XLIX ~ Νέμεσις, Εκδίκηση, Γυναίκα
Αφότου το δόρυ της Πανθεσίλειας είχε βρει τραγικά το στήθος της αδελφής της κι όχι του Ληστή, όπως ονόμαζαν οι Αμαζόνες τον Θησέα, μολονότι δεν αποφασίστηκε καμία κύρωση στο πρόσωπό της, αυτοεξορίστηκε από τη Θεμίσκυρα οικειοθελως, με τσακισμένη υπερηφάνεια και την αίσθηση του μέγιστου εγκλήματος στους ώμους της. Είχε λιώσει σε μια στιγμή όλη της η θέληση για ζωή, για πολέμους, για νίκες και θριάμβους.
Η Πανθεσίλεια ήταν η δεύτερη κόρη του Άρη και της Ορτήρης, μετά την Ιππολύτη. Σε αντίθεση με την αδελφή της, που αναγνώριζε την αξία της πολιτικής στη διακυβέρνηση, του πολιτισμού, της μόρφωσης, της πολυμάθειας, η Πανθεσίλεια φάνταζε εξαρχής γεννημένη με τόση ενέργεια, πάθος και ορμή, που δεν αναγνώριζε σε τίποτα μεγαλείο πλην του Πολέμου, ως και άξια κόρη του Άρη. Ο πατέρας της αυτοπροσώπως, λοιπόν, έγινε ο εκπαιδευτής της κι, όταν, τελικά, ανέλαβε το Στέμμα η Ιππολύτη, η Πανθεσίλεια έγινε ανεπίσημα η Αρχιστράτηγος, εκείνη που οργάνωνε, σχεδίαζε και ηγούταν κάθε στρατιωτικής επιχείρησης των Αμαζόνων, είτε συμμετείχε η Ιππολύτη είτε όχι. Έχαιρε λατρείας και άπλετου θαυμασμού από κάθε Αμαζόνα, όπως κι από τους Γαργαρηνούς, οι οποίοι διαπληκτίζονταν, για να κερδίσουν την προσοχή της και το προνόμιο της νυχτερινής συντροφιάς της, στην όποια της επίσκεψη. Δεν το είχε αποδώσει ποτέ στην ομορφιά της, δεν είχε θεωρήσει ποτέ ότι θα μπορούσε να καταταχθεί στις εύμορφες Αμαζόνες, οπότε, ικανοποιούταν διπλά.
Η αθάνατη ζωή της, ωστόσο, έπαψε, πάγωσε, όταν σκότωσε την Αντιόπη. Λανθασμένα, μη ηθελημένα μα δεν είχε καμία σημασία, μονάχα το ειδεχθές αποτέλεσμα μετρούσε. Έκτοτε, δεν αισθανόταν παρά ένα ερυθρό μίσος να καίει μέσα της ακατάπαυστα, για τον εαυτό της μονάχα. Σιχαινόταν τον εαυτό της, δεν ήθελε να αντικρίσει το είδωλό της ποτέ ξανά, λαχταρούσε να φάει τις σάρκες της σαν τον Ερισύχθονα, να κλειστεί σε έναν τάφο και να μην την ξαναδεί ποτέ κανείς.
Αυτοεξορίστηκε, παρά τις διαφωνίες των αδελφών της. Έφυγε από τη Θεμίσκυρα, την πατρίδα της, το μέρος που ομορφότερο του δε γνώριζε καμία Αμαζόνα, ένα μέρος ελευθερίας, ανεξαρτησίας, ευτυχίας. Δεν της άξιζε πλέον. Τριγυρνούσε στον κόσμο ολούθε, οπουδήποτε την οδηγούσαν τα πόδια και τα άτια της, αποφεύγοντας μονάχα την Αττική κι όποιο μέρος άκουγε έστω κι απόμακρα το όνομα Θησέας.
Ένα φάντασμα έγινε, ανάμεσα σε ζωντανούς, μια εντελώς χαμένη ψυχή, χωρίς καμία ύπαρξη, χωρίς αλληλεπίδραση, που προσευχόταν να πεθάνει αλλά οι Μοίρες κι οι Ερινύες ήταν αμείλικτες. Μια έκπτωτη ηρωίδα που κατήντησε σκιά αχνή, ταυτόσημη απόλυτα με τον Οιδίποδα των Θηβών και τον Ηρακλή, μετά τους μαζικούς φόνους της οικογένειας του. Όταν τους είχε διηγηθεί κάποτε, φάνταζε χιλιετίες πριν, την ιστορία του, η Πανθεσίλεια τον ονείδιζε, θεωρούσε ότι καμία τιμωρία δε θα ήταν αρκετή για το έγκλημα του, όχι απλά δέκα χρόνια υπηρεσίας στον ξάδελφό του. Εκείνη, πάλι, ένιωθε πια ότι θα έπρεπε ολότελα να ξεχάσει την κάθαρση και τη γαλήνη. Κανείς δεν τη δεχόταν στο σπίτι του, για να την εξαγνίσει είτε από φόβο είτε από μίσος είτε από απλή άγνοια, αφού είχε χάσει όλη της την επιβλητική αίγλη και το κλέος.
Σε μια αναλαμπή, τα πόδια της την έφεραν στη Δωδώνη, στο μαντείο του Δία. Αμέσως μετά, κίνησε πέρα, σχεδόν δίπλα στη Θεμίσκυρα και βρέθηκε στην Τροία, όπου ο Βασιλιάς Πρίαμος, ο πάλαι ποτέ ονομαζόμενος Ποδάρκης, είχε μετά βίας κλείσει μια πενταετία στον θρόνο.
Η έλευση της προκάλεσε ιδιαίτερη κι ανάμεικτη αίσθηση μα τα λόγια της σκόρπισαν σάστισμα στην Αυλή του Πριάμου.
«Μονάχα εσύ μπορείς να με εξαγνίσεις από το αμάρτημα που με ταλανίζει. Οι Αμαζόνες έχουν προσφέρει πολλά στους προγόνους σου και σε εσένα θα προσφέρουν, αν το ζητήσεις. Είμαι μόνη εδώ αλλά θα σε συντρέξω σε οτιδήποτε χρειάζεσαι και δύναμαι να συμβάλλω. Μπορώ να σου φτιάξω όπλα Αμαζόνων ασύγκριτα, πρωτοφανή, που ούτε να οραματιστούν δεν μπορούν οι σιδηρουργοί σου. Δύναμαι να διδάξω στους στρατιώτες σου να πολεμούν σαν εμάς, να βοηθήσω ακόμη και να ενισχυθούν τα τείχη του Ιλίου, να μην αλωθούν ποτέ ούτε καν από αθάνατους!»
«Τα τείχη, Πριγκίπισσα Πανθεσίλεια, τα έχτισαν δυο παντοδύναμοι Θεοί, ο Ποσειδών και ο Φοίβος, δε θαρρώ να υφίστανται τείχη ισχυρότερα ή πιο απόρθητα από αυτά στον κόσμο. Κανείς ποτέ δε θα τα διαπεράσει χωρίς την άδειά μου,» απάντησε, μετά από λίγη ώρα σκέψης ο Πρίαμος, καθότι δεν ήξερε καν πώς να την αντιμετωπίσει κατάλληλα. Αφενός, δεν ήθελε να απογοητεύσει καμία Αμαζόνα -σεβόταν απολύτως τον λαό τους και την πολεμική του υπεραξία- αφετέρου, άπαντες γνώριζαν τη μοίρα της Πανθεσίλειας. «Έπειτα, ζούμε σε καιρούς ειρήνης κι αυτό αποσκοπώ να συνεχίσει. Δεν έχουμε ανάγκη πολέμου, η Τροία παράγει τα πάντα κι αποκτά όσα λαχταρά από το γαλήνιο εμπόριο, χωρίς εντάσεις και συρράξεις. Δε θέλω ούτε εγώ να βιώσω Πόλεμο στη Βασιλεία μου μα ούτε και ο γιός μου, ο διάδοχος μου. Πραγματικά, δεν ξέρω πώς μπορώ να σε βοηθήσω να εξαγνιστείς.»
Τότε, φάνηκε ο Έκτωρ, ένα αγόρι δυο ετών, που έτρεχε στον πατέρα του γοργά κι αποφασισμένα, με τα μάτια να ακτινοβολούν αθωότητα για τον κόσμο κι απέραντη αγάπη για εκείνον. Άθελα της, στη θέα πατέρα και γιού αγκαλιασμένων, η Πανθεσίλεια ένιωσε την καρδιά της να λιώνει.
«Επίτρεψε μου να διαμείνω εδώ πέντε έτη κι αν δε βρεθεί κανένα έργο σημαντικό για εμένα, θα αποχωρήσω. Ως τότε, θα είμαι στη διάθεση σου, ακόμη και δούλα σου θα γίνω, από αυτές που πλένουν τα πατώματα και γυαλίζουν τα διακοσμητικά των τοίχων.»
Δεν ανέμενε θετική ή αρνητική απάντηση, έφυγε από το δώμα κι επέστρεψε στο μικρό της στρατόπεδο, ένα αυτοσχέδιο αντίσκηνο από δέρμα λέοντα που είχε σκοτώσει κάποτε, έξω από τα τείχη του Ιλίου, πλησίον του ποταμού Ξάνθου, όπου θα μπορούσαν όλοι οι Τρώες να γνωρίζουν τη θέση της και τη βρουν ανά πάσα στιγμή. Εξάλλου, από εκεί περνούσε ο λαός όλος, για να προμηθευτεί το νερό της ημέρας ή της εβδομάδας, στην πιο καθαρή και προσιτή πηγή. Για μια φορά, αισθανόταν άνετα με την έλλειψη μοναξιάς.
Δεν περίμενε κανείς ότι θα άντεχε το πείσμα της περισσότερο από την αδιαφορία τους. Ένα έτος, δυο έτη παρήλθαν και κάπου εκεί, ενώ διήγαγε το τρίτο έτος της μοναχικής ζωής της, στην απόλυτη σιγή και περιστασιακή βοή γύρω από το κρυστάλλινο, ζωοδόχο νερό του ποταμού κι άξαφνα, η μοναξιά της έπαψε.
Στην αρχή, δεν αναγνώρισε το αγόρι που ήρθε ντροπαλά μα ευγενικά κι απόθεσε μπροστά της έναν αμφορέα με νερό του Σκαμάνδρου. Όταν, όμως, άρχισε να μιλάει, διέθετε ακριβώς το ίδιο ύφος με τον πατέρα του.
«Σου προσφέρω αυτό το συμβολικό δώρο, αξιότιμη Πριγκίπισσα Πανθεσίλεια, για να συνάψω μεταξύ μας φιλία. Επιθυμώ να γίνω μαθητής σου.»
Ανασήκωσε ένα φρύδι, διασκεδάζοντας το δίχως άλλο. Ο μικρός δε θα μπορούσε να ξεπερνά τα πέντε έτη ζωής μα μιλούσε σαν διπλωμάτης ήδη, αναμφίβολα εκπαιδευμένος από τα σπάργανα. Ύστερα, το ύφος, η σπίθα στα μάτια του, το στητό του σώμα, μονάχα στους Δαρδανίδες αποδίδονταν.
«Είσαι ο γιός του Πριάμου, σωστά;» Τον ρώτησε ευθύς. «Ο Έκτωρ, αν δε με απατάει η μνήμη μου.»
Το αγόρι ένευσε καταφατικά, μια κίνηση έντονη, απερίφραστα αθώα κι αυθόρμητη.
«Γιατί θέλεις να γίνεις μαθητής μου; Τι επιθυμείς να μάθεις από εμένα;»
«Οι διδάσκαλοι της Τροίας δεν έχουν γνώση στον πόλεμο, είναι άχρηστοι.»
«Γιατί είσαι τόσο αυστηρός;» Πλέον η περιέργειά της είχε οξυνθεί δεκαπλά, μαζί κι η σιγουριά της ότι το βασιλόπουλο δρούσε αυτόβουλα, γεγονός που θαύμασε.
«Αυτοί οι ίδιοι οπλαρχηγοί εκπαίδευσαν τους άνδρες του παππού μου κι όταν μας επιτέθηκε ο Ηρακλής, ηττηθήκαμε σφόδρα, άρα, είναι άχρηστοι.»
Δε συγκράτησε ένα σύντομο, πικρό γέλιο στον έξυπνο συλλογισμό του.
«Ωστόσο κι οι Αμαζόνες ηττήθηκαν από τον Ηρακλή, οπότε, δεν ξέρω αν μπορώ να σε βοηθήσω, Έκτωρ,» ανασήκωσε τους ώμους, σχεδόν ενοχικά.
«Οι Αμαζόνες είναι ηρωίδες, έχουν τόσα μεγάλα κατορθώματα, δεν πειράζει που σας νίκησε ο Ηρακλής,» μιμήθηκε την κίνηση της ο μικρός. «Ο παππούς μου περιγράφεται συνέχεια ως ανόητος κι αλαζονικός, γιατί, λοιπόν, να διαφέρουν οι οπλαρχηγοί του;»
«Ο πατέρας σου συμφωνεί μαζί σου;»
Στην ερώτηση αυτή δυσκολεύτηκε να απαντήσει, δίστασε κι η Πανθεσίλεια κατάλαβε ότι ζύγισε μέσα του ψέμα κι αλήθεια. Από το καθαρό του βλέμμα, βεβαιώθηκε, τελικά, ότι έγειρε στην αλήθεια.
«Ο πατέρας θέλει να μείνω μακριά σου, γιατί έχεις κάνει κάτι που δε θέλει να μάθω αλλά εγώ θέλω να γίνεις εσύ ο διδάσκαλος μου.»
«Σκότωσα την αδελφή μου, αυτό σου κρύβει,» αποκρίθηκε κατευθείαν η Πανθεσίλεια. Ο νόμος των Αμαζόνων πρόσταζε να μην αποκρύπτουν τίποτα από τα παιδιά, να τους φέρονται όπως στους ενήλικες, όχι ως εύθραυστα ή άνοα. «Σκόπευα να σκοτώσω ένα τέρας μα η λόγχη μου βρήκε εκείνη. Για αυτό, έθεσα τον εαυτό μου στην υπηρεσία του πατέρα σου, για να λυτρωθώ από αυτό το κρίμα.»
Για λίγο, ο Έκτωρ σώπασε. Με το ένα χέρι στο πηγούνι του, ανέλυε τον λόγο της. Την κοιτούσε επίμονα, εξεταστικά και σκεφτόταν, ωσάν να προσπαθούσε να τη φανταστεί λουσμένη στο αδελφικό αίμα κι εξαχρειωμένη.
«Μήπως θα ζητήσουν κι από εμένα να σκοτώσουν τον αδελφό μου;» Τη ρώτησε την πιο απίθανη ερώτηση, αιφνιδιάζοντας την.
Πράγματι, είχε ακούσει από τους Τρώες που πότιζαν τα ζώα τους κάποια στιγμή ότι η Βασίλισσα Εκάβη, μετά από τρεις κόρες κατά σειρά, περίμενε και πάλι έναν γιό, όπως όλα έδειχναν.
«Γιατί να τον σκοτώσεις, αγόρι μου;» Η μελιστάλαχτη προσφώνηση προήλθε εντελώς φυσικά.
«Γιατί τον συνοδεύει ένας κακός οιωνός κι η μητέρα όλο κλαίει,» της ψιθύρισε, επιλέγοντας εμφανώς να μοιραστεί ένα μυστικό μαζί της. «Οι μάντεις του Απόλλωνα της είπαν ότι αυτό το μωρό θα γίνει η αιτία καταστροφής της Τροίας.»
«Η Τροία δε θα καταστραφεί ποτέ,» έσπευσε να τον καθησυχάσει η Αμαζόνα. «Εσύ θα τη σώσεις, Έκτωρ, διότι θα σε εκπαιδεύσω εγώ. Αφού με διάλεξες, θα τιμήσω την επιλογή σου και να μη φοβάσαι τίποτα και κανέναν πλέον.»
Έδωσαν τα χέρια, ως σύναψη συμφωνίας κι υπόσχεση. Παρότι μικροσκοπικό, το χεράκι του έσφιξε το δικό της με ανανεωμένο θάρρος και σιγουριά.
Ξεκίνησαν την εκπαίδευση με ξύλινα όπλα την επόμενη κιόλας ημέρα. Σύντομα, η Πανθεσίλεια απέκτησε δώμα στο ανάκτορο κι ο Έκτωρ προσωπικό φύλακα, αθάνατο κι ασάλευτο, που δεν άφησε ποτέ το πλευρό του κι είχε αποφασίσει να του μάθει τα πάντα για τον Πόλεμο, τον Κόσμο, τη Ζωή, όλα όσα λαχταρούσε να διδάξει σε ένα παιδί της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η πρώτη ημέρα της Πηνελόπης στις πολύχρυσες Μυκήνες κύλησε τάχιστα μα εντελώς διαφορετικά από αυτό που ανέμενε. Παρότι η Άνασσα κι εξαδέλφη της την υποδέχτηκε αυτοπροσώπως, σύντροφοι της έγιναν οι ανιψιές της, η Χρυσόθεμις, η Λαοδίκη, η Ιφιάνασσα, τρία κορίτσια αναζωογονητικά εύχαρα, αθώα, χαριτωμένα, ενεργητικά, που έφεραν τα χαρακτηριστικά των Σπαρτιατών, του Τυνδάρεω και του Λακεδαίμονα, πλην των υπέροχα βαθυπράσινων ματιών των Ατρειδών.
«Η Ηλέκτρα δε θέλει να βγαίνει από την κάμαρη της, όλο αρρώστιες ανακαλύπτει και κρύβεται,» ήταν η κρυπτική απάντηση που έλαβε, όταν ρώτησε για τη μεγάλη αδελφή τους. Για την Κλυταιμνήστρα, φυσικά, κατανοούσε· η εγκυμοσύνη της βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο. Η απουσία, όμως, της Ηλέκτρας, την προβλημάτιζε.
Όσο κι αν λάτρευε την παρέα των τριών κοριτσιών, ήταν σίγουρη ότι μονάχα από την Ηλέκτρα θα λάμβανε όχι μόνο κατατοπιστικές μα κι ειλικρινείς απαντήσεις για τη ζωή στις Μυκήνες, την ανατροπή στην Αντιβασιλεία, το γεγονός ότι τα ανάκτορα είχαν γεμίσει παιδιά που δεν ήταν του Αγαμέμνονα. Αισθανόταν ότι την είχαν απομονώσει και παραγκωνίσει όχι απλά ηθελημένα μα και δόλια σχεδόν, επιθυμώντας να αποκρύψουν πράγματα που ίσως και να αδυνατούσε να διανοηθεί ή να φανταστεί.
Το ίδιο, λοιπόν, βράδυ, ξεγλιστρώντας ανάλαφρα κι άηχα μετά το σιωπητήριο, σαν αιλουροειδές, που θα έκανε τους ξαδέλφους της, τους δίδυμους Διόσκουρους εξαιρετικά υπερήφανους στον Ουρανό, την αιώνια κατοικία τους πλέον, βρέθηκε στην κάμαρη της Κλυταιμνήστρας, λίγο μετά το νυχτερινό σιωπητήριο που είχε επιβληθεί από τη νέα Αντιβασιλεία. Έτσι είχε πληροφορηθεί κι αηδιάσει.
«Πηνελόπη, τόσο άχρηστοι είναι οι φρουροί των Μυκηνών, που δε σε πήραν είδηση καν;»
Η Κλυταιμνήστρα την υποδέχτηκε εντελώς ψύχραιμα, με την πλάτη γυρισμένη, καθώς ατένιζε τον ορίζοντα και τη γαλήνη της θάλασσας, που φαίνονταν με κάθε λεπτομέρεια από το παράθυρο και το μπαλκόνι της.
«Μαζί μεγαλώσαμε, Κλυταιμνήστρα, γνωρίζεις ότι ποτέ κανείς δε στάθηκε ικανός ούτε να με περιορίσει ούτε να με ανιχνεύσει,» αποκρίθηκε χωρίς ίχνος έπαρσης η Πηνελόπη, διότι δεν υπερέβαλε και το γνώριζαν αμφότερες. «Ωστόσο, μπορώ να σε βεβαιώσω ότι η φρουρά του πενθερού μου στην Ιθάκη με δυσκολεύει περισσότερο. Εμφανώς, ο Αντιβασιλέας βασίζεται στην αίγλη των Μυκηνών για την ασφάλεια τους κι όχι στην πραγματικότητα του κινδύνου, όπως ακριβώς έπραξες κι εσύ, που τον έφερες.»
«Δεν τον έφερα,» διαφώνησε, διατηρώντας σταθερή ηρεμία η σύζυγος του Αγαμέμνονα. «Ήρθε και τον δέχτηκα. Πώς θα φαινόταν, πιστεύεις, αν η ξένη σύζυγος του Άνακτα αρνούταν τη φιλοξενία στον ξάδελφο του;»
«Μην υποκρίνεσαι την ανίδεη, δε σου ταιριάζει ούτε σε χαρακτηρίζει. Αν γνωρίζω εγώ, που μένω στην άλλη άκρη της θάλασσας, τον πόλεμο αίματος που υπάρχει ανάμεσα στους πατέρες του Αγαμέμνονα και του Αίγισθου, θα τον αγνοούσες εσύ; Μήπως λησμόνησες ότι μεγαλώσαμε μαζί με τον Μενέλαο στην αυλή του πατέρα σου και ακούσαμε από πρώτο χέρι την αδιανόητη αυτή ιστορία αιματοχυσίας, την οποία εσύ τώρα ανανεώνεις;»
«Τίποτα δεν ανανεώνω,» τότε μονάχα στράφηκε η Κλυταιμνήστρα κι οι ξαδέλφες αντικρίστηκαν. Με αργές κινήσεις, η έγκυος γυναίκα κάθισε στο ανάκλιντρο της, ανάμεσα στα μαλακά προσκέφαλα. «Ο μοναδικός που δυνητικά κινδυνεύει από τον Αίγισθο είναι ο γιός μου, ο Ορέστης. Για αυτό, τον εξαφάνισα από τις Μυκήνες, ευθύς αφότου εγκαταστάθηκε αυτός εδώ. Δε γνωρίζει πού βρίσκεται το παιδί μου και δε θα μάθει.»
«Πώς είσαι τόσο βέβαιη ότι μονάχα ο Ορέστης κινδυνεύει από τον Αίγισθο κι όχι και οι κόρες σου;»
Το λίθινο πρόσωπο της Κλυταιμνήστρας στιγμιαία έσπασε, σαν κάτι ανεπαίσθητα να ράγιζε, πήρε μια έκφραση θλίψης κι ενοχής, την οποία απεμπόλησε σχεδόν αμέσως μα δεν πέρασε απαρατήρητη από την Πηνελόπη. Έτσι, θέλησε να την πιέσει ελάχιστα, διακριτικά, καθώς γνώριζε εκ πείρας ότι η ξαδέλφη της χρειαζόταν χρόνο πολύ, για να μαλακώσει ή να σκληρύνει.
«Εφόσον, λοιπόν, είναι τόσο επικίνδυνος ο Αίγισθος, γιατί τον δέχτηκες και τον κράτησες εδώ, στο σπίτι σου, στην κλίνη σου και γέμισες το παλάτι νόθα του; Θαρρείς δεν ακούω τις παιδικές φωνές; Μπορεί να τα κρύβεις μα παιδιά είναι, αδύνατον να μη γίνουν αντιληπτά.»
«Αν η προστασία και το μέλλον του γιού σου κρινόταν από ένα κρεβάτι, τότε κι εσύ θα έπραττες το ίδιο με εμένα εν ριπή οφθαλμού, είμαι σίγουρη.»
Ακουγόταν αφοπλιστικά κυνική. Μολονότι παιδιόθεν υπήρξε η πιο βλοσυρή, προσγειωμένη, σοβαρή και ειλικρινής της οικογένειας, η Πηνελόπη ένιωθε το αίμα της να παγώνει παράξενα.
«Εκτελώ το έργο της Νέμεσης, Πηνελόπη, της Θείας Δίκης. Γυναίκα εκείνη, γυναίκα κι εγώ, θα εκδικηθώ όπως αρμόζει τον Αγαμέμνονα.»
«Θα εκδικηθείς τον Αγαμέμνονα;» Απόρησε με πιο έκδηλη απορία από όση θα επιθυμούσε μα αιφνιδιάστηκε. «Τι σου έχει κάνει ο Αγαμέμνων; Σου παρέδωσε τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας του, σου έδωσε πλήρη ελευθερία κι εξουσία και θέλεις να τον εκδικηθείς, παρόλα αυτά;»
«Θυσίασε την κόρη μου στην Αρτέμιδα, αυτό δεν αρκεί;» Έσφιξε τη γροθιά της με δύναμη κι η Πηνελόπη ορκίστηκε ότι είδε το παιδί στα σπλάχνα της να κινείται κι αυτό.
«Την κόρη σου;» Ίσως ακούστηκε πιο σκληρή κι ειρωνική από όσο θα έπρεπε μα δε συγκράτησε τη γλώσσα της, διότι τα γεγονότα ήδη της φαίνονταν παρανοϊκά, στρεβλά, αφύσικα.
«Την κόρη μου, Πηνελόπη, την Ιφιγένεια,» η φωνή πλέον έτρεμε και η Άνασσα φάνηκε βουρκωμένη, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν σιωπηλά. «Όπως με ευλόγησαν οι Θεοί με την Ηλέκτρα, έτσι με ευλόγησαν και με την Ιφιγένεια.»
Η Άνασσα της Ιθάκης διατήρησε στωική σιωπή κι έσκυψε το κεφάλι. Πληθώρα απαντήσεων πέρασαν από τον νου της μα δεν τολμούσε να τις προφέρει. Η εξαδέλφη της, αναμφισβήτητα, παρά κάθε της ατόπημα, επρόκειτο για υποδειγματική μητέρα, που είχε κληθεί να αναθρέψει, μαζί με όλα τα δικά της παιδιά, την Ιφιγένεια. Θαύμαζε ανέκαθεν τη δύναμη της σε αυτό, την αγάπη, την ακεραιότητα της. Δεν ήταν βέβαιη αν θα έπραττε το ίδιο στη θέση της, ούτε καν αν θα δεχόταν να κρατήσει το μυστικό, αν επρόκειτο για την ίδια της την αδελφή.
«Για αυτό πιστεύεις ότι τη ζήτησε η Άρτεμις, την κόρη μου; Επειδή ήταν ένα παιδί κρυμμένο; Ένα καλυμμένο ψέμα; Μια απάτη οδύνης;»
Η παραπονεμένη φωνή της Κλυταιμνήστρας διέλυσε τη σιωπή κι η Πηνελόπη δεν μπορούσε παρά να είναι ευγνώμων.
«Οι Θεοί δε σκέφτονται όπως οι άνθρωποι. Κι αμφιβάλλω ότι μπορεί ο πας εις των Ολυμπίων να προσδιορίσει τη βούληση της Αρτέμιδας, της Θεάς του Κυνηγιού και των Τοκετών, των Ζώων και του Φεγγαριού,» βρήκε την πιο πειστική απάντηση στον ελάχιστο χρόνο που διέθετε.
«Σίγουρα θα του έχεις μιλήσει, του αγαπημένου σου για το μυστικό μας. Για αυτό, θα βοήθησε στον φόνο του παιδιού μου κι ενορχήστρωσε όλη αυτήν την παρανοϊκή κωμικοτραγωδία του γάμου που έγινε σφαγή,» η εξαδέλφη φάνηκε να την αγνοεί, προχωρώντας ακόμα βαθύτερα στο θέμα. «Μυστικό δεν είναι σε κανέναν Μυκηναίο. Μισώ τον άνδρα σου, την ψεύτρα έχιδνα, το χέλι με την πιο γλοιώδη ουρά, το πιο υποχθόνιο τρωκτικό, που αρέσκεται να καταβροχθίζει τα σαρκία των αντιπάλων του και πάνω από αυτά να ανέρχεται. Κατάφορα μου το είπαν οι γιοί του Ναυπλίου· αυτός σκότωσε τον ευγενή Παλαμήδη με πλεκτάνη κι αν, τότε στην Αυλίδα, βοήθησε τον άνδρα μου, θα μπορούσε αύριο κιόλας να σκοτώσει κι αυτόν, το δίχως άλλο.»
Και να μας γλιτώσει κι από περιττό κόπο. Ιδανικό απότοκο, συμπλήρωσε, στη σκέψη της μονάχα.
«Θα μπορούσα κι εγώ να μισώ τον δικό σου σύζυγο, Κλυταιμνήστρα, εξίσου, που μου στέρησε τον άνδρα μου καταναγκαστικά και βεβιασμένα, παρά τη θέληση του, χωρίς να τον δένει κανένας όρκος με τη διαφύλαξη της Ελένης.»
«Μην αναφέρεις εδώ ξανά το όνομα της άτιμης αυτής, που διέλυσε τον Οίκο του Τυνδάρεω, μαζί και του Ατρέα, επειδή δεν ήξερε να κρατήσει τα πόδια της κλειστά για δεύτερη φορά!»
«Γιατί την αδικείς, τώρα;» Παρέμεινε ετοιμόλογη η Πηνελόπη, περνώντας εκείνη στην άψογη, αμυντική ψυχραιμία. Η έγκυος, πάλι, εξαπτόταν όλο κι εντονότερα. «Δεν άνοιξε τα πόδια της στον Θησέα, ένα δεκάχρονο κοριτσάκι δεν ανοίγει ηθελημένα τίποτα. Την απήγαγε αυτός και την κατέστρεψε στο σώμα και στην ψυχή. Ήμουν εννέα ετών τότε και θυμάμαι ολοκάθαρα τα γεγονότα· πώς είναι δυνατόν εσύ, που ήσουν δεκατριών, να τα αγνοείς; Μήπως κι εσύ με τον Πέλοπα δε βίωσες το ίδιο;»
«Σωστά, βίωσα το ίδιο κι ονειρευόμουν, ηλιθιωδώς, τον Αγαμέμνονα,» παραιτήθηκε και σωριάστηκε πάλι στο ανάκλιντρο η Κλυταιμνήστρα, γέρνοντας εξαντλημένα το κεφάλι πίσω, ιδρωμένη, ξαναμμένη από οργή και σύγχυση. «Παραδόξως, ξαδέλφη, σε πιστεύω. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο συμβίος σου δε γνωρίζει τίποτα για το παιδί μου. Όχι ότι έχει μεγάλη σημασία πλέον, που τη σκεπάζει χώμα και το αίμα της πότισε τον βωμό της Κυνηγέτιδος. Τώρα, το παιδί μου είναι ένα τίποτα κι εγώ, το ίδιο.»
«Ζεις μόνο για μια αρρωστημένη εκδίκηση, μια Νέμεση, όπως την ονομάζεις,» κατέληξε με λύπη η Πηνελόπη, θωρώντας την οδυνηρά. «Μη δηλητηριάζεις τη ζωή σου, ξαδέλφη μου. Μη σπαταλάς τα χρόνια σου στον πόνο, στον αβέβαιο θρήνο, σε μια κλίνη πικρή κι άνομη, μην εκθέτεις τα παιδιά σου σε κινδύνους.»
«Δεν ξέρεις τίποτα,» αναστέναξε εκείνη. «Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα.»
Η Κλυταιμνήστρα, λίαν συντόμως, εξαντλημένη πλήρως από τη συζήτηση και το παιδί που κυοφορούσε να καταβροχθίζει όλη την ενέργεια της, αποκοιμήθηκε στο ανάκλιντρο. Η Πηνελόπη, μια ανέκφραστη, μυστηριώδης μορφή, έμεινε δίπλα της και ξενύχτισε ως φύλακας, όπως κάθε πίστη θεραπαινίδα θα έπραττε. Καμία θεραπαινίδα δε βρισκόταν στο σκοτεινό δωμάτιο εκείνη τη νύχτα, όπως και καμία άλλη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Έχω λάβει την απόφαση μου.»
Μονάχα αυτήν τη φράση ψιθύρισε στην Αρμοθόη η Πανθεσίλεια κι η Αμαζόνα σηκώθηκε από την κλίνη, για να ακολουθήσει την πριγκίπισσα έξω από το ανάκτορο της Θεμίσκυρας, στην ίδια υποθαλάσσια σπηλιά που είχαν περάσει το πρωινό τους. Αυτή τη φορά, βέβαια, δε θα ήταν μόνες.
Οι Αμαζόνες, στους αιώνες της ύπαρξης τους, είχαν εμφυσήσει όχι μόνο στη σιωπηλή επικοινωνία μα και στη μυστικότητα. Το κρύφιο κάλεσμα της Πανθεσίλειας έφτασε επιτυχώς σε όλα τα αυτιά που έπρεπε διακριτικά, αθόρυβα, από ένα μικρό σμήνος γλαυκών, κουκουβαγιών. Κάποτε, οι κόρες του Άρη ήταν ακόλουθοι της Αρτέμιδας, μέχρι να αποφάσιζαν αν θα υπηρετούσαν τον λαό τους ή τη Θεά, δίπλα στην οποία είχαν μάθει τη σπάνια μα εξαιρετικά χρήσιμη τέχνη της επικοινωνίας με τα ζώα. Χάριν σε εκείνη τη συνύπαρξη με την Αρτέμιδα, η Πανθεσίλεια έστειλε τις γλαύκες να μηνύσουν μόνο σε όσες αδελφές της εμπιστευόταν τυφλά. Είχε προσκαλέσει ακριβώς εκατόν είκοσι Αμαζόνες, λιγότερες από το ένα δέκατο της Θεμίσκυρας. Ωστόσο, η πρώτη που φάνηκε στη σπηλιά, δεν ανήκε σε αυτές.
«Μελανίππη,» χαιρέτησε η ίδια την αδελφή της, τον τελευταίο άνθρωπο που ανέμενε να αντικρίσει ή επιθυμούσε, καλύπτοντας την έκπληξη της με προσποιητή χλεύη. «Ήρθες να ολοκληρώσουμε την πρωινή μας πάλη;»
«Αδελφή, γνωρίζω τι ετοιμάζεσαι να πράξεις,» ήρθε η απάντησή της ξεκάθαρη κι ουδέτερη συναισθημάτων. Η πριγκίπισσα στεκόταν μπροστά της στητή κι απροσδόκητα ήρεμη, παραδόξως χωρίς προκλητική διάθεση, τόσο ώστε η Πανθεσίλεια δεν ήξερε πώς να αντιδράσει ή τι να της πει, για να δικαιολογηθεί.
«Τι θέλεις να πετύχεις;» Ήταν η πρώτη φράση που ξεπήδησε από τον νου της. «Αν ήθελες να με εκδικηθείς, δε θα ερχόσουν μόνη μα με την Ιππολύτη κι όλη τη Φρουρά της, για να με πετάξετε στα μπουντρούμια. Πες μου, λοιπόν, τι θέλεις, για να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό.»
«Θέλω να μείνεις άπραγη, Πανθεσίλεια· να σεβαστείς την προσταγή της Βασίλισσας αδελφής μας και να μη συμμετάσχεις στον Πόλεμο.»
Πλέον, η έκπληξη της Πανθεσίλειας δεν κρύφτηκε μα φάνηκε εντελώς στο πρόσωπο και στα μάτια· δεν πίστευε στα αυτιά της.
«Τι εννοείς;» Ρώτησε η Αρμοθόη, διότι εκείνη είχε μείνει άφωνη. «Τι είδους αστείο είναι αυτό; Τι θα κερδίσεις;»
«Την αδελφή μου θα κερδίσω,» αποκρίθηκε η Μελανίππη, κοιτώντας κατάματα την Πανθεσίλεια. «Την έχασα μια φορά, όταν εξαφανίστηκε, μετά τον θάνατο της Αντιόπης και δεν μπόρεσα να τη φέρω πίσω. Πλέον, νιώθω ότι, αν δεν την κρατήσω εδώ με κάθε δύναμη, θα τη χάσω για πάντα. Είναι ανδροφόνος ο Πόλεμος. Όπως ο πατέρας μας προστατεύει εμάς, προστάτευε και τον Έκτορα και τον Κύκνο και τον Σαρπηδόνα κι όμως, όλοι αυτοί οι τρανοί σφαγιάστηκαν. Τρέμω για την αδελφή μου και για όλες όσες θα την ακολουθήσουν· επιθυμώ να την αποτρέψω από αυτήν την τρέλα.»
Πάλι δε μίλησε η Πανθεσίλεια, ενώ πολλά από τα λόγια δεν τα άκουσε. Είχε παρασυρθεί από τον κυκεώνα συναισθημάτων, ασυνήθιστων κι οριακά αδιανόητων για τη Μελανίππη. Έβλεπε τόση αγάπη, αποδοχή, κατανόηση, που συγκρατούταν εντόνως, για να μην ξεσπάσει σε δάκρυα με λυγμούς.
«Εσύ δε θα ήθελες να κινδυνεύσω και τρέμεις για εμένα;» Κατάφερε να ψιθυρίσει, με φωνή ισχνή.
«Έχουμε ήδη χάσει μια αδελφή, Πανθεσίλεια. Αν χαθείς κι εσύ, δε θα επανέλθουμε ποτέ· δεν πιστεύω καν ότι θα έχουμε το σθένος να υποκρινόμαστε, όπως με την Αντιόπη.»
Παρότι αντηχούσε σίγουρη, αποφασιστική, η Μελανίππη έδειχνε πραγματικά φοβισμένη, ανήσυχη για την αδελφή της, για την Πανθεσίλεια, παρά για το σύνολο των Αμαζόνων, για κάθε κώδικα τιμής και ευπρέπειας.
«Δεν αλλάζει η απόφαση μου, Μελανίππη. Πρέπει να εκδικηθώ για το αγόρι μου. Αν θέλεις να με στηρίξεις, ακολούθησε μας,» απάντησε, πνίγοντας τους λυγμούς της εκείνη. Δεν τολμούσε καν να την πλησιάσει κι αγκαλιάσει, όπως λαχταρούσε.
«Θα μείνω, για να κατευνάσω την οργή της Ιππολύτης και να την εμποδισω από κάθε τροχοπέδη που ενδέχεται να σου δημιουργήσει,» δήλωσε με μισή καρδιά. Ήθελε να την ακολουθήσει, να είναι δίπλα της, γιατί το προαίσθημα έκρουε τη θύρα του νου με τον πιο άσχημο, ζοφερό, δυσοίωνο κραδασμό. Καμία, ωστόσο, δε θα συγκρατούσε, τότε, την απρόβλεπτη οργή της Βασίλισσας.
«Σε ευχαριστώ· ειλικρινά και με όλη μου την ψυχή.»
Η Πανθεσίλεια αισθάνθηκε ότι, με τη στήριξη της βλοσυρής Μελανίππης, μπορούσε να τρέφει πολλές περισσότερες ελπίδες για την επιτυχία του σχεδίου της και για την ευοίωνη φυγή της.
«Στάσου δίπλα μου, αδελφή μου,» την προσκάλεσε με ένα πλατύ, αυθεντικό χαμόγελο. «Θα δώσεις άπλετο θάρρος στις αδελφές μας που έχω προσκαλέσει.»
Πράγματι, είχαν αρχίσει κιόλας να καταφθάνουν οι πρώτες και σε ώρα που φάνηκε μηδαμινή από την έντονη προσμονή, οι εκατόν είκοσι έμπιστες της Πανθεσίλειας είχαν συγκεντρωθεί.
«Σας ευχαριστώ που εισακούσατε όλες την προτροπή μου,» τις καλωσόρισε, με έκδηλη αδημονία πια. «Χωρίς άχρηστα λόγια, δηλώνω ότι σκοπεύω να αποχωρήσω με το πρώτο φως της Ηούς από τη Θεμίσκυρα. Θα φύγω για την Τροία, να ηγηθώ των Τρώων στον Πόλεμο κατά των εισβολέων Αχαιών.»
Δικαιολογημένα, εισέπραξε βλέμματα κι επιφωνήματα έκπληξης πολλά. Οι πιο μετριοπαθείς, αρκέστηκαν στην απόλυτη ψυχραιμία κι αποδοχή της Αρμοθόης και της Μελανίππης, οι οποίες πλαισίωναν σχεδόν με μητρική αφοσίωση την πριγκίπισσα.
«Σκοπεύεις, λοιπόν, να παραβείς κατάφορα το θέλημα της Ιππολύτης,» πήρε τον λόγο με την βροντερή φωνή της η Αμαζόνα Θεμόδοσα, μια γυναίκα κοντά σαράντα ετών, που είχε έρθει από τη Θράκη κακοποιημένη από πατέρα, αδελφούς και σύζυγο.
«Η τελευταία Αμαζόνα που το έπραξε αυτό ήταν η Αντιόπη,» θύμισε δυσοίωνα, πρακτικά τρομαγμένη η Ευάνδρη, μια πρώην Μαινάδα του Διονύσου. «Θαρρώ δε γνωρίζει καμία άλλη την κατάληξή της καλύτερα από εσένα, Πανθεσίλεια.»
«Η Αντιόπη έφυγε μόνη, χωρίς να την οδηγεί ιερός όρκος και δεσμός ήθους,» επισήμανε, φαινομενικά απτόητη, η τελευταία. «Οι Δαναοί σκότωσαν το αγόρι που ανέθρεψα κι εκπαίδευσα όπως όλες σας, τον Πρίγκιπα Έκτορα. Εάν στη θέση του ήταν μια από εσάς, το ίδιο ακριβώς θα σχεδίαζα. Επιθυμώ να ξεπλύνω το αίμα του επάξια, με το αίμα του φονιά του.»
«Θέλεις να σκοτώσεις άνδρες για χάρη ενός άνδρα, που εμείς δεν έχουμε καν γνωρίσει,» την ειρωνεύτηκε απροκάλυπτα η Δεριμάχεια από το νησί της Χρύσας, του Φοίβου Απόλλωνα.
«Του άνδρα που τυχαίνει και σύζυγος της Ανδρομάχης, που τώρα χήρα του έμεινε και μόνη με ένα ορφανό στην αγκαλιά,» απάντησε η Αρμοθόη αυτή τη φορά, φοβούμενη την απώλεια ψυχραιμίας στην Πανθεσίλεια.
«Αν δεν κατανοείτε τον κώδικα τιμής που με δένει με την Τροία, αναγνωρίστε ότι αυτή η πόλη υπήρξε φίλη μας πάντοτε και κυρίως, μας ζήτησε βοήθεια δυο φορές. Οφείλουμε να την προσφέρουμε, επιτέλους,» συμπλήρωσε και η ίδια.
«Είμαστε μόνο εκατόν είκοσι, δεν αρκούμε ούτε για μια φάλαγγα,» δήλωσε το ορφανές η Κλώνη, που ήταν κάποτε Τρωαδίτισσα βοσκοπούλα.
«Δεν είναι πλήθη και στρατοί αυτό που χρειάζονται οι Τρώες μα ένας ηγέτης, κάποιος να λάβει τη θέση του Έκτορα και να ενώσει πάλι τους στρατούς,» είπε με εντελή σιγουριά η Πανθεσίλεια. «Θα θέσω τον εαυτό μου στην υπηρεσία του Βασιλέως Πριάμου και θα μου προσφέρει το μόνο πράγμα που επιθυμώ ως αντάλλαγμα.»
«Το οποίο είναι;» Ρώτησε η Ευάνδρη αυτόματα.
Δεν ήρθε καμία απάντηση· η λαλίστατη Πανθεσίλεια σώπασε για λίγο.
«Σε αυτό, θέλω τη στήριξη σας. Θα μεταβούμε στην Τροία, θα συντρίψουμε τους ανίερους Αργείους και θα λάβουμε, μαζί με πλούτη ανείπωτα, δόξα ασύλληπτη και θαυμασμό. Σας βεβαιώ, αν κερδίσουμε τον Πόλεμο της Τροίας, θα ανακτήσουμε το χαμένο μας μεγαλείο, θα ξαναγίνουμε ο εμβληματικός λαός, που αντιμετωπιζόταν με δέος και φόβο δίκιο.»
«Ιδανικά κι υπέροχα μας παρουσιάζεις τα πάντα, μα γιατί μιλάς σε εμάς κι όχι στη Βασίλισσα;» Απόρησε η Αντιβρότη, μια από τις κόρες της νεκρής Αντιόπης.
«Αυτή δε με ακούει, έχει πάψει εδώ και χρόνια και το ξέρετε,» αναστέναξε η πριγκίπισσα. «Δεν την αδικώ αλλά, όταν αρνείται να ακούσει τη λογική και την αμεροληψία, εκείνη αδικεί εμένα. Αν συνεχίσουμε με αυτήν την εσωστρέφεια, την απομόνωση στη Θεμίσκυρα και την αποχή από πολέμους, θα εκλείψουμε και θα εξαφανιστούμε σε λίγα χρόνια, αδιαμφισβήτητα. Προτείνω ριζική, ραγδαία αλλαγή με πραγματική δράση, αρχής γενομένης από εμάς κι εμένα την ίδια. Ακολουθήστε με, αυτό μόνο ζήτω. Μονάχα να κερδίσετε έχετε από αυτό κι εγώ, θα σας προστατεύσω από το όποιο μένος της Ιππολύτης.»
«Κι εγώ, ομοίως,» έσπευσε η Μελανίππη στο πλευρό της. Η κίνηση της έμοιαζε να σπέρνει εφησυχασμό και μια αίσθηση ασφαλείας.
«Ποιό είναι το σχέδιο, λοιπόν;» Ήρθε νέα ερώτηση από τη Θεμόδοσα.
«Θα φύγουμε με πλεούμενα για την Τροία, ώστε να μη μας εμποδίσει κανείς να φτάσουμε κι ελάχιστες, θα κινηθούν από στεριάς, έφιππες,» αποκρίθηκε η Αρμοθόη, με ένα νεύμα της Πανθεσίλειας. «Αφού φτάσουμε, για το υπόλοιπο της ημέρας, θα κρυφτούμε στο δάσος της Ίδας κι υπό το φως της Σελήνης, θα εισέλθουμε στο Ίλιον.»
«Αν μας έχει προλάβει ήδη αγγελιαφόρος της Ιππολύτης;» Εξέφρασε τη σκέψη της η Βρεμούσα, μια υφάντρα από τη Νάξο.
«Δεν αλλάζει τίποτα,» απάντησε κατευθείαν η Πανθεσίλεια. «Ο Πρίαμος με γνωρίζει και θα με καλοδεχτεί, ακόμη κι αν κατέβει η Άρτεμις κι ο Φοίβος, για να τον αποτρέψουν. Άπαξ φτάσουμε επιτυχώς στην Τροία, δε θα μας σταματήσει κανείς.»
«Τα λόγια είναι περιττά πια,» συνέχισε η Μελανίππη. «Το καθήκον μας πέφτει βαρύ υπέρ της Τροίας που μας κάλεσε κι υπέρ του νεκρού Έκτορα και της τιμής της Πανθεσίλειας, στην οποία είμαστε ορκισμένες αδελφές. Κάθε δισταγμός προδίδει δειλία, λέξη άγνωστη για μια Αμαζόνα. Όσες συμφωνείτε κι είστε μαζί μας, μείνετε, να ετοιμάσουμε τις βάρκες. Όσες, πάλι, διστάζετε, φύγετε· είστε ελεύθερες.»
Στιγμιαία, απλώθηκε σιγή, ακινησία κι αναμονή παράξενη. Οι Αμαζόνες ανταλλάζαν διερευνητικές ματιές, αμφισβητούσαν ίσως τους ίδιους τους εαυτούς τους αλλά δεν έκαναν βήμα. Οι γλαύκες έξωθεν της σπηλιάς έκρωζαν, κυνηγώντας θηράματα με όραση αλάνθαστη. Στη σπηλιά, δε σάλευαν ούτε οι δακρύζοντες σταλακτίτες.
«Δε θα φύγει καμία μας,» δήλωσε με στόμφο η Αντιβρότη κι έκλινε το γόνυ τελετουργικά στην Πανθεσίλεια. Όλες οι παρευρισκόμενες τη μιμήθηκαν. «Είμαστε στις διαταγές σου, τώρα και για πάντα.»
«Σας ευχαριστώ,» έκρυψε τη συγκίνηση της μετά βίας, διατηρώντας κάπως μια ψύχραιμη σοβαρότητα. «Ξεκινάμε, λοιπόν. Πρέπει να είναι όλα έτοιμα πριν την αυγή, για να φύγουμε εγκαίρως.»
«Ποιές θα κινηθούν έφιππες;» Αναρωτήθηκε η Δεριμάχεια.
«Εσύ, αφού το ρώτησες,» απάντησε η επικεφαλής. «Μαζί η Αλκιβίη, η Άνταυδρη, η Αντιβρότη, η Βρεμούσα, η Ευάνδρη, η Θεμόδοσα, η Ιπποθόη κι η Κλώνη.»
«Θα σας συνοδεύσουν κι οι δυο μου κόρες· η Δερινόη και η Πολεμούσα,» συμπλήρωσε η Μελανίππη.
«Οι κόρες σου;» Σχεδόν έχασε τη μιλιά της η Πανθεσίλεια. «Θα εμπιστευθείς τις κόρες σου σε εμένα;»
«Πρέπει κάπως να σε κάνω να πιστέψεις ότι σε εμπιστεύομαι αληθινά, οπότε, σου παραδίδω τον πιο πολύτιμο θησαυρό μου.»
Αυτή τη φορά, δε συγκρατήθηκε καμία τους κι αγκαλιάστηκαν εγκάρδια, με όλη την αδελφική αγάπη που αδίκως έθαβαν επί αιώνες κάτω από ανόητες μνησικακίες, αντιπαραθέσεις και διάφορες. Κατανόησαν τότε, ταυτόχρονα κι οι δυο ότι ο χρόνος, μέσα στην αιώνια ζωή τους, για πρώτη φορά φάνταζε μετρήσιμος και μάλιστα, περιορισμένος. Ένα αλλόκοτο βάρος είχε απλωθεί αδιάκριτα στον αέρα, προμηνύοντας ένα γεγονός μοιραίο, αναπόδραστο. Αισθάνονταν κι οι δυο ότι η απόφαση της Πανθεσίλειας για εμπλοκή στον Πόλεμο αποτελούσε σημείο κομβικό για την πορεία των Αμαζόνων και τελεσίδικο· δόξα ή όλεθρος. Ένα τερματικό στάδιο σε έναν βίο που μέχρι πρότινος, έμοιαζε να μην έχει καν σημασία· ειδικά, για την Πανθεσίλεια, που, από τη στιγμή της αδελφοκτονίας, θαρρούσε πως ζούσε σαν παράσιτο και ξερατό του κόσμου.
«Ξεκινάμε,» έδωσε, τελικά, το έναυσμα κι έσπευσαν στην παραλία, να ετοιμάσουν τα μικρά μα γερά πλοιάρια για αναχώρηση και να αφήσουν όσο το δυνατόν λιγότερα ίχνη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αφότου τα ευτυχή νέα κυκλοφόρησαν, η Βρυσηίδα ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν στη σκηνή του Τελαμώνιου Αίαντα, αναζητώντας την Τέκμησσα κι αντί για ολόρθη κι ενεργητική, κατά το σύνηθες, τη βρήκε κλινήρη και, παραδόξως, μόνη. Παρόλα αυτά, το χαμόγελο δεν έφυγε από τα χείλη της.
«Τα νέα σου πιστεύω ήταν αυτό που χρειαζόμασταν, για να αποκτήσουμε ξανά ελπίδα, μέσα σε τόσο αίμα, θάνατο κι οιμωγές,» έσπευσε να την αγκαλιάσει, με όλη την αγάπη της έκδηλη, σχεδόν κλαίγοντας.
«Οι Θεοί μας ευλόγησαν τρίτη φορά με ένα παιδί,» δέχτηκε την αγκάλη της η Τέκμησσα, λαμβάνοντας κι αυτή μια διάθεση ανάλαφρη από τη χαρά της. «Πραγματικά, η καρδιά μου νομίζω θα εκραγεί από ευτυχία.»
«Εσύ, όμως, δε φαίνεσαι υγιής,» συνοφρυώθηκε η Βρυσηίδα, ενώ έπαιρνε μια θέση δίπλα της, σε ένα σκαμνί. «Είσαι κάτωχρη και με φοβίζεις.»
«Θα με ταλαιπωρήσει από ό,τι φαίνεται, αυτό το παιδί,» αναστέναξε, προσπαθώντας να κρύψει τον πόνο της η Τέκμησσα. «Ο Ποδαλείριος και ο Μαχάων επιμένουν εν χορώ ότι πρέπει να μένω κλινήρης σχεδόν διαρκώς και να τρέφομαι καλύτερα από ποτέ. Πώς, όμως, να σταθώ άπραγη κι αδρανής, όταν το σπλάχνο μου κείτεται τόσο αδύναμο στο διπλανό δωμάτιο;»
«Έμαθα και για αυτό,» μιμήθηκε τον αναστεναγμό της. «Έχουν διαγνώσει την αρρώστια του Φύλαιου;»
Η Τέκμησσα κούνησε το κεφάλι απεγνωσμένα.
«Με τόσα πτώματα και τραυματίες και σκυλιά που τρώνε νεκρούς, ήταν επόμενο να υπάρξουν και νέες νόσοι. Αλλά, αν δεν μπορέσουν να βοηθήσουν το παιδί μου οι γιοί του Ασκληπιού, τότε, δεν μπορεί κανείς κι η ζωή του θα βρίσκεται στα χέρια του Φοίβου.» Η φωνή της έτρεμε και τα μάτια γέμισαν δάκρυα. «Τρέμω για το αγόρι μου, Βρυσηίδα και δε με αφήνουν καν να τον πλησιάσω.»
«Ο Αίας πώς έλαβε την είδηση για το νέο παιδί;»
Η ερώτηση χρησίμευε πολλαπλά· θα άλλαζε το θέμα στη σκέψη της Τέκμησσας και θα εξυπηρετούσε καλύτερα τη σκέψη που ταλάνιζε την επισκέπτριά της.
«Με όλη την ευτυχία που θα μπορούσε να διαθέσει ένας άνθρωπος,» αποκρίθηκε ευθύς εκείνη, χαμογελαστά. «Έκλαιγε και γελούσε συνάμα, χοροπηδούσε εύχαρα, σχεδόν ξέχασε ότι ο Φύλαιός μας είναι τόσο ανήμπορος όσο κι η μητέρα του.» Σκοτείνιασε ξανά και βυθίστηκε στα προσκέφαλα της κλίνης. «Εύχομαι με όλη μου την καρδιά να μη δώσουν ποτέ οι Θεοί να ταλαιπωρηθούν τόσο τα παιδιά σου, να υποφέρουν κι εσύ να αδυνατείς να τα συντρέξεις.»
«Αν υπάρξουν ποτέ αυτά τα παιδιά,» έσκυψε το κεφάλι με ντροπή.
«Όχι, Βρυσηίδα, δεν είναι δική σου ευθύνη,» σηκώθηκε ωσάν νύμφη η Τέκμησσα και της έπιασε τη χέρι ένθερμα, με στοργή μητέρας. «Οι Μοίρες είναι σκληρές, έτσι λένε οι ποιητές κι ανάλγητες φέρονται στους ανθρώπους· έτσι, έκοβαν το νήμα των παιδιών σου πριν καν γεννηθούν.»
Μια άποψη υπερβολικά μεμψίμοιρη, μα άκρως παρήγορη, καθότι η Τέκμησσα είχε σταθεί δίπλα της κάθε φορά, σε κάθε αποβολή από τις δυο που της είχαν συμβεί. Ωστόσο, αυτή τη φορά, έδειχνε πιο καταβεβλημένη από ποτέ.
«Πιστεύω ότι μου κρύβεις κάτι,» της είπε ευγενικά μα επίμονα.
Η Βρυσηίδα πήρε μια βαθιά ανάσα κι ετοιμάστηκε να της απαντήσει, με όλη της την ψυχική δύναμη.
«Είμαι ξανά έγκυος,» αποκρίθηκε, σαν να ανάγγελλε τραγωδία ζοφερή. «Χθες μόλις το συνειδητοποίησα.»
«Και γιατί θλίβεσαι, για κάτι τόσο φωτεινό και θαυμαστό;» Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει η Τέκμησσα. «Αν μια φορά ευλογηθήκαμε εμείς, τότε εσείς, που χάσατε τον Πάτροκλο και περάσατε τόσες δοκιμασίες, θα έπρεπε να πλέετε στην απόλυτη ευτυχία.»
«Ο Αχιλλέας δεν το γνωρίζει, δεν του το έχω πει, αδυνατώ,» τη διέκοψε απότομα, με μια ανάσα τρόμου, εκείνη. «Αφενός, φοβάμαι μη χαθεί κι αυτό, όπως τα άλλα δυο· αφετέρου, δε γνωρίζει αν θα χαρεί ή θλιβεί κι άλλο.»
«Σε αγαπάει, Βρυσηίδα,» βιάστηκε, να την καθησυχάσει η Τέκμησσα. «Αν μη τι άλλο, θα χαρεί.»
«Το τραύμα του Πάτροκλου παραμένει άσβεστο, νωπό, όπως την πρώτη ημέρα που συνέβη και μετάλλαξε τις ζωές μας,» αναστέναξε και πάλι. «Δεν ξέρω αν θέλω να του προσθέσω άλλη μια έγνοια, άλλη μια αγωνία.»
«Και θα του το κρύψεις; Όταν είναι πια εμφανές, τι θα κάνεις;»
«Μπορεί να μη ζει ο Αχιλλέας ως τότε,» ξεστόμισε το πιο μύχιο αγκάθι που της κατάτρωγε ως σαράκι την ψυχή. «Το υπονοεί συνεχώς, αδιάκοπα, κάθε του λέξη φέρει τόση λύπη, ζόφο και απόγνωση. Νιώθει ότι δεν του μένει ζωή· ποιά είμαι εγώ, να διαφωνήσω με έναν αθάνατο;»
«Πρόφερες την πιο σωστή φράση· απόγνωση. Μιλά το πένθος κι η βαρύτατη απώλεια, που σκοτείνιασαν την ψυχή του, όπως συμβαίνει σε όλους μας, σε μια τόσο τραγική στιγμή. Για αυτό και μόνο, αξίζει να του μιλήσεις, να του δώσεις έναν νέο σκοπό στη ζωή του, μια ελπίδα που χρειάζεται, το δίχως άλλο.»
«Ήμουν δίπλα του για πέντε ολόκληρα χρόνια, δεν τον άφησα παρά μόνο διά της βίας,» έγειρε στον δερμάτινο τοίχο αποκαμωμένη. «Τι κι αν πιστεύω πως τον γνωρίζω πλέον, όπως τον πατέρα και τα αδέλφια μου, τόσο αισθάνομαι τελευταία πως είχα στον νου μου έναν άλλον άνθρωπο. Ο Αχιλλέας που ήξερα, που άπλωνε τους πολεμικούς χάρτες και με άφηνε να του παρουσιάσω τις στρατηγικές μου θεωρίες, που με ανταγωνιζόταν ευγενικά στο ζατρίκιον με τις ώρες, που χανόταν στη γλυκειές ευδαιμονία της μουσικής της λύρας του, έχει χαθεί. Δε μιλά παρά μόνο όταν είναι απαραίτητο, εγκατέλειψε τη μουσική του, αποφεύγει ακόμη και τον γέροντα Φοίνικα. Ιδέα δεν έχω πώς να επικοινωνήσω μαζί του καν πια, πόσω μάλλον να του ανακοινώσω άλλη μια εγκυμοσύνη, που -κατά πάσα πιθανότητα- θα έχει την ίδια αβάσταχτη κατάληξη με τις άλλες.»
«Μη φύγεις από δίπλα του,» τη συμβούλεψε λακωνικά και χωρίς παραφιλολογίες η Τέκμησσα. «Σε χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε. Μόνη σου δεν είσαι· έχεις εμένα, την Ίφιδα, την Υακίνθη, την Εκαμήδη και τόσες άλλες γυναίκες που σε αγαπάμε σαν αδελφή μας. Οτιδήποτε κι αν συμβεί, ακόμη κι αν σε διώξει από φόβο και δειλία για την όποια παρανοϊκή απώλεια ή αναπόφευκτο πόνο, θα έχεις πάντοτε ένα καταφύγιο σε αυτήν τη σκηνή, εγώ κι ο άνδρας μου δε θα σου το αρνηθούμε ποτέ.»
«Για άλλη μια φορά, δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω,» έπεσε στα πόδια του κρεβατιού της κι έκλαιγε από ευγνωμοσύνη η Βρυσηίδα, για να ακολουθήσει κι η Τέκμησσα σύντομα, με την ατέρμονη αγωνία του σπλάχνου της που υπέφερε στον νου.
Έξωθεν, από τη σχισμή που λειτουργούσε ως παράθυρο, το χρυσό άρμα του Ηλίου αγάλι αγάλι χανόταν και το στερέωμα μάβιαζε, ενδυόταν χρώματα ερυθρά, ιώδη, ροδαλά, μα η ψυχή της Τέκμησσας μαύριζε κι ολούθε έβλεπε πια ζόφο. Μαζί με το νέο παιδί, κυοφορούσε κι ένα προαίσθημα τραγικό.
Μολονότι, μετά τον θάνατο του Έκτορα, είχε απλωθεί αισθητά, αναντίρρητα μια θεσπέσια αίσθηση αισιοδοξίας στο στρατόπεδο και για πρώτη φορά μετά από καμπόσο, η νίκη κι η κάθαρση φάνταζαν διακριτές, απτές κι υλοποιήσιμες, η Τέκμησσα είχε ένα βάρος στην πλάτη και στο στήθος να την πλακώνει, σαν να πλησίαζε ένα αδιόρατο, ανεξήγητο κι ανάξιο τέλος σε όλα. Η καρδιά της σφιγγόταν και προσπαθούσε μάταια να το αγνοήσει, παθητικά, ανήμπορη, έτοιμη για μια σκοτεινή συνάντηση με το πεπρωμένο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Ελένη, όσο κι αν γνώριζε ότι σκεφτόταν εγωιστικά κι ιδιοτελώς, αποτελούσε τον μοναδικό άνθρωπο στο ανάκτορο του Ιλίου που απολάμβανε την αδιάκριτη, απότομη, οριακά παρανοϊκή επιβολή του Πάρι στην εξουσία. Όσο ο πεθερός της και Βασιλιάς διέμενε αμπαρωμένος στο δώμα του με τη Βασίλισσα, σε βαρύ πένθος και θλίψη ανείπωτη, όπως ακριβώς και η χήρα Ανδρομάχη, κανένας δεν μπορούσε να ψέξει τον πανώριο σύζυγο της, που είχε καθίσει ολότελα, ανερυθρίαστα στον πατρικό θρόνο και κυβερνούσε την Τροία μόνος, με τον Διήφοβο διακοσμητικό συμβουλάτορα, εφόσον δε δεχόταν καν να ακούσει το Συμβούλιο την Γερόντων. Μόλις πέντε ημέρες μετά την ανάληψη εξουσίας του, όλο το παλάτι δυσανασχετούσε κι επικρατούσε εντελής δυσαρέσκεια, μουρμουρητά με κατάρες, ονειδισμοί και χλεύη. Όλα αυτά, για τον ίδιο άνθρωπο που, δεκαοχτώ έτη πριν, είχαν καλοδεχτεί με ενθουσιασμό, γιατί ήταν εύμπρφος, εύχαρος, αθλητικός, γεροδεμένος, ένα παλικάρι ζηλευτό, που το είχαν για χαμένο και καταραμένο. Είχαν πιστέψει, τότε, ότι δεν ήταν δυνατόν ένα τόσο όμορφο πλάσμα να έφερε κατάρες και δυσοίωνα πεπρωμένα.
Η Ελένη χασκογέλασε στη σκέψη, ενώ ατένιζε την πεδιάδα από το παραθύρι της κι αναζητούσε εναγωνίως τον Μενέλαο.
Ύστερα, γνώρισαν εμένα, την ωραιότερη γυναίκα του κόσμου, που όπου πατά, σπέρνει μόνο συμφορά, οδύνη και θανή.
Αν εκείνο ήταν το τίμημα της επίπλαστης και παροδικής ωραιότητας, προσευχήθηκε στους Θεούς η κόρη της, η Ερμιόνη, να ήταν άσχημη όσο καμία άλλη μα καλότυχη κι ευτυχής στη ζωή της, να μην της έμοιαζε σε τίποτα.
Αναστέναξε· όση σιγή βασίλευε στο δώμα της, μιας κι απουσίαζε ο Πάρις, τόση αδράνεια φαινόταν και στο στρατόπεδο των Αχαιών. Δούλοι μονάχα φαίνονταν να περιφέρονται για μικροδουλειές και θελήματα, ενώ στρατιώτες που δεν αναγνώριζε ρέμβαζαν στον δροσερό αέρα. Ήταν εκνευριστικά μονότονη η τόση ησυχία μα συνάμα θαυμάσια για εκείνη, που θεωρούσε τη μοναξιά παρηγοριά κι απάγκιο. Αν κάπου, μάλιστα, τα μάτια της έπιαναν τον Μενέλαο και τον θωρούσε, έστω και για μια στιγμή, θα γέμιζε αγαλλίαση.
Παρότι όλο το παλάτι ασχολούταν με τον συζύγου της, αγνοούσαν πλήρως την ίδια και χαιρόταν για αυτό, διότι, επιτέλους, περνούσε απαρατήρητη σχεδόν, αδιάφορη, τιποτένια, όπως ακριβώς θεωρούσε τον εαυτό της. Ήταν, εξάλλου, άπαντες απασχολημένοι, με τα διαρκή συμπόσια και τις γιορτές του Πάρι, με τις παράλογες, εξωφρενικές απαιτήσεις του για τα δείπνα και τις γυναίκες που ζητούσε για συντροφιά πάντοτε. Τα μάθαινε όλα αυτά πλέον, εύκολα, γιατί τα αυτιά της είχαν ανοίξει, όπως και τα μάτια της· όλες οι αισθήσεις της είχαν οξυνθεί φοβερά κι έτσι, μπορούσε να βλέπει πάρα πολύ μακριά με λεπτομέρειες, να ακούει καθαρά κάθε κουβέντα, να μιμείται άψογα κάθε φωνή. Άλλαζε, το δίχως άλλο, γινόταν κάτι άλλο από αυτό που ήταν· ωσάν το φίδι, που άλλαζε τομάρι. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να πανικοβληθεί, οπότε, απλώς, περίμενε και κρυβόταν, θεωρώντας ότι τα νέα της ταλέντα ίσως φαίνονταν χρήσιμα κάπου, κάποτε, εάν οι Μοίρες έδειχναν έστω μια φορά, το ευγενές τους πρόσωπο σε εκείνη.
Ο νους της πήγε ξανά στον Πάρι και πάλι, χασκογέλασε. Είχε πείσει όλους τους ομοίους του, τα αργόσχολα, άνοα και ψωροπερήφανα αρχοντόπουλα που δεξιωνόταν κάθε μέρα, ότι η σύζυγος του ήταν απαράλλαχτα κι απολύτως τρελή, ότι οι τόσες αποβολές την είχαν παρανοήσει κι είχε αποβάλει κάθε λογική. Τους είχε κάνει να πιστέψουν ότι τον ύβριζε, του επιτιθόταν κι ότι εκείνος καταριόταν την απαράμιλλη, ασύγκριτη ομορφιά της, που είχε γίνει κέλυφος ενός θηρίου ανήμερου. Έτσι, τελευταία την κλείδωναν στο δώμα και τη φυλούσαν κι όμως, δεν την πείραζε, γιατί δε χρειαζόταν καν να τον βλέπει. Το θύμα της, λοιπόν, ο άμοιρος σύζυγος, που παρέμενε όσο πανώριος ήταν και την πρώτη μέρα της επιστροφής του, είχε κερδίσει συμπάθεια και πληθώρα προθύμων εραστών, που λαχταρούσαν να προσφέρουν λίγη λήθη στη συμφορά του. Κατά τα λεγόμενα της Κασσάνδρας, που πια θεωρούσε καθ'όλα αδελφή της, κάθε βράδυ πλάγιαζε και με μια νέα ερωμένη. Ακόμη κι αν γέμιζε το παλάτι νόθα παιδιά, δε θα την ενδιέφερε καθόλου.
«Πολύ αμφιβάλλω ότι θα ζήσει τόσο, ώστε να δει κάποιο παιδί δικό του, ακόμη και νόθο,» ήταν η απάντηση της Κασσάνδρας στο αδιάφορο σχόλιο της, το οποίο την έκανε να ανατριχιάσει.
Δεν μπορούσε να αγνοήσει ή λησμονήσει τη συζήτησή τους για τον φόνο του. Εμμέσως πλην σαφώς, την είχε ωθήσει να τον σκοτώσει, να λυτρώσει την πόλη από το μίασμα, μαζί και την ψυχή της. Μέσα στη σιγαλιά του δειλινού, η σκέψη φώλιαζε μέσα της, άνθιζε και δε φαινόταν πια ούτε τόσο αποτρόπαια μα ούτε κι άλογη. Αναρωτιόταν κι η ίδια ακόμη αν θα μπορούσε να το κάνει, να έβρισκε το κουράγιο, το σθένος.
Έφυγε από το παράθυρο και στράφηκε στον καθρέπτη της, αντικρίζοντας για άλλη μια φορά την αψεγάδιαστη εικόνα που όλοι θαύμαζαν και πολεμούσαν και πέθαιναν για αυτήν και λήστευαν και βίαζαν και χτυπούσαν και κακοποιούσαν και καταριόντουσαν και χλεύαζαν. Μισούσε την εικόνα της, αυτήν την ψυχρή τελειότητα· μισούσε τον εαυτό της, που έφερε αίμα μυρίων στα χέρια του· μισούσε τον Πάρι, που είχε συντρίψει και την ελάχιστη ελπίδα της. Εν τέλει, αναρωτιόταν πώς, μέσα στην απίστευτη, αναλλοίωτη ευμορφία της μπορούσε να κρύβεται τόσο μίσος.
Παραμέρισε το κάτοπτρο κι εμφάνισε, κρυμμένο στον πέτρινο τοίχο, το πρώτο ξίφος του Έκτορα, το τρομερό δώρο της Κασσάνδρας. Αν έπραττε το ορθό, θα το παρέδιδε στην Ανδρομάχη για τον Αστυάνακτα. Ωστόσο, δε σκόπευε να ακολουθήσει καμία ορθή οδό. Ζύμωνε τη νουθεσία της Κασσάνδρας στον νου της, καθώς έσφιγγε την περίτεχνη λαβή στο χέρι της, που φαινόταν αδύναμο μα θα το δυνάμωνε. Θα έπραττε το δίκαιο, ακόμη κι αν ήταν η τελευταία της πράξη. Κι άξαφνα, συνειδητοποίησε ότι, ενώ πριν έτρεμε στην ιδέα, σάστιζε, πάγωνε, πια ονόμαζε το έργο εκείνο το ιδεατό δίκαιο.
Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνονται κι οι πολεμιστές, που γίνονται φονιάδες αδιακρίτως κι αδιάκοπα, σκέφτηκε κι ενόσω ήταν έτοιμη να αναπτύξει ένα σχέδιο για την ενδυνάμωσή της, ένα συνονθύλευμα ασυνήθιστων ήχων διατάραξαν την ηρεμία της.
Αναγνώρισε τις φωνές με δυσκολία, μα τα κατάφερε· επρόκειτο για την Κρέουσα, την πιο σεβαστή αδελφή του Πάρι και τον άνδρα της, τον πλέον θαυμαστό Αινεία, η αναπάντεχη επιστροφή του οποίου δεν έπαυε να προκαλεί έκπληξη, ακόμη και πέντε ημέρες αργότερα. Δε χρειάστηκε να πλησιάσει τη θύρα ιδιαίτερα· από το κέντρο του δώματος, δύναντο να ακούσει τα πάντα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Αινεία, άκουσε με, για μια φορά και μόνο στη ζωή σου!»
Η Κρέουσα είχε χάσει προ πολλού την υπομονή της, μην μπορώντας να διαχειριστεί άλλο τη συμπεριφορά του συμβίου της, στην οποία μόνο αναισθησία κι ασέβεια εντόπιζε. Περιφέρονταν στα δώματα των παιδιών του Πριάμου αρκετή ώρα και λογομαχούσαν εντόνως, προς τέρψιν των φρουρών και των δούλων που έτυχε να περνούν δίπλα τους. Ο Αινείας ήταν λατρευτός από όλους, σχεδόν όσο ο εκλιπών Έκτωρ, συνεπώς, η θέα του να διώκεται τόσο επίμονα από τη βασιλοπούλα γυναίκα του, προκαλούσε γέλωτα.
«Μη φωνάζεις άλλο, ίσως έχουν μείνει δυο ή τρία αδέλφια σου που δε μας έχουν ακούσει ακόμη, σεβάσου τα!»
«Αν στεκόσουν σε ένα σημείο, πρόθυμος να με ακούσεις, δε θα φώναζα ούτε θα σε κυνηγούσα!»
Χωρίς δισταγμό, ο Αινείας σταμάτησε, στράφηκε στη γυναίκα του απότομα και τη ράπισε καταπρόσωπα, καταφέρνοντας να επιβάλει σιωπή. Προτού αντιδράσει ή συνέλθει από την έκπληξη, άδραξε τον καρπό της και την έσυρε πίσω στο δώμα τους, όχι πολύ μακριά από το σημείο όπου είχαν σταματήσει.
«Γιατί εξίστασαι τόσο; Χαρά για την επιστροφή μου δεν έδειξες, μόνο αποδοκιμασία και αποστροφή, ενώ δε μου χαρίζεις καν το βλέμμα σου, παρά στα παιδιά κι όμως, όποτε βγαίνω από το δώμα, εξαγριώνεσαι και λύσσας σαν μαινόμενο τέρας!»
«Δε θέλω να βγαίνεις, μόλις ακούς τα κύμβαλα του γλεντοκόπου Πάρι· είναι τόσο παράλογο;» Διατήρησε την ένταση αμείωτη η Κρέουσα, ευγνώμων που η τροφός έλειπε με τα παιδιά τους σε περίπατο. «Πού βρίσκεις παράνοια; Στο γεγονός ότι δε θέλω να συμποσιάζεις με τον Πάρι;»
«Ο Αντιβασιλέας της Τροίας με καλεί να κάθομαι δίπλα του, ο οποίος είναι κι αδελφός σου, συν τοις άλλοις. Μου ζητάς, δηλαδή, να απαξιώ την οικογένεια σου,» σταύρωσε τα χέρια και την κοιτούσε εκνευρισμένος, συγχυσμένος, φανερά βαριεστημένος και πρόθυμος να απεγκλωβιστεί. «Κρέουσα, από την ώρα που γέννησες, νιώθω ότι έχεις αλλάξει σε βαθμό τρομακτικό.»
«Δε θέλω να πας στο συμπόσιο του Πάρι, είμαι ξεκάθαρη!» Αγνόησε εντελώς την όχληση του και προχώρησε. «Αποτελεί ανήθικη κι ασεβή πράξη όλη του η αψήφηση στο πένθος μας. Ο Έκτωρ είναι ζωντανος ακόμη και τόσο απροκάλυπτα χορεύει στις στάχτες του αυτός, που δεν έχει προσφέρει στην Τροία ούτε το ένα δέκατο από τα ανδραγαθήματα του νεκρού! Ένας υβριστής είναι ο Πάρις και τίποτα παραπάνω. Αν εγώ συνυπήρχα με ανθρώπους δηλητηριώδεις, με ερπετά δίποδα, θα μου το επέτρεπες, ακόμη κι αν ήταν αδελφοί σου;»
«Δεν πενθούν όλοι με τον ίδιο τρόπο, Κρέουσα, ούτε αντέχουν την τερατώδη συμπεριφορά της συζύγου τους· ιδού, ο Πάρις δεινοπαθεί δίπλα στην Ελένη κι αποζητά μια διέξοδο, δικαίως.»
Το βλέμμα του την έκαιγε· έμοιαζε σχεδόν να ταυτίζεται με τον αδελφό που η Κρέουσα θεωρούσε ύψιστο καταπατητή κάθε νόμου και τυπικού.
«Αυτό άξιζε, λοιπόν, ο Έκτωρ;» Συγκρατήθηκε μετά βίας, για να μην τον φτύσει καταπρόσωπα. «Ένα ρυάκι κροκοδείλια δάκρυα κι έπειτα, υπερφίαλες γιορτές, εις βάρος ενός καταβεβλημένου πατέρα; Ακόμη και για τρεις γενιές να τον θρηνούμε, πάλι μηδαμινός θα είναι ο κλαυθμός κι ανεπαρκής η τιμή, διότι δε γεννήθηκε ποτέ άλλος όμοιος, ισάξιος του στην Τρωάδα μηδέ θα γεννηθεί. Επομένως, αν κάθεσαι εσύ δίπλα στον κατάφορο αυτόν χλευαστή του μεγάλου Έκτορα, εξισώνεσαι με αυτόν, όχι με τον σπουδαίο μου αδελφό. Τόσο χαμηλά μετράς τον εαυτό σου, Αινεία;»
Ο γιός της Αφροδίτης αναγνώριζε κάποιο δίκαιο στα λόγια της μα αρνούταν πεισματικά να το παραδεχτεί· όχι μόνο επειδή επρόκειτο για τη γυναίκα του μα και γιατί δεν τον χαρακτήριζε μεγάλη διαλλακτικότητα, ως αγαπημένο παιδί πατρός και μητέρας.
«Δεν μπορείς να μου επιβάλλεις τίποτα,» απάντησε εν τέλει κι έσφιξε την ασημένια του ζώνη στη μέση, να λαμποκοπά περισσότερο.
Εξερχόμενος του δώματος, άκουσε το πικρό της σχόλιο, ακολουθούμενο από ειρωνικό γέλωτα.
«Γίνε, λοιπόν, από ομοτράπεζος του Έκτορα και δεξί του χέρι, ομοτράπεζος του άθλιου Πάρι. Τελικά, όλοι λαμβάνουν αυτό ακριβώς που τους αξίζει.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στο μεσουράνημα της Σελήνης, που είχε πια γεμίσει κατά το ήμισυ και φώτιζε επαρκώς το πολύπαθο, πολυστέναχτο χώμα της Τρωάδας, το χώμα που πιο φιλοξενούσε στα έγκατά του τη στάχτη του ηρωικού Έκτορα, τρανταζόταν συθέμελα από το γλέντι που είχε φουντώσει ολικά στο παλάτι. Για πέμπτη συνεχόμενη ημέρα, ο Πρίγκιπας Πάρις κι Αντιβασιλέας σε όλα πλην την επίσημη τιτλοδοσία, γιόρταζε με άφθονο φαγητό και ποτό, για λόγους αγνώστους κι ακατανόητους στους περισσότερους. Τι κι αν όλο το ανάκτορο τον αντιπαθούσε για την ανακατωσούρα και φασαρία που προκαλούσε, εκείνος δεν πτοούταν μα συνέχιζε, με σκοπό να κατακτήσει την εύνοια όσων θεωρούσε σπουδαίους Τρώες· αναμφίβολα όχι των Γερόντων. Είχε μαζέψει όλους τους εναπομείναντες νέους άνδρες της Τροίας και τους τάιζε, τους πότιζε, τους προσέφερε μουσική, χορό, ικανοποιούσε κάθε τους επιθυμία πιστά, με μόνους δυσαρεστημένους τους δυο επόμενους αδελφούς του στη διαδοχή· τον Διήφοβο, επειδή δεν του επέτρεπε να αναλάβει καμία πρωτοβουλία και τον Έλενο, που διαφωνούσε κάθετα με την ανέμελη, σχεδόν παιδαριώδη του στάση. Έμοιαζε σαν να ήθελε να σκορπίσει τη λήθη, να λησμονήσει η Τροία ότι τελούσε υπό πολιορκία, ότι είχε χάσει τον ισχυρότερο της πολέμαρχο, ότι ο κλοιός στένευε δραματικά γύρω τους κι είχαν κλειστεί εντελώς στην πόλη, ωσάν ποντικοί στην υγρή, λασπωμένη, ασφυκτική τους τρύπα. Αν όλα αυτά άξιζαν γιορτές, δε θα συμφωνούσαν και πολλοί.
Στην παράλογη αυτή οχλαγωγία πλημμυρισμένο βρήκε το ανάκτορο η Πανθεσίλεια, καταφθάνοντας με την ακολουθία της έφιππη, χωρίς να έχουν φτάσει και τα πλοιάριά τους, αναμενόμενα. Έκρουσε τη βόρεια θύρα του Ιλίου κι οι φρουροί σαστίσαν στη θέα των ενόπλων γυναικών. Έδραμε ο επικεφαλής να φέρει τον Πάρι, για να υπάρξει κάποιου είδους υποδοχή στις απροσδόκητες ελθούσες μα δεν τον έβρισκε πουθενά στο ανάκτορο. Φυσικά, πρώτα έψαξε στη μεγάλη αίθουσα, όπου είχε ανάψει αδιαμφισβήτητα το γλέντι, χωρίς επιτυχία στην αναζήτησή του. Έτσι, βλέποντας εμπρός του άλλον Πριαμίδη, τον Έλενο, πλησίασε αυτόν και τον πλεύρισε σε μια σχετικά ήσυχη γωνία. Εκείνος, πάντοτε νηφάλιος και σε εγρήγορση, τον ακολούθησε κατευθείαν στην πύλη, για να αντικρίσει με τα μάτια του τη θαυμαστή έφοδο.
«Καλώς ορίσατε στην Τροία, κόρες του Άρη αξιέπαινες,» άνοιξε τα χέρια του με στόμφο, ενώ οι πύλες άνοιγαν και δέχονταν τις έφιππες, για να κλείσουν αμέσως μετά τάχιστα. «Ομολογώ, ο αδελφός μου, ο Πολίτης, δε μας έφερε αισιόδοξα νέα μετά τη συνάντηση σας αλλά τον διαψεύδετε πανηγυρικά κι ανέλπιστα.»
Η Πανθεσίλεια πεζεψε πρώτη κι έβγαλε την περικεφαλαία της, για να αποκαλύψει το πρόσωπό της. Ακόμη και στο ημίφως των δαδών, ο Έλενος την αναγνώρισε.
«Πριγκίπισσα Πανθεσίλεια,» γονάτισε κι υποκλίθηκε χωρίς δισταγμό, με σεβασμό και δέος για τη διδάσκαλο του νεκρού αδελφού του. «Εσύ, ειδικά, τιμάς όλους μας με την παρουσία σου.»
«Εσύ, πιστεύω, είσαι ο μάντης, που έχει τη δίδυμη αδελφή, με τάλαντο δέκα φορές σαν το δικό σου,» τον αναγνώρισε κι εκείνη με τη σειρά της, χωρίς ίχνος δέους, με καθαρή ανία. «Γιατί με υποδέχεσαι εσύ κι όχι ο Βασιλιάς πατέρας σου; Σε έστειλε να με συνοδεύσεις;»
«Αρκέσου σε εμένα,» αποκρίθηκε μονάχα ο Έλενος. «Όπως έφθινε το τάλαντο της αδελφής μου, έτσι κι ο πατέρας μου εγκαταλείπει σιγά σιγά τον θρόνο, δυστυχώς για όλους μας.»
«Και ποιός κάθεται στον θρόνο του πια; Σε ποιόν πρέπει να υποβάλω θλίψη για τον χαμό του Έκτορα;» Αναρωτήθηκε η Αμαζόνα, ενόσω όλες οι ακόλουθοι πέζευαν κι έδεναν στον στάβλο τα άτια τους. «Σίγουρα, όχι εσύ, γιατί δε θα μιλούσες με τόση δυσαρέσκεια. Αγαπούν οι άνθρωποι την εξουσία και τη λαχταρούν, τι κι αν κουβαλά μόνο σκελετούς και στάχτη. Δεν ξέρω κιόλας πόσοι άλλοι γιοί του Πριάμου έχουν θαφτεί.»
«Ο Πάρις ανέλαβε,» απάντησε ξανά κοφτά ο πρίγκιπας. «Αυτός που είχε χαθεί στην Ίδα και βρέθηκε άξαφνα· θαρρώ ακόμα ήσουν εδώ κατά το περιστατικό.»
«Σωστά, δεν είχα τελειώσει ακόμη την εκπαίδευση του Έκτορα,» μετά βίας συγκρατούσε τη συγκίνηση στην αναφορά του ονόματος και μόνο. «Παραδώσατε την πόλη, λοιπόν, σε αυτόν που της προξένησε αναρίθμητες συμφορές; Η ανοησία σας δεν ξέρω αν θα έπρεπε να προκαλεί γέλωτα ή δάκρυα ατελείωτα. Απαιτώ να δω τον Βασιλιά και μόνο αυτόν.»
«Δεν έχει βγει καν από την κάμαρή του μετά την κηδεία του Έκτορα, οπότε, δε γνωρίζω αν θα το πράξει τώρα. Αναγκαστικά, πρέπει πρώτα να συναντήσεις τον Πάρι.»
«Και δε μου αρκείς εσύ; Πρέπει να συναντήσω κι ένα καλάθι, που ούτε καν γνωρίζω;»
Στο ευφυολόγημα της, γέλασαν όλες οι Αμαζόνες και οι Τρώες υπηρέτες, πλην του σοβαροφανούς πρίγκιπα.
«Πριγκίπισσα αξιοσέβαστη, ακολούθησε με,» αποκρίθηκε, όταν άρχισαν να σβήνουν τα γέλια και κίνησε για το ανάκτορο.
Όταν άκουσε τα σταθερά, αποφασιστικά βήματα των Αμαζόνων πίσω του, ένιωσε για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, χρήσιμος.
Δεν είχαν δει πουθενά αλλού τον Πάρι, εκτός από τη μεγάλη αίθουσα της ξέφρενης γιορτής κι εφόσον δεν επρόκειτο για φιλήσυχο ή διακριτικό άνθρωπο, αποφάσισαν να τον ψάξουν στο χάος του γλεντιού. Ο Έλενος πρόσταξε -με αφάνταστα άβολο κι άγαρμπο τρόπο, μη εθισμένος να διατάζει ως ήταν- μια ομάδα έξι φρουρών να αναζητήσουν και να φέρουν εμπρός του τον Αντιβασιλέα. Στο μεσοδιάστημα, δεν έβρισκε τίποτα να πει στις στωικές, τρομακτικά βλοσυρές Αμαζόνες κι απλά αντάλλασσαν ματιές κενές, σκαιές κι η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά. Όταν, τελικά, τον έσυραν και τον πέταξαν στα πόδια του Ελένου ωσάν σακί πεντάβαρο, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Γνώριζε να διαβάσει οιωνούς, σημάδια του ουρανού και της γης, να ερμηνεύσει προφητείες και χρησμούς πολυσύνθετους και δίσημους μα δεν είχε ιδέα πώς να συμπεριφερθεί σε θέση εξουσίας, η οποία παραδοσιακά ανήκε στον Έκτορα.
«Αλέξανδρε, ως Αντιβασιλέας, οφείλεις να υποδεχτείς τις Αμαζόνες στην Τροία,» ξεστόμισε τον πιο επίσημο λόγο που σκέφτηκε, χωρίς να εισπράττει καμία αντίδραση. Έτσι, στράφηκε στους φρουρούς. «Πού τον βρήκατε;»
«Ανάμεσα σε πέντε γυναίκες,» αποκρίθηκε ο πιο θαρραλέος και για αυτό, τους αποδέσμευσε αμέσως, για να αντιμετωπίσει μόνος την προ πολλού εξαντλημένη υπομονή της Πανθεσίλειας.
«Αν απαιτούσα προηγουμένως να δω τον πατέρα σου, τώρα θα σε απειλήσω,» συνοφρυώθηκε επικίνδυνα η πανέμορφη, αν και διόλου αισθησιακή γυναίκα. «Με ποιόν θα μιλήσω; Με κάποιον που με φοβάται ή με κάποιον που, από το μεθύσι και τον χορό στις στάχτες του αδελφού του, δεν μπορεί καν να με κοιτάξει; Αν επιθυμούσα προσβολές κι ασέβεια, θα εμένα στη Θεμίσκυρα.»
Ο Έλενος έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένα, αδυνατώντας να σκεφτεί μια ευσταθή ανταπόκριση.
«Σηκώστε αυτό το ρετάλι,» έδωσε διαταγή η Πανθεσίλεια στην Αρμοθόη και στη Θεμοδώσα, οι οποίες έπιασαν από τους ώμους τον ημιλιπόθυμο Πάρι και τον πλησίασαν στην πριγκίπισσά τους με ακρίβεια.
Χωρίς δισταγμό, φόβο ή διάθεση διπλωματίας, η Πανθεσίλεια τον χαστούκισε με όλη της τη δύναμη, προκαλώντας του όχι μόνο αφύπνιση μα κι έναν κατακόκκινο μώλωπα, ενώ από το κάτω χείλος του έτρεξε αίμα.
«Ποιά ανίδεη πόρνη τολμά να σηκώσει το χέρι της πάνω μου;» Γρύλισε, για να κρύψει τον αιφνιδιασμό του. «Να της κοπεί το χέρι ευθύς αμέσως-»
Έπαψε να μιλάει, καθότι η Πανθεσίλεια τον γράπωσε από τον χιτώνα και τον σήκωσε ψηλά, μετέωρο στον αέρα, για να την κοιτάζει στα μάτια διά της βίας.
«Είμαι αρχαιότερη από τα τείχη της πόλης που προστατεύουν το άχρηστο σαρκίο σου κι ειλικρινά, δε θαρρώ ότι έχω συναντήσει στη ζωή μου πλάσμα πιο βδελυρό, ρυπαρό κι άθλιο από εσένα, αηδιαστικό τρωκτικό! Αντί να θελήσεις να φανείς έστω και στο ένα δέκατο αντάξιος του νεκρού που θρηνεί η πόλη, επιδίδεσαι σε ανήθικες, ασεβείς γιορτές, χωρίς να σκέφτεσαι τους γονείς και τη χήρα του σπουδαίου, θρυλικού σου αδελφού! Σπαταλάς τις προμήθειες σας εν καιρώ πολιορκίας σε γλεκτοκοπήματα, για να φανείς γαλαντόμος και γενναιόδωρος στα άλλα όμοια σου ανθρωπάρια, αντί να προσπαθήσεις να βοηθήσεις τον λαό σου, που κινδυνεύει πια όσο ποτέ άλλοτε κι απέστειλε στην ξένη χώρα μου έναν αδελφό σου, έναν πρίγκιπα, για να ικετεύσει για βοήθεια σαν επαίτης! Δε διαθέτεις καν την ελάχιστη ταπεινότητα ή νόηση, για να σκεφτείς να διατηρήσεις μια τυπική θλίψη και χορεύεις στις στάχτες του αδελφού σου, άθλιε, ανάξιε να ζεις, όταν ο Έκτωρ χάθηκε για πάντα! Πού είναι ο πατέρας σου, τιποτένιε, για να συνομιλήσω, επιτέλους, με έναν αξιόλογο άνδρα;»
«Ποιά είσαι, αυθάδη;» Κατάφερε να ρωτήσει, παλεύοντας να φανεί γενναίος ο Πάρις, για να καταφέρει απλά να επιδείξει θράσος.
«Είμαι η Πανθεσίλεια, πριγκίπισσα των Αμαζόνων, αυτή που είχε την τιμή να εκπαιδεύσει τον Έκτορα στην τέχνη του Πολέμου,» αποκρίθηκε, με όλη την περηφάνεια που διέθετε εκείνη. «Απάντησε μου στην ερώτηση, τώρα, οκνηρό ζώο.»
«Ήρθες στον οίκο μου εσύ, αδελφοκτόνε και αποτυχημένη, να κρίνεις την αξία μου;» Κάγχασε άφοβα ο Πριαμίδης, γεμίζοντας τρόμο τον Έλενο κι οργή τις Αμαζόνες.
«Πάψε εσύ, πυροκροτητή αυτού του Πολέμου και του θανατικού που ρήμαξε τον τόπο σου, ενώ δεν έχεις καν την αξιοπρέπεια να συμμετέχεις στη μάχη,» η λαβή της Πανθεσίλειας έγινε ακόμη πιο αποπνικτική. «Μηδαμινέ ανύπαρκτε, δε σου αρμόζει καν η ύβρις,» κατέληξε και τον πέταξε παράμερα ωσάν πούπουλο. Αγνοώντας τα βογκητά πόνου του, στράφηκε και πάλι στον Έλενο. «Εσύ, τουλάχιστον, μάντη, μπορείς να με οδηγήσεις στον πατέρα σου ή μήπως θα χρειαστεί να αναζητήσω τη δίδυμη αδελφή σου για αυτό;»
«Ας είναι, πριγκίπισσα,» ένευσε καταφατικά ο τελευταίος. «Μετά από αυτήν την ποταπή υποδοχή, ακόμη κι αν αποχωρήσεις, θα έχεις δίκαιο.»
Έφυγαν από την ατελείωτη βοή της ανεκδιήγητης γιορτής και πέρασαν στα βασιλικά δώματα, εκεί όπου επικρατούσε μια ανυπόφορα ζοφερή σιγή, μια ατμόσφαιρα που καταπλάκωνε τα πάντα με απίστευτο βάρος και θλίψη, για να φτάσουν έξω από μια ολόχρυση θύρα, με φύλλα τετραπλά, που καταλάμβανε μέρος πολύ και παρίστανε το θαυμαστό χτίσιμο των τειχών του Ιλίου. Δέκα στρατιώτες φυλούσαν έξωθεν κι ο επικεφαλής πλησίασε τον Έλενο.
«Πώς είναι ο Βασιλιάς μας σήμερα;» Ρώτησε, όσο πιο αυστηρά μπορούσε, ο πρίγκιπας.
«Δεν έχει βγει, δεν έχει ζητήσει τίποτα, μόνο δούλοι πηγαινοέρχονται με φαγητό,» αποκρίθηκε, με εμφανή θλίψη, ο φρουρός.
«Άνοιξε μου. Ήρθε να τον επισκεφθεί η Πριγκίπισσα των Αμαζόνων.»
Παραμέρισαν οι φρουροί κι άνοιξαν το ένα φύλλο, μέσα από το οποίο δε φαινόταν ιδιαίτερος φωτισμός. Με ένα κοφτό νεύμα ευχαρίστησε ο Έλενος και πέρασε πρώτος μέσα, για να ακολουθηθεί μόνο από την Πανθεσίλεια. Όλες οι υπόλοιπες Αμαζόνες έμειναν στον διάδρομο, σε πειθαρχημένη αναμονή.
Στην αρχή, δε διακρινόταν τίποτα, μέσα στο σχεδόν εντελές έρεβος του δώματος, έτσι, ο Έλενος βασίστηκε στο μνημονικό του, για να καθοδηγήσει.
«Πατέρα,» είπε κάποια στιγμή, ευγενικά μα στεντόρεια, για να αντηχήσει παντού. «Ο γιός σου είμαι, ο Έλενος και φέρνω μια φίλη, να σε δει.»
«Ίσως και την ίδια τη Νέμεση,» ψιθύρισε στον ψυχρό άνεμο η Πανθεσίλεια, με δέος και τη δίψα της εκδίκησης να φουντώνει στην ψυχή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό ήταν το κεφάλαιο, παιδιά μου!
Πώς σας φάνηκε; 🖤🖤
Πώς είστε; Πώς πάτε; Στολίσατε εορταστικά; 🖤🖤
Χαμουλης έγινε, γίνεται, θα γίνει, έχουμε να ζήσουμε μεγάλες στιγμές και να ευχαριστηθούμε Αμαζόνες!
Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο, να είστε καλά όλοι και να προσέχτε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top