LXII~Η Δεύτερη Προφητεία
Οι ημέρες μεγάλωναν, όλο και πιο ζεστές πλέον, όλο και πιο ηλιόλουστες, οι Ανατολές ομορφαίναν, το γρασίδι βλάσταινε και τα κοπάδια τρέφονταν άψογα, ενώ πλήθαιναν με νέα μικρά, προσφέροντας άπλετο γάλα. Δεν είχαν πια τύψεις που έσφαζαν τα μεγαλύτερα αρσενικά και τα έψηναν, για να περάσουν ημέρες πλείστες ούτε τους ενδιέφερε πια η ξυλεία, διότι ζεσταίνονταν πια και μόνο από τις γούνες και τα μάλλινα ρούχα. Ήταν ο πιο μονότονος Χειμών, ο πιο βουβός, ο πνιγμένος από πένθη κι έλλειψη ιδεών. Έμοιαζε όλο το στρατόπεδο των Αχαιών να έχει στερέψει, ενώ η Τροία γιόρταζε καθημερινά κι αδημονούσε να ξεκινήσουν ξανά οι μάχες και να εκδιώξουν τους επίδοξους κατακτητές, με τη φήμη ότι ίσως έφευγαν μόνοι τους να πλανάται μετέωρη και να κατακτά διαρκώς έδαφος στη λαϊκή κι αριστοκρατική νόηση. Όση ελπίδα, συνεπώς, κέρδιζαν οι Τρώες, τόση απέλυαν οι Δαναοί, που είχαν βυθιστεί στην εσωστρέφεια και κατήφεια. Ο μόνος που φανερά δεν είχε μείνει αδρανής ήταν ο Επειός, ο μοναδικός εγγονός του Αιακού που επιβίωνε κι άκμαζε, μην παύοντας να εργάζεται και να καταδεικνύει το θαυμαστό, ασύγκριτο του τάλαντο στη γλυπτική, στην αρχιτεκτονική, σε κάθε τέχνη που γεννιόταν από την πέτρα και το ξύλο. Μονάχα εκείνος ο σιωπηλός πρίγκιπας με τις τεράστιες πλάτες μπορούσε να συνδυάσει έναν φοβερό πυγμάχο κι έναν μεγάλο καλλιτέχνη σε μια ψυχή.
Όταν παρουσίασε, με όλη την υπερηφάνεια κι ευδαιμονία που διέθετε, τον αδριάντα και τον βωμό προς τιμήν του Αίαντα, λίγο έλειψε κι ο Οδυσσέας να αναλυθεί σε δάκρυα αγαλλίασης. Το θέαμα, επιβλητικό, μοναδικού κι απείρου κάλλους, δε συγκρινόταν με κανένα άλλο πλέον σε θάμπος κι αίγλη. Ο ήρωας περνούσε στην αιωνιότητα όπως του άξιζε.
«Σε ευχαριστώ, Επειέ,» φίλησε με ευγνωμοσύνη τα χέρια του ο γιός του Λαέρτη. «Τώρα, πράγματι, τιμάται ο Αίας όπως του αρμόζει.»
Ο ίδιος, δε θα ζητούσε ποτέ τόσες τιμές και μνημεία, με βωμούς κι εν δυνάμει ναούς προς υστεροφημία. Ο Οδυσσέας, πάλι, υποστήριζε ότι οι άνθρωποι που δε ζητούσαν πολλά μηδέ διαμαρτύρονταν μηδέ κραύγαζαν μεγαλοστομίες, άξιζαν στην ουσία τα ύψιστα, τα μέγιστα, τα πάντα.
Αμέσως μετά τα αποκαλυπτήρια, στα οποία δεν είχε πάει παρά εκείνος κι ο Τεύκρος, μιας και δεν άντεχαν άλλες μεγαλεπήβολες τελετές και θυσίες ζώων μέσα στον Χειμώνα, ο Άναξ της Ιθάκης φόρεσε μια προβιά πάνω από την καφετιά χλαμύδα, τον σκούφο του σφιχτά στο κεφάλι και κατευθύνθηκε στα βοσκοτόπια, όχι για να επανέλθει στην ποιμενική ζωή αλλά για να καλέσει κοντά του άλλους δυο ανθρώπους που δεν τους άξιζε η αφάνεια.
Ο Ακάμας κι ο Δημοφών εξεπλάγησαν, ακούγοντας ότι ο Οδυσσέας τους αναζητούσε κι έδραμαν να φτάσουν σιμά του, τσαλαπατώντας μες στα νωπά χώματα με δρασκελιές μεγάλες.
«Γιατί αιφνιδιάζεστε, που θέλησα να σας μιλήσω; Μήπως δεν είχαμε περάσει ώρες αμέτρητες συζητώντας και βοσκώντας τα κοπάδια μας;»
Κάθισαν μαζί σε μια μεγάλη πέτρα, μια αγαπημένη τους θέση στους τρεις μήνες που συμβάδισαν οι ζωές τους ως βοσκοί.
«Εσύ, Οδυσσέα, είσαι Άναξ. Εμείς δεν είμαστε παρά βοσκοί των Αθηνών.»
«Εσύ, Ακάμα, θα έπρεπε να ήσουν Άναξ των Αθηνών κι όχι βοσκός,» τον διόρθωσε παρευθύς ο Οδυσσέας. «Όταν περνούσαμε τις ημέρες μας μαζί, δεν σκόπευα να σας ρωτήσω μα τώρα, θα το κάνω. Γιατί ασχολείστε με αρνιά και κατσίκια, αντί να αποφασίζετε για τον στρατό σας δίπλα στον Μενεσθέα; Όσο βασιλικό αίμα θαρρεί πως διαθέτει αυτός, εσείς διπλό φέρετε.»
«Μας διέταξε να αναλάβουμε τα κοπάδια κι αυτό πράξαμε, Οδυσσέα. Μπορούσαμε να του αντιταχθούμε; Αυτός μας διαφεντεύει,» αποκρίθηκε με το βλέμμα χαμηλωμένο και παρειές κόκκινες ο Δημοφών.
«Εσείς έπρεπε να τον διατάζατε,» αναστέναξε σε περισυλλογή ο γιός της Αντίκλειας. «Για αυτό, θα σας βοηθήσω· να πάρετε τη ζωή σας και την Πόλη σας πίσω, να ορίζετε όλα όσα σας ανήκουν και να λαμβάνετε τον σεβασμό που αξίζει στη γενιά σας. Εφεξής, θα έρχεστε μαζί μου στα Συμβούλια. Δεν είστε ποιμένες μα πρίγκιπες. Συμφωνείτε;»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Νύχτα έπεσε βαριά, στην Εαρινή Ισημερία, υποβλητικά σκοτεινή κι ομιχλώδης, σαν να διαμαρτυρόταν που τόσο πια θα μίκραινε κι η Ημέρα θα κυριαρχούσε, με Φως και ζεστασιά. Οι βοσκοί μάζεψαν τα κοπάδια, τα μέτρησαν κι ήσυχοι κανόνισαν τις νυχτερινές βάρδιες φύλαξης. Ο Οδυσσέας είχε πάλι εξαφανιστεί κι η θέση του στο δείπνο των Αρχηγών ήταν εμφατικά αδειανή.
Δεν είχε μείνει να βοσκήσει, η σκηνή του είχε ερημώσει, καθώς ο ίδιος, με τον σκούφο του καλά κατεβασμένο ως τα μάτια, είχε αποφασίσει να διανυκτερεύσει πολύ μακριά από το στρατόπεδο, μόνος. Είτε θα γύριζε θριαμβευτής είτε θα τον έφερναν πίσω νεκρό και σαπισμένο.
Έστησε την παγίδα του υπομονετικά, πάνω σε μια δρυ ωσάν γύπας, εκεί όπου σκόπευε να παραμονεύει αρπακτικά για όσο χρειαζόταν, για να επιτεύξει τον στόχο του. Νερό είχε αρκετό, φαγητό ελάχιστο, για να παρέτεινε τη διαμονή του, σε κάθε ενδεχόμενο. Παρόλα αυτά, η Τύχη στάθηκε με το μέρος του ξανά· το θήραμα που προσδοκούσε, έφτασε την ίδια νύχτα κι όπως υπολόγιζε, ολομόναχο.
Ο Έλενος επισκεπτόταν τον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα κάθε εβδομάδα, ανελλιπώς. Τούτο αποτελούσε κοινό μυστικό κι οι Αχαιοί -όσο κι αν είχαν πλησιάσει πια στα Τείχη- επέτρεπαν κάθε μετακίνηση από και προς τον Ναό, διότι δεν παρουσίαζε ποτέ επικινδυνότητα. Μερικές γυναίκες ή ένας άοπλος άνδρας δεν τρόμαζαν έναν σκληραγωγημένο στρατό. Ο Έλενος, ως επίσημος ιερέας του Φοίβου, έπρεπε να παρίσταται στον Ναό τακτικά, μολονότι οι εμφανίσεις του όλο κι αραίωναν. Αυτό, πάντως, δεν είχε εμποδίσει τον Οδυσσέα να κινηθεί και να οργανώσει την παγίδα του.
Ο Έλενος, πεζός και χωρίς υποζύγιο -εμφανώς για να μην προκαλέσει ανεπιθύμητα βλέμματα- προχωρούσε αμέριμνος. Περνώντας από τη βελανιδιά, ο Οδυσσέας, με ένα άρτια συγχρονισμένο άλμα, βρέθηκε στο έδαφος, τον γράπωσε από τον λαιμό και τον ακινητοποίησε, κλείνοντας του το στόμα.
Μέχρι να τον δέσει στον κορμό του δέντρου και να τείνει το εγχειρίδιο στον λαιμό του, δεν του επέτρεψε να βγάλει λαλιά. Όταν αυτό συνέβη, ο γιός της Εκάβης δε φώναξε μα έφερε ένα βλέμμα πικραμένο, που κάποιος αδαής θα ερμήνευε ως κι απογοητευμένο.
«Πίστευα ότι ανήκεις στους συνετούς Αχαιούς, ίσως ακόμη και στους σοφούς,» το μειδίαμα του δεν ενέδιδε φόβο διόλου. «Εμφανώς, λάθεψα. Τι νομίζεις πως θα καταφέρεις, αν με απαγάγεις; Να λάβεις χρυσό από τον πατέρα μου, όπως ο κάθε άνομος ληστής;»
«Πληροφορίες θέλω μόνο και σαν τις λάβω, θα αφεθείς ελεύθερος. Δε θα σε αιχμαλωτίσω ούτε λύτρα θα ζητήσω από κανέναν. Η γνώση είναι πιο πολύτιμη από όλον τον χρυσό της Τροίας.» Δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό και μιμήθηκε το μειδίαμα του Ελένου. «Κι όσον αφορά στην προσδοκία σου, ήλπιζα κι εγώ πως -μετά από τόσα χρόνια- θα το είχες καταλάβει· ποτέ κανείς δεν μπορεί να διατηρήσει τον εαυτό του στον Πόλεμο. Ο τυχερός θα αλλοιωθεί κι ο κοινός θα εξαχρειωθεί.»
«Είσαι ένας σοφός γέροντας, αναμφίβολα,» χασκογέλασε ο Έλενος. «Μα τι θέλεις να μάθεις; Νομίζεις ότι σας φοβάται η Τροία, χωρίς τον Αχιλλέα και τον Μεγάλο Αίαντα; Ποιόν θα έχετε μπροστάρη πια; Τον Διομήδη, τον λιγόψυχο, που κατάφερε ως κι ο Πάρις να τραυματίσει;»
«Στη θέση σου, θα έτρεμα, διότι κάθε Αρχηγός που έφερα, σφαγιάστηκε.»
«Ο σφαγέας τους, όμως, χάθηκε κι ο κλήρος δε θα μετατεθεί.»
«Έλενε, η Τροία θα πέσει. Για αυτό, είμαι απολύτως βέβαιος. Έπρεπε να είχατε εμπεδώσει πια ότι ο στρατός μας είναι σαν τη Λερναία Ύδρα, που εξόντωσε ο Ηρακλής· σαν έκοβε ένα κεφάλι, φύτρωναν δυο. Έτσι, ήδη έχουν καλυφθεί τα κενά του Αχιλλέα και του Αίαντα και θα φανεί στη μάχη.»
Δεν πίστευε τον λόγο του ο Οδυσσέας αλλά ως ψεύτης ήταν άψογος ανέκαθεν. Έτσι, στιγμιαία, αντίκρισε αληθινή ανησυχία στο βλέμμα του Τρώα.
«Μα λίγη σημασία έχουν οι μάχες, δε συμφωνείς; Αν μετρούσαν μόνο τούτες, η Τροία θα είχε πέσει πολλά χρόνια πριν,» συνέχισε ακάθεκτος, ενθαρρυμένος. «Τι προμηνύει για εσάς ο Απόλλων;»
«Για προφητείες με απειλείς με σίδερο κατάστηθα;» Γούρλωσαν τα μάτια του από την έκπληξη.
«Εσύ είσαι ιερέας του, άρα γνωρίζεις όλα όσα έχουν ειπωθεί κι ακόμη, οι φήμες λένε ότι κι εσύ ένα χάρισμα ανάλογο διαθέτεις,» ο Οδυσσεας φαινόταν εντελώς σοβαρός. «Οι προφητείες λειτουργούν ισχυρότερα από κάθε λόγο, υπόσχεση, λιτανεία. Αν η άμεση επέμβαση του θείου δεν καθησυχάσει ή αναστατώσει έναν λαό, τι θα το καταφέρει; Τι σου έχει πει ο Φοίβος; Πότε θα πέσει η Τροία;»
«Ουδέποτε. Είναι αδύνατον να αλωθεί η πόλη μας,» αποκρίθηκε αμέσως, με σιγουριά περισσή ο δίδυμος της Κασσάνδρας κι επιτέλους, έμοιαζε με βασιλόπουλο, όπως στεκόταν υπερήφανα, σαν να μην απειλούταν άμεσα η ζωή του. «Για να χαθεί το Ίλιον, απαιτούνται τρία πράγματα που δε θα συμβούν ποτέ κι έτσι, δε θα σας φοβηθούμε αληθινά, ούτε κι αν φέρετε τον Δία μπροστάρη σας.»
Δε δυσκολεύτηκε να του εκμαιεύσει τις πληροφορίες που χρειαζόταν. Δεν επρόκειτο για σκληροτράχηλο, αδάμαστο στρατιώτη ή άνθρωπο που δεν αγαπούσε τη ζωή. Είτε το επιθυμούσε είτε όχι του απάντησε σε όλα, συνεπώς, ο Οδυσσέας τον άφησε αναίσθητο, τον πέταξε σε σημείο εμφανές κι έφυγε αμέσως, για να ξυπνήσει τον Κάλχα και να επιβεβαιώσει τα καινούρια του δεδομένα. Πλέον, μπορούσε ελεύθερα να οργανώσει τις μελλοντικές του κινήσεις.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Με το πρώτο φως της Αυγής, ο Πρίαμος κάλεσε τους γιούς του και τη Γερουσία στην Αίθουσα του Θρόνου, όπως αναμενόταν για αρκετό καιρό. Παράδοξα, πρώτος εμφανίστηκε και νηφάλιος ο Πάρις, ενδεδυμένος για άλλη μια φορά με την πιο ακριβή κι αρχοντική πορφύρα, με χρυσό στα χέρια και στα πόδια, σαν να είχε καθίσει άτυπα στον θρόνο αυτοπροσώπως. Ο Έλενος αφίχθηκε ανάμεσα στους τελευταίους και το μελανιασμένο του μέτωπο κέντρισε βλέμματα πολλά αλλά όσοι τον ρώτησαν, έλαβαν για απάντηση μια ψυχρή απόκριση για ατύχημα στο δώμα. Έμεινε σιωπηλός -σε αντίθεση με τον Πάρι που επαιρόταν αδιάκοπα- για να πάρει τον λόγο μόνο μια φορά.
«Κι όμως, πατέρα, δεν στέρεψαν οι ελπίδες μας ακόμη. Υπάρχει ένας, όχι πολύ μακριά μας, που με χαρά θα πολεμήσει, για να ξεπληρώσει το αίμα του πατέρα του· ο Ευρύπυλος του Τηλέφου.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γυρίζοντας στο δώμα του ο Πάρις, λάμποντας από ευχαρίστηση, διότι είχε κυλήσει άψογα το Συμβούλιο για εκείνον, δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του, στη θέα της συζύγου του, η οποία περιδιάβαινε άπλυτη, αχτένιστη, αποκαμωμένη πια και παραδομένη στην ανυπαρξία του πεπρωμένου. Με εξαίρεση τα παντοτινά σπινθηροβόλα, πανώρια μάτια της, τίποτα δεν παρέπεμπε στην Ωραία Ελένη, μάλλον σε ένα φάντασμά της. Όσο αποστρεφόταν εκείνη ο Πάρις, τόσο ένθερμα πλησίασε, αγκάλιασε και φίλησε τη γυναίκα που τη συνόδευε στενά σε κάθε της βήμα, ως ασφυκτική φρουρός. Την ίδια γυναίκα που τον είχε επαναφέρει από την καταληψία.
«Όλα, επιτέλους, μπαίνουν στη θέση τους, Οινώνη,» αναφώνησε περιχαρής. «Ετοιμάζουμε την αντεπίθεση μας και μου ανετέθη προσωπικά να καλέσω κοντά μας τον επόμενο Ηγέτη, που θα συντρίψει και τον τελευταίο των Αχαιών μαζί μας.»
Οινώνη. Ήξερε πια η Ελένη, την είχε ενημερώσει αδρομερώς η ίδια η γυναίκα, που είχε οριστεί θεραπαινίδα της βίαια κι όλες οι άλλες είχαν απομακρυνθεί. Ορεάδα Νύμφη της Ίδας, κόρη του Θεού Ποταμού Κεβρήνου, δηλαδή αθάνατη. Ο ύπνος της ήταν άχρηστος, ώστε ξενυχτούσε σιμά της άγρυπνα, ακούραστα, μετρώντας και την ανάσα της. Εκείνη είχε αποτελέσει τον πρώτο έρωτα του Πάρι, όταν ακόμη νόμιζε ότι το πεπρωμένο του απλωνόταν ως τα βοσκοτόπια της Ίδας και πουθενά αλλού. Είχε ορκιστεί να τον προστατεύει πάντα κι αληθινά, δεν τον είχε εγκαταλείψει. Είχε έρθει την ύστατη ώρα, τον είχε σώσει και καταδικάσει ολότελα την Ελένη, που ζούσε πλέον σε μια φυλακή, με μόνη διέξοδο τις επίσημες εμφανίσεις, στις οποίες έπρεπε να εμφανιστεί ως γυναίκα του Πάρι και να μη μιλάει σε κανέναν, μόνο να γνέφει και να χαμογελά. Βίωνε τον απόλυτο εφιάλτη, κάθε ελπίδα της είχε τσακιστεί κι είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια της επιβίωσης κι ανάκτησης των δυνάμεων της. Ακόμη κι όταν η Οινώνη κι ο Πάρις ήθελαν να θυμηθούν τις παλιές τους περιπέτειες, εκείνη παρέμενε εκεί, δεμένη σε μια κολώνα, να μην την έχανε η Νύμφη από τα μάτια ποτέ. Η Ελένη υπέμενε αλλά δεν επέμενε ούτε ανέμενε τίποτα πλέον.
«Έχεις πάει ποτέ στη Μυσία, Οινώνη;» Βγήκε στο παράθυρο κι αγνάντευε το πέλαγος ο Πάρις, μη δίνοντας της άλλη ματιά, προς ανακούφιση κι ηρεμία δική της. «Εκεί, στις όχθες του μακρού ποταμού Κάικου, εκεί που η ολόλαμπρη Πέργαμος ορθώνεται, βασιλεύει ο Ευρύπυλος, ο γιός της θείας μου, της Αστυόχης. Αδελφή του πατέρα μου αυτή μα ο πατέρας του, ο Μέγας Τήλεφος, ήταν γιός του Ηρακλή και της πριγκίπισσα της Τεγέας Αυγής αλλά δεν παρέμεινε στην Αρκαδία, τον υιοθέτησε ο Τεύθρας, της Μυσίας ο Βασιλεύς και τον ονόμασε διάδοχο του. Τον τραυμάτισε σε συμπλοκή ο Αχιλλέας ο καταραμένος, διότι οι Αχαιοί την πρώτη φορά είχαν αράξει στη Μυσία με την ανόητη ιδέα ότι είχαν φτάσει στην Τρωάδα. Κανένας δεν μπορούσε να θεραπεύσει το τραύμα πλην του ίδιου του Αχιλλέα, έτσι του είπε ο αδελφός μου, ο Έλενος, ως ιερέας του Απόλλωνα, του Ανώτατου Μάντη. Έφτασε, λοιπόν, ως την Αυλίδα ο Τήλεφος κι ιάστηκε από τον δαίμονα αλλά δεν ανέκτησε ποτέ τις δυνάμεις του ολικά και παραιτήθηκε του θρόνου, προς εύνοια του μεγάλου του γιού, του Ευρύπυλου, ο οποίος -ανάμεσα στους τρομερούς δορυφόρους της Μυσίας, τους ξακουστούς- είναι ο καλύτερος, ο πιο επιδέξιος. Στην ορμή του, το δίχως άλλο, δε θα αντισταθεί κανένας εχθρός. Θα αποδεκατίσει τους Δαναούς κι επιτέλους, θα επανέλθει η Ειρήνη στην Τρωάδα! Βέβαια, ο πατέρας του είχε ορκιστεί ουδετερότητα κι αυτό θα είναι δύσκολο να καμφθεί αλλά τίποτα δεν κρίνεται αδύνατον, σαν ανοιχτεί το απέραντο θησαυροφυλάκιο του Ιλίου!»
Η Ελένη τον άκουγε παθητικά να δοξάζει τον εαυτό του, σαν να ήταν ανώτερος ακόμα κι από τον Έκτορα, τον Μέμνονα και τον Ηρακλή μαζί. Πλέον ούτε να τον εκδικηθεί δύναντο μηδέ να τον μισήσει περισσότερο. Απορούσε πώς κάποτε τον είχε λατρέψει τόσο, πώς είχε τυφλωθεί -είτε από θεϊκή παρέμβαση είτε όχι.
Κάποια στιγμή, ενόσω εκείνος γελούσε και περιέγραφε για χιλιοστή φορά με πόσο θάρρος είχε τοξεύσει τη φτέρνα του Αχιλλέα, πήρε τον λόγο εκείνη, μάλλον απότολμα, σαν να μην ήταν ο εαυτός της αλλά μια άλλη, παρανοϊκή γυναίκα.
«Θέλω να πάω στον τάφο των παιδιών μου, να τους στολίσω με νέα άνθη, τώρα που η Περσεφόνη ανεβαίνει ξανά στον κόσμο.»
Ο Πάρις της έριξε ένα βλέμμα που περιείχε πιότερο μίσος παρά απέχθεια, ξεστόμισε μια ύβρη για την καταραμένη μήτρα της και τη ράπισε με όλη του τη δύναμη στο στομάχι, για να συνεχίσει με απανωτά χτυπήματα σε όλο το σώμα. Δεν έφερε αντίσταση, δεν έβγαλε μιλιά. Τον άφησε να τη χτυπά, υπέμενε τον πόνο, για να μην του δώσει την τέρψη της κραυγής μα δεν παρέβλεψε την Οινώνη, που στεκόταν στο παράθυρο και παρακολουθούσε αμέτοχη, ψυχρή, σαν να θαύμαζε τη συμπεριφορά του αγαπημένου της θνητού.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Την ίδια ώρα που ο Πρίαμος συνεδρίαζε με γιούς και Γερουσία, ο Αγαμέμνων συγκάλεσε τους Αργείους σε δικό τους Συμβούλιο, το πρώτο μετά τον Χειμώνα. Πλέον, δεν περίμεναν να ξαναδούν τον Οδυσσέα, είχαν πιστέψει ότι είχε εγκαταλείψει ολότελα την πολιτική και διοίκηση μα αιφνιδιάστηκαν και πάλι. Μόλις ο Άναξ της Ιθάκης εμφανίστηκε, ενδεδυμένος με ένα γλαφυρό, ολόλαμπρο, εντυπωσιακό πράσινο έναντι των σκοτεινών καστανών που τους είχε συνηθίσει, ορισμένοι σηκώθηκαν από τις θέσεις, για να τον χαιρετίσουν επίσημα. Δεν ήταν μόνος του διόλου· τον συνόδευαν ο Διομήδης, ο Θρασυμήδης, ο Θόας κι οι πλέον εντυπωσιακοί παρόντες, οι γιοί του Θησέα. Ο Πρώτος των Αχαιών είχε καταφθάσει, μεγαλοπρεπής κι απαστράπτων, με την Αυλή του.
«Μα την Αθηνά, καθίστε. Δεν αντικρίζετε ούτε έναν άγνωστο μηδέ κάποιον που αξίζει τόση επισημότητα,» ανέλαβε να κατευνάσει το κλίμα αυτός που το είχε ταράξει. Για πρώτη φορά, διεκδικούσε τη θέση του όχι απλά σαν Αρχηγός μα σαν Άναξ, επιβλητικός, πρωταγωνιστικός.
Έλαβαν όλοι τα καθίσματα που τους αναλογούσαν επαξίως, οι γιοί του Θησέα κάθισαν πίσω από τον Οδυσσέα χωρίς ματιά στον Μενεσθέα και το Συμβούλιο ξεκίνησε. Προς εξίσου μεγάλη έκπληξη, δε μίλησε πρώτος ο Αρχιστράτηγος μα ο Μενέλαος.
«Τιμή μας που και πάλι ανταποκριθήκατε στο κάλεσμα μας, φίλοι. Θλιβερό το καθήκον μου και σήμερα, διότι πρέπει να ξεκινήσω με ελεγείες για τους πλείστους, παντοδύναμους νεκρούς μας κι όχι θριαμβολογώντας για νίκες. Ειλικρινά, μακάρι να είχε πέσει πάνω μου η μαύρη κατάρα και το πεπρωμένο, προτού συγκεντρώσω τον στρατό στην Αυλίδα, παρά να έπρεπε να υποφέρω τόσες οδύνες, τόσες συμφορές να θωρώ, τόσους θανάτους ολέθριους, στο όνομά μου. Δεν έχω να προτείνω παρά να φύγουμε όσο είναι καιρός, να ανέβουμε στα πλοία και να γυρίσουμε στην πατρίδα κι ας μείνει εδώ για πάντα η αδιάντροπη γυναίκα μου. Δε με ενδιαφέρει πια η Ελένη, όχι περισσότερο από εσάς όλους, που υποφέρετε για χάρη της αχάριστης, που έχασε τον νου της και παράτησε τη γη των πατέρων για ένα κρεβάτι ξένου. Πάμε, για να γλιτώσουμε και κάθε μελλούμενη καταστροφή. Με τον Αχιλλέα και τον Αίαντα χαμένους, μόνο συντριβή μας περιμένει!»
Μουδιασμένα τον άκουσαν κι εντελώς άφωνοι παρέμειναν, φοβούμενοι να αντιδράσουν. Ο Μενέλαος συντετριμμένος δάκρυζε, ο Αγαμέμνων καθόταν στον θρόνο τρίβοντας το μέτωπο ανήσυχος, ενώ άπαντες πλέον περίμεναν την αντίδραση μονάχα του Οδυσσέα, του Πρώτου ανάμεσα τους. Ο ίδιος αναζήτησε το βλέμμα του Διομήδη και σαν το απάντησε, ένευσε καταφατικά, καθώς ανέγνωσε αυτό ακριβώς που επιθυμούσε.
«Άμοιρε Ατρείδη, ο πόνος αποδυνάμωσε τη σκέψη σου,» σηκώθηκε ο γιός του Τυδέα, όλος θάρρος και θράσος. «Από πότε σε κυρίευσε ο φόβος και μιλάς σαν νήπιο ενώπιον μας; Κανένας από τους εκλεκτούς των Αργείων δε θα σε εισακούσει, προτού γκρεμιστούν τα τείχη του Ιλίου ωσάν στάχτη και σκόνη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δόξα από το θάρρος και τη θέληση στον άνθρωπο, όπως και μεγαλύτερο όνειδος από τη φυγή! Για αυτό, ορκίζομαι στην Αθηνά ότι θα κόψω με το σίδερο του σπαθιού μου το κεφάλι όλων όσων κιοτέψουν και σε ακολουθήσουν στη φυγή, Μενέλαε! Πρέπει να ανασυνταχθούμε, να ετοιμάσουμε αντεπίθεση, όχι να τρέμουμε τους Τρώες και τον Πάρι, τον λήσταρχο! Τώρα, μας αξίζει η νίκη περισσότερο από ποτέ, για να δικαιώσουμε τους θανάτους όλους, πόσω μάλλον του Αχιλλέα και του Αίαντα!»
Πρώτος τον χειροκρότησε ο Αρχιστράτηγος κι ο Μενέλαος δεν έλειψε, αιφνιδιάζοντας τους πάντες πλην του Οδυσσέα.
«Ευλογημένος μα είσαι, Διομήδη, όπως κι η γενιά σου, γιατί αποδεικνύεις για άλλη μια φορά πως είσαι ο πιο ανδρειωμένος ανάμεσά μας,» πήρε τον λόγο μέσα στη σύγχυση ο Αγαμέμνων. «Με τα λόγια σου, γίνεσαι τρανό παράδειγμα για όλους, ως ακλόνητος, πανάξιος Στρατάρχης. Στην ουσία, δεν εννοούσε λέξη από όσα είπε ο αδελφός μου. Θέλαμε να δοκιμάσουμε το ηθικό και την ετοιμότητά σας.»
Χαμογελαστοί ανεπιτήδευτα κάθισαν οι Ατρείδες κι ανέλαβε τον λόγο ο Οδυσσέας, από τα χείλη του οποίου θα κρέμονταν πια, μιας και κανείς δε γνώριζε τι είχε ετοιμάσει για το Συμβούλιο.
«Εφεξής, δεν μπορούμε απλώς να στηριζόμαστε στις δυνάμεις μας. Επιβάλλεται να υπάρξει σχεδιασμός, στρατηγική, ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο. Δε θα σας μιλήσω για τον στρατό μα για όλα όσα πρέπει να γίνουν, για να εξασφαλίσουμε την υπεροχή του στρατού μας. Πρώτα από όλα, ο Διομήδης χρειάζεται ολημερίς κι ολονυχτίς μια ένοπλη φρουρά, να τον προστατεύει. Αν ήμουν ο Πρίαμος, αυτόν θα στόχευα να εξουδετερώσω, το συντομότερο δυνατόν.»
«Δεν έχει υπάρξει ποτέ επίθεση Τρώων στο στρατόπεδο, είναι δυνατόν να συμβεί μετά από τόσα χρόνια;» Τον προκάλεσε ο Μενεσθέας ευθαρσώς.
«Φυσικά και θα υπάρξει. Όσοι τους φόβιζαν, για να πλησιάσουν, πέθαναν, Μενεσθέα. Δεν τους εμποδίζει τίποτα να προσπαθήσουν, δεν ορθώνεται εμπρός τους τείχος απόρθητο. Αφότου πέθανε ο Αίας, εμείς γίναμε οι ευάλωτοι.»
«Διαφωνεί κάποιος με την πρόταση του Οδυσσέα;» Ρώτησε επίσημα ο Αγαμέμνων κι η πρόταση εγκρίθηκε παμψηφεί, με τον Μενεσθέα σε τακτική συμφωνία.
«Έπειτα, θα ήθελα να σας μιλήσει ο Κάλχας, διότι αν ακούσετε από εμένα αυτό που θα μάθετε, δε θα το πιστέψετε,» με ένα του νεύμα, εμφανίστηκε στη θύρα ο Μάντης του Φοίβου, σκορπώντας δέος και σέβας στους άνδρες κι απαρέσκεια, αηδία σχεδόν, στον Αγαμέμνονα, ο οποίος απέστρεψε το βλέμμα κι αρνούταν να κοιτάξει τον γιό του Θέστορα έστω και τυπικά.
«Ακούστε με, αγαπημένα παιδιά των καρτερικών στον πόλεμο Αχαιών κι εισακούσατε,» ξεκίνησε πλήρης σοβαρότητας. «Ο Πόλεμος της Τροίας, από την πρώτη στιγμή που κηρύχθηκε, βρίθει προφητειών, σημείων κι ενδείξεων θεϊκών, σαν οι Μοίρες να υφαίνουν το πεπρωμένο όλων μας εξαρχής. Θυμάστε τον οιωνό του φιδιού και του γέροντα Άνιου, που έλεγαν ότι εννέα χρόνια θα πολεμάμε και στον δέκατο θα πέσει η Τροία; Ιδού, εννέα έτη παλεύουμε και τώρα, στην έλευση του δεκάτου, πρέπει να ετοιμαστούμε για την επικείμενη νίκη. Με βάση τις προφητείες που αποσπάσαμε από τους Τρώες κι επιβεβαιώσαμε, το Ίλιον θα γονατίσει, εάν συμβούν τρία πράγματα: αν το αίμα του Αχιλλέα βρίσκεται κοντά μας, αν τα βέλη του Ηρακλή πολεμούν κι αν το ιερό Παλλάδιο βρίσκεται στα χέρια μας κι όχι στον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Τροίας.»
«Το ένα ακούγεται πιο αδύνατον από το άλλο, όσο κι αν επιθυμούμε να μείνουμε αισιόδοξοι,» απάντησε, πάνω από μύριους ψιθύρους που ξέσπασαν, ο Πηνέλαος ο Βοιωτός. «Ο Αχιλλέας πέθανε άκληρος, στο Ίλιον είναι αδύνατον να εισέλθουμε και να κλέψουμε οτιδήποτε και τα βέλη του Ηρακλή τα έχει στη Λήμνο ο Φιλοκτήτης, που πιθανότατα έχει πεθάνει, ειδάλλως θα είχαμε νέα του.»
«Ο Αχιλλέας δεν πέθανε άκληρος,» απεφάνθη κατευθείαν ο Οδυσσέας, που είχε τον πλήρη έλεγχο της συζήτησης, όπως στόχευε. «Στη Σκύρο, έχει απομείνει ο γιός του· προφανώς, οφείλουμε να τον φέρουμε εδώ.»
«Έχει γιό ο Αχιλλέας;»
Έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία η είδηση, ανασκαλεύοντας φωνές, βοή, πολλαπλές ερωτήσεις, ώστε ο Αγαμέμνων χτύπησε το σκήπτρο στην τράπεζα κι επέβαλε ησυχία.
«Οδυσσέα, πώς γνωρίζεις για αυτό το παιδί κι εμείς το αγνοούμε;» Απηύθηνε ο ίδιος την πρώτη ερώτηση.
«Σας θυμίζω ότι εγώ μοναχός πήγα στη Σκύρο, για να αναζητήσω τον Αχιλλέα και πράγματι, τον βρήκα. Εκεί, γνώρισα αναπόφευκτα τον μικρό, που τότε ήταν οχτώ ετών. Συνεπώς, τώρα, είναι άνδρας δεκαοχτάχρονος, συνομήλικος πολλών που πολεμούν μαζί μας ήδη. Εσείς το αγνοείτε, διότι με είχε ξορκίσει να μη μοιραστώ το μυστικό με κανέναν. Κατά τα λεγόμενα του Αχιλλέα, ούτε ο Πηλέας δε γνωρίζει.»
«Μα γιατί να το αποκρύψει;» Αναρωτήθηκε ο νεαρότερος Άναξ, ο Νιρέας των Δωδεκανησίων.
«Το δίχως άλλο, δεν επιθυμούσε ούτε να μαθευτεί ότι είχε παιδί εκτός γάμου ούτε να εμπλακεί ποτέ στον Πόλεμο,» αποκρίθηκε ο γιός του Λαέρτη. «Πλέον, όμως, που έχουμε την προφητεία και την ανάγκη, θα τον φέρουμε εδώ, πάση θυσία. Ζητώ να ταξιδεύσω με το πλοίο μου ως τη Σκύρο, να φύγω σήμερα κιόλας. Με γνωρίζουν εκεί κι ο νεαρός με γνωρίζει, άρα πιστεύω θα βοηθήσει η παρουσία κι ο λόγος μου.»
«Θα έρθω κι εγώ μαζί σου, Οδυσσέα, για να φανεί πιο επίσημη και σοβαρή η αποστολή μας,» πετάχτηκε ορθός ο Διομήδης. «Σαν δουν δυο Άνακτες, δε θαρρώ να διαφωνήσουν.»
«Πολύ σωστά,» επιδοκίμασε ο Αγαμέμνων. «Να πορευθείτε, λοιπόν, με ούριο άνεμο και τις ευχές όλων μας για καλό κατευόδιο κι επιστροφή. Εμείς, ως τότε, φίλοι, μάχη δε θα αποπειραθούμε. Χωρίς τον Διομήδη ας μην προκαλέσουμε την ισχύ των Μοιρών.»
Με συνοπτικές διαδικασίες και τάχιστες ετοιμασίες, ναυλώθηκε κι επανδρώθηκε το πλοίο του Οδυσσέα, με πλήρωμα δέκα Ιθακήσιους και δέκα Αργίτες, μαζί με έναν μικρό θησαυρό από το προσωπικό φυλάκιο του Αγαμέμνονα, ως δώρα στον Άνακτα Λυκομήδη, με τα εφόδια και τα ξάρτια μαζί, για ταξίδι τεσσάρων ημερών, μολονότι περίμεναν να φτάσουν στη Σκύρο προς το ξημέρωμα. Στο ξεπροβόδισμα, παρευρέθηκαν οι ίδιοι οι Ατρείδες, που αγκάλιασαν κι ευχαρίστησαν εγκάρδια αμφότερους για την προσφορά.
«Κράτησες μυστικό από εμένα, Οδυσσέα;» Ψιθύρισε ο Αγαμέμνων με υπερβολικά δραματικό παράπονο. «Δεν ξέρω πόσο πρέπει να πληγωθώ ή να προσβληθώ από αυτό.»
Η απάντηση ήρθε απευθείας, συνοδευόμενη από ένα θεαματικό μειδίαμα και δυο γκριζογάλανα μάτια που άστραφταν.
«Να είσαι ήσυχος, Αγαμέμνων και να θυμάσαι τούτο· δεν είμαι υπηρέτης σου ούτε δούλος. Είμαι ο Άναξ της Ιθάκης και των Κεφαλληνίων, που απλώς επιθυμώ να συνεργαστώ μαζί σου. Εσύ θα επιλέξεις αν θα σταθώ κοντά σου φιλικά ή εχθρικά.»
«Προτού φύγετε, θέλω να σας υποδείξω κάτι τελευταίο,» τράβηξε την προσοχή απότομα ο Μενέλαος. «Ο Λυκομήδης δεν αποτελεί τον πλέον απλό άνθρωπο στις διαπραγματεύσεις μηδέ ανόητο. Από τον άνθρωπο που έκρυβε επιτυχώς τον Αχιλλέα για οχτώ χρόνια και σκότωσε τον Θησέα, πρέπει να τα περιμένουμε όλα. Ίσως μόνο ο χρυσός δε θα τον προσελκύσει, για αυτό, προτείνετε του γάμο βασιλικό. Αν δεχτεί ο Νεοπτόλεμος να έρθει και πέσει η Τροία επιτέλους, θα του δώσω τη μοναχοκόρη μου, την Ερμιόνη, για γυναίκα του. Να του επισημάνετε χαρακτηριστικά ότι του προσφέρω τον πολυτιμότερο θησαυρό μου.»
«Να είσαι βέβαιος για αυτό, Μενέλαε,» κατένευσε πειθήνια ο Διομήδης.
Αποχαιρετήθηκαν, επιβιβάστηκαν στο πλοίο κι άνοιξαν πανιά, με τους κωπηλάτες να ξεκινούν την πορεία προς τη Σκύρο ολοταχώς. Μέσα στον αφρό και στο άγριο πέλαγος, έσκιζαν τα ύδατα αποφασισμένα, με απόλυτη σιγουριά ότι προχωρούσαν στην επιτυχία και τον θρίαμβο. Όπως και να είχε, οι δυο Αρχηγοί κουβαλούσαν στις πλάτες τους όλες τις ελπίδες των Δαναών πια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τρεις ημέρες αργότερα, δε φάνηκε κανένα πλοίο στον ορίζοντα μα τάγματα πολυάριθμα έφτασαν και στρατοπέδευσαν ανατολικά των τειχών, με τους πιο επιφανείς να εισέρχονται στην Τροία, μεταξύ αυτών και πλείστες έφιππες γυναίκες. Τον επικεφαλής δεν πρόλαβαν να αναγνωρίσουν ή εντοπίσουν οι ανιχνευτές, που έφεραν την είδηση στον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο.
Ο Μεγάλος Ατρείδης γκρεμίστηκε στον θρόνο του, γρονθοκοπώντας το μέτωπο αγρίως.
«Άλλον σύμμαχο πού βρήκαν οι τρισάθλιοι πια; Όλους τους κατατροπώσαμε ή περιορίσαμε! Πού αναζήτησαν αρωγή· στην Αίγυπτο ή στους Χετταίους; Οι Χετταίοι μας τρέμουν κι οι Αιγύπτιοι δε θα απασχολούνταν ποτέ με έθνος τόσο μακρινό τους. Μα τω Δία, εγγύτερα βρίσκεται η Κρήτη σε αυτούς παρά η Τροία!»
«Κι αν είναι άλλοι Θράκες, αδελφέ μου;»
«Μενέλαε, εξέλειψαν οι Θράκες, από την ώρα που σκοτώθηκε ο Ρήσος, δεν υπάρχει κανένας ηγέτης ικανός, να τους οργανώσει. Ούτε οι Σκύθες θαρρώ ήταν, αφού δεν έγινε αναφορά σε τάγματα τοξοβόλων. Ποιός άλλος απομένει;»
«Οι Μύσοι;» Αναρωτήθηκε ο Ιδομενέας, που είχε έρθει για ενίσχυση, σαν εμπειρότατος πολιτικός και μαθημένος στήσεις εκστρατείες εναντίον πειρατών. Θέλοντας και μη, είχε αποστηθίσει λαούς και γεωγραφίες γύρω από το κοσμαγάπητο νησί του.
«Οι Μύσοι δεν ήρθαν ποτέ οργανωμένοι, μόνο από σκόρπιες πόλεις, που είχαν υποχρέωση στον Πρίαμο. Ο Βασιλιάς Τήλεφος είχε συμφωνήσει να μην πολεμήσει το ξέχασες;»
«Όχι βέβαια. Μα οι συμφωνίες υφίστανται, για να σπάνε. Ποιός εγγυάται ότι δεν του άλλαξε η γνώμη; Γυναίκα του δεν είναι μια αδελφή του Πριάμου;»
«Αν ισχύει αυτό, Ιδομενέα, μόνο στην ευσπλαχνία του Δία μπορούμε να ελπίζουμε,» βύθισε το κεφάλι στις παλάμες ο Μενέλαος, στις παγερά ιδρωμένες κιόλας.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Οι Τρώες υποδέχτηκαν τους Μύσους πιο εγκάρδια από κάθε άλλον λαό, που ερχόταν αρωγός τους στον Πόλεμο, όχι εξαιτίας του Αρχηγού τους μα της μητέρας του. Η Βασίλισσας της Μυσίας, η Αστυόχη, η αδελφή του Πριάμου και μητέρα του Βασιλιά Ευρύπυλου, εισήλθε στην πατρίδα της πάνω σε άμαξα ολόχρυση, με τέσσερα ολόλευκα άλογα, στολισμένη με πολύτιμους λίθους, ελεφαντόδοντο και καθαρή πορφύρα. Σιμά της, η Πριγκίπισσα Ίερα με στρατιωτική στολή ατσάλινη, ηγούταν του στρατού των γυναικών, σαν Αντιστράτηγος, κατώτερη μόνο από τον Ευρύπυλο. Μέσα στη λιτότητα της, δημιουργούσε μια εμφατική αντίθεση στο κινούμενο όνειρο, στο εκστατικό παραμύθι που αποτελούσε η οπτασία της Αστυόχης.
Τον Ευρύπυλο προσκάλεσαν σε δείπνο τα ξαδέλφια του αλλά η Αστυόχη ήθελε αποκλειστικά να δει τον αδελφό της. Ζήτησε ακρόαση στο δώμα του και την έλαβε, με την Εκάβη παρούσα, για την οποία σκόπευε να αδιαφορήσει παντελώς.
Ο γέροντας Πρίαμος φάνηκε ανεπιτήδευτα ευτυχής που ξανάβλεπε τη μικρότερη αδελφή του. Όμως, δεν ανέμενε πόσο προετοιμασμένη ερχόταν για τη συνάντηση, με συνοδό και προστάτη την Ιέρα αυτοπροσώπως.
«Πρέπει να σε συγχαρώ για τη σοφή σου τακτική, αδελφέ μου. Πήρες τα ηνία της πόλης μας και ξεφορτώθηκες όλα σου τα αδέλφια, για να μη σε ενοχλούν και να ενισχύσεις τις σχέσεις σου με όλη την Ανατολή. Πόσο όλα πέτυχαν, εξαιρώντας βέβαια αυτό το βλακώδες παιδί, που έκλεψε τη νύφη του Μεγάλου Άνακτα των Μυκηνών και μας αναστάτωσε όλους,» ήταν ο πρώτος της λόγος, μετά τους τυπικούς χαιρετισμούς και φιλοφρονήσεις.
«Αδελφή μου, υπερβάλλεις,» απάντησε αμυντικά η Εκάβη. «Η ζωή είναι γεμάτη χαρές μα και λύπες. Οι Θεοί όσα δωρίζουν, τόσα παίρνουν πίσω. Κάποτε ζούσαμε ειρηνικά και τώρα, όπως έκριναν οι Μοίρες, βρισκόμαστε στον δέκατο χρόνο του Πολέμου.»
«Απλώς, δεν υπολογίσατε, Εκάβη, ότι το αγαπημένο σας απολωλώς παιδί θα αποδεικνυόταν τόσο αχάριστο κι εγωιστικό, ώστε να θέσει τον εαυτό του πάνω από την πατρίδα. Σας έφερε χίλια διακόσια πλοία κι αμέτρητο στρατό μαινόμενο, να σπαταλάτε τον χρυσό, την περιουσία της οικογένειάς μας σε συμφωνίες με συμμάχους κι όπλα.»
«Γιατί μιλάς έτσι για τον Αλέξανδρο, αδελφή μας;» Ανταπάντησε πάλι η Εκάβη. «Τι περιμένεις; Να τον τιμωρήσουμε; Να τον προσφέρουμε ανθρωποθυσία, όπως κάνει ο λαός του άνδρα σου;» Ο Πρίαμος της έσφιξε το χέρι, για να πάψει να κακολογεί τους Μύσους, τους επισήμους συμμάχους τους κι αδελφικό λαό. «Πώς είναι δυνατόν να επιρρίψεις ποινές στο αίμα σου, το σπλάχνο σου; Εσύ δε θα έπραττες το ίδιο στη θέση μας;»
«Οι γιοί κι οι κόρες μου είναι υποδείγματα, δε θα έθεταν ποτέ τον εαυτό τους πάνω από τον λαό.»
«Ο Κυπάρισσος πώς θα μπορούσε, αφού είναι δέντρο πια;» Δεν άντεξε η Εκάβη κι έσταξε το φαρμάκι της, που δεν ανεχόταν πώς ερχόταν μια τυχάρπαστη και την προσέβαλε στον Οίκο της.
«Σου απαγορεύω να αναφέρεις το παιδί μου εσύ, που πνιγείς τα εγγόνια σου στο λίκνο τους, επειδή σιχαίνεσαι τις μητέρες τους! Θαρρείς δεν έχει μαθευτεί; Πώς αλλιώς έχει χάσει έντεκα παιδιά η Λάκαινα;»
«Ησυχία, σας παρακαλώ, έχετε ξεπεράσει κάθε όριο ευγένειας!» Σηκώθηκε όρθιος ο Πρίαμος, χτύπησε το σκήπτρο κι οι δυο γυναίκες σίγησαν, από σέβας σε άνδρα και σύζυγο. Με ένα βλέμμα, απαγόρευσε στην Εκάβη να μιλήσει ξανά και στράφηκε στην αδελφή του. «Αστυόχη, γιατί ήρθες στον Οίκο μας, να προφέρεις λόγους τόσο μνησίκακους; Τι έχεις εσύ να ζηλέψεις από το Ίλιον; Πρώτη γυναίκα είσαι του Τηλέφου, ο γιός σου βασιλεύει, τι σου λείπει;»
«Θέλω να ξεκαθαρίσω, αδελφέ μου Ποδάρκη, ότι δεν ήρθε να πολεμήσει ο γιός μου μηδέ ο στρατός μας. Ήρθαμε για επίσκεψη, απλώς.»
«Μας ειρωνεύεσαι, για να μας ταπεινώσεις;»
«Ποδάρκη, την αλήθεια λέω μονάχα. Μου έστειλες αγγελιαφόρο τον γιό που δημιούργησε αυτόν τον ορυμαγδό στη γενέτειρά μας χωρίς κανένας φανερό αντάλλαγμα, χωρίς καμία πρόταση διαπραγμάτευσης. Πόσω μάλλον δε, όταν ο σύζυγος μου έχει ορκιστεί η Μυσία να απέχει. Ρωτώ, λοιπόν· ποιά θα είναι η ανταμοιβή της ανεκτίμητης βοήθειας του παιδιού μου;»
«Το είπες μόνη σου, Αστυόχη. Η βοήθεια θα είναι ανεκτίμητη, άρα και καμία ή όλες οι αμοιβές του κόσμου δε θα αρκεστούν, για να πληρωθεί.»
«Οι διπλωματικές κενολογίες του πατέρα μας δε θα με πείσουν, Ποδάρκη.»
«Μήπως θα έπρεπε να συζητήσω με τον ίδιο τον Ευρύπυλο;»
«Ο Ευρύπυλος εκπροσωπείται από εμένα άψογα,» τον έκοψε απότομα, με ζηλευτή ψυχραιμία η Αστυόχη. «Εξάλλου, δε θα άφηνα το παιδί μου ποτέ έρμαιο στα άθλια παίγνια των λόγων σου, τα ίδια που με έστειλαν νύφη φτωχική στη Μυσία.»
«Τι θα επιθυμούσε ο Ευρύπυλος, δηλαδή;»
«Ο Ευρύπυλος, σαν κάθε σωστός γιός, σέβεται την ευχή του πατέρα του και δεν επιθυμεί να πολεμήσει. Μόνο με ένα αντάλλαγμα θα μεταπεισθεί.»
«Το οποίο είναι;»
«Η Χρυσή Άμπελος με τα σταφύλια.»
«Δεν μπορώ να το δώσω αυτό και το ξέρεις,» πλέον ο Πρίαμος ακουγόταν ανένδοτος κι αμετάπειστος, ασάλευτος βράχος.
«Γιατί; Ο πατέρας είχε υποσχεθεί ότι η Άμπελος θα γίνει η προίκα μου. Παντρεύτηκα τον Τήλεφο μα δεν την έλαβα ποτέ.»
«Η Άμπελος ήταν δώρο του Ολύμπου στον παππού μας τον Ίλο, για τη θεοποίηση του Γανυμήδη. Δώρο στην Τροία ως πόλη. Ένα χρυσό μεγαλούργημα του Ηφαίστου πώς μπορεί να δωρηθεί στη Μυσία, να φύγει από την πόλη στην οποία θα αφιερώθηκε; Ο Ζεύς θα εξοργιστεί. Αν τόσο πολύ λαχταρούσες την Άμπελο στον Οίκο σου, Αστυόχη, ας μην απαιτούσες για γαμβρό τον Τήλεφο· ας δεχόσουν τον Αντήνορα, που σε λάτρευε αλλά τον απαρνήθηκες, γιατί δεν ήταν Βασιλιάς. Αν κάτι ευθύνεται για την ταπείνωσή σου, αυτό είναι η ίδια σου η έπαρση κι υπεροψία!»
«Πρόσεξε τι λες, Ποδάρκη-»
«Πρίαμος λέγομαι, αδελφή, όχι Ποδάρκης πια!»
«Ευλόγως!» Διέκοπταν απανωτά ο ένας τον άλλον κι όμως, οι φωνές επικρατούσαν, ξεχώριζαν, αφού αμφότεροι γνώριζαν πώς να ρητορεύσουν, να επιβληθούν. Ο μεν άριστος να προσεγγίσει αλλά η δε να χτυπήσει. «Γρήγορος δεν είσαι πια στα πόδια αλλά εξαγορασμένος ήσουν, είσαι και θα είσαι πάντοτε. Δε θέλησες να τιμήσεις την αδελφή σου με το υπέρτατο δώρο αλλά να ειρωνευτείς τον γόνο του Ηρακλή, του ανθρώπου που απέδειξε περίτρανα ποιός πραγματικά είσαι, με το νέο όνομα που σου έδωσε. Ξεπουλήθηκες, αδελφέ μου, εξαγοράστηκες στον ξένο, επειδή ήσουν παντελώς ανίκανος να κατορθώσεις αυτό που επιθυμούσες μόνος. Αντί να υψώσεις το ανάστημά σου, να διεκδικήσεις τον θρόνο που σου ανήκε από τον γέροντα παρανοϊκό πατέρα μας, προτίμησες να ευτελιστείς, να παραδώσεις την πόλη στον Ηρακλή, για να σε χρίσει αυτός Βασιλιά, σαν να ήσουν ο δούλος του, ο σφετεριστής! Ακόμη και τώρα, αντί να εκδιώξεις μόνος, με τον αναρίθμητο στρατό της Τροίας τον εχθρό, καλείς συμμάχους, κόρακες που θα ρημάξουν τους θησαυρούς μας ως ανταλλάγματα για τις μισθοφορικές υπηρεσίες τους. Ποιός θα νικήσει τους Ατρείδες, αδελφέ; Οι Λύκιοι ή οι Κάρες; Κανένας δε θα ενδιαφερθεί να σώσει την πατρίδα μας· τουναντίον, τους συμφέρει να πέσει η Τροία, για να την εκμεταλλευτούν αργότερα! Ιδού πώς διαλύθηκε η Αυτοκρατορία του Ίλου του Δεύτερου και του Τρώα, πώς έγινε ίσα κι όμοια με τους χαμερπείς γείτονες της!»
«Μονάχα ένας γιός ήταν άξιος να ηγηθεί του στρατού αλλά σκοτώθηκε· πώς γίνεται να μην αναζητώ αλλού στρατάρχες;»
«Μόνο τούτο έχεις να πεις;» Συνέχισε έξαλλη η Αστυόχη, αγνοώντας το ταπεινωμένο ύφος του αδελφού και τη δακρύζουσα Εκάβη. «Έχασα κι εγώ τον γιό μου, τον Κυπάρισσο, μα δεν κατέρρευσα, καθώς έχω να στηρίξω δυο Βασιλείς. Εσύ, εμφανώς, έχεις εγκαταλείψει την πόλη μας στην τύχη της, το βιός μας να το κατασπαράξει ο έκφυλος Πάρις, επειδή πενθείς; Ο Πόλεμος μόνο δράση απαιτεί, το πένθος είναι πολυτελές προνόμιο!»
Μην αντέχοντας την παρακμιακή εικόνα που την αηδίαζε, σηκώθηκε να αποχωρήσει μα κοντοστάθηκε, για τον ύστατο λόγο του καρφώματος.
«Δε θα κινδυνεύσει το παιδί μου για τίποτα λιγότερο από την Άμπελο του Ηφαίστου. Αν δεν έχουμε θετική απάντηση ως το βράδυ, θα φύγουμε αύριο το πρωί.»
Εξήλθε χωρίς ματιά πίσω της, με μόνο ίχνος τη βροντερή κλαγγή της θύρας. Έμεινε το βασιλικό ζεύγος μοναχό, με την Ιέρα, η οποία, ακόμη ζωσμένη την πανοπλία της, δεν είχε καν ανοίξει το στόμα.
«Πώς την αντέχετε στο ανάκτορο, απορώ. Διόλου δε με εκπλήσσει πια η παραίτηση του Τηλέφου από τον θρόνο,» της απευθύνθηκε σχεδόν εκρηκτικά η Εκάβη.
«Η Αστυόχη πρόκειται για πολιτική επικεφαλής της Μυσίας και δικαίως, ως λαμπρός νους,» την κοίταξε κατάματα ανερυθρίαστα η ηλιοκαμένη γυναίκα με τα σκοτεινά μάτια. «Δεν την αμφισβητούμε, αφού ποτέ δε μας έχει απογοητεύσει. Αυτή στις πολιτικές μάχες κι εγώ στις στρατιωτικές, στηρίζουμε τον Ευρύπυλο ως Βασιλιά μα κυρίως, την αγαπημένη μας Μυσία. Αδιαφορούμε για την άποψή σας για εκείνη, εμείς την έχουμε κοντά μας τρεις και πλέον δεκαετίες. Το μόνο που έχω να τονίσω είναι ότι δεν πρόκειται να παραβούμε τον όρκο του συζύγου μας για τίποτα λιγότερο από την αμοιβή που αναφέρθηκε.»
Τους χαιρέτησε τυπικά, υποκλίθηκε και τους άφησε μόνους, να θεωρήσουν, να αναθεωρήσουν και να αποφασίσουν.
Στην άλλη μεριά του ανακτόρου, ωστόσο, διόλου επικρατούσε κλίμα επιβεβερυμένο από σκιές και πίκρες του παρελθόντος. Ο Πάρις παρέθετε άλλο ένα συμπόσιο που έσφυζε από οίνο και φαγητό, από μηλίτη και διαλεχτά σφαχτάρια, προς τιμήν του εξαδέλφου του αυτή τη φορά, που είχε έρθει -κατά δική του δήλωση- να εξαλείψει και το τελευταίο Αχαϊκό σκυλί. Ο ίδιος ο Ευρύπυλος ήταν λιγομίλητος, απαντούσε μονάχα σε ερωτήσεις με απόλυτη ακρίβεια, κυρίως για τη γενιά και το αίμα του. Ο Διήφοβος κι ο Πάρις είχαν ενθουσιαστεί με το γεγονός ότι ο Βασιλιάς Τήλεφος είχε τρεις επίσημες συζύγους, μολονότι μόλις δέκα παιδιά. Εκτός από τη Αστυόχη, είχε νυμφευθεί τις δυο κόρες του θετού του πατέρα, του Τεύθρα, την Ίερα και την Αγριόπη. Η Ίερα, ούσα Αμαζόνα, δεν είχε συγκαταθέσει στον γάμο παρά μόνο όταν της δόθηκε η άδεια να φτιάξει δικό της γυναικείο τάγμα και να το εκπαιδεύει, να ζήσει σαν Στρατάρχις παρά σαν Βασίλισσα. Όλα αυτά, συνάρπαζαν τους Τρώες πρίγκιπες κι Άρχοντες, παρόλη τη λακωνική ομιλία του Ευρύπυλου, ο οποίος ελάχιστα έφαγε, καθόλου δεν ήπιε, κυρίως παρατηρούσε, με σταυρωμένα χέρια, στωικά.
«Εξάδελφε, δε διασκεδάζεις; Φαίνεσαι σκυθρωπός και κατηφής,» αγκάλιασε τους ώμους του ο Πάρις, εύθυμα, έχοντας ήδη πιεί έναν αμφορέα οίνου μόνος.
«Αλέξανδρε, τη μητέρα μου αναμένω, που βρίσκεται σε αποστολή. Όταν επιστρέψει, θα ξέρω αν αύριο θα φύγω ή θα πολεμήσω, καθώς μέση δράση δεν υπάρχει. Εδώ, ήρθα για να απαντήσω στο κάλεσμα για Πόλεμο, όχι σε γλεντοκόπι.»
«Η ζωή δεν είναι τόσο διπρόσωπη, άσπρη ή μαύρη, όπως θαρρείς,» μειδίασε με νόημα βαθύτερο. «Έλα, να σου δείξω το υπόλοιπο παλάτι, αφού δεν ευθυμείς εδώ.»
Απρόθυμα μα από αβρότητα τον ακολούθησε ο Ευρύπυλος, πιότερο επειδή η ένταση των μουσικών είχε αρχίσει να τον ενοχλεί στα ώτα. Αποχώρησαν όσο πιο διακριτικά γινόταν, με τον Πάρι να χαιρετά μόνο τα αδέλφια και τις αγαπημένες του δούλες. Πέρασαν τους ερήμους διαδρόμους γρήγορα, για να βρεθούν στα δώματα των Πριγκίπων. Εκεί, αφού του έδειξε μέσα από τις πολεμίστρες πού φυλούσαν τα άλογα, τα όπλα, τα σιτηρά, ο Πάρις ήθελε να του δείξει την υπέροχή του οικογένεια. Δεν τον πήγε στο καταθλιπτικό δώμα του Έκτορα, όπου μια χήρα κι ένα ορφανό επιβίωναν χωρίς να ζουν, μέσα στο σκοτάδι και την αφάνεια.
Ανοίγοντας τη θύρα, βρήκαν την Οινώνη, φαινομενικά μια απλή θεραπαινίδα, να υφαίνει στον αργαλειό, ενόσω η Ελένη, τυλιγμένη σε λινά πέπλα, στεκόταν στο παραθύρι κι αγνάντευε τον ορίζοντα, σαν να έλιωνε ανάμεσα στους κίονες και τις πέτρες. Έφερε μοναχή δυο θρονιά, για να καθίσουν οι άνδρες και σιωπηλή, έκατσε να τους ακούσει, χωρίς καμία συμμετοχή στη συζήτηση. Όπως τη χτυπούσε το φως του δειλινού, έμοιαζε να έχει ενδυθεί την ομορφιά των Χαρίτων, των Ωρών και των Μουσών μαζί.
«Αληθινά, για εσένα συμβαίνει όλη αυτή η τρομερή σύρραξη, ο φόνος κι ο όλεθρος;» Τη ρώτησε αυθόρμητα ο Ευρύπυλος κάποια στιγμή, εκπλήσσοντας τον Πάρι. Δεν είχε ρωτήσει τίποτα απολύτως, όσο βρισκόταν κοντά του.
«Μάλλον έγινε, για να σκοτωθούν όλα τα παλικάρια, οι γιοί κι οι εγγονοί του Ιλίου. Λογικότερο φαντάζει αυτό,» απάντησε χωρίς δισταγμό η Ελένη, σκορπώντας γέλιο στους άνδρες.
«Ευρύπυλε, μιας και το δώμα μου πια είναι το πιο λαμπρό, τι θα έλεγες να κοιμηθείς εσύ εδώ σήμερα; Θέλω να είσαι ανετότερα από την πατρίδα σου, να νιώσεις ότι βρίσκεσαι στον Οίκο σου,» πρότεινε χαρωπά ο Πάρις αργότερα, ενθουσιασμένος παράδοξα με τον ξάδελφό του.
«Τι θα έλεγες εσύ, Ελένη;» Απόρησε με την πρόσκληση.
«Σου αξίζουν οι τιμές, Ευρύπυλε, σαν εγγονός του Ηρακλή που είσαι,» έκλινε το κεφάλι η κόρη του Δία κι αποχώρησε άηχα στα ενδότερα, για μια βραχύχρονη απομόνωση.
Σωριάστηκε στην κλίνη της, έκλαψε με όλο το κρίμα που της είχε πλημμυρίσει την ψυχή κι αμέσως, ήρθε η Οινώνη και στάθηκε στη γωνία, επιτηρώντας ως και την ανάσα της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Με την έλευση της Νύχτας, ο Ευρύπυλος άνοιξε τη θύρα του προσωρινού του δώματος, αναμένοντας τους πιο σημαντικούς του ανθρώπους, για το οικογενειακό συμβούλιο. Όπως είχαν διασκορπιστεί ολούθε στο ανάκτορο, έτσι είχαν ορίσει να συναντηθούν μετά τη δύση του ηλίου και να συζητήσουν τις επόμενες κινήσεις τους. Δεν τον εξέπληξε που έφτασε πρώτη η Ιέρα, πρακτικά τρέχοντας, απεγνωσμένη κι εκνευρισμένη, στην αναζήτηση μιας ήσυχης γωνίας. Φίλησε το βασιλικό του δαχτυλίδι τιμητικά, μια συνήθεια στην οποία επέμενε ως τυπολάτρης, μολονότι ο Ευρύπυλος απεχθανόταν η γυναίκα που τον γνώριζε από μωρό και τον εκπαίδευε στα όπλα να του φέρεται σαν υπέρτατο και μέγα. Μέχρι να έρθει η Αστυόχη, γυάλιζαν τα ξίφη τους σιωπηλά, βυθισμένοι στις σκέψεις τους.
«Δεν έπρεπε να σε είχα ακολουθήσει, αγόρι μου. Μονάχα τραύματα ξυπνούν στη μνήμη μου, σε κάθε τοίχο και διάδρομο που περνώ,» αναστέναξε, καθήμενη στο θρονί που της επεφύλασσαν. «Όμως, το καθήκον πρόσταζε αντίθετα.»
«Μητέρα, δεν έπρεπε καν να ερχόμασταν, σου το είπα εξαρχής,» τόνισε εκείνος, προτού αποθέσει το ξίφος ευλαβικά στο δάπεδο. «Ετοιμαζόμαστε να πατήσουμε έναν ιερό όρκο, μόνο και μόνο επειδή μας το ζήτησε ο Αλέξανδρος. Μα τω Δία, περισσότερη λογική και σύνεση βρήκα στον λόγο της Λάκαινας της Ελένης παρά στον δικό του. Για χάρη του πώς να αψηφήσω τον πατέρα μου;»
«Γιατί δε φεύγουμε, όσο είναι καιρός; Δεν αντέχω άλλο να με κοιτάζουν όλοι σαν πλάσμα παραφυσικό,» εξέφρασε δυσαρέσκεια κι η Ιέρα. «Φιλοξενούσαν Αμαζόνες επί ημέρες κάμποσες και παραξενεύονται από εμένα;»
«Δε θα φύγουμε, όχι πια. Αύριο, θα ηγηθείτε του Στρατού,» απάντησε αυτοστιγμεί η Αστυόχη. «Ήρθε ο Πρίαμος και δεσμεύτηκε· θα πάρουμε όσα επιθυμούμε κι αν σκοτώσεις, Ευρύπυλε, τον Διομήδη και τον Μενέλαο, θα διαλέξεις όποια Βασιλοπούλα θέλεις για νύφη σου.»
«Έχω σύζυγο, μητέρα, δε χρειάζομαι δεύτερη,» διαφώνησε ο Βασιλιάς της Μυσίας, ενώ το βλέμμα του κιόλας μεταλασσόταν. Επιτέλους, έβρισκε έναν λόγο σοβαρό να παραμείνει στην Τροία και να μην κωλυσιεργεί. «Ας πάρεις εσύ τα κειμήλια που ποθείς, να γαληνεύσεις κι ας ελπίσουμε να αξίζει η καταπάτηση του όρκου για αυτά.»
«Ο πατέρας σου έδωσε τον όρκο, αγόρι μου, όχι εσύ. Κι ύστερα, άκουσε με· αν πατούσαν πρωτύτερα το Ίλιον οι εχθροί και σφάζαν και κουρσεύαν τον Οίκο μας, πώς θα αισθανόσουν;»
«Επιπλέον, σου δίνεται η ευκαιρία να αποδείξεις πόσο σπουδαίος και τρανός Ηγέτης είσαι, μικρέ,» τον χτύπησε στον ώμο η Ιέρα. «Θα βρεθείς αντιμέτωπος με τους καλύτερους πολεμιστές της Δύσης, θα τους εξοντώσεις και θα αναδειχθείς ανώτερος και του Μέμνονα. Δε σου αξίζει αυτή η τιμή, Ευρύπυλε;»
Ο γιός του Τηλέφου έπεσε σε περισυλλογή, την ίδια ώρα που η γιορτή άναβε, γινόταν πάνκεφο ξεφάντωμα και δυνάμωνε η ένταση, ο χορός γυναικών κι ανδρών, η μουσική του αυλού, της λύρας, της κιθάρας και της άρπας, μαζί με τους πολύαυλους έσειαν το παλάτι κι έφτασαν, αναπόδραστα, ως το Στρατόπεδο των Αχαιών.
Ο Θρασυμήδης -όπως ακριβώς τον είχε νουθετήσει ο Οδυσσέας- είχε αποστείλει ως ανιχνευτές τους γιούς του Θησέα και τους είχε προστάξει να έρθουν απευθείας στη σκηνή του Αγαμέμνονα, καθότι εκεί θα τον έβρισκαν, μαζί με πολλούς άλλους Αρχηγούς, που αγωνιούσαν να μάθουν για τους νεοφερμένους του Ιλίου.
«Οι χειρότεροι φόβοι μας επιβεβαιώθηκαν,» ανακοίνωσε ο Ακάμας, μετά την υπόκλιση, με σέβας κι αδημονία. «Πρόκειται το δίχως άλλο για τους Μύσους. Δεκαοχτώ χρόνια πριν τους πολεμήσαμε, δεν έχουμε λαθέψει. Όσον αφορά στις γυναίκες, δεν είναι Αμαζόνες αλλά ο στρατός της Ιέρας, θαρρώ όλοι τις θυμάστε.»
«Ο Τήλεφος, επομένως, μας πρόδωσε, ως επίορκος κι ανίερος,» συμπέρανε ο Μενέλαος, αφρίζοντας ήδη από οργή στον θρόνο του.
«Δεν είναι ο Τήλεφος επικεφαλής μα ο γιός του, ο Ευρύπυλος. Αυτόν θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε,» τον διόρθωσε προσεκτικά ο Δημοφών.
«Οφείλουμε να αναλάβουμε δράση πάραυτα,» έβγαλε τον χάρτη του στρατοπέδου από τους παπύρους του ο Αγαμέμνων. «Τι κι αν λείπουν ο Οδυσσέας κι ο Διομήδης, η άμυνά μας θα οργανωθεί. Χρειαζόμαστε περιπόλους και διπλή φύλαξη σε όλο το μήκος και το πλάτος του στρατοπέδου. Κανονίστε βάρδιες. Αναλάβετε το, Θρασυμήδη, με τον Μενεσθέα και τον Πολυποίτη. Αν μας πιάσουν στον ύπνο, δε θα προλάβουμε καν να αντιδράσουμε!»
«Μάλιστα,» υποκλίθηκαν οι τρεις Αρχηγοί κι έφυγαν, να συγκεντρώσουν τους υπόλοιπους και να θέσουν τις βάρδιες των φυλακών.
Σαν πλησίασαν οι γιοί του Θησέα τον Μενεσθέα, απόλυτα πρόθυμοι να συμμετάσχουν στις περιπολίες, ο Άναξ των Αθηνών τους έδιωξε, σαν να μην επρόκειτο για Υπασπιστές του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δε θυμόταν η Ελένη πιο μακρά, βασανιστική νύχτα από εκείνη. Οι Τρώες γιόρταζαν, έξωθεν οι Μύσοι ετοιμάζονταν για μάχη ήδη τραγουδώντας παιάνες και πέρα, οι Δαναοί φαίνονταν σε επαγρύπνηση, ανήσυχοι, μάλλον φοβισμένοι. Πνιγόταν η καρδιά της· με τον Αχιλλέα και τον Αίαντα νεκρό, ποιός θα ηγούταν και θα ενέπνεε τις καρδιές του λαού της; Ποιός θα απέπνεε σιγουριά και ρώμη, ικανή να γκρεμίσει τα θεϊκά τείχη;
Λαχταρούσε να συναντήσει την Κασσάνδρα, να μιλούσαν, να άκουγε τις ανησυχίες της, ακόμα και τα παρανοϊκά ξεσπάσματά της, να έβλεπε την άμωμη αθωότητα στα μάτια της Πολυξένης που θα γαλήνευε και το πιο άγριο θεριό. Ωστόσο, δεν μπορούσε ανά πάει πουθενά· υπό το ακοίμητο βλέμμα της Οινώνης, δε θα βρισκόταν μόνη πουθενά πλέον.
Το δώμα που τους είχαν παραχωρήσει ανήκε στον Τρωΐλο. Κλειστό για χρόνια, ανέδιδε νια αλλόκοτη οσμή, σαν να μην επρόκειτο για πριγκιπική στέγη μα για είσοδο του Κάτω Κόσμου. Τι κι αν είχαν αρωματίσει τον χώρο, είχαν ανοίξει διάπλατα τα παράθυρα, είχαν αλλάξει τα καλύμματα, η Ελένη μύριζε αίμα, σάπια ανθρώπινη σάρκα και θειάφι. Στο μυαλό της διέμενε εμμονικά η εικόνα του νέου όπως τον είχαν φέρει τότε, σφαγμένο, κατακρεουργημένο, σαν να είχαν θυσιάσει αυτόν στον Θυμβραίο Απόλλωνα. Ύπνος δεν την έβρισκε παρά καθόταν στη γωνιά της με τα γόνατα αγκαλιασμένα και σώπαινε. Η Οινώνη περιδιάβαινε, αναμένοντας τον Πάρι να επιστρέψει από το ξεφάντωμα.
«Μήπως ακούστηκε τίποτα από την Κασσάνδρα;» Μάζεψε θάρρος αρκετό και ρώτησε. «Αυτή πάντοτε έχει να πει κάτι για τους νέους συμμάχους του Ιλίου.»
«Τι σε αφορά; Θα πολεμήσεις;» Γύρισε και την κοίταξε απότομα, αποκαρδιωτικά η Νύμφη. «Αντί να ονειρεύεσαι τα ακατόρθωτα από τρελούς σαν εσένα, θα προτιμούσα να μου έλεγες γιατί σε τρέμουν οι υπηρέτες και ψιθυρίζουν ότι είσαι γητέυτρα. Σιωπάς κι εγώ Θεά δεν είμαι, για να διαβάσω τη σκέψη σου. Απαιτώ, όμως, να μάθω και δε θα μείνω στα λόγια, αν συνεχίσεις έτσι.»
«Πράξε όπως νομίζεις,» αποκρίθηκε η Ελένη νωχελικά κι έθαψε το κεφάλι στα γόνατα, για να μη βλέπει το περιβάλλον, να ξεχάσει για λίγες στιγμές πού βρισκόταν, να ταξιδέψει κάπου αλλού, όπου ακόμη διέθετε μνήμες ευτυχίας και διόλου δεν την ενδιέφερε αν θα υπέφερε στα χέρια της Οινώνης ή του Πάρι ή του όποιου αλλού δυνάστη της επεφύλασσαν οι Μοίρες. Λύτρωση άλλη δεν υπήρχε πια· μόνο συντριβή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Ηώς ξεκίνησε το ταξίδι της, σαν η Σελήνη υποχωρούσε αγάλι αγάλι. Χαιρέτησε τους Κολοσσούς του Μέμνονα στην Αίγυπτο, που τραγούδησαν για εκείνη κι αγαλλίασε. Το άρμα της πετούσε, σκορπούσε το λευκό του φως, για να αφυπνίσει την πλάση ολόδροσα, γλυκά, ελπιδοφόρα.
Για τους Τρώες, ήταν πραγματικά αισιόδοξη η ανατολή αυτή. Η Ιέρα αφύπνισε τους Μύσους όλους, καλώντας τους στον αγώνα του Πολέμου. Η Αστυόχη βρισκόταν δίπλα της, για να χαιρετήσει τον λαό της και να του ευχηθεί επιτυχία. Ο Ευρύπυλος, ύστερα, εμφανίστηκε πάνοπλος, με αστραφτερή περικεφαλαία κι ένα λοφίο από αλογοουρά βαμμένη κατακόκκινη, με τον θώρακα διακοσμημένο με ελεφαντόδοντο και μια ασπίδα την οποία έκρυβε, διότι ανέμενε τον Πρίαμο.
Μόλις ο γέροντας Βασιλιάς φάνηκε, για να εξαγγείλει τους στρατιώτες τιμητικά, ο Ευρύπυλος πλησίασε και γονάτισε, για να υποκλιθεί όπως άρμοζε.
«Θείε, με τιμή κι ευθύνη θα αγωνιστώ, για να υπηρετήσω τον ιερό σκοπό της υπεράσπισης της μητρικής γης. Προσφέρω στα πόδια σου το ξίφος και την ασπίδα μου, για την επισφράγιση της δέσμευσης όλης της Μυσίας. Θα πολεμήσουμε τους Αχαιούς εισβολείς και θα τους συντρίψουμε, για να εκδικηθούμε τον Έκτορα, τον Γλαύκο, τον Σαρπηδόνα, τον Μέμνονα, όλους τους μέγιστους ήρωες, που έπεσαν από το δόλιο σίδερό τους. Ορκίζομαι να μη σε απογοητεύσω, να δικαιώσω την εμπιστοσύνη και το κάλεσμα σου.»
«Σε ευλογώ, γιε της αδελφής μου,» ακούμπησε τους ώμους του νέου συγκινημένος ο Πρίαμος. «Είθε να προσφέρεις νίκες πολλές και λυτρωτικές στην ιερή πόλη της Τροίας.»
Ο Ευρύπυλος έβγαλε το ξίφος, το ύψωσε εμφατικά και το έθεσε εμπρός στον θείο του, προτού αποκαλύψει την ολόχρυση, περίλαμπρη ασπίδα, ένα έργο τέχνης θαυμαστό, σπάνιο, που τιμούσε τους προγόνους του, καθώς πάνω είχαν ζωγραφιστεί όλοι οι Άθλοι του Ηρακλή. Το πανίσχυρο μωρό που έπνιγε τα φίδια στο λίκνο, ο έφηβος που σκότωσε το λιοντάρι του Κιθαιρώνα κι εκδίωξε τον εχθρικό στρατό του Ορχομενού. Ο καταβεβλημένος, μετονομασμένος άνδρας που έπνιξε το λιοντάρι της Νεμέας, αποκεφάλισε τη Λερναία Ύδρα, κυνήγησε κι έπιασε ζωντανό τον Ερυμάνθιο Κάπρο και την Κερύνεια Έλαφο, καθάρισε τους Στάβλους του Αυγεία κι αφάνισε τις Στυμφαλίδες Όρνιθες. Ο αναδυόμενος από τις στάχτες του άνδρας που αιχμαλώτισε τον Ταύρο της Κρήτης, τάισε τον Διομήδη στις ανθρωποφάγες φοράδες του κι απέσπασε τη Ζώνη της Ιππολύτης, που κατατρόπωσε τον Γυρηόνη, τον δικέφαλο σκύλο Όρθρο και τον αιμοσταγή βοσκό Ευρυτίονα. Τον πασίγνωστο Ήρωα, που αφάνισε τον γίγαντα Ανταίο, που έφερε τον Κέρβερο από τον Άδη κι αργότερα, την Άνασσα Άλκηστη, που ελευθέρωσε τον Πλάστη των Ανθρώπων, τον Προμηθέα, από τον Καύκασο και κράτησε τον ουρανό για τον Άτλαντα, ώστε να λάβει τα Μήλα από τον Κήπο των Εσπερίδων. Τον Ημίθεο, που συμμετείχε στην Αργοναυτική Εκστρατεία, στην Τιτανομαχία, που πολέμησε τον Αυγεία κι άλωσε την Τροία, για να χαθεί από το αίμα ενός Κένταυρου.
Άναυδοι θωρούσαν και θαύμαζαν όλοι οι Τρώες την πανώρια ασπίδα, το μεγαλειώδες κόσμημα, που αποδείκνυε τη θαυμαστή γενιά και το κλέος του Ευρύπυλου.
«Σας υπόσχομαι, Τρώες και Δάρδανοι. Σήμερα, θλίψη βαθιά θα καταβάλει τον εχθρό κι εσάς αγνή ευφορία!» Αναφώνησε ο γιός του Τηλέφου, για να λάβει ως ανταπόκριση επευφημίες και ζητωκραυγές.
«Τιμή μας και τύχη ανώτατη να σε ονομάζουμε συγγενή και σύμμαχο μας,» πήρε τον λόγο ο Πάρις, χτυπώντας τον ξάδελφο δυνατά στην πλάτη, «γιατί θα τρομάξουν κι από τη θωριά σου οι Αργείοι. Άλλος όμοιος σου δεν υπάρχει σε κανέναν λαό κι έτσι, σηκώνεις τις ελπίδες και τις μοίρες μας, ισάξιος του προγόνου σου, του Ηρακλή!»
«Δεν ξέρω πόσο κρατώ εγώ το πεπρωμένο της Τροίας κι όχι οι Θεοί, γιέ του Πριάμου ευειδή, μα θα παλέψω, στη μάχη θα ριχτώ με όλη μου την ορμή, όπως κι η Πριγκίπισσα Ιέρα, σαν να υπερασπιζόμαστε τη γη της Μυσίας.»
Υπασπιστές του διάλεξε τον Αινεία, τον Πολυδάμαντα, τον Πάμμονα και τον Διήφοβο, σιμά στον Αλέξανδρο να στέκονταν, όπως και τον Αίθικο, Στρατάρχη των Παφλαγόνων μέγα. Δίπλα στον ίδιο, ήρθε η Ιέρα ιππεύοντας, με τη δήλωση πως όλα ήταν έτοιμα για την επίθεση. Η ίδια η Οπλαρχηγός έβγαλε και τον επίμαχο λόγο, κυρίως απευθυνόμενη στις γυναίκες της αλλά όλους ήθελε να γεμίσει θάρρος και τόλμη.
«Αδελφές του ξίφους μου, παιδιά της Μυσίας, σήμερα δε βρισκόμαστε εδώ ως απλές πολεμίστριες μα ως ασπίδα ενάντια στην Τυραννίδα, ως ακατάβλητη φλόγα ενάντια στο μαινόμενο σκότος. Θα μας νομίσουν αδύναμες, επειδή είμαστε γυναίκες μα θα τους διαψεύσουμε. Θα έρθουν με τον πολυάριθμο στρατό, την αλαζονεία τους, την όρεξη για κατάκτηση κι επιβολή της εξουσίας τους. Εμείς, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι η αληθινή δύναμη δε βρίσκεται στον κατακτητή μα στον υπερασπιστή, σε εκείνον που αμύνεται με θάρρος εκεί όπου άλλοι θα υπέκυπταν, που πολεμά αντί να διαφεύγει, που βρυχάται αντί να ψιθυρίζει. Μην αφήσετε κανέναν τους, λοιπόν, να σας τρομάξει, φίλες και φίλοι μου! Εμείς δε θα υποταχθούμε, δε θα υποχωρήσουμε, διότι δεν πολεμάμε για τον χρυσό μα για την ελευθερία να ζούμε, να ανασαίνουμε, να πεθαίνουμε όπως λαχταράμε. Υψώσατε τα ξίφη στον αιθέρα και νιώσετε το βάρος του σιδήρου· αυτά αποτελούν την υπόσχεση του δικαίου, τον όρκο της ενότητας για τη σωτηρία αυτής της πόλης. Σήμερα, πολεμάμε ως ένα κι ο Κόσμος θα μας θυμάται. Σήμερα, είμαστε αήττητοι!»
Αλαλαγμούς και κραυγές ξέφρενης δόξας έφερε ο λόγος της, με την ίδια να ξεσηκώνει παλμό, με ξίφη που χτυπούσαν στις ασπίδες. Επρόκειτο για σκηνή δέους, για όσους αξιώθηκαν εκείνο το πρωινό να θεωρούν μια γυναίκα, που μετρούσε πάνω από πενήντα χειμώνες, να ανασταίνει την ελπίδα στις ψυχές Δαρδάνων και Τρώων, σαν να ζούσε ακόμη ο Έκτωρ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όταν δόθηκε το σύνθημα κι ήχησαν οι σάλπιγγες της εφόρμησης, κανένας Δαναός δε φορούσε την πανοπλία του, εκτός των περίπολων, που έτριβαν τα μάτια από νύστα. Ο Αγαμέμνων έστειλε τους κήρυκες τους παντού να ανακοινώσουν γενική σύρραξη. Θα πολεμούσαν όλοι, χωρίς ιδέα ποιός θα ηγούταν. Ο Οδυσσέας κι ο Διομήδης ακόμη έλειπαν. Θα μπορούσαν ακόμη και να είχαν ναυαγήσει.
Στη σκηνή των Ασκληπιάδων, επικρατούσε ως τότε χαρά μεγάλη, καθότι έβλεπαν τη λεχώνα Τέκμησσα να τους επισκέπτεται και σαν αντήχησε το κάλεσμα, αναρριγήσαν.
«Ποιός θα μείνει στο ιατρείο;» Αναρωτιόταν τρέμοντας ο Μαχάων.
«Πηγαίνετε να πολεμήσετε· θα μείνω εγώ εδώ,» προσφέρθηκε αμέσως η Τέκμησσα.
«Δε θα μείνεις πολύ, δεν είναι σωστό,» επενέβη ο Ποδαλείριος.
«Θέλω να σας ανταποδώσω την προσφορά σας, τη βοήθεια στη γέννα μου.»
«Σημασία έχει να είσαι ευτυχής, έστω κι ελάχιστα, μετά από τόσο πόνο κι απώλεια, Τέκμησσα,» την αγκάλιασε ο Μαχάων, φέρνοντας δάκρυα στα μάτια και των τριών.
«Άφησε τώρα τις θλιβερές αναμνήσεις κι έλα να ετοιμαστούμε, να οργανώσουμε τους Τρικκαίους,» τον ταρακούνησε ο μικρότερος αδελφός.
Ο Μαχάων δεν απομακρύνθηκε, προτού της φιλήσει το χέρι στοργικά, με ένα χαμόγελο υπερηφάνειας.
«Να καμαρώνεις τα παιδιά σου, όπως τον εαυτό σου, διότι γεννήθηκαν από μητέρα εξαιρετικά δυνατή, που τα λατρεύει και θα τα προστατεύει σαν λύκαινα και λέαινα μαζί. Πάτησε στα πόδια σου και διεκδίκησε όλα όσα αξίζεις,» της είπε, όπως πάντοτε συνήθιζε, όπως πάντα επιθυμούσε να τη νουθετεί σαν κόρη ή αδελφή του, προτού τρέξει να βρει τον Ποδαλείριο και να φύγουν για το μέτωπο.
Οι πάνοπλοι Ασκληπιάδες έφτασαν στη μάχη, όταν είχε κιόλας ξεκινήσει. Ο Μενέλαος κι ο Ιδομενέας, με τον Τεύκρο και τον Πολυποίτη κρατούσαν την εμπροσθοφυλακή, ενώ τα άκρα ο Αγαμέμνων, ο Νιρέας, ο Εύμηλος κι ο Μενεσθέας. Κατευθείαν ο Μαχάων, βρίθοντας όνειδος που δεν είχαν προλάβει να παραταχθούν με τους συμπολεμιστές τους, έδραμε και βρέθηκε στην πρώτη γραμμή, σιμά στον Τεύκρο και στον Λοκρό Αίαντα.
«Μη φοβάστε κανέναν, Αχαιοί φίλοι! Κρατήστε ψυχή και καρδιά ψηλά, μη λυγίζετε και δε θα μας νικήσει κανείς!» Περνούσε ανάμεσα στους άνδρες ο Αγαμέμνων και μοίραζε εμψυχωτικούς λόγους, μαζί με ακόντια στον εχθρό.
Στρατιώτες κι Αρχηγοί ενώθηκαν υπό την ηγεσία του Αγαμέμνονα και το πρώτο κύμα της μάχης έληξε υπέρ τους. Εκδίωξαν τους εχθρούς από θέση επίθεσης κι αιφνιδιασμού, σε θέση άμυνας. Σε ελάχιστη ώρα, έχασαν δέκα πήχεις εδάφους.
«Ανασυνταχθείτε! Μη φοβάστε τους Σπαρτιάτες και τους Μυκηναίους!» Εξερράγη ο Ευρύπυλος, εξαπολύοντας διαταγές, για να αλλάξει την υπερασπιστική γραμμή. Ευθύς, έστειλε τον Έλενο να φέρει την Ιέρα, που περίμενε στις Βόρειες Πύλες.
Ο Άρης ήταν εκεί και θαύμαζε, ενώ η Έρις, η Ενυώ κι ο Κυδοιμός δρασκελίζαν ανάμεσα στους θνητούς, στην αιματοβαμμένη πεδιάδα, για να τραφούν από την ορμή και τη δίψα τους για νίκη.
Όταν έφτασε ο γυναικείος, έφιππος στρατός της Ιέρας, άρδην μεταλλάχθηκε η εικόνα της μάχης. Έσπασαν τις πλαγιές γραμμές που συγκρατούσαν ο Νιρέας κι ο Μενεσθέας, αποδυναμώνοντας το μέτωπο του Αγαμέμνονα και θερίζοντας ανηλεώς, όπως ακριβώς ο Ευρύπυλος μοναχός, καθώς οι Μύσοι δίσταζαν από φόβο.
Ο χρόνος, όμως, σταμάτησε, σαν είδαν την Ιέρα, την πανίσχυρη κι αξιοθαύμαστη ηγέτιδα, να πέφτει από το άλογο χτυπημένη, αιμορροούσα. Ο Ευρύπυλος εγκατέλειψε τη θέση του κι έτρεξε σιμά της, με προσευχές αμέτρητες.
Κειτόταν στο χώμα, ανάμεσα σε δυο πέτρες και το πλευρό της έβραζε, τρυπημένο βαθιά από ακόντιο. Έμπροσθεν, οι γυναίκες της πολεμούσαν ρωμαλέα, για να μην έφτανε εχθρός στην Αρχηγό τους. Γκρεμίστηκαν τα γόνατα του Ευρύπυλου κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί, γιατί έβλεπε τη μέντορά του ωχρή, αποδυναμωμένη μα -προς έκπληξή του- γελαστή.
«Μη θρηνείς, μικρέ, να χαίρεσαι,» ψέλλισε, δακρύζοντας με τη θλίψη του. «Έτσι ήθελα να πεθάνω· στη μάχη, έφιππη, παλεύοντας για το δίκαιο. Μηδέ θέλω ελεγείες και τύμβους ψηλούς. Μετάφερε στα παιδιά μου την αγάπη μου, καθώς για τίποτα δεν υπερηφανεύομαι εκτός από αυτά και... να ξέρεις, αγόρι μου, πως η μεγαλύτερη τιμή μου ήταν η εκπαίδευση σου. Έχεις κιόλας ξεπεράσει τον πατέρα σου στο κλέος, Ευρύπυλε. Χαίρε και να είσαι ευτυχής.»
«Μην εγκαταλείπεις, Ιέρα, θα σε πάρω από εδώ. Μέσα στην πόλη, θα σε φροντίσουν και θα ζήσεις!»
Προτού προλάβει να τελειώσει τη φράση του, η γυναίκα που αγαπούσε όσο τη μητέρα του είχε ξεψυχήσει. Είχε αξιοποιήσει τις ύστατες δυνάμεις της στον αποχαιρετισμό τους και σώπασε για πάντα. Τρέμοντας ο Ευρύπυλος τη σήκωσε στα χέρια του, την παρέδωσε στους ηνιόχους, που την ανέβασαν στο άρμα του κι επέστρεψαν με ασφάλεια στο Ίλιον, για να επιστρέψει στη μάχη λυσσασμένος πια, με τη λαίλαπα της εκδίκησης να καίει τα σωθικά του, να τον ωθεί σε φονική μανία.
«Ποιός σκότωσε την Ιέρα;» Βρυχήθηκε κι ο Πάρσονς έσπευσε να τον ευχαριστήσει.
«Εκείνος εκεί, ο νεαρός,» υπέδειξε τον Νιρέα, ο οποίος, πράγματι, φαινόταν περιχαρής. «Τον είδα· αυτός πέταξε το ακόντιο που την πέτυχε και την έριξε από το άλογο. Βασιλεύει στα νησιά απέναντι από τη Λυκία και την Καρία.»
Ο Ευρύπυλος δεν του απάντησε, δε σπατάλησε χρόνο. Με την ασπίδα και το δόρυ ανά χείρας, επιτέθηκε σφοδρά, αδυσώπητα στους Δωδεκανήσιους. Έριξε νεκρούς είκοσι ακαριαία, προτού φτάσει στον Νιρέα. Μονάχα πρόλαβε να υψώσει την ασπίδα. Με ένα άλμα, ο γιός του Τηλέφου προσγειώθηκε αλάνθαστα και βυθίσει το δόρυ, διαπερνώντας ασπίδα και θώρακα, ακριβώς στο ίδιο σημείο που είχε πετύχει την Ιέρα. Ο Άναξ της Σύμης, το νεαρότερο μέλος του Συμβούλιο, έπεσε νεκρός και λεκίασε με το αίμα του την πρώιμα ανθισμένη γη, ενώ ο Ευρύπυλος πάτησε πάνω του με το ένα πόδι θριαμβευτικά.
«Στη σκόνη να κείτεσαι, όπου ανήκεις, άθλιο ζώο, που νόμισες ότι η Μυσία δεν εκδικείται. Γυναίκα του πατέρα μου ήταν η Ιέρα, τα παιδιά της αδέλφια μου λογίζονται και σαν ισάξιους μου τα τιμώ! Να με τρέμετε, Αχαιοί, γιατί θα σας διαλύσω όλους πλέον!»
«Ο Ηρακλής με τους πατέρες μας άλωσε την Τροία και τώρα, ο εγγονός του θέλει να πατάξει τους γιούς των νικητών,» ψιθύρισε ο Ιδομενέας στον Θόαντα. «Τι αλλόκοτη συγκυρία κι ειρωνεία των Μοιρών.»
«Αφήστε τα λόγια, από λόγια χόρτασαν όλοι. Μονάχα πράξεις, εφεξής,» τους αποδοκίμασε ο Μαχάων, κραδαίνοντας το ξίφος και το δόρυ.
Με δυο γρήγορες δρασκελιές, βρέθηκε εύκολα μια ανάσα μακριά από τον Ευρύπυλο.
«Εσύ! Εγγόνι του Ηρακλή! Άφησε τον νεκρό, αφού όλοι ξέρουμε να καυχιόμαστε πάνω από τον αδύναμο κι έλα να αντιμετωπίσεις τους ζωντανούς, να φανεί το μεγαλείο σου!»
Ο Ευρύπυλος γύρισε να τον κοιτάξει και πριν καν προλάβει να απαντήσει, δέχτηκε χτύπημα γερό, που θα έστελνε έναν τυχαίο πολεμιστή εκτός μάχης. Ο Μαχάων δε δίστασε· μπροστά στη θλίψη για τον χαμό ενός νέου, δεν καταλόγιζε τίποτα· στόχευε και πέτυχε με το ακόντιο τον Βασιλιά στον δεξί ώμο.
Έβγαλε το όπλο από το σώμα του γρυλίζοντας εκείνος κι ενώ ακόμη πάνω στη λεπίδα έβραζε το αίμα του, το πέταξε και με το ξίφος χάραξε τον μηρό του Μαχάονα. Μα ο γιός του Ασκληπιού δε θα σταματούσε πλέον πουθενά. Σήκωσε πέτρα και του την έριξε κατακέφαλα, χωρίς να σκεφτεί ότι η βαριά πανοπλία θα απορροφούσε κραδασμούς και χτύπημα, χωρίς καν να ζαλιστεί ο Ευρύπυλος, που δε συγχώρεσε ή επέτρεψε άλλη επίθεση. Άδραξε το δόρυ και τον διαπέρασε από άκρη σε άκρη στο στέρνο, τρυπώντας πνεύμονες κι οστά.
Ο Μαχάων έπεσε κι ο στρατός των Αχαιών σίγησε. Ακόμη και τσακισμένος, όμως, είχε το σθένος να τον φτύσει κατά πρόσωπο με αίμα και πύον, με μια ύστατη, ζοφερή προειδοποίηση.
«Ο πατέρας μου, ο Ασκληπιός, θα είναι υπερήφανος για εμένα. Πάω να τον συναντήσω γαλήνια, έχοντας σώσει πολλούς περισσότερους από όσους αφάνισα. Εσύ, όμως, τρέμε, διότι τούτη η γη είναι καταραμένη. Κατάπιε το αίμα του Μέμνονα, του Έκτορα, των Αμαζόνων, του Σαρπηδόνα, του Ρήσου, αμέτρητων Δαναών και νομίζεις πως θα γλιτώσεις εσύ;»
Έτσι, με ένα μειδίαμα ειρωνείας κι αγαλλίασης συνάμα, ο Μαχάων πέθανε.
«Ούτε ο πατέρας σου από τον Όλυμπο δε σε έσωσε, κακόμοιρε ιατρέ, που λογική δεν είχες, να με αποφύγεις! Φυσικά και το ξέρω, όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε, αναπόδραστα· νέο νομίζεις μου είπες;» Κάγχασε πάνω από τον νεκρό ο Ευρύπυλος, σκορπώντας γέλιο κι αλαλαγμούς ευδαιμονίας στους Τρώες, στους Μύσους και στους Παφλαγόνες που πολεμούσαν κοντά του.
Μέσα στη σκόνη που είχε σηκωθεί από τον άνεμο που λυσσομανούσε και τον κονιορτό, πρώτος ο Τεύκρος διέκρινε τον νεκρό Μαχάονα, τον οποίο πια τρυπούσαν οι εχθροί με τα ακόντια χλευαστικά, για να τον παραμορφώσουν. Αηδία τον συνεπήρε, αποστροφή και μαύρη λύπη κι η Τέκμησσα του ήρθε στον νου· πώς θα της το ανακοίνωνε δε γνώριζε.
«Δαναοί, φίλοι μου, ελάτε, να τους κλείσουμε στην πόλη ξανά! Πάμε να κοπιάσουμε, για να δοξαστούμε, να σώσουμε τον Νιρέα και τον Μαχάονα, δυο Άνακτες μη μας τους πάρουν οι εχθροί και τους σκυλεύσουν!»
Ξεσηκώθηκαν άπαντες οι Αργείοι, για τον ιατρό που τους είχε σώσει απειράκις και τον αδικοχαμένο νέο. Στις πλαγιές γραμμές, ο Αγαμέμνων κι ο Λοκρός Αίας καταρράκωναν όποιον έβλεπαν εμπρός τους. Η μάχη πια κρινόταν ισόπαλη. Στο κέντρο, ο ρους μεταβλήθηκε, μόλις έφτασε ο Ποδαλείριος, ο οποίος -τρελαμένος από τον θάνατο του αδελφού του- έδωσε την πιο αιματηρή μάχη της ζωής του, ηγούμενος ο ίδιος. Μακέλευε τον κάθε εχθρό που έπιανε το βλέμμα του και κατακρεούργησε τους τρεις Οπλαρχηγούς των Παφλαγόνων, αποδεκατίζοντας στρατό, αρχηγούς, άλογα. Το μέτωπό τους διαλύθηκε κι έμειναν μόνο Τρώες, Δάρδανοι και Μύσοι πια.
«Ανασύνταξη! Ελάτε κοντά μου κι ας επανέλθουμε στο κέντρο!» Φώναξε ο Αγαμέμνων, που δημιούργησε νέο σώμα, με επικεφαλής εκείνον, τον Μενέλαο και τον Λοκρό Αίαντα.
Με ηγέτες τους Ατρείδες, ρήμαζαν το κεντρικό μέτωπο, απορρύθμισαν τελείως την οργάνωση των Μύσων, οι εντολές του Αινεία και του Ευρύπυλου δεν ακούγονταν κι οπισθοχώρησαν, ώστε κατάφεραν οι Τρικκαίοι να σώσουν άθικτα τα σώματα του Μαχάονα και του Νιρέα.
Κάμποσοι ακολούθησαν τους άνδρες ως τις σκηνές κι έτσι, έμεινα λίγοι να πολεμούν με τους Ατρείδες και τον Αίαντα, οι οποίοι δεν έπαψαν ως τη Δύση του Ηλίου. Ούτε ο Ευρύπυλος εγκατέλειπε τη μάχη μα ούτε κι εκείνοι, με τον Αγαμέμνονα να θερίζει σαν τον Θάνατο τον ίδιο και τον Μενέλαο να σκοτώνει όποιον άτυχο στον διάβα του, αναζητώντας με μένος τον Πάρι.
Και για τους τρεις Αρχηγούς, μέσα στην παράνοια των χαμών, υπήρξε η καλύτερη μάχη τους, που θύμισε το σθένος που τους είχε καταβάλει σαν μάχονταν για τον Πάτροκλο. Ο Αίας με τα αλάνθαστα βέλη του πέτυχε τον Πολυδάμαντα στην κλείδωση του αριστερού ώμου, τρυπώντας και το στήθος. Ο Μενέλαος τραυμάτισε με το ξίφος κατάστηθα τον Διήφοβο κι έτσι, δυο Πριαμίδες εξαφανίστηκαν από το μέτωπο τραυματισμένοι κι οι Τρώες πανικοβλήθηκαν. Ο Ευρύπυλος, όμως, δεν εγκατέλειπε.
«Αλέξανδρε, Αινεία, καλύψτε με, για να σκοτώσω τους Ατρείδες, είναι ευκαιρία!»
Με τους ξαδέλφους του εκατέρωθεν με ασπίδες περιβεβλημένος, έμοιαζε με Πύργο καθώς προέλαυνε. Ο Αγαμέμνων είχε εξαφανιστεί προς στιγμήν, κυνηγώντας να σκοτώσει τον Βασιλιά των Παφλαγόνων, τον Αίθικο, Μόνο τον γιό του Οϊλέα έβλεπαν κοντά και σε αυτόν επικεντρώθηκαν. Του πέταξαν μια πέτρα, που ξεπέρασε τις προσδοκίες τους. Δεν τον ζάλισε απλώς· τον σώριασε στο χώμα αναίσθητο και πριν προλάβουν να κάνουν βήμα, έπεσαν οι Λοκροί και τον σήκωσαν στα χέρια, τρέχοντας στο στρατόπεδο.
Μετά τον τραυματισμό του Αίαντα, οι άνδρες ενεργοποιήθηκαν ξανά και μοναχοί επέστρεψαν στη μάχη ο Ιδομενέας, ο Μηριόνης, ο Θόας κι ο Θρασυμήδης, με τον Τεύκρο να ηγείται.
«Αίσχος, που τόσην ώρα σας αναζητούσαμε και δε σας βρίσκαμε!» Τους φώναξε με πικρία. «Αν χάσουμε τον Μενέλαο ή τον Αρχιστράτηγο σήμερα, θα τσακιστεί το ηθικό μας ολότελα!»
Πρώτος έδωσε το ηρωικό παράδειγμα, εξαπολύοντας στον Αινεία τρία βέλη, τα οποία καρφώθηκαν στην ασπίδα και δεν έφτασαν στον θώρακα μα τον αιφνιδίασαν. Ο Μηριόνης ευθύς όρμησε στον νέο αρχηγό των Παιόνων της Θράκης, τον Λαοφόωντα, του ξέσκισε την κοιλιά και του πήρε τη ζωή. Ο Μενέλαος πήρε το τόξο του Αίαντα που είχε πέσει στο χώμα κι άρχισε να τοξεύει πίσω από την πρώτη γραμμή μήπως εκεί πετύχαινε τον Πάρι. Αντιθέτως, πέτυχε τον ηνίοχο του Πάμμονα, τον Ιππασίδη, που έπεσε από το άρμα και καταπατήθηκε από τα άλογα τραγικά. Ο νεαρός πρίγκιπας τρόμαξε, διότι δε γνώριζε να κυβερνά τα άλογα και κινδύνευε να γίνει στόχος των Αχαιών. Ωστόσο, εγκαίρως τον είδε ο αδελφός του, ο Έλενος, που πήδησε σιμά του, πήρε τα ηνία και τον οδήγησε στις Σκαιές Πύλες με ασφάλεια.
Ο Θρασυμήδης ατρόμητος λόγχισε τον Ακάμαντα της Θράκης, που εγκατέλειψε τη μάχη με τραύμα βαρύ. Ο Ευρύπυλος ως αντίποινα στόχευσε τον Θόαντα μα πέτυχε τον οπλαρχηγό του, τον Διηοπίτη στην κλείδα και τον αποτελείωσε κόβοντας του τα νεύρα των ποδιών, για να ξεψυχήσει σαν το ψάρι, ξεψυχώντας. Τότε, ο έξαλλος Θόας εντόπισε τον Πάρι και με ακόντιο τον πλήγωσε στον μηρό αλλά εκείνος δεν εγκατέλειψε.
«Πάω στο άρμα, να φέρω το τόξο, να δουν πώς θα τους καταπιεί το σκότος,» είπε στον Ευρύπυλο κι οπισθοχώρησε.
Στρέφοντας το βλέμμα πίσω στη μάχη ο γιός του Τηλέφου, αντίκρισε έναν βράχο να έρχεται καταπάνω του. Τον είχε σηκώσει και ρίξει άφοβα ο Ιδομενέας, για να εξουδετερώσει κι εκείνον. Τον πέτυχε στο χέρι, του έβγαλε τον ώμο και θρυμμάτισε το δόρυ του. Με οργή ξέχειλη, ο Ευρύπυλος υποχώρησε, για να του επανασυνδέσουν τον ώμο και να λάβει νέο δόρυ.
Ο Αγαμέμνων λιποθύμησε από εξάντληση, ο Μενέλαος ανακούρκουδα κάθισε στο χώμα, να ξαποστάσει, όσο οι άλλοι Αρχηγοί ανέλαβαν την πρώτη γραμμή και τους επετράπη να πάρουν μια ανάσα. Αφύπνισαν τον Αρχιστράτηγο εύκολα κι αφού ήπιε λίγο νερό, επέστρεψε στη θέση του, με τα όπλα σφιχτά κρατημένα.
Σαν να μην είχε τραυματιστεί ποτέ, αντίκρισαν τον Ευρύπυλο να ορμά ξανά, να σφάζει δεκάδες και να παίρνει στο κατόπι τις πλαγιές γραμμές.
«Τρώες, Δάρδανοι, Μύσοι, αδέλφια μου, γιατί οπισθοχωρήσατε; Πάμε να σπείρουμε αίμα και φόνο στον Αχαιό, που τρέχει έντρομος στα πλοία! Τώρα είναι η ευκαιρία να τους δείξουμε πως από παιδάρια διδασκόσασταν την Τέχνη του Πολέμου!»
Το μακελειό που ακολούθησε, η τρομερή θανή ανδρών Δαναών, που έπεφταν ασταμάτητα, δεν είχε θεαθεί ούτε όταν πάλευαν με τον Μέμνονα. Καταπνίγηκε η πεδιάδα από το αίμα των ξένων εισβολέων, με ιαχές προέλαυνε ο Ευρύπυλος κι ο Πάρις, κατέφθασε με το τόξο και την ξέχειλη από βέλη φαρέτρα γελώντας.
Ο ακατάβλητος γιός της Αστυόχης σκότωσε δυο Οπλαρχηγούς του Αγαμέμνονα και δυο του Μενέλαου, ενώ αποδεκάτισε την προσωπική φρουρά του Αρχιστράτηγου, τους αρτιότερα εκπαιδευμένους στρατιώτες των Μυκηνών, που κάποτε φοβόταν κι ο Έκτωρ. Ο Αινείας αποκεφάλισε τα δυο πρωτοπαλίκαρα του Ιδομενέα κι ο Αγήνωρ, ο γιός του Αντήνορα ο αγαπημένος, διχοτόμησε τον ηνίοχο κι Οπλαρχηγό του Σθένελου, του Αργίτη. Εφόσον έλειπε κι ο Διομήδης, οι Αργίτες εγκατέλειψαν παντελώς τη μάχη. Ως κι ο Πάρις έλαμψε, που με το φοβερό τόξο σκότωσε τρεις Σαλαμινίους Λοχαγούς και Κυβερνήτες πλοίων, που κάποτε φυλούσαν το λιμάνι του Τελαμώνα και πλέον, χωρίς τον αλύγιστο Αίαντα, πέθαναν σε μια στιγμή σχεδόν. Ο Τεύκρος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει κανέναν· το μέτωπο της Σαλαμίνας διαλύθηκε κι αυτό. Ύστατος, ο Ευρύπυλος αποτελείωσε τον ηνίοχο του Μέγητα και καταδίωκε τον ίδιο τον Αρχηγό του Δουλιχίου.
«Ακόμη και το κεφάλι να του κόψουμε, θαρρώ θα φυτρώσει άλλο και θα συνεχίσει να μας κυνηγά,» έτριβε τους κροτάφους απελπισμένος ο Μενέλαος.
Ο Ήλιος έδυσε κι οι σάλπιγγες με τα κύμβαλα ήχησαν.
Η μάχη έληξε ισόπαλη αλλά εκατέρωθεν οι απώλειες οι βαριές δεν έλειπαν. Οι Παφλαγόνες κι οι Παίονες θρηνούσαν οικτρά, ενώ οι Δαναοί σίγησαν και δε γιόρτασαν τίποτα μηδέ έφαγαν μαζί. Ο Ευρύπυλος κι η Αστυόχη έστειλαν νεκροστολισμένη την Ιέρα στη Μυσία κατευθείαν για ταφή, μαζί με τις γυναίκες της που είχαν επιζήσει κι ήταν πολλές, αφού πολεμούσαν ως άγρια, αδάμαστα θεριά.
Τη νύχτα, έπιασε βροχή καταρρακτώδης, που έπαυσε λίγο πριν το ξημέρωμα, για να ξεκινήσει εκ νέου. Συγκέντρωσαν τους νεκρούς τους από τις λάσπες και μάχη άλλη δεν έγινε. Ο Ευρύπυλος εκνευριζοταν από την αδράνεια, ο Πάρις απολάμβανε την απόλυτη δόξα κι οι Αργείοι θρηνούσαν κι απορούσαν πώς ήταν δυνατόν να μην είχαν γυρίσει ο Οδυσσέας κι ο Διομήδης ακόμα.
Το πρωί, μες στους όμβρους και τον αέρα που μαστίγωναν τη γη, η Ίφις βγήκε από τον έρημη σκηνή του Αχιλλέα, για να ταΐσει τα άλογα.
Για πρώτη φορά μετά τον θάνατο του κυρίου τους, είδε τους επιβήτορες να χλιμιντρίζουν χαρούμενοι, να αναπηδούν με χάρη και να δέχονται το χάδι της, τη φροντίδα στο τρίχωμα και στην ταΐστρα. Δεν ήταν δύσκολο να συμπεράνει ότι κι αυτοί περίμεναν, αδημονούσαν.
«Μην ανησυχείτε,» τους ψιθύρισε στοργικά, «ο νέος σας κύρης έρχεται, από μέρα σε ημέρα. Μονάχα, δεν ξέρω αν πρέπει να φοβηθούν πιότερο οι Τρώες ή οι Αχαιοί.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πάει κι αυτό...
Καλή Χρονιά παιδιά μου, με υγεία πάνω από όλα, ευτυχία, κάθε ευλογία σε αφθονία και ό,τι επιθυμείτε. Σας ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ που είστε εδώ, ειλικρινά. ✨✨✨✨✨✨✨🎄✨✨✨✨✨✨✨
Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; :)
Μεγάλο μεν αλλά αναγκαία, διότι έπρεπε ορισμένα πράγματα να γίνουν μαζί. Ελπίζω να απολαύσετε τη μικρή ματιά στο μεγαλειώδες πρόσωπο της Ιέρας, Βασίλισσας και Πριγκίπισσας Πολεμίστριας των Μυσών. Οι δυο γιοί της μελλουν να κάνουν παπάδες 😎(στην επιμέλεια του βιβλίου θα της δώσω πολύ χώρο και στην αρχή, στην επίσημη επίθεση των Αχαιών στη Μυσία καταλάθος)
Στο επόμενο, βέβαια, θα χαρεί η αγαπημένη whimsimarion διότι εμφανίζεται ο ενήλικος Νεοπτόλεμος. Και μαζί με αυτόν, όλο το σοι... Μα τι έχει γίνει και δεν έχουν γυρίσει αυτές οι ψυχές; 🤔
Να παρουσιάσουμε και το cast των νέων χαρακτήρων, δεν είναι δυο και τρεις 😆
Ορεάδα Οινώνη η Hannah Arterton
Ιέρα η Keeley Howes
Ευρύπυλος του Τηλέφου ο Alex Pettyfe
Αστυόχη η Katherine Tat
Τον Νεοπτόλεμο... μετά ;)
Ελπίζω να σας δω στο επόμενο κεφάλαιο. Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας. Καλό κι ευτυχές 2025 🎄✨🎄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top