόσωπο του απείχε μόνο λίγα εκατοστά μακριά και με έναν άνετο και φιλικό τρόπο, είχε τοποθετήσει τις παλάμες του και στους δύο μου μηρούς, πιέζοντας τους ελαφρά για να κάνει τα πόδια μου να ανοίξουν. Ενώ ακόμα γελούσα με την ιστορία του. Ενώ ακόμα δεν είχα προλάβει να αντιληφθώ τι έκανε.

Τι μου είχε πει καθώς είχε έρθει με φόρα κατά πάνω μου...

«Που θα βρω και εγώ ένα μουνάκι σαν εσένα να γελάει, μου λες; Όλες οι γκόμενες πίσω στο Παρίσι είναι μαλακισμένες και δεν γουστάρουν ούτε να γελάνε ούτε και να γαμιούνται!»

Ο φόβος ήρθε απότομα και ήταν γνώριμος. Τόσο γνώριμος που δεν θα έπρεπε να είχα παγώσει στην θέση μου δίνοντας του την δύναμη να ανοίξει περισσότερο τα πόδια μου και να χασκογελάσει εις βάρος της αδυναμίας μου.

«Εσύ γαμιέσαι καλά με τον φίλο μου ε; Φαίνεται πως περνάει τέλεια μαζί σου!»

Η πίεση στους μηρούς μου είχε αυξηθεί και τα πόδια μου είχαν πλέον ανοίξει διάπλατα.

Γελούσε σαν να μην συνέβαινε τίποτα και για μια στιγμή, υπέθεσα πως ίσως αυτό να έπρεπε να έκανα και εγώ. Να γελάσω, από αμηχανία κυρίως και από τρόμο...

Ούτε για μια στιγμή δεν γέλασα. Ούτε για ένα δευτερόλεπτο.

Έχωσε το πρόσωπό του ανάμεσα στα πόδια μου και έτριψε την μύτη του χυδαία πάνω στα γεννητικά μου όργανα παίρνοντας μια μεγάλη εισπνοή.

"Μυρίζεις, σεξ!"

Αυτό είχε αναφωνήσει εκστασιασμένος, πριν τα πόδια μου κλείσουν γύρω από τον λαιμό του σε ένα βάναυσο κεφαλοκλείδωμα και τα δάχτυλα μου μπλεχτούν στα μαλλιά του τραβώντας τα δυνατά!

Ευτυχώς ο Ανρί είχε μόλις επιστρέψει εκείνη την στιγμή από το υπόγειο και είχε δει την τελευταία κίνηση του κολλητού του και είχε βεβαίως ακούσει τα λόγια του.

Τον τράβηξε από την λαβή μου, τον έβρισε, τον χτύπησε κάνα δυο φορές στο πρόσωπο και ύστερα με πήρε και φύγαμε το ίδιο βράδυ για το Παρίσι.

Σε όλη την διαδρομή, σκεφτόμουν τα λόγια του Τζερόμ.

Εκείνη την φράση...

"Μυρίζεις σεξ"

Θεέ μου, είναι ό,τι πιο σιχαμένο μου έχει πει ποτέ κάποιος άντρας. Η πιο εμετική κατηγορία που έχω ακούσει...

Δεν μυρίζω σεξ. Δεν τους δελεάζω με αυτή τη μυρωδιά και εκείνοι ανήμποροι να της αντισταθούν, υποκύπτουν μεθυσμένοι στις προκλήσεις μου...

Δεν αποπλάνησα τον Τζερόμ. Δεν τον κοίταξα ποτέ ερωτικά. Δεν τον προκάλεσα ποτέ με τις λέξεις μου, με τις κινήσεις μου, με τα αγγίγματά μου.

Τότε τι συνέβη; Θα αναρωτηθεί κάποιος και αν όντως δεν καταλαβαίνει τι συνέβη, τότε του εύχομαι ποτέ να μην βρεθεί στην δική μου θέση.

Γιατί αυτό που είχε πραγματικά συμβεί εκείνο το βράδυ, αυτό που πραγματικά συμβαίνει κάθε δευτερόλεπτο της ημέρας σε διάφορες γυναίκες σε όλο τον κόσμο, είναι πως απλά μπαίνουν στο μάτι ενός άντρα, που είναι διατεθειμένος να προκαλέσει μεγάλο κακό και να καταστρέψει την ψυχή ενός κοριτσιού για να ικανοποιήσει την στιγμιαία καύλα στο παντελόνι του.

Όλα σε εσένα ρε κορίτσι μου;, θα αναρωτηθεί ύστερα κάποιος και αλήθεια αυτήν την ερώτηση μπορώ να την καταλάβω.

Όπως μπορώ να καταλάβω και όλους εκείνους που επιλέγουν να με κρίνουν για όσα έχω επιλέξει να κάνω και με έφερναν συνεχώς στο χείλος της διαστροφής μερικών αντρών.

Δεν μάθαινα από τα λάθη μου, δεν...δεν φοβόμουν.

Νόμιζα πως αυτός ήταν ο ρόλος μου στην ζωή. Να πορευτώ σαν ένα νυμφίδιο, σαν μια σειρήνα, που σαγηνεύει και αποπλανεί τους "αθώους" άντρες.

Τι το αθώο όμως μπορεί να έχει ένας άντρας ο οποίος θα ασκήσει δύναμη στους μηρούς σου για να κάνει τα πόδια σου να ανοίξουν μόνο και μόνο γιατί...η μυρωδιά σου τον δελέασε;

Η μυρωδιά μου. Η μυρωδιά σου...Η μυρωδιά της...

Ο Ανρί με επέστρεψε στο σπίτι μου, με βοήθησε να πλυθώ και να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου και δεν έφυγε από το πλευρό μου ούτε στιγμή.

Μου επέτρεψε να ξεσπάσω όπως είχα ανάγκη για όλα όσα κρατούσα καλά κρυμμένα μέσα μου, άκουσε όσα είχα να του πω, όσα είχα περάσει μέχρι τότε και ύστερα σκούπισε τα δάκρυα μου και με κοίμησε στην αγκαλιά του.

Εκείνη την στιγμή δεν ήταν ένας ακόμα ερωτικός σύντροφος για εμένα.

Εκείνη την στιγμή, αντιλήφθηκα πόσο μεγάλη ανάγκη είχα την παρουσία ενός πατέρα.

Δεν βρεθήκαμε ποτέ ξανά όπως είχαμε συνηθίσει να βρισκόμαστε.

Ο Ανρί επέστρεψε στην γυναίκα του και στα δίδυμα, και εγώ επέστρεψα στους καμβάδες μου και στις μπογιές μου.

Μου τηλεφωνεί που και που για να μαθαίνει τα νέα μου. Βρισκόμαστε που και που για ένα καφέ στα κρυφά, και με αφήνει με τις ώρες να του μιλάω για τους πίνακες που αγαπώ.

Τον ακούω και εγώ να μου μιλάει για την επιστήμη του και για τα βιβλία που τόσο πολύ του αρέσουν.

Συνεχίζει να με αποκαλεί "Ma sirène..."

Του είχα ζητήσει να το σταματήσει. Ακούγονταν πολύ σεξιστικό στα αυτιά μου και αναληθές. Άσε που...με κάποιον τρόπο αυτό το μικρό υποκοριστικό έδινε άφεση αμαρτιών σε όλα τα δίποδα που με είχαν αντιμετωπίσει σαν ένα κενό κουφάρι.

Δεν το σταμάτησε όμως.

Μου εξήγησε τι πίστευε για τις σειρήνες. Τι είχε μάθει για εκείνες μέσα από κάποια φιλοσοφικά βιβλία που είχε διαβάσει.

Οι σειρήνες για τον Ανρί και για μερικούς άλλους άντρες εκεί έξω που συνέγραψαν για εκείνες, δεν είναι οι σατανικές ξελογιάστρες της θάλασσας. Είναι η προσωποποίηση της προσμονής. Της υπομονής. Της αβάσταχτης θλίψης...

Της θλίψης...

Σαν την δική μου, που κρατώ καλά κρυμμένη εδώ και χρόνια. Σαν την δική μου που την εμφανίζω μόνο όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη και αντιλαμβάνομαι πως όλοι οι άντρες που έχουν περάσει από την ζωή μου, θύμιζαν εμφανισιακά τον πατέρα μου. Όλοι τους.

Καστανόξανθοι, ψηλόλιγνοι, με ανοιχτόχρωμα μάτια, κομψοί, και αριστοκράτες...

Υποσυνείδητα, ίσως και να περίμενα πως κάποιος από όλους αυτούς θα κάλυπτε το κενό που μου είχε αφήσει ο Λαυρέντης. Πως κάποιος που του έμοιαζε, θα έσβηνε για πάντα την θλίψη της απουσίας του.

Κανείς όμως δεν το κατάφερε. Κανείς άντρας εκεί έξω δεν έχει την δύναμη να με κάνει να ξεχάσω την θλίψη μου. Για αυτό τους βαριέμαι όλους, έπειτα από λίγο καιρό. Για αυτό προχωράω μακριά τους με χαμόγελο στα χείλη.

Ξέρω πλέον ποια είναι τα θέματά μου και δεν με κατηγορώ άλλο πια. Για την ακρίβεια, βαρέθηκα να με κατηγορώ.

Μα και ενώ έχω φάει τα μούτρα μου τόσες πολλές φορές, και θεωρητικά δεν πιστεύω πως θα βρω κάποιον που θα ρουφήξει την θλίψη μου μακριά, ακόμα επιμένω να ψάχνω...

Σε πείσμα όλων εκείνων των διπόδων που θέλησαν να με δέσουν στα κατάρτια τους.

Για αυτό γελάω ακόμα και διασκεδάζω, και το μυαλό μου είναι τόσο πολύ φευγάτο!

Αν σταματήσω να γελάω, να διασκεδάζω, αν δεν πιστεύω άλλο πια στην αυτοπεποίθηση μου τότε όλα θα έχουν τελειώσει για εμένα.

Ο θείος Στέλιος, ο Κασσίμης, ο Μπαστιέν, ο Τζερόμ, θα έχουν κερδίσει.

Θα μου έχουν κλέψει την πραγματική πηγή της θλίψης μου και όχι, αυτό δεν το δέχομαι. Δεν πρόκειται να τους χαρίσω ούτε στάλα από αυτό που απέκτησα την στιγμή που ο Λαυρέντης και η Σόνια με το αγγελάκι, με άφησαν μόνη μου στη θάλασσα των Φαιάκων.

Δεν ξέρω τι είδος μπογιάς τρέχει στις φλέβες μου. Τι απόχρωση έχει ή ποια είναι τα κύρια συστατικά της. Δεν ξέρω γιατί είμαι αυτή που είμαι. Τι πραγματικά με κάνει να είμαι αυτή που είμαι.

Με βλέπω κάποιες φορές.

Στον ίδιο καθρέφτη που βλέπω την Σόνια και τον Λαυρέντη.

Με βλέπω και στα μαλλιά μου έχω πορτοκαλί κοράλια και λευκές πέρλες περασμένες ανάμεσα στις ξανθές μου πλεξούδες...

Με βλέπω να περιμένω καρτερικά ένα καΐκι, μέσα σε μια μαύρη θάλασσα που δεν κολυμπούν θαλάσσια τέρατα.

Τα τέρατα ήρθαν από την στεριά με τα άλλα καΐκια που πέρασαν νωρίτερα από δω...

Ήρθαν και μου έκλεψαν μερικές λευκές πέρλες από τα μαλλιά μου, μα τα κοράλλια μου δεν τόλμησαν να τα αγγίξουν.

Ίσως γιατί...μόνο ένας έμπειρος ψαράς μπορεί να τα ξεμπλέξει.

Και αν το καταφέρει...τότε ορκίζομαι πως θα πατήσω με την ουρά μου επάνω τους για να τον φτάσω. Να τον αγκαλιάσω για μια φορά και ας σκίσω για πάντα την ουρά μου...

Μα τι να την κάνω την ουρά μου, όταν εκείνος θα είναι εδώ;

Αφού ορκίζομαι ξανά πως...ποτέ δεν θα θελήσω να κολυμπήσω μακριά του...



—————



Έχω περάσει αρκετές τρελές νύχτες στην ζωή μου. Νύχτες που όλα γύρω μου έμοιαζαν να αποτυπώνονται σε έναν καμβά κάποιου ζωγράφου του Σουρεαλιστικού κινήματος και νύχτες που αφηνόμουν ολοκληρωτικά στην πρόσκαιρη ουτοπία που προσέφεραν οι σύντομες απολαύσεις μου. Νύχτες που οι ώρες τους δεν φτάνουν για να καλύψουν τα όσα έζησα τις λίγες ώρες της σημερινής μου νύχτας.

Μιας νύχτας που εγώ προκάλεσα, εγώ δημιούργησα... και εκείνος...απλά πέρασε την τελευταία πινελιά πάνω στο έργο μου...

Η καρδιά μου δεν έχει πάψει να χτυπάει δυνατά, και εδώ και πέντε λεπτά, από όταν ξεκίνησε δηλαδή να οδηγεί με προορισμό το σπίτι του, έχω ένα μόνιμο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπο μου και μια υπερδιέγερση άνευ προηγουμένου!

Φαίνεται και εκείνος να απολαμβάνει την διαδρομή μας...

Μπορεί να μη χαμογελάει όπως εγώ και τα χαρακτηριστικά του να είναι όπως πάντα σκληρά, αλλά ο τρόπος που ακουμπάει με οικειότητα το χέρι του στον μηρό μου και χαϊδεύει με τα ακροδάχτυλα του το δέρμα μου, με κάνει να καταλάβω πως όπου είμαι τώρα εγώ, είναι επιτέλους και αυτός.

Δεν έχω ενημερώσει κανέναν για το που βρίσκομαι, ούτε και για τις προθέσεις μου να μείνω ξανά εκτός σπιτιού. Η Σόφη είμαι σίγουρη πως θα με βρίσει και η Νόνα για ακόμα μια φορά θα τρελαθεί από την αγωνία της.

Δεν θέλω να είμαι τόσο αναίσθητη μαζί της. Ξέρω πως ένα μήνυμα οφείλω να της το στείλω, τουλάχιστον για να γνωρίζει πως είμαι ζωντανή και να μπορέσει να κοιμηθεί ήσυχη!

Οι συνέπειες της εμμονής μου έχουν πλέον αυξηθεί και πέρα από την Νόνα και το Σοφάκι, άλλος ένας άνθρωπος του περιβάλλοντος μου κλήθηκε να αντιμετωπίσει την παράνοια μου!

Την στιγμή που περνάμε έξω από την πόλη και παίρνουμε τον δρόμο προς τους Λιαπάδες, η θύμηση του πανικόβλητου Διονύση κατακλύζει το κεφάλι μου.

Δεν έπρεπε να του το είχα κάνει αυτό. Δεν έπρεπε να τον είχα χρησιμοποιήσει τόσο ξεδιάντροπα με αποτέλεσμα...

Αχ Άγιε μου Σπυρίδωνα, σε παρακαλώ, κάνε ο Διονυσάκης να έχει επιστρέψει στο σπιτάκι του και να μην έχει πάει στους μπάτσους, και εγώ αύριο κιόλας θα σου ανάψω μια λαμπάδα στο μπόι του γορίλα μου!

«Νομίζω πως πρέπει να πάρω ένα τηλέφωνο τον Διονυσάκη!», αναφωνώ αγχωμένη και βγάζω το κινητό από το τσαντάκι μου ξεκλειδώνοντας το. «Θα έχει φρικάρει ο φουκαράς και με το δίκιο του!» Εξηγώ και ο γορίλας δεν παίρνει τα μάτια του από την άσφαλτο.

Ωστόσο σμίγει τα φρύδια του και γνέφει δυο φορές. «Ναι για πάρε μια να δω κάτι!»

«Ναι ναι, παίρνω!», λέω με το δάχτυλο μου να αιωρείται πάνω από την επαφή του Διονυσάκη. «Θα του πω πως το όπλο ήταν ψεύτικο και ήθελες απλά να τον τρομάξεις και αυτό που είδε...», σταματάω και στρέφομαι να τον κοιτάξω. «Αχ θεέ μου τι να του πω τώρα για αυτό που είδε;» Αναρωτιέμαι αόριστα, διστάζοντας ολοφάνερα να πραγματοποιήσω την κλήση μου προς τον Διονύση και ο γορίλας απαθέστατος χτυπάει ρυθμικά τα δάχτυλα του στο τιμόνι και αυξάνει ταχύτητα.

«Ωραία, ψυχραιμία κάποια δικαιολογία θα υπάρχει για να μας καλύψω!», συνεχίζω να μονολογώ καθώς εκείνος παίρνει μια απότομη στροφή κάνοντας με να κολλήσω στιγμιαία στην πόρτα. «Πιο σιγά! Προσπαθώ να σκεφτώ! Να...αν...αν...ας πούμε του πω πως...»

«Τα θέλεις τα χεράκια σου έτσι δεν είναι;» με διακόπτει πριν προλάβω να ολοκληρώσω την ανυπόστατη σκέψη μου.

«Τι εννοείς;»

Δείχνει με το βλέμμα του τα χέρια μου που ακόμα κρατούν το κινητό μου σφιχτά. «Τα χεράκια σου, λέω, τα χρειάζεσαι, ε;»

Χαμογελάω, και σαν να επανέρχομαι ξαφνικά πίσω στην έκσταση μας, γέρνω θελκτικά προς το κάθισμα του και αφήνω ένα φιλί στο μπράτσο του. «Φυσικά και τα χρειάζομαι γορίλα μου! Για να αγγίζω εσένα, κυρίως!»

«Ωραία!», απαντά μονολεκτικά γυρνώντας φευγαλέα να φιλήσει την μύτη μου. «Πάρ'τα από το κινητό σου τότε, πριν στα σπάσω!» Προσθέτει με εκείνον τον δικό του τρομακτικό τρόπο που αλίμονο αν χώρα οποιαδήποτε αμφισβήτηση και απλά ξεσπάω σε γέλια!

«Έι...ζηλεύεις μωρό μου;» ξεφωνίζω μέσα στα γέλια μου και απότομα αρπάζει το κινητό από το χέρι μου πετώντας το προς τα πίσω καθίσματα,

«Όχι δεν ζηλεύω!», απαντά κοφτά με ένα βεβιασμένο χαμόγελο στα χείλη και πιάνει τον πήχη μου πιέζοντας δυο σημεία λίγο πιο κάτω από τον αγκώνα μου. «Απλά μου αρέσει να σπάω χέρια!»

«Άου!», διαμαρτύρομαι από τον διαπεραστικό πόνο και τραβάω το χέρι μου από την λαβή του, δίχως να παραλείψω να χτυπήσω το μπράτσο του. «Ε, είσαι εντελώς άνθρωπος των σπηλαίων, το ξέρεις;»

Χαμογελάει ολότελα κοροϊδευτικά και επιστρέφει την προσοχή του στην άσφαλτο. Μια αντίδραση που πραγματικά τσιτώνει τα νεύρα μου!

Είναι ο ίδιος άντρας! Ο ίδιος που εδώ και τόσες μέρες μου έχει βγάλει την ψυχή και με έχει κάνει να κλάψω πολλάκις και ο ίδιος που η τρυφερότητα του, φτάνει μόνο μέχρι μια αγκαλιά, λίγα φιλιά στην μύτη μου και κάνα δυο λέξεις στα Σερβικά που ποτέ δεν πρόκειται να μου μεταφράσει γιατί κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι και βρισιές!

Με εκνευρίζει που ακόμα είναι έτσι. Με εκνευρίζει που για χάρη μου δεν γίνεται γλυκανάλατος!

Όλοι οι άντρες κάποια στιγμή γίνονται γλυκανάλατοι! Γιατί όχι και εκείνος ρε γαμώτο;

Πεισμώνω τα χείλη μου και τινάζω τον δείκτη μου απειλητικά προς την μεριά του. «Α και για να μην το ξεχάσω, επειδή με ακολούθησες σήμερα και έδειξες τέλος πάντων πως ενδιαφέρεσαι για εμένα, μη νομίζεις πως θα διαγράψω και την ανεκδιήγητη συμπεριφορά σου τις προάλλες!» Τον ενημερώνω δείχνοντας φανερά την έντονη δυσαρέσκεια μου και να το πάλι αυτό το βλέμμα! Λες και με βαριέται! Λες και τον κουράζω!

Ω θεέ μου, αυτός ο άνθρωπος θα με σκάσει!

Πεισμώνω περισσότερο και το δάχτυλο μου κουνιέται ανεξέλεγκτα εναντίον του. «Και πάρα πολύ κακώς κάνω που σου μιλάω αυτή τη στιγμή! Αν δεν με απατά η μνήμη μου σου είχα πει πως θα τα πούμε ξανά μόνο όταν μου φορέσεις γονατισμένος στα γόνατα, το τσόκερ που σου πέταξα! Για αυτό σε παρακαλώ πολύ, καλό θα ήταν να κάνεις στην άκρη κάπου εδώ για να κατέβω μιας και δεν έχεις ικανοποιήσει ακόμα το αίτημά μου!»

Νιώθω δυνατή και γεμάτη αυτοπεποίθηση, την στιγμή που του τα λέω όλα αυτά. Νιώθω πως με τους κατάλληλους χειρισμούς μπορώ να αλλάξω την συμπεριφορά κάθε άντρα...Έτσι όπως είχα μάθει να κάνω και στο παρελθόν άλλωστε.

Βέβαια...οι εμπειρίες μου μαζί του, θα έπρεπε ήδη να με είχαν διδάξει πως η συμπεριφορά του συγκεκριμένου άντρα δεν πρόκειται να αλλάξει. Με κανέναν χειρισμό!

Τα φρένα στριγκλίζουν, οι ρόδες σπινάρουν πάνω στο χώμα καθώς μας βγάζει από την άσφαλτο και φυσικά το αμάξι ακινητοποιείται έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα με ένα δυνατό τράβηγμα του χειροφρένου!

«Τι κάνεις; Γιατί σταματάς; Μια πλάκα έκανα!» Γελάω νευρικά και αμήχανα για να μην υποκύψω ακόμα στον ανόητο φόβο μου!

Θεέ μου θα με αφήσει στις ερημιές! Είναι δυνατόν; Ε, όχι, εντάξει μπορεί να είναι νεάρτενταλ αλλά όχι και έτσι!

«Βγες έξω!», διατάζει και δεν ξέρω πως να διαχειριστώ αυτή την αστραπιαία εναλλαγή στην συμπεριφορά και στην γενικότερη ατμόσφαιρα μας.

Γυρίζω προς το κάθισμα του και απλώνω τα χέρια μου στα γένια του. «Έκτωρ, μωρό μου, εντάξει πλάκα έκανα λέμε! Ξεκίνα δεν θέλω να κατέβω!» Λέω παρακλητικά και με αγνοεί!

Πιάνει τα χέρια μου σφιχτά μέσα σε μια του λαβή και ενώνει σκληρά το μέτωπο του στο δικό μου. «Τοσοδούλα μπορείς να κάνεις αυτό που σου λένε δίχως να χρειάζεται να στο επαναλαμβάνουν πέντε γαμημένες φορές;»

Φιλάω πεταχτά τα χείλη του και παίρνω την πιο ναζιάρικη μου έκφραση. «Για την ακρίβεια μια φορά μου το είπες και όχι δεν θέλω να κάνω αυτό που μου λες είτε το επαναλάβεις πέντε φορές είτε μια, γιατί πολύ απλά δεν θέλω να κατέβω από το αμάξι μέσα στα σκοτάδια και τις ερημιές...»

«Φοβάσαι;» ρωτά λες και απολαμβάνει τρομερά την αίσθηση που μου προκαλεί.

«Εσύ τι λες;»

Μου χαμογελάει. Γιατί δεν μπορεί πάντα να μου χαμογελάει; «Εγώ λέω πως είσαι μαζί μου, οπότε δεν χρειάζεται να φοβάσαι! Για αυτό άντε βγες έξω τώρα να τελειώνουμε γιατί βαριέμαι τις αναλύσεις».

«Και αν φοβάμαι εσένα; Όπως και να το κάνουμε έχεις και ένα όπλο εδώ που τα λέμε!»

Σμίγει τα φρύδια του κοιτώντας με όλο ειρωνία. «Γιατί να φοβάσαι εμένα;»

Κάνω να αποτραβηχτώ από το μέτωπο του μα δεν με αφήνει. «Αν λέω! Αν! Υποθετικά πάντα μιλώντας, γιατί να είσαι σίγουρος πως δεν σε φοβάμαι ούτε στο ελάχιστο!»

Θα έπρεπε να τον φοβάμαι; Ίσως ναι, ωστόσο αλήθεια, τι πραγματικά μας χωρίζει; Αφού και εγώ είμαι παρανοϊκή όσο είναι αντίστοιχα και αυτός...Έτσι δεν είναι;

«Βγες έξω...» ψιθυρίζει με μια απαλή δαγκωματιά στο κάτω χείλος μου και χαλαρώνει την λαβή στους καρπούς μου.

«Θα το μετανιώσω;» ρωτάω τολμηρά αγνοώντας για ακόμα μια φορά τους συναγερμούς που χτυπάνε στο μυαλό μου και τις κόκκινες σημαίες που εμφανίζονται γύρω από το όμορφο πρόσωπό του.

«Πικρά...» υπόσχεται και ξέρω πολύ καλά πως θα κρατήσει τον λόγο του.

Δεν είμαι όμως φοβητσιάρα! Και αφού θέλει να παίξει μαζί μου, ορίστε λοιπόν, είμαι έτοιμη να φτάσω ως το τέρμα και να μην αναλωθώ στους εκφοβισμούς του! Τι άλλο μπορεί να μου κάνει δηλαδή πέρα από το να με αφήσει στις ερημιές; Που αν τολμήσει βέβαια να κάνει κάτι τέτοιο τότε ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερότερο πως θα του κλέψω το κωλοπιστόλι του και θα τον σημαδέψω κατευθείαν στα αρχίδια!

Ισιώνω τον κορμό μου και γεμάτη ανωτερότητα βγαίνω από το αμάξι. Πρέπει να βρισκόμαστε λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του αν κρίνω δηλαδή σωστά από τον ερημωμένο δρόμο με τα ψηλά δέντρα, που έχω διασχίσει ξανά.

Κοπανάω την πόρτα μου να κλείσει και γρήγορα κάνω τον κύκλο του αμαξιού για να σπεύσω ως την δική του, η οποία ανοίγει απότομα την στιγμή που φτάνω δίπλα της.

Η ανακούφιση μου δεν κρύβεται και αμέσως αφήνω την ανάσα μου να βγει με μια μεγάλη εκπνοή και ένα γέλιο!

«Αχ Παναγία μου ευτυχώς!», αναφωνώ καθώς τον βλέπω να κατεβαίνει από το αμάξι. «Νόμιζα πως θα έβαζες μπροστά και θα εξαφαν...» κάνω να εξηγήσω μα η πρόταση μου διακόπτεται δίχως πολλές περιστροφές, καθώς τα χέρια του ασφαλίζουν γύρω από την μέση μου και το χώμα χάνεται κάτω από τα πόδια μου!

«Ρε Έκτωρ! Μα τι κάνεις επιτέλους;» Τσιρίζω φοβούμενη μάλλον πως θα με πετάξει στις ρεματιές, αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη και τιμή δική του, δεν το κάνει!

Με βάζει να καθίσω πάνω στον ουρανό του αυτοκινήτου και εκείνος στέκεται από κάτω μου, με μια ανεξήγητη έκφραση και ένα περισσότερο ανεξήγητο βλέμμα.

Κάνω να πηδήξω αλλά γρήγορα με τιθασεύσει πίσω στην ίδια θέση μου.

«Μπορείς να σταματήσεις να με μεταχειρίζεσαι λες και είμαι κούκλα;» γκρινιάζω προσπαθώντας ξανά να κατέβω από τον ουρανό του αυτοκινήτου, τα χέρια του όμως που σέρνονται αργά πάνω στις γάμπες μου με σταματάνε.

«Δεν σου αρέσει;» ρωτάει με εκείνη την βραχνάδα στην φωνή του και ω θεέ μου...ω Άγιε μου Σπυρίδωνα...υποκύπτω σε όλα του...

Στην φωνή του, στο άγγιγμα του, στο βλέμμα του, στην παρουσία του κοντά μου...

«Μου αρέσει...», παραδέχομαι.

«Τότε γιατί γκρινιάζεις;»

Ανασηκώνω τους ώμους μου. «Δεν γκρινιάζω απλά δεν καταλαβαίνω γιατί σταματήσαμε! Εκτός δηλαδή αν...» χαμογελάω πλατιά και δείχνω τον σκοτεινό ουρανό του νησιού καθώς σκύβω προς το πρόσωπο του για να κρατήσω το πιγούνι του. «Θα δούμε μαζί τα αστεράκια μωρό μου; Είσαι τόσο ρομαντική ψυχή κατά βάθος;»

Χαμογελάει και εκείνος για ελάχιστα δευτερόλεπτα και έπειτα τα χέρια του σταματάνε να χαϊδεύουν τρυφερά τις γάμπες μου και απότομα ανοίγουν τους μηρούς μου. «Ναι, έλα να σου δείξω τα αστεράκια!» Λέει με έναν χλευαστικό τόνο ενώ ασκεί όλο και περισσότερη δύναμη στα πόδια μου για να τα κρατήσει ανοιχτά.

Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς γίνεται τώρα. Μωρέ για την ακρίβεια καταλαβαίνω και πολύ καλά μάλιστα, αλλά εδώ που τα λέμε, οφείλω να κρατήσω και μικρό καλάθι!

«Δεν σοβαρολογείς...» ψιθυρίζω γεμάτη δυσπιστία.

Σέρνει το βλέμμα του από τα μάτια μου ως το εσώρουχο μου και ύστερα πάλι πίσω. «Σε χαλάει;» ρωτάει και τοποθετεί το δεξί μου πέλμα στην γωνία που δημιουργεί η ανοιχτή πόρτα του οδηγού.

«Μα...είπες πως δε γλείφεις...»

Γνέφει. «Όντως δεν γλείφω...» λέει και χαμηλώνει το σώμα του για να χώσει το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια μου και να τρίψει δυνατά την πλατιά του μύτη πάνω στο εσώρουχο μου, πριν σηκώσει ξανά τα μάτια του στα δικά μου. «Βασικά, τρώω τοσοδούλα...»

Η καρδιά μου σταματάει καθώς όλα τα λαμπερά αστεράκια του ουρανού, έρχονται και τρυπώνουν μέσα στο στομάχι μου! Δεν ξέρω τι συμβαίνει μαζί του, ούτε πως ακριβώς λειτουργεί το περίεργο μυαλό του, αλλά από την στιγμή που αυτός ο άντρας, αυτός ο άξεστος γορίλας που επιεικώς είναι ο σημαιοφόρος της μεγαλύτερης κόκκινης σημαίας όλου του κόσμου, θέλει να χωθεί ανάμεσα στα πόδια σου, ποια είμαι εγώ για να τον σταματήσω; Ποια είμαι εγώ για να διορθώσω σήμερα την αχρωματοψία μου;

Δίχως δεύτερη σκέψη τραβάω το εσώρουχο προς το ηβικό μου οστό και με ένα χαμόγελο στα χείλη, απόλυτου ενθουσιασμού και τρομακτικής παράνοιας δίνω την απόλυτη συγκατάθεσή μου! «Καλή όρεξη τότε!»

Τρία πράγματα συμβαίνουν ταυτοχρόνως.

Πρώτον, οι προσαγωγοί μου τεντώνονται ως τα όρια τους, δεύτερον η ανάσα μου κόβεται ακαριαία και τρίτον ένα βαθύ αγκομαχητό μου, ελευθερώνεται μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας, καθώς ολόκληρο το στόμα του ανοίγει και κολλάει επάνω μου!

Και είναι περίεργο και πρωτόγνωρο όχι γιατί δεν μου το έχουν ξανακάνει, αλλά γιατί δεν μου το έχουν ξανακάνει με τον τρόπο που το κάνει τώρα εκείνος!

Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω. Μοιάζει σαν έναν λύκο που πίνει νερό, ή σαν ένα λιοντάρι που αρχίζει να τρώει τα τρυφερά σημεία του θηράματος του, ή ακόμα καλύτερα σαν τον πραγματικό γορίλα που ξέρω ότι είναι κι ο οποίος δεν θα σου πουλήσει ποτέ κάτι που δεν είναι πραγματικά! Ο τύπος ανήκει ειλικρινά στην ζούγκλα και ναι για κάποιον λόγο, νιώθω απίστευτα τυχερή που τον βρήκα να περιφέρετε σε αυτό εδώ το νησί!

Και είναι τόσο αισθησιακό το θέαμα του ρε γαμώτο! Τόσο παράξενα καθηλωτικοί οι βρυχηθμοί που παράγει...

Ε, λοιπόν αν ο άντρας ξέρει να τρώει καλά, σε χορταίνει μόνο το θέαμά του!

Και που να πρωτοκοιτάξω εδώ που τα λέμε! Τις εξογκωμένες φλέβες στα χέρια του, τα οποία κρατούν ανοιχτούς τους μηρούς μου; Τα μάτια του που ξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι και τα οποία με κοιτούν σαν να είμαι πραγματικά υπόδουλη του, ή μήπως την χαίτη του λιονταριού του που φαίνεται ελάχιστα μέσα από το πουκάμισο στον αυχένα του;

Μπορεί να είμαστε στην άκρη ενός επαρχιακού δρόμου, μπορεί να με έχει βάλει να καθίσω πάνω στον ουρανό του αυτοκινήτου του, μπορεί να τα έχω κάνει όλα πουτάνα για να βρίσκομαι τώρα εδώ, μπορεί να μην έχει ικανοποιήσει ακόμα το ηλίθιο αίτημα μου, μα το αψέντι του είναι πολλά λίτρα και εγώ ελεεινά διψασμένη!

Το στόμα του ρουφά επίπονα τα χείλη μου, η γλώσσα του καλύπτει τον κόλπο μου, τα δόντια του ανοίγουν και κλείνουν ασταμάτητα γύρω από την κλειτορίδα μου, και τα γένια του γδέρνουν και ερεθίζουν κάθε σημείο δέρματος εκεί κάτω καθώς το κεφάλι του ανεβοκατεβαίνει για να με καλύψει ολόκληρη!

«Σε μισώ τόσο πολύ...», αγκομαχώ στερεώνοντας το τακούνι μου στον ώμο του και τραβάω δυνατά τα μαλλιά του μόλις δύο του δάχτυλα εισβάλουν στον κόλπο μου.

Αποτραβιέται μακριά. «Γιατί με μισείς;» ρωτάει με τα ρουθούνια του να τρεμοπαίζουν και με τα χείλη του να γυαλίζουν από τα υγρά μας.

«Που με έκανες να περιμένω τόσες μέρες για αυτό εδώ...»Τραβάω ξανά τα μαλλιά του ωθώντας το κεφάλι του να επιστρέψει στη θέση του, αλλά εκείνος μου το αρνείται.

Τα δάχτυλά του φτάνουν βαθύτερα στον κόλπο μου και απότομα τα λυγίζει με κατεύθυνση προς τα έξω, κάνοντας με να τιναχτώ πάνω στον ουρανό του αυτοκινήτου και να βογκήξω δυνατά.

«Αν ήξερα πως σου αρέσει τόσο πολύ, τότε...» σταματάει και σέρνει σκληρά την γλώσσα του από τον πρωκτό ως την κλειτορίδα μου. «Θα στο έκανα μπροστά στον βλάκα σου...»

«Δεν είναι "μου"» διαμαρτύρομαι αμέσως με έναν βαθύ αναστεναγμό και τα δάχτυλά του κινούνται ξανά προς τα έξω ενώ η μύτη του κολλάει επάνω στην κλειτορίδα μου παίζοντάς την σκληρά με την άκρη της.

«Τότε γιατί ήσουν μαζί του;» ρωτάει καθώς αποτραβιέται ξανά μακριά.

«Μη σταματάς!» Σχεδόν τσιρίζω την παράκληση μου τραβώντας δυνατά τα μαλλιά του και μου χαμογελάει.

Χαμογελάει δείχνοντας μου πόσο νευριασμένος είναι για ακόμα μια φορά μαζί μου και φυσικά δεν παραλείπει να φτύσει λίγο από το σάλιο του κατευθείαν επάνω στην κλειτορίδα μου και κατόπιν να την χαστουκίσει δυνατά με όλη του την παλάμη!

«Θα προτιμούσες να στο κάνει εκείνος;»

«Ούτε καν!», κραυγάζω ενώ κρατιέμαι από το κεφάλι του για να μην γλιστρήσω από το αμάξι, νιώθοντας έναν φρικτά υπέροχο πόνο να δημιουργείτε απότομα στο στομάχι μου. «Συνέχισε...σε παρακαλώ...λίγο ακόμα...»

Τα δάχτυλά του στριφογυρίζουν γρήγορα μέσα μου και δύο ακόμα χαστούκια σκάνε με φόρα επάνω στην κλειτορίδα μου κάνοντας με να χώσω το τακούνι μου στον ώμο του και με κομμένη ανάσα να ρίξω το κεφάλι μου προς τα πίσω για να χαθεί το βλέμμα μου στο μαύρο του ουρανού μας.

«Πόσο λίγο;» ρωτά και αυτός ο τόνος της φωνής του...αυτός ο τόσο αδιάφορος, ο τόσο υπεροπτικός, ο τόσο αισθησιακά βραχνός τόνος, προκαλεί κάτι που...κάτι που δεν είναι φυσιολογικό.

Κάτι που που όφειλα στον ευατό μου να ζήσει. Κάτι που σε κάνει να δακρύζεις σιωπηλά και να εγκαταλείπεις κάθε προσπάθεια για να φανείς δυνατός ή ανώτερος...

«Ελάχιστο...» εξομολογούμαι με έναν ψίθυρο και βγάζει απότομα τα δάχτυλα του από από τον κόλπο μου, επιστρέφοντας στην θέση που ξεκίνησε...

Όλο του το στόμα ανοίγει γύρω μου, τα δόντια του με δαγκώνουν, η γλώσσα του περιφέρεται ανεξέλεγκτη σε κάθε σημείο, τα χείλη του με ρουφούν, τα γένια του με γδέρνουν, η μύτη του τρίβεται επάνω μου και οι δυνατές του παλάμες πιέζουν και κρατούν ανοιχτούς τους προσαγωγούς μου ενόσω εγώ...αντικρίζω για πρώτη φορά το βόρειο σέλας που χορεύει στον ουρανό των Φαιάκων και απρόσμενα χαμηλώνω τα μάτια μου στο δικό του θέαμα...

Είναι...είναι...Όχι, όχι, όχι! Δεν υπάρχει περίπτωση κανείς να καταλάβει για τι πράγμα μιλάω αν δεν το έχει αισθανθεί προσωπικά. Τα λόγια είναι άσκοπα για να περιγράψουν το πόσο απελευθερωμένος αισθάνεσαι την στιγμή που χαϊδεύεις το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια σου. Το κεφάλι που εκχύνει ολόκληρες δεξαμενές από πράσινο αψέντι σε έναν κοινότυπο νησιώτικο ουρανό!

«Έκτωρ...», λέω το όνομα του λες και κυριολεκτικά πεθαίνω και αυτή θέλω να είναι η τελευταία μου λέξη, και αφήνομαι στους πόνους, στις πράσινες αποχρώσεις, στις σύριγγες και στα λιοντάρια που με κατασπαράζουν...

Τελειώνω δίχως να κραυγάζω. Τελειώνω δίχως να ακούγεται ο παραμικρός ψίθυρος από το στόμα μου. Μόνο το σώμα μου μιλάει τώρα, και οι δικοί του βρυχηθμοί. Μόνο το σώμα μου, οι κλειδώσεις μου, και οι γρήγορες ακανόνιστες αναπνοές μου...Και είναι τόσο έντονο, και τόσο παρατεταμένο που για ατελείωτα δευτερόλεπτα γεύομαι το απόλυτο κενό όλου του κόσμου..

Μέχρι την στιγμή που...το στόμα του απομακρύνεται, τα χέρια του αγκαλιάζουν την μέση μου και τα πόδια μου πατάνε πάνω στα δικά του καθώς με κατεβάζει από τον ουρανό του αυτοκινήτου για να αρπάξει βίαια τον αυχένα μου και να κολλήσει το στόμα του στο δικό μου.

«Συνέχισε!», προστάζει χαστουκίζοντας ξανά και ξανά την κλειτορίδα μου αναγκάζοντας τα μάτια μου να ανοίξουν διάπλατα και τα νύχια μου να χωθούν βαθιά στο σκληρό δέρμα των δικέφαλών του.

Λίγα ακόμα υπολείμματα έκστασης δονούν κάθε άκρο του σώματος μου, και καθώς αρχίζει να με φιλάει λαίμαργα, μένω να τον κοιτάζω ευθεία στα μάτια με τον ίδιο τρόπο που το κάνει και εκείνος...

Και ανάθεμα αν έμαθα ποτέ μου να ζωγραφίζω! Ανάθεμα αν αντίκρισα πιο άρτια δομημένες σκιάσεις από αυτές που δημιουργεί η σελήνη στο πρόσωπο του. Ανάθεμα αν κάποιος, κάποτε, καμβάς ή άντρας....με έκανε να αισθανθώ όπως αισθάνομαι τώρα.

Το κορμί μου ηρεμεί στα χέρια του και το φιλί μας ημερεύει. Όχι όμως και η λαβή του που μεταφέρετε από τον αυχένα στον λαιμό μου.

«Μην διανοηθείς να ξαναπαίξεις έτσι μαζί μου!» Γρυλίζει θυμωμένα, και δεν αφήνω την σωματική μου αδυναμία να με καταβάλει. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.

Μιμούμαι την κίνηση του, αρπάζοντας τον λαιμό του και σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου.«Ούτε και εσύ!» Λέω με πείσμα και ρουθουνίζει κοροϊδευτικά αποσύροντας τόσο το δικό μου χέρι από πάνω του, όσο και το δικό του.

«Το εννοώ!» Επιμένω γραπώνοντας τον πήχη του μόλις κάνει ένα βήμα μακριά μου.

Ρίχνει ένα γρήγορο βλέμμα στην λαβή μου και ύστερα με κοιτάζει ξανά χαμογελαστός. «Είσαι εντελώς τρελή, έτσι;»

Ανασηκώνω τους ώμους μου και φτάνω ως τα χείλη του. «Δεν θα ήσουν εδώ αν δεν ήμουν...» Ψιθυρίζω δίνοντας του ένα γλυκό φιλί και διακρίνω καθαρά την προσπάθεια του να συγκρατηθεί.

«Μπες μέσα!» Προστάζει με ένα δυνατό χαστούκι στον ποπό μου και μόνο για αυτή τη φορά, σαν καλό κορίτσι τον υπακούω.

Τον προσπερνάω κάνοντας τον κύκλο του αμαξιού και τον βλέπω να με ακολουθεί. Κρατάει ανοιχτή την πόρτα του συνοδηγού και μόλις βολεύομαι στο κάθισμα, χαμηλώνει στα γόνατά του και ανοίγει το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου.

«Τώρα μπορούμε να τα ξαναλέμε όπως πρέπει», λέει ενώ ψάχνει με το χέρι του για λίγα δευτερόλεπτα μέσα στο ντουλαπάκι και προς στιγμήν φοβάμαι μήπως και ξαναβγάλει το νεροπίστολό του και αυτή τη φορά σημαδέψει το κεφαλάκι μου!

Μα είμαι χαζή και μόνο που έκανα αυτή τη σκέψη...

Μέσα στην ανοιχτή του παλάμη κρατά το τσόκερ με τα λιοντάρια του και το χαμόγελο μου δεν μπορεί να κρυφτεί...

Φέρνω όλα μου τα μαλλιά προς τον αριστερό μου ώμο και προτάσσω τον λαιμό μου και κυρίως τα χείλη μου. «Ε, λοιπόν όταν το θέλεις, είσαι και πολύ αρκουδίνος...»

«Τοσοδούλα...», προειδοποιεί κατευθείαν μέσα από τα δόντια του και χασκογελάω.

«Μην νευριάζεις! Ο γορίλας μέσα σου, πάντα θα υπερισχύει!» τον πειράζω και απότομα περνάει το δερμάτινο τσόκερ στον λαιμό μου φροντίζοντας φυσικά να το κουμπώσει στο πιο σφιχτό θυλάκι.

Δεν του γκρινιάζω ό,τι με πνίγει, ούτε και δίνω σημασία στον εκνευρισμένο τρόπο που εκπνέει από την μύτη.

«Τον προτιμώ, να ξέρεις...» λέω μόλις ετοιμάζεται να σηκωθεί και αρπάζω τα μάγουλά του μέσα στα χέρια μου. «Σε προτιμώ, όπως ακριβώς είσαι...» συμπληρώνω με κάθε ειλικρίνεια, μα δεν μου απαντάει τίποτα.

Μόνο με κοιτάζει διερευνητικά για λίγα δευτερόλεπτα και αφήνει ένα φιλί στην άκρη της μύτης μου. Έπειτα σηκώνεται για να με δέσει σφιχτά με την ζώνη ασφαλείας, και παίρνει την θέση του πίσω από το τιμόνι.

Ξεκινάει και πάλι να οδηγεί, και αυτή τη φορά, εκείνες οι ρυτίδες -μόνιμης θυμωμένης έκφρασης, στο μέτωπο του, μοιάζουν να έχουν εξαφανιστεί.

Σίγουρα το απόρθητο τείχος του δεν έχει κατεδαφιστεί όπως θα περίμενα, αλλά μια μικρή ρωγμούλα, ίσα που αχνοφαίνεται...

Και είναι αρκετή για την ώρα. Αν δηλαδή αναλογιστώ, την συμπεριφορά του, τις προηγούμενες φορές που ήμουν μαζί του σε αυτό εδώ το αυτοκίνητο, ε τότε ναι, με κάθε βεβαιότητα μπορώ να πω πως έχουμε σημειώσει σημαντική πρόοδο!

Μια πρόοδος που ευελπιστώ να συνεχιστεί...

Όταν φτάνουμε στο σπίτι του έπειτα από λίγα λεπτά, παρκάρει την BMW κάτω από το στέγαστρο του πάρκινγκ, και με απελευθερώνει από την ζώνη μου πριν κατέβει.

Δεν περιμένω φυσικά να μου ανοίξει την πόρτα μιας και ο ιπποτισμός του, φτάνει μόνο μέχρι την ζώνη ασφαλείας!

«Αυτές δικές σου είναι;», αναρωτιέμαι κατεβαίνοντας και δείχνω τις δύο μαύρες μηχανές μεγάλου κυβισμού που υπάρχουν στο πάρκινγκ.

«Ναι δικές μου. Ποιανού άλλου θα ήτανε δηλαδή;» απαντά κοφτά κλειδώνοντας το αυτοκίνητο και γρήγορα σπεύδω κοντά του για να τον πιάσω αγκαζέ και να τριφτώ σαν γάτα επάνω του!

«Τις οδηγείς;» ρωτάω με την πιο λάγνα έκφραση μου και τραβάει το κεφάλι του προς τα πίσω για να με κοιτάξει καλά καλά.

«Μεθυσμένο είσαι, ρε;»

«Όχι!», αναφωνώ δαγκώνοντας την άκρη του δαχτύλου μου. «Απλά σε κάνω εικόνα πάνω στην μηχανή και καταλαβαίνεις...» ψιθυρίζω με έναν βαρύ αναστεναγμό και η απορία στο βλέμμα του...δεν περιγράφεται!

«Τι να καταλαβαίνω; Γιατί κάνεις έτσι;»

Αφήνω το μπράτσο του και γρήγορα χουφτώνω τους γλουτούς του, φτάνοντας ως το στόμα του. «Γιατί γορίλα μου, πάνω σε αυτή τη μηχανή πρέπει να είσαι η απόλυτη καύλα!»

Τα φρύδια του σμίγουν λες και δεν καταλαβαίνει τι του λέω και έπειτα από τρία τέσσερα δευτερόλεπτα, ξεσπάει σε ένα γέλιο. Σε ένα αληθινό γέλιο!

«Πω ρε μαλάκα, είσαι εντελώς φευγάτη!», λέει μέσα στα γέλια του και χαστουκίζει τον ποπό μου δυνατά! «Προχώρα!» Διατάζει και τον υπακούω αφού βέβαια πρώτα χαστουκίζω και εγώ τον δικό του.

Προπορεύομαι από την γνωστή πλέον είσοδο του κήπου και φτάνω ως τις ανοιχτές τζαμαρίες που οδηγούν στο εσωτερικό του σπιτιού.

Μα καλά, αλήθεια τώρα, γιατί το σπίτι του είναι πάντα τέντα ρέντα ανοιχτό;

«Ο Νίκο που είναι;» ρωτάω παρατώντας το τσαντάκι μου στην πολυθρόνα και σκύβω να λύσω τα πέδιλά μου καθώς εκείνος βολεύεται στον βελούδινο καναπέ και ακουμπάει το παπούτσι του στην γωνία του γυάλινου τραπεζιού.

«Πίσω στην πόλη με τους δικούς μου», απαντά με κλειστά μάτια που έχουν κατεύθυνση προς το ταβάνι.

«Με αυτούς που βαριέται δηλαδή και που δεν του μιλάνε καν!» Θίγω καυστικά και τα μάτια του ανοίγουν απότομα για να εστιάσουν επάνω μου.

«Ο Νίκο τον τελευταίο μήνα μιλάει μόνο για ζωγραφιές και για χρώματα λες και είναι πέντε χρονών».

Ο τόνος του εμπεριέχει ξεκάθαρα ένα ίχνος κατηγορίας.

«Και που είναι το κακό σε αυτό; Και εγώ μιλάω συνεχώς για ζωγραφιές και χρώματα και δεν είμαι πέντε χρονών!»

«Ναι, εσύ είσαι λίγο μεγαλύτερη», κοροϊδεύει και τον πλησιάζω για να σταθώ από πάνω του.

«Έκτωρ, του αρέσει η ζωγραφική και νομίζω πως τον βοηθάει να εξερευνεί καινού...»

«Το τι τον βοηθάει, το ξέρω εγώ» Με διακόπτει δίχως να φωνάζει, μα με έναν απόλυτο τόνο στην φωνή του.

Είναι αργά για να ξεκινήσουμε άλλον έναν γύρο άσκοπων μπηχτών. Μέχρι και εγώ το ξέρω αυτό. Και η αλήθεια είναι πως δεν το θέλω άλλο...

Κάθομαι στο τραπεζάκι απέναντι του και ακουμπώ τα χέρια μου στους μηρούς του. «Είσαι πολύ προστατευτικός μαζί του...»

Γνέφει. «Ναι είμαι. Πρέπει να είμαι. Ο κόσμος είναι γεμάτος από πολλούς μαλάκες τοσοδούλα και ο Νίκο είναι αθώος σαν μικρό παιδί».

Έχει απόλυτο δίκιο σε αυτό και στιγμιαία πιάνω τον εαυτό μου να αισθάνεται βαθιά ευγνωμοσύνη για τον σκληρό του χαρακτήρα ο οποίος δεν αφήνει περιθώριο σε κανέναν να ενοχλήσει τον αδερφό του.

«Σε ενοχλεί που του αρέσει να ζωγραφίζει μαζί μου;»

Κουνάει το κεφάλι του νεύοντας αρνητικά. «Όχι. Το μόνο που με ενοχλεί είναι που δεν σταματάει να μιλάει για εσένα...» λέει και με κάνει να χαμογελάσω πλατιά!

«Και αυτό γιατί σε ενοχλεί; Μήπως επειδή σε κάνει να με σκέφτεσαι συνέχεια, ακόμα και όταν προσπαθείς τόσο σκληρά να το αποφύγεις; Τόσο ερωτευμένος είσαι πια μαζί μου;» τον πειράζω και στροβιλίζει το βλέμμα του αγανακτισμένος ενώ σηκώνεται από τον καναπέ και χαστουκίζει απαλά το μάγουλο μου.

«Σύνελθε!» Προστάζει πριν ξεκινήσει να περπατά προς το μικρό ψυγειάκι με τις μπύρες που υπάρχει δίπλα από το φωτιζόμενο τζουκ μποξ.

Γελάω με την προβλεπόμενη αντίδραση του και τον ακολουθώ για να σταθώ πάνω από το τζουκ μποξ καθώς εκείνος ανοίγει την μπύρα του με ένα δυνατό χτύπημα του πώματος πάνω στην λουστραρισμένη επιφάνεια.

«Θα το καταστρέψεις και είναι κρίμα!», τον μαλώνω δείχνοντας τα σημάδια στο ξύλο του τζουκ μποξ, αλλά αδιαφορεί και επιστρέφει πίσω στον καναπέ κατεβάζοντας μια μεγάλη γουλιά από την μπύρα του.

Ούτε να μου προσφέρει μια μπύρα δεν αξιώθηκε ο χοντροκομέννος νεάτρενταλ, αλλά έλα Βικ, τώρα, μη χαλιέσαι! Κράτα τα θετικά της υπόθεσης! Για παράδειγμα ήρθε και σε βρήκε, σωστά; Σωστά! Σου επέστρεψε γονατιστός το τσόκερ με τα λιοντάρια του, σωστά; Σωστά! Σου είπε και κάνα δυο άγνωστες λεξούλες στην γλώσσα του οπότε τι άλλο θέλεις και εσύ από έναν τύπο όπως είναι αυτός; Να πέσει στα πόδια σου και να σου εξομολογηθεί τον έρωτά του; Γιατί ας πούμε εσύ θα το έκανες;

Τι να έκανα; Ποια πόδια; Ποιος έρωτας;

Κουνάω το κεφάλι μου για να συγκεντρωθώ και εστιάζω στις επιλογές των τραγουδιών που έχει το τζουκ μποξ. Όλα είναι παλιά κλασικά σόουλ κομμάτια, - όπως δηλαδή αρμόζει σε ένα ρετρό τζουκ μποξ, και ειλικρινά μου κάνει εντύπωση που στο σπίτι του υπάρχει μια τέτοια συσκευή. Κρίνοντας από τα γερμανικά ραπ κομμάτια και τα ελληνικά χιπ χοπ που ακούει στο αμάξι του, μάλλον τελικά το τζουκ μποξ χρησιμεύει μόνο για να ανοίγει τις μπύρες του!

Πατάω τον κωδικό Β3 που αντιστοιχεί στο τραγούδι My girl των The Temptations και χαζεύω ενθουσιασμένη τον τρόπο που τοποθετείται ο δίσκος στο ενσωματωμένο πικ-απ!

Το τραγούδι ξεκινάει να παίζει, και αρχίζω να χορεύω ήρεμα στους ρυθμούς του πλησιάζοντας στον καναπέ για να τραβήξω το χέρι του και να τον σηκώσω, αλλά προφανώς και μένει αμετακίνητος.

Δεν πτοούμαι! Παίρνω το μπουκάλι της μπύρας από το χέρι του, και αφού κατεβάζω πρώτα μια γουλιά δίχως μάλιστα να με σταματήσει, το αφήνω στο τραπεζάκι, πιάνω τους καρπούς του και ξεκινάω να του τραγουδάω θεατρικά λικνίζοντας το σώμα μου μπροστά του.

"Well, I guess you'd say

What can make me feel this way

My girl, my girl, my girl

Talkin' 'bout my girl..."

Ε λοιπόν, είτε το απολαμβάνει στα κρυφά, είτε είναι έτοιμος να με πετσοκόψει σε μεγάλα κομμάτια και να με πετάξει στην θάλασσα! Μα όχι...Πρέπει να το απολαμβάνει. Πρέπει να χαλαρώσει επιτέλους μαζί μου. Πρέπει να με αφήσει να του δείξω πως...

Σύνελθε, Βικτώρια!

"I don't need no money, fortune, or fame

I've got all the riches baby one man can claim..."

Μα πως όμως να συνέλθω όταν, τραβάει τα χέρια του μέσα από τα δικά μου και τα τοποθετεί στους γλουτούς μου τραβώντας με να καθίσω στα πόδια του;

Το χαμόγελο του είναι διστακτικό. Ωστόσο είναι χαμόγελο και είναι δικό του και είναι υπέροχο....και κολλάω στα χείλη του, αγκαλιάζω τον σβέρκο του και συνεχίζω να σιγοτραγουδάω μέσα στο στόμα του, λες και προσπαθώ να τον κάνω να μου τραγουδήσει εκείνος αυτό που θέλω να ακούσω...

"I've got sunshine on a cloudy day with my girl

I've even got the month of May with my girl"

Το τραγούδι όμως φτάνει στο τέλος του και το μόνο που λαμβάνω από εκείνον, είναι ένα άγριο φιλί δίχως κανένα άλλο συναίσθημα να υποβόσκει ανάμεσα μας, πέραν βεβαίως του αλλόκοτου πάθους το οποίο μέχρι τώρα ίσως και να έχει μετατραπεί σε μια άρρωστη, εμμονική...λαγνεία!

Αποτραβιέται από τα χείλη μου, με μετακινεί από πάνω του για να με βάλει να καθίσω στον καναπέ και σηκώνεται όρθιος.

«Θέλω λίγο νεράκι!» Ζητώ λαχανιασμένη και ούτε που με κοιτάζει.

«Ε, άνοιξε το ψυγείο και πιες», πετάει μόνο και με γρήγορα βήματα τον βλέπω να ανεβαίνει την σκάλα που οδηγεί στον δεύτερο όροφο του σπιτιού.

«Που πας;» ρωτάω μπερδεμένη, δίχως να λάβω φυσικά απάντηση.

Μένω μόνη μου στον τεράστιο χώρο του ισογείου δίχως να μπορώ να εξηγήσω τις ακραίες μεταβολές στην διάθεση του και αρχίζω να φρικάρω!

Τι στον διάολο έγινε τώρα; Αυτός είναι ικανός να με παράτησε μόνη μου εδώ κάτω για να πάει να κοιμηθεί! Μόνη μου, σε ένα σπίτι μπάτε σκύλοι αλέστε!

«Έκτωρ!», φωνάζω ξανά και ξανά ενώ ανεβαίνω δύο δύο τα σκαλιά και εισβάλω με φόρα στην ανοιχτή πόρτα του υπνοδωματίου του.

Ο χώρος είναι βουτηγμένος στα σκοτάδια και το μοναδικό φως έρχεται από μια μικρή πόρτα στο βάθος.

«Ρε γορίλα τι θα γίνει τώρα; Που είσαι;», κραυγάζω αγανακτισμένη μέχρι που το κεφάλι του ξεπροβάλει από την πόρτα.

«Τα έχεις παίξει τελείως ρε; Κατουράω, τι θέλεις;»

«Και δεν μπορούσες να το πεις δηλαδή; Τι με αφήνεις μόνη μου;»

Σταυροκοπιέται με ένα σοκαρισμένο ύφος και έπειτα χάνεται ξανά πίσω από την πόρτα.

Ακούω το καζανάκι και το νερό από την βρύση του νιπτήρα, και ύστερα τον βλέπω να βγαίνει από το εσωτερικό μπάνιο με μισάνοιχτο παντελόνι.

«Την επόμενη φορά θα σε φωνάξω να μου τον κρατήσεις», ειρωνεύεται καθώς ανάβει το μαύρο πορτατίφ στο κομοδίνο του και πετάει τα παπούτσια από τα πόδια του προς την μεριά μου.

Ρουθουνίζω, αποφεύγοντας να κοιτάξω οπουδήποτε αλλού πέρα από τα μάτια του και σταυρώνω τα χέρια στο στήθος. «Εντύπωση μου κάνει που έπλυνες τα χέρια σου! Α και για να μην το ξεχάσω, έτσι εντελώς πληροφοριακά, εγώ σε αυτό το κρεβάτι δεν θέλω να κοιμηθώ!»

Πλησιάζει ξυπόλυτος κοντά μου και γαμώτο, έβγαλα πολύ νωρίς τα τακούνια μου. Με τα δωδεκάποντα έχω άλλη αυτοπεποίθηση όπως και να το κάνουμε! Τώρα μοιάζω σαν την στρουμφίτα μπροστά του!

«Και που θες να κοιμηθείς;» ρωτάει λύνοντας τα χέρια μου από το στήθος και υψώνω το φρύδι μου.

«Οπουδήποτε αλλού πέρα από 'δω μέσα. Μου είναι αρκετές οι αναμνήσεις με τις δύο σου γκόμενες!»

Χαμογελάει. «Ποιος ζηλεύει τώρα;»

«Κανείς!», σπεύδω να τον διαβεβαιώσω. «Σίγουρα όχι εγώ. Απλά σιχαίνομαι να κοιμηθώ σε ένα στρώμα που έχεις πηδήξει κάθε θηλυκό του νησιού!»

«Τότε δύσκολα θα βρούμε μέρος να κοιμηθείς», απαντάει αμέσως και σηκώνει τον δείκτη του να χτυπήσει δυο φορές τον κρόταφο μου. «Και σκέψου έχω άλλα τρία δωμάτια εδώ πάνω!»

Το στομάχι μου με κλωτσάει απότομα, και το ίδιο απότομα κλωτσάω και εγώ το πόδι του! «Είσαι μαλάκας!» Βρίζω δίνοντας όσο πιο πολλή έμφαση μπορώ στην βρισιά μου και ορμάω προς την πόρτα έτοιμη να αποσυρθώ μια και καλή από αυτό το ανούσιο παιχνίδι!

«Έι, έλα 'δω που πας;» με σταματά γραπώνοντας τον καρπό μου, και γρήγορα στρέφομαι να τον κοιτάξω απεγκλωβίζοντας το χέρι μου από την λαβή του.

«Φεύγω!», δηλώνω κατηγορηματικά και κάνω μεταβολή για να βγω από αυτό το δωμάτιο, μα αμέσως μόλις φτάνω στην πόρτα η παλάμη του ολόκληρη πιάνει την κοιλιά μου και η πλάτη μου προσκρούει στον θώρακα του.

«Πλάκα σου κάνω...» ψιθυρίζει χαμηλώνοντας στο αυτί μου.

«Όχι δεν κάνεις πλάκα!», χτυπάω το χέρι του να με αφήσει και πατάω και το γυμνό του πόδι με όλη μου την δύναμη.

Τίποτα όμως δεν καταφέρνω. «Γιατί ζηλεύεις;» ψιθυρίζει ξανά δαγκώνοντας το αυτί μου και δεν ξέρω τι συμβαίνει μαζί του.

Τι συμβαίνει μαζί μου...Τι συμβαίνει με εμάς...

«Γιατί σε θέλω...» παραδέχομαι.

Με γυρνάει γρήγορα για να είμαστε πρόσωπο με...-μείον δύο ορόφους πρόσωπο και χαϊδεύει το μάγουλό μου. «Εδώ είμαι αν με θέλεις».

Αλήθεια έχει όρια η εμμονή; Φτάνει ως ένα σημείο όπου αν χρειαστεί μπορεί κάλλιστα να δικαιολογηθεί με βάση την λογική ή μήπως είναι απλά μια ατέρμονη τρέλα;

«Ναι εδώ είσαι αλλά γίνεσαι μαλάκας, Έκτωρ! Λες και ακόμα προσπαθείς να με απομακρύνεις και είναι τόσο σπαστικό όλο αυτό, τόσο...τόσο ηλίθιο!»

«Μπα...», μουρμουρίζει συνεχίζοντας τα χάδια στο μάγουλό μου. «Δεν απομακρύνεσαι τόσο εύκολα εσύ!»

Αποδιώχνω το χέρι του μακριά και τινάζω τον δείκτη μου απειλητικά προς το πρόσωπο του. «Θέλεις να το κάνω; Όχι γιατί αν θέλεις να το κάνω τότε να μου το πεις τώρα στα ίσια. Άλλωστε δεν ήμουν εγώ αυτή που έτρεξε ξοπίσω σου σήμερα!» Ξεσπάω και η αντίδραση του είναι άμεση.

Σηκώνει τα χέρια του προς το ταβάνι και η χοντρή του μύτη του κοκκινίζει κατευθείαν! «Πως στον πούτσο, μπαίνεις στο αθόρυβο;»

Ε εντάξει λοιπόν, αρκετά! Δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη εμείς οι δύο! Ποτέ! Είναι διπολικός, είναι τρελός, είναι ένας ελεεινός μαλάκας και εγώ μια ηλίθια εμμονική γκόμενα που δεν λέει να ξεκολλήσει από πάνω του! Αλλά αυτό αλλάζει! Σήμερα. Τώρα κιόλας!

«Δεν μπαίνω στο αθόρυβο!», κραυγάζω. «Θα μιλάω για όσο θέλω, με κατάλαβες; Αν έχεις πρόβλημα με αυτό, εγώ δεν μπορώ να σε βοηθήσω! Μάθε να το διαχειρίζεσαι μόνος σου!»

Ή απλά γορίλα μου, μη δίνεις την παραμικρή σημασία σε ό,τι και αν σου λέω και φόρτωσε με στον ώμο σου σαν ένα τσουβάλι πατάτες baby!

«Άου! Άσε με κάτω! Τι κάνεις πάλι;» ξεφωνίζω μόλις το δωμάτιο αναποδογυρίζει και το αίμα κατεβαίνει γρήγορα ως το κεφάλι μου.

«Σε βάζω στο αθόρυβο!» Γρυλίζει ξεκινώντας να περπατά έξω από το δωμάτιο του και ναι, ναι, ναι ξέρω.

Ξέρω πως μιλάω πολύ και λέω πολλά που δεν εννοώ. Ξέρω πως ίσως και να πρέπει να ξεκολλήσω από πάνω του και να τρέξω χιλιόμετρα μακριά από τις κόκκινες σημαίες του. Ξέρω πως δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη, ούτε και θα συνυπάρξουμε ειρηνικά για παραπάνω από λίγα λεπτά. Τα ξέρω όλα αυτά...Τα ξέρω και αρχίζω να γελάω γιατί...

Γιατί ήρθε για εμένα και εγώ δεν πρόκειται να φύγω τώρα από εκείνον...

«Πάντως δεν μπορώ να πω, έχεις φανταστικό κωλαράκι, γορίλα μου!» Αναφωνώ χουφτώνοντας και τσιμπώντας τους σκληρούς γλουτούς κάνοντας τον να επιταχύνει το βήμα του.

«Σταμάτα να με τσιμπάς γιατί θα σε πετάξω από την σκάλα!» Απειλεί μα ξέρω να πω με πάσα βεβαιότητα πως δεν θα το κάνει!

Σωστά;

Μας κατεβάζει στο ισόγειο, πλησιάζει στον βελούδινο καναπέ για να αρπάξει το πολύχρωμο ριχτάρι από την μια του άκρη και έπειτα βγαίνει από τις μεγάλες τζαμαρίες και περπατά προς την πισίνα.

Μήπως θα με πνίξει; Μήπως θα με τυλίξει μέσα στο ριχτάρι και θα με πετάξει στον πάτο της πισίνας του;

«Κατέβασε με!» Του φωνάζω χτυπώντας με τις γροθιές μου τους γλουτούς και την μέση του και παραδόξως με υπακούει αφού πρώτα ρίχνει το ριχτάρι στο γκαζόν για να με ξαπλώσει άτσαλα επάνω του.

«Γιατί πρέπει να είσαι πάντα τόσο ατσούμπαλος;», διαμαρτύρομαι τρίβοντας τα πλευρά μου ενώ εκείνος ανοίγει τα κουμπιά από το πουκάμισο του δίχως όμως να το βγάλει και ξαπλώνει ανάσκελα δίπλα μου τοποθετώντας το ένα του χέρι σαν μαξιλάρι στον αυχένα του.

«Εδώ θα κοιμηθούμε;» αναρωτιέμαι ενθουσιασμένη αδιαφορώντας ολότελα για τα όσα συνέβησαν τα τελευταία λίγα λεπτά.

«Ούτε εδώ σ' αρέσει;» ρωτάει με τα μάτια του στραμμένα στον έναστρο ουρανό.

Ξαπλώνω στο γυμνό του στήθος και τρίβω την μύτη μου στις τρίχες του. «Εδώ μου αρέσει...»

«Ωραία, κοιμήσου τότε!»

«Δεν θέλω να κοιμηθώ ακόμα...» γκρινιάζω και αναστενάζει βαριά.

«Και τι θέλεις να κάνεις γαμώ την Παν...»

Ανασηκώνομαι και κλείνω το στόμα του με την παλάμη του, πριν προλάβει να ξεστομίσει την βρισιά του.«Να μιλήσουμε θέλω λιγάκι και σταμάτα επιτέλους να βρίζεις την Παναγίτσα! Έλεος δηλαδή!»

Άλλη μια μεγάλη αγανακτισμένη ανάσα και με τραβάει και πάλι να ξαπλώσω πίσω στο στήθος του. «Ωραία, μίλα!».

«Το όπλο που έχεις είναι αληθινό;» κάνω την ηλίθια ερώτηση μου και το στέρνο του τραντάζεται αμέσως από ένα γέλιο.

«Αποκριάτικο! Παίζαμε τους καουμπόηδες νωρίτερα με τον Στεφάν και ξέμεινε επάνω μου» κοροϊδεύει.

«Χριστέ μου αυτό το χιούμορ σου, μπορεί εύκολα να λύσει την υπερθέρμανση του πλανήτη μας!» Ειρωνεύομαι με μια κοροιδευτική γκριμάτσα και σμίγει τα μάτια του.

«Αυτό έχω. Αν σ' αρέσει!»

«Μπορώ να ζήσω και με αυτό!», τον διαβεβαιώνω. «Γιατί όμως έχεις όπλο;» συνεχίζω με την δεύτερη όχι και τόσο ηλίθια ερώτηση μου και ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του.

«Όλοι έχουν όπλο».

«Ναι έχεις δίκιο! Και εγώ στο τσακ ήμουν να πάρω το καλασνικόφ μου σήμερα το βράδυ αλλά δεν μου ταίριαζε με το outfit και στο τσαντάκι μου είχα ήδη το κινητό και το λιπ γκλος μου! Που να το έβαζα;» λέω σαρκαστικά μα δεν γελάει όπως θα έκανε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος.

«Το καλάσνικοφ δεν χωράει σε τσαντάκι. Ένα Micro Uzi, ίσως», με ενημερώνει και απότομα ανασηκώνομαι από την αγκαλιά του γελώντας νευρικά.

«Α εντάξει τότε, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την πληροφορία γιατί ειλικρινά είχα αρχίσει να αγχώνομαι για το πως θα το κουβαλάω! Ρε γορίλα, με δουλεύεις τώρα;»

«Γιατί να σε δουλεύω; Αφού όντως δεν χωράει!» Απαντά με κάθε σοβαρότητα.

«Δεν είναι αυτό το θέμα μας πίστεψε με! Το θέμα μας είναι η σαφέστατη ερώτηση που σου έκανα και εσύ αρνείσαι να απαντήσεις».

«Σου απάντησα πως όλοι έχουν όπλο!»

Πιάνω σφιχτά τους κροτάφους μου για να μην τραβήξω τα μαλλιά μου. «Ποιοι είναι οι όλοι παιδάκι μου;»

Ανασηκώνεται στον έναν του αγκώνα και χαμογελάει. «Όσοι έχουν φράγκα!»

«Όσοι έχουν φράγκα αποκτημένα με νόμιμο τρόπο ή μήπως με...»

«Όσοι έχουν φράγκα γενικότερα», με διακόπτει με εκείνο το αλαζονικό του υφάκι και ξαπλώνει ξανά πίσω στο ριχτάρι.

«Και εσύ είσαι ένας από αυτούς;»

«Ένας από τους πολλούς»

«Ο οποίος τα έχει αποκτήσει όλα αυτά...», δείχνω γύρω μου την βίλα και ανακάθομαι στα γόνατα. «Με νόμιμο τρόπο;»

«Νομιμότατο!» Απαντά σοβαρός.

Γιατί δεν τον πιστεύω;

«Να φανταστώ από την ενασχόληση σου με τα μεσιτικά, την εστίαση, και τα κλαμπ σε Βελιγράδι και Ντουμπάϊ, σωστά;»

«Σωστά. Και από μερικά μερίδια που έχω εδώ σε κάποια μαγαζιά. Στο Azzur για παράδειγμα», με ενημερώνει και τον κοιτάζω έκπληκτη.

«Έχεις μερίδιο στο Azzur;», ρωτάω κάπως δύσπιστα.

Στενεύει τα μάτια του. «Μικρό μη φανταστείς. Πιο πολύ το αγόρασα σαν καφετιέρα και κουζίνα! Δεν ξέρω να μαγειρεύω και βαριέμαι να φτιάχνω καφέδες!»

«Μάλιστα...» μονολογώ και ξαπλώνω πίσω στο ριχτάρι, όχι όμως και στην αγκαλιά του.

«Τι σημαίνει αυτό το "μάλιστα";» ρωτάει και απλώνω τα δάχτυλα μου ως το στέρνο του για να τραβήξω ελαφρά τις τρίχες του.

«Τίποτα. Απλά δεν σε πιστεύω».

«Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα!»

«Προφανώς και είναι δικό μου πρόβλημα αλλά νόμιζα πως ένας τόσο ντόμπρος άντρας όπως φαίνεται να είσαι εσύ, θα ήταν τουλάχιστον και ειλικρινής»

«Ειλικρινής είμαι», αποκρίνεται αμέσως. «Αν εσύ θέλεις να πιστεύεις κάτι άλλο τότε είναι επιλογή σου».

«Πιστεύω αυτό που βλέπω. Βασικά αυτό που μου δείχνεις. Και ένας άνθρωπος για να σηκώνει όπλο τόσο εύκολα σημαίνει πως το έχει ξανακάνει και πως...»

«Ναι το έχω ξανακάνει», με σταματάει με δυνατή φωνή και γραπώνει τον καρπό μου πάνω στο στήθος του. «Σε σκοπευτήρια εδώ και εικοσιπέντε χρόνια. Από τα δεκατρία μου για την ακρίβεια που ξεκίνησα σκοποβολή με τον πατέρα μου».

Ίσως αυτή η πληροφορία να πρέπει να με ανακουφίσει για την ώρα. Ίσως τελικά να είμαι πολύ καχύποπτη μαζί του. Αλλά όχι τι λέω; Είμαι καχύποπτη γιατί αυτός είναι κλειστός σαν τα φρέσκα στρείδια που φέρνει η Νόνα κάθε τόσο από την ψαραγορά!

«Είδες για να μη μου μιλάς; Με αφήνεις να βγάζω αυθαίρετα συμπεράσματα!»

Κουνάει το κεφάλι του και χτυπά με το δάχτυλο του την άκρη της μύτης μου. «Ναι την έχεις αυτή την τάση».

Κουρνιάζω στην αγκαλιά του και ακουμπώ το πιγούνι μου στην καρδιά του για να μπορώ να τον κοιτάζω. «Οπότε τι λες; Δεν θα ήταν καλύτερα να μου μιλήσεις; Να μου πεις ρε παιδί μου δυο πράγματα για εσένα, για να μην βγάζω τόσο ηλίθια συμπεράσματα! Που μεγάλωσες ας πούμε; Ή πόσα χρόνια διαφορά έχετε με τον Νίκο;, Ή πως λένε τους γονείς σου; Που μένουν; Ή να... δεν ξέρω, τι σπούδασες για παράδειγμα, αν δηλαδή έχεις σπουδάσει κάτι!»

Τον βομβαρδίζω με τις πρώτες ερωτήσεις που μου έρχονται στον νου και θα είναι πραγματικά θαύμα αν μου απαντήσει τουλάχιστον σε μια!

«Δεν έχω σπουδάσει τίποτα», ξεκινάει να λέει αιφνιδιάζοντάς με. «Είχα ξεκινήσει κάποτε σε μια σχολή οικονομικών αλλά τα παράτησα».

Οκ, είμαστε σε καλό δρόμο Βικάκι! Μιλάει και δεν δείχνει νευριασμένος! Ναι...είμαστε σε πάρα πολύ καλό δρόμο!

«Γιατί τα παράτησες;»

Σηκώνει απαθέστατος τους ώμους του. «Γιατί βαριόμουν και είχα ήδη στρωμένες δουλειές για να ασχοληθώ».

«Και που μεγάλωσες;» συνεχίζω με την επόμενη ερώτηση μου και στρέφει το κεφάλι του για να με κοιτάζει.

«Κυρίως στο Βελιγράδι».

«Τι σημαίνει κυρίως;» ρωτάω και έτσι ξαφνικά ο δρόμος δεν δείχνει άλλο πια να είναι καλός!

Δαγκώνει το κάτω του χείλος, πεισμώνοντας εν συνεχεία το στόμα του και εκπνέει από την μύτη, όπως ακριβώς κάνει δηλαδή κάθε φορά που νευριάζει μαζί μου!

«Τοσοδούλα ανάκριση μου κάνεις;»

Ο τόνος του είναι απότομος, η στάση του πέραν για πέραν επιθετική και το βλέμμα του άκρως παγωμένο. Και όλα αυτά, συμβαίνουν μέσα σε δυο δευτερόλεπτα...Δύο δευτερόλεπτα που η συμπεριφορά του αλλάζει ξανά και οι δικές μου αντοχές και ανοχές εκμηδενίζονται!

Σηκώνομαι από το στήθος του και υψώνω τα χέρια μου προς τον ουρανό! «Πειράζει που θέλω να μάθω για εσένα; Γιατί δηλαδή πρέπει να είσαι τόσο εσωστρεφής ρε αγόρι μου; Δεν το καταλαβαίνω ειλικρινά! Και εδώ που τα λέμε, αθώες ερωτήσεις σου κάνω, που τις κάνεις σε κάποιον όταν θέλεις να τον γνωρίσεις καλύτερα!» Αντιδρώ ανεβάζοντας τον τόνο στην φωνή μου και κουνώντας αλλοπρόσαλλα τα χέρια μου, και εκείνος στηρίζεται ξανά στον αγκώνα του για να αρπάξει το πιγούνι μου στην χούφτα του.

«Ωραία, τι στον πούτσο θέλεις να μάθεις;»

«Τίποτα!» Απαντώ πεισμωμένη χτυπώντας μακριά το χέρι του και ξαπλώνω πίσω στο ριχτάρι γυρνώντας του την πλάτη.

Ακούω την θυμωμένη του ανάσα και χαμογελάω στα κρυφά.

«Τοσοδούλα, τα νεύρα μου τεντώνονται!» προειδοποιεί και απότομα γυρίζω να του επιτεθώ!

«Να τεντωθούν να σπάσουν, αγριάνθρωπε! Με κούρασες και εσύ και τα νεύρα σου!» Του φωνάζω και με μια γρήγορη κίνηση, περνάει τα πόδια του γύρω από την κοιλιά μου, αρπάζει τα χέρια μου σε μια σκληρή λαβή πάνω από το κεφάλι μου και στέκεται θεόρατος και απειλητικός από πάνω μου!

«Γιατί δεν κάνεις ποτέ πίσω;» ρωτάει χαμηλώνοντας στο πρόσωπο μου και ενώ γνωρίζω πολύ καλά πως υπερτερεί σωματικά, και πως εύκολα θα μπορούσε να με κάνει να το βουλώσω...δεν υποκύπτω!

«Θέλεις να πεις γιατί δεν τρομάζω από τις φωνές και τις προειδοποιήσεις σου, σωστά;» τον αντικρούω με θάρρος ή ακόμα και με λίγο θράσος, και του χαμογελάω γλυκά κάνοντας τον να μειώσει την δύναμη που ασκεί στην λαβή του.

Κουνάει ανεπαίσθητα το κεφάλι του και με αφήνει να τραβήξω το ένα μου χέρι για να χαϊδέψω τα άγρια γένια στο μάγουλό του. «Γιατί ξέρω πως δεν θα με πειράξεις. Όσο και αν νευριάζεις μαζί μου, όσο και αν φωνάζεις και με απειλείς...ξέρω πως δεν θα το κάνεις. Μου το είχες πει άλλωστε εκείνο το βράδυ έξω από το 54, θυμάσαι; Εκείνο το βράδυ που με νάρκωσες με κάτι που όπως υποθέτω θα ήταν παράνομο!»

«Δεν σε έχω ναρκώσει με τίποτα. Σταμάτα να λες μαλακίες» ανταπαντά αμέσως καθώς αποτραβιέται από το πρόσωπο μου για να σηκωθεί από πάνω μου και να επιστρέψει στην θέση του, δίνοντας μου την ευκαιρία να επαναλάβω εγώ την κίνηση του!

«Τότε πως εξηγείτε εκείνη η απότομη υπνηλία;», ρωτάω την στιγμή που βολεύομαι στην κοιλιά του, και τα χέρια του εφαρμόζουν στους γλουτούς μου. «Μια βότκα μου έδωσες να πιω και...»

«Δεν ήταν βότκα!» Με σταματά γρήγορα και τινάζομαι απορημένη.

«Τι εννοείς δεν ήταν βότκα; Και τι ήταν;»

Χαμογελάει...Πόσο όμορφα επικίνδυνος είναι όταν χαμογελάει...

«Σλιβοβίτσα...» λέει με την βαριά σερβική του προφορά και κυριολεκτικά αισθάνομαι μια δυνατή σουβλιά να διαπερνάει το στομάχι μου!

«Άγιε μου Σπυρίδωνα, σταμάτα σε παρακαλώ να έχεις αυτή τη προφορά γιατί οριακά θα σε ζητήσω σε γάμο!», αστειεύομαι τραβώντας μαλακά τον σταυρό και τις αλυσίδες στον λαιμό του και ευτυχώς Παναγία μου που συνεχίζει ακόμα να χαμογελάει μαζί μου!

«Μπα...είμαι πολύ μαλακάς για να με παντρευτείς, τοσοδούλα!»

«Λες έ; Αλλά και πάλι που το ξέρεις ρε 'σύ γορίλα μου; Μπορεί εγώ πάντα να ήθελα να παντρευτώ έναν Σέρβο μαλακά που θα μου λέει τις μαλακίες του στα Σερβικά και θα με κάνει να τα ξεχνάω όλα...», χαμηλώνω ως το στόμα του και γλείφω αργά τα χείλη του. «Και τι είναι αυτό το Σλιβοτέτοιο που είπες;»

Γρυλίζει αισθησιακά και ζουλάει τους γλουτούς μου πιέζοντας το σώμα μου επάνω στο δικό του. «Σλιβοβίτσα», επαναλαμβάνει διορθώνοντάς με και κλείνω τα μάτια μου σφιχτά σαν να πονάω. «Ποτό είναι», εξηγεί. «Δικό μας. Το φτιάχνουν κάτι φιλαράκια από το Κραγκούγιεβατς. Δική τους παραγωγή».

«Και τι; Τόσο πολύ βαράει αυτό το ποτό; Γιατί εγώ, λιπόθυμη έπεσα με λίγη ποσότητα», του υπενθυμίζω.

«Με ενενήντα τα εκατό αλκοόλ τοσοδούλα, άνετα βγάζει νοκ άουτ τον οποιονδήποτε!»

«Ενενήντα;», ξεφωνίζω σοκαρισμένη και γελάει.

Έχει τόσο ωραίο γέλιο. Βαθύ, βραχνό...όπως ακριβώς είναι και η Σερβική προφορά του.

«Ναι η συγκεκριμένη έχει ενενήντα. Συνήθως το ποσοστό είναι μικρότερο, ειδικά σε αυτές που βγάζουν για μαζική παραγωγή αλλά οι δικές μας συνήθως είναι πιο δυνατές!»

«Μπόμπες είναι, όχι μόνο δυνατές!»

Τουλάχιστον άργησα, αλλά έλυσα επιτέλους το μυστήριο με την υποτιθέμενη νάρκωση μου! Κάτι είναι και αυτό!

Πιέζει περισσότερο το σώμα μου πάνω στην ημίσκληρη στύση του και ενώνει το μέτωπο του στο δικό μου. «Σου έχω πει πως είσαι απρόσεκτη. Ούτε καν είχες κοιτάξει ποιο μπουκάλι άνοιγα και τι σου έβαζα να πιεις», με κατηγορεί και αντιλαμβάνομαι, όσο και αν δεν μου αρέσει πως έχει απόλυτο δίκιο.

Δεν προτίθεμαι όμως να το παραδεχτώ.

«Θα μπορούσες τουλάχιστον να με είχες προειδοποιήσει...»

Σουφρώνει μύτη και στόμα και κουνάει το κεφάλι του. «Μου έσπαγε πολύ τα νεύρα η φάτσα σου για να σε προειδοποιήσω», λέει με έναν πραγματικά πειραχτικό τόνο στη φωνή του.

«Ενώ τώρα δεν στα σπάει;»

«Τώρα...» αρχίζει να λέει παραμερίζοντας μερικές τούφες μαλλιών που έχουν μπει στο πρόσωπο μου. «Μάλλον την συνήθισα...»

Θεέ μου.

Θεέ μου...

Γιατί σηκώνεις ψηλότερα τον ουρανό σου; Γιατί με κάνεις να νιώθω την γη να περιστρέφεται γρηγορότερα; Γιατί βάφεις την θάλασσα πράσινη; Γιατί ενώνεις σε έναν ενιαίο καμβά, κάθε πίνακα που δημιουργήθηκε ποτέ από τα χέρια των ανθρώπων σου;

Γιατί με βάζεις να τον κοιτάζω;

Γιατί; Γιατί αυτό το βλέμμα που μοιράζομαι τώρα με αυτόν τον άνθρωπο σου, είναι τόσο καθηλωτικό; Τόσο...συμπαντικά καθοριστικό...

Γιατί με έβαλες να τον κοιτάξω....

«Γιατί ήρθες να με βρεις;» σπάω την σιωπή μας ταραγμένη, από το πρωτόγνωρο καρδιοχτύπι που αισθάνομαι και εκείνος συνεχίζει ακάθεκτος να με τρίβει επάνω του.

«Θα προτιμούσες να μην είχα έρθει;» ρωτάει μα...

«Έλα τώρα Έκτωρ, αρκετά!», ξεσπάω δίχως να έχω άλλη επιλογή. «Βαρέθηκα αυτό το παιχνίδι μαζί σου! Πες μου γιατί ήρθες! Γίνε ειλικρινείς για μια φορά! Παραδέξου πως...»

Σταματάω. Όχι γιατί δεν ξέρω τι να του πω, αλλά γιατί αντιθέτως φοβάμαι για αυτό που έχω ανάγκη να του πω...

Τώρα...Εδώ...

Πιάνει σφιχτά τον αυχένα μου, και με ξαπλώνει στο ριχτάρι για να βρεθεί από πάνω μου. «Πως τι;» ρωτά ψιθυριστά επάνω στα χείλη μου.

Πνίγομαι από το βάρος...

Από το βάρος εκείνου και από το βάρος της αλήθειας που εδώ και αρκετές μέρες προσπαθώ να καταπνίξω μέσα μου...

«Πως βλέπεις τον τρόπο που σε κοιτάζω...» εξομολογούμαι και τραβάει χαμογελαστός το ένα κλιπ από τα μαλλιά μου πετώντας το στο γρασίδι πίσω μας.

«Όλα τα βλέπω...» λέει και βγάζει και το δεύτερο κλιπ, για να περάσει τρυφερά τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλιά μου.

«Και τότε γιατί δεν...» σταματάω ξανά. Οι ώμοι μου χαλαρώνουν ηττημένοι και χαμηλώνω τα μάτια μου στο ελάχιστο κενό ανάμεσά μας. «Εγώ όμως δεν βλέπω τίποτα...»

Γνέφει κοφτά μια φορά και φιλάει πρώτα τα χείλη μου και έπειτα την κορυφή της μύτης μου... «Ναι..γιατί δεν έχεις μάθει να εστιάζεις εκεί που πρέπει, moja plavuša...»

Θεέ μου.

Θεέ μου...

Γιατί ρίχνεις τόσο απότομα τον ουρανό σου επάνω στο στήθος μου; Γιατί με κάνεις να νιώθω την γη να ακινητοποιείται; Γιατί αυτή η πράσινη θάλασσά σου, σηκώνει κύματα που δεν μπορώ να τα κολυμπήσω;

Γιατί ενώνεις σε έναν ενιαίο καμβά, κάθε πίνακα που δημιουργήθηκε ποτέ από τα χέρια των ανθρώπων σου; Γιατί επέλεξες την πλάτη εκείνου για αυτή την ένωση;

«Πες μου τι σημαίνει αυτό...σε παρακαλώ...» του ζητάω και είναι αυτή εδώ ακριβώς η στιγμή που η εμμονή...η εμμονή σταματά.

Όπως σταματάει και η καρδιά μου. Όπως σταματάει να υφίσταται και κάθε τι που γνώριζα, πριν εκείνος, λίγες εβδομάδες νωρίτερα, με τραβήξει μέσα από τα παγωμένα νερά του Ιονίου...

«Ξανθιά μου...»

Τα πόδια μου σαν ουρά γοργόνας τυλίγονται ολόγυρα του και ακούω τα πορτοκαλί μου κοράλια να θρυμματίζονται...

Έμαθα την εμμονή, γιατί κανείς δεν μου γέννησε την προσμονή. Έμαθα τον ανούσιο ενθουσιασμό, γιατί κανείς δεν μου προκάλεσε την επιτακτική ανάγκη να παραδοθώ.

Έμαθα να ορίζω τον πνιγμό μου, με την σιγουριά πως κανένα χέρι δεν θα με τραβούσε από τον βυθό.

Έμαθα να χλευάζω, να υποτιμώ, να μισώ τον έρωτα, γιατί... θεωρούσα πως μας αλλοιώνει. Πως...είναι ικανός να μετατρέψει μια ολόκληρη πολιτισμένη κοινωνία, σε κανονική ζούγκλα.

Μα και όμως...αν αναλογιστώ πως όσοι με έβλαψαν, όσοι με στοίχειωσαν, όσοι με πόνεσαν σωματικά και ψυχικά, το έκαναν στην πολιτισμένη τους κοινωνία, τότε δεν θα έπρεπε να φοβάμαι την υποτιθέμενη ζούγκλα του έρωτα.

Δεν θα έπρεπε....

Δεν πρέπει...

Δεν φοβάμαι...

Τον σπρώχνω μαλακά να ανασηκωθεί από πάνω μου και τον αναγκάζω να ξαπλώσει στο ριχτάρι για να καθίσω επάνω του, και να κατεβάσω τις ράντες από το φόρεμά μου...

«Θέλεις να σου δείξω τώρα και εγώ τα αστέρια;», ρωτάω και πριν προλάβω να απελευθερώσω το στήθος μου από το μπούστο του φορέματος, το χέρι του γαντζώνει τα λιοντάρια της ζούγκλας του που φοράω στον λαιμό μου και ανασηκώνει τον κορμό του για να με φτάσει.

Για να με βρει....

«Τα βλέπω, κούκλα μου...τα βλέπω...»

Χάνομαι σε αυτά τα κοφτά λόγια. Χάνομαι στο αυστηρό του βλέμμα. Χάνομαι και χάνομαι και χάνομαι...καθώς κατεβάζει το μπούστο από το φόρεμά μου και με ανασηκώνει ελάχιστα για να μπορέσει να εισβάλει κατακτητικά μέσα μου.

Κάποιος καθηγητής, κάποτε, μας είχε διδάξει πως στον πίνακα του Φρέντερικ Λέιτον «Ψαράς και Σειρήνα», απεικονίζεται η στιγμή της αποπλάνησης. Η στιγμή που η διαβολική σειρήνα, με την ψυχρή της καρδιά δελεάζει με το τραγούδι της τον ανήμπορο ψαρά.

Μα κοιτούσα για ώρες τον πίνακα του Λέιτον και δεν έβλεπα τίποτα από όλα αυτά που προσπαθούσε να με διδάξει ο σπουδαίος μου καθηγητής.

Τίποτα.

Καμία αποπλάνηση εκ μέρους της σειρήνας. Αντιθέτως...

Κοιτούσα τα χέρια της που ήταν περασμένα στον λαιμό του ψαρά, την ουρά της τυλιγμένη στα πόδια του, την θάλασσα της που φούσκωνε όπως ακριβώς θα φούσκωνε και η καρδιά της και το μόνο που έβλεπα ήταν ο έρωτας της. Η ανάγκη της για το θνητό του σώμα. Και εκείνος...ο ψαράς της, δίχως να την ακουμπούσε, δίχως να την αγκάλιαζε, κοιτούσε μόνο τα χείλη της σαν να της έλεγε, "Εδώ είμαι. Με κρατάς. Ήρθα..."

Κοιτούσα τον πίνακα και εκεί στο βάθος, στα δεξιά, παρατήρησα ένα μικρό νησί να αχνοφαίνεται.

Πρέπει να ήταν "Το νησί των Νεκρών".

Από εκεί όπου έφυγε η σειρήνα μου, για να βρει τον ψαρά της. Από εκεί όπου άρχισε να κολυμπά, σε μια προσπάθεια να βρει ένα σώμα ακουμπισμένο σε ένα πορφυρό ύφασμα πάνω στα πράσινα βράχια.

Και το βρήκε.

Και το βρήκα.

Και το κράτησε στην αγκαλιά της.

Και το κρατάω στην αγκαλιά μου.

Και το λευκό της σώμα ενώθηκε με το ηλιοκαμένο δικό του.

Και το λευκό μου σώμα, ενώνεται με το ηλιοκαμένο δικό του.

Και ήταν εκεί. Την κρατούσε. Είχε έρθει.

Και είναι εδώ. Με κρατάει. Ήρθε....

Επιτέλους...ήρθε...


⚜️🦁

Μωρά μου αγαπημένα καλησπέρα!

Απρόσμενο το νέο μας κεφάλαιο και ελπίζω πολύ να το χαρήκατε όσο και εγώ δηλαδή!

Εύχομαι να περάσατε όμορφα στις διακοπές σας και όσοι συνεχίζεται δυναμικά τις διακοπάρες σας να κοιτάξετε να ζείτε κάθε στιγμή της ζωάρας σας!

Εγώ κάπου εδώ θέλω να σας πω πως πέρασα τέλεια και το είχα πολύ πολύ ανάγκη.

Πήγα στην δεύτερη χώρα μου την Αυστρία (όχι δεν είμαι μισή απο εκεί, απλά νιώθω να είμαι 😂 -σίγουρα στην προηγούμενη ζωή μου ήμουν Αυστριακή!), και ρούφηξα ενέργεια και έμπνευση και γνώρισα νέο κόσμο και απέκτησα φίλους ζωής και επέστρεψα δυναμικά! Το φεστιβάλ μουσικής ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν για να πάρω τα πάνω μου, ε και καταλαβαίνεται σαν Πανδή και εγώ ξεσάλωσα με την ψυχή μου!

Αυτά τα δικά μου νέα!

Πίσω στο κεφάλαιο μας τώρα! Λοιπόν για πείτε, τι γίνεται ρε παιδιά; Τι συμβαίνει πια με αυτόν τον Σέρβο;

ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΡΙΞΕΙ ΠΑΤΩΜΑ;

Το αστείο της υπόθεσης είναι πως ενώ αράζαμε στον δημοσιογραφικό χώρο του φεστιβάλ με τον Σπύρο, μας προσεγγίζει ένας υπέροχος τυπάκος ο οποίος μας άκουγε που μιλούσαμε ελληνικά και ναι ήταν και αυτός έλληνας, και ναι ήταν και μισός Σέρβος. ΔΗΛΑΔΗ ΠΌΣΑ ΝΑ ΑΝΤΕΞΩ Η ΔΟΛΙΑ;

Δεν σας συζητώ βέβαια πως μάζεψα τρελές πληροφορίες για την Σερβία, απο τον αγαπημένο μου πια Χρήστο!

Εννοείτε περιμένω τις εντυπώσεις σας και τις σκέψεις σας και ό,τι άλλο θέλετε να μοιραστείτε μαζί μου.

Έχετε υπόψιν σας, πως μέχρι τώρα ήμασταν χαλαρά!

ΧΑΛΑΡΟΤΑΤΑ.

Φανταστείτε τι μας περιμένει!

Μέχρι το επόμενο, σας στέλνω αγκαλιές ασφυκτικές!

Σας αγαπώ!

🦁Η Οφηλία σας 🦁


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top