Κεφάλαιο 7 - Το παρελθόν


Οι πρώτες πρωινές ηλιαχτίδες φίλησαν το πρόσωπό του με μια γλυκιά ζέστη και τα μάτια του δεν κατάφεραν να αντισταθούν σε αυτό τους το έντονο κορτάρισμα. Τέντωσε το σώμα του και έπειτα έφερε τα χέρια του στο πρόσωπό του, τρίβοντας ελάχιστα τα μάτια του. Όταν τα άνοιξε, γύρισε στο πλάι για να αντικρίσει το απόλυτο κενό και τα κρύα, ανακατεμένα σεντόνια, σημάδι που δήλωνε πως η χθεσινή συντροφιά του είχε αποχωρήσει νωρίς.

Ακόμα δε μπορούσε να καταλάβει πώς η κατάσταση είχε ξεφύγει τόσο πολύ και είχε αυτή την κατάληξη. Δεν έπρεπε να γίνει αυτό με τη Λαγιάλι, αλλά τώρα δε μπορούσε να το πάρει πίσω. Δε θα επέτρεπε να συνεχιστεί.

Το μυαλό του είχε σταθεί σε ένα περίεργο σταυροδρόμι και αδυνατούσε να σκεφτεί λογικά, μα η καρδιά του είχε κουραστεί να λειτουργεί βάση της λογικής. Είχε κουραστεί τα πάντα και δε μπορούσε πλέον να αντιμετωπίζει την κατάσταση που τον τύφλωνε αυτά τα πέντε χρόνια. Έπρεπε να παρθεί μια απόφαση. Αυτό συνέχιζε να υπενθυμίζει στον εαυτό του τα βράδια που δε μπορούσε να κοιμηθεί, τις μέρες που ξυπνούσε και ανέπνεε τον αέρα που δε θα ανέπνεε εκείνη ξανά, τις ώρες που περπατούσε ψάχνοντας το απόλυτο κενό για να χαθεί μέσα του και να σταματήσει να αισθάνεται, να σκέφτεται, να ζει. Και σε μια μονάχα στιγμή, είχαν όλα θαφτεί σε αυτό το κενό που η ψυχή του δεν αποδεχόταν, μα το σώμα του αγκάλιασε δίχως δεύτερη κρίση.

Τα ζεστά σκεπάσματα που φιλοξενούσαν το γυμνό του κορμί ήταν δύσκολο να τα αποχωριστεί, μα έπρεπε να σύρει το σώμα του μακριά από αυτά και να βοηθήσει στον τελικό εφοδιασμό του πλοίου μιας και θα αποχωρούσαν μόλις ο ήλιος αποχωριζόταν την κρυψώνα του θαλάσσιου ορίζοντα. Δε μπορούσε να μένει άλλο άπραγος.

Με γρήγορες κινήσεις μάζεψε τα ρούχα του από το πάτωμα και τα φόρεσε. Έπειτα προχώρησε προς μια μικρή λεκάνη με καθαρό νερό και έπλυνε το πρόσωπό του πριν πιάσει το λεπτό πόμολο της πόρτας και την τραβήξει προς το μέρος του.

Ο δροσερός αέρας ανακάτεψε τα μαλλιά του και έμπλεξε την μυρωδιά της θάλασσας ανάμεσα σε αυτά. Πάνω στο κατάστρωμα επικρατούσε ένας πανικός. Το πλήρωμα κουβαλούσε τεράστια κιβώτια και τα εναπόθετε σε μια άκρη ανάλογα το περιεχόμενο, άλλοι έλεγχαν την κατάσταση του πλοίου, μερικοί έκαναν επισκευές και μια ομάδα μερικών αντρών είχε συσπειρωθεί γύρω από την καπετάνισσα.

Δε πρόλαβε να κάνει μερικά βήματα όταν μια γνώριμη φιγούρα στάθηκε μπροστά του. Ήταν ο άντρας που βρισκόταν στο δωμάτιό του μαζί με την Λαγιάλι όταν ξύπνησε από το σχεδόν μόνιμο ύπνο του. Τώρα μπορούσε να τον δει πιο καθαρά. Τα μεγάλα στρογγυλά του μάτια ήταν κατάμαυρα σαν το κάρβουνο, πράγμα που έκανε πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις την κόρη τους, αλλά ήταν τόσο εκφραστικά που η γλώσσα του σώματος φάνταζε περιττή. Το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο και αυτό του πρόσδιδε κάποια αυστηρότητα σε συνδυασμό με το μεγάλο τατουάζ που είχε στιγματίσει το σκαλπ του. Δεν ήταν πολύ ψηλότερος από εκείνον, μα κάτι τον έκανε να μοιάζει πόντους πιο ισχυρός, πράγμα που τον ανάγκασε να κάνει ένα βήμα πίσω.

«Άκου να σου πω...μορφονιέ.» ξεκίνησε να λέει με τόνο σκληρό και φωνή βαθιά που έσταζε απειλές. «Δε με νοιάζει ποιος είσαι και τι σκοπό έχει η άθλιά σου ύπαρξη σε αυτό τον κόσμο, αλλά η καπετάνισσα είναι σε διαφορετική μοίρα από εσένα. Μη μας γίνεις εμπόδιο, γιατί η ζωή της μετράει για τις εκατό δικές μας. Μη μας γίνει τσιμπούρι, γιατί θα το κόψουμε από τη ρίζα και θα σε αφήσουμε να πεθάνεις με τον πιο αργό και βασανιστικό τρόπο. Μέτρα τα λόγια σου και κυρίως μέτρα τις πράξεις σου. Δεν είμαι ηλίθιος. Δε με ξεγελάς.»

Ο Λαχάρ άκουγε υπομονετικά τον πειρατή και δεξί χέρι της Λαγιάλι, τον Σαρίν. Όταν σταμάτησε να μιλά, σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθος και σήκωσε ελαφρά το κεφάλι του. «Ούτε εγώ είμαι ηλίθιος, Σαρίν. Ξέρω ακριβώς τι πρέπει να κάνω και τι πρέπει να προσέχω. Δεν έχω λόγο να βλάψω την καπετάνισσα, ούτε να κάνω κακό σε κανένα από εσάς. Ο σκοπός μου είναι κάτι που η δικιά σου ύπαρξη δε θα καταλάβει ποτέ και κάτι που θα έπρεπε να φοβάσαι. Σε αυτούς τους καιρούς, εκείνος που θα έπρεπε να τρέμεις δεν είμαι εγώ.» είπε και προσπέρασε τον εκνευρισμένο πειρατή. Μα πριν προχωρήσει άλλο, κοντοστάθηκε λιγάκι και έστρεψε το κεφάλι του στο πλάι.

«Αν και μου αρέσει το 'μορφονιός', θα προτιμούσα να με φώναζες με το όνομά μου: Λαχάρ.»

Και χωρίς δεύτερη κουβέντα και πριν προλάβει ο πειρατής να τον μαχαιρώσει πισώπλατα, προχώρησε προς την μικρή μάζωξη. Όσο πλησίαζε κατάφερνε να ακούσει πιο καθαρά τις οδηγίες της καπετάνισσας.

«Μακ, Πάντι, Γουέλς, είστε υπεύθυνοι για το κατάστρωμα και ανά τρεις ώρες θα αλλάζετε βάρδια στα κουπιά. Τρις, σε θέλω στην πρύμνη να ελέγξεις ότι οι γραμμές πρόσδεσης είναι τεντωμένες και υπάρχει χώρος ώστε να μπορέσουμε με λίγους ελιγμούς να αποχωρήσουμε, Μποζούν αναλαμβάνεις την πλώρη. Τέο, ανεβαίνεις στη Γέφυρα και θέλω πλήρη έλεγχο της πλώρης, της πρύμνης και του ορίζοντα σε πλήρη στροφή μοιρών. Ιλάι, στο διάδρομο, ώστε να αποφύγουμε τυχόν εκπλήξεις.» Με την τελευταία της εντολή όλοι γέλασαν και άρχισαν να πειράζουν το νεαρό Ιλάι. Δε θα ήταν πάνω από είκοσι ετών και το ανοιχτό του δέρμα δήλωνε πως δεν ήταν καιρό κάτω από τον εξουθενωτικό ήλιο. Ο Λαχάρ αναρωτήθηκε πώς να βρέθηκε ένα τόσο νέο παιδί πάνω σε ένα πειρατικό πλοίο.

Το πλήρωμα δεν καθυστέρησε άλλο και έφυγε για το πόστο του γελώντας και πειράζοντας τη νεαρή προσθήκη του πληρώματος. Ο Λαχάρ έμεινε να τους κοιτάζει για λίγο.

«Την προηγούμενη φορά που ο Ιλάι ήταν υπεύθυνος του διαδρόμου, μας έφερε κρυφά μια κοπέλα στο πλοίο.» είπε η Λαγιάλι στεκόμενη πλέον δίπλα του.

Από τον τόνο της φωνής της κατάλαβε πως δεν ήταν και τόσο ευχαριστημένη με αυτή του την πρωτοβουλία. «Και γιατί είναι κακό αυτό; Τόσοι μήνες στη θάλασσα είναι ικανοί να λυγίσουν και τον πιο δυνατό χαρακτήρα.» αποκρίθηκε προσπαθώντας να δικαιολογήσει τον Ιλάι.

«Δεν ήταν κακό, μέχρι που μας κουβαλήθηκε εδώ η προσωπική φρουρά της Σιρκόνιας. Βλέπεις, η κοπέλα που έφερε ο Ιλάι ήταν η κόρη του βασιλικού αξιωματικού. Αφού τη γλιτώσαμε όλοι με τα κεφάλια μας στη θέση τους, θεωρούμε τους εαυτούς μας ευλογημένους. Ε και τώρα το συμβάν εκείνο θα αργήσει να σβήσει από τη μνήμη του πληρώματος. Νομίζω πως απλά διασκεδάζουν με το να κάνουν τον μικρό να κοκκινίζει από τη ντροπή του.» απάντησε και αφού του χαμογέλασε, κίνησε να φύγει. Μα πριν κάνει άλλο βήμα, ο Λαχάρ έπιασε το μπράτσο της.

«Λαγιάλι, περίμενε λίγο.» την παρακάλεσε σιγανά. Τα χρυσαφιά της μάτια βούτηξαν στα δικά του και ύστερα από λίγο ξεφύσηξε κουρασμένα.

«Λαχάρ, αν είναι για το χθεσινό, ας το αφήσουμε. Ήταν απλά μια περίεργη στιγμή και για τους δυο μας. Θέλαμε κάπου να ξεσπάσουμε και βρήκαμε τον πιο εύκολο τρόπο να το κάνουμε.» είπε, προλαβαίνοντας τα δικά του λόγια. «Από εδώ και πέρα πρέπει να είσαι αφοσιωμένος στον σκοπό και την αποστολή σου. Μόλις βγούμε στ' ανοιχτά το βράδυ, θα μιλήσουμε ήρεμα και ήσυχα. Είναι πολλά αυτά που πρέπει να μάθεις.»

Και χωρίς να τον ακούσει, έφυγε φωνάζοντας στο πλήρωμά της να μαζέψει τα πανιά, να δέσει τα σκοινιά γερά και ο διάδρομος να ανέβει στο πλοίο, ώστε να αποχωρήσουμε από το λιμάνι της Ζιφάρι για την Καέλια.

Το βράδυ τους είχε βρει στο κέντρο των αστεριών και το γερό καράβι έσκιζε αθόρυβα τα κύματα που χάιδευαν το ξύλινο σκαρί. Ο Λαχάρ στεκόταν στο σκαλοπάτι της πλώρης με το φως του μισοφέγγαρου και του έναστρου ουρανού να ζεσταίνουν το αδύναμο σώμα του.

Ο Σαρίν βαστούσε γερά το τιμόνι και παρατηρώντας αρκετά συχνά τον ουρανό, έστριβε το πλοίο ή το κρατούσε σταθερό στην πορεία του. Οι επόμενες δυο μέρες θα περνούσαν αρκετά γρήγορα και για αυτό έπρεπε να ασχοληθεί με τη διπλωματική πλευρά του. Στην Καέλια θα έβρισκε τη βασίλισσα Μέριλι, τον πρώτο σταθμό βοηθείας. Με βάση την απάντησή της θα κρινόταν το μέλλον του Βορρά και της Σεβέλ που με δυσκολία κρατούσε ακόμα.

Στη σκέψη του Κάιν και της αδελφής του να βρίσκονται στα χέρια των απέθαντων, το κορμί του άρχισε να τραντάζεται και ο θυμός του να ξεσπά. Έθαψε το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες του και προσπάθησε να πάρει μερικές βαθιές ανάσες.

Ένα απαλό ακούμπημα στον ώμο του τον έβγαλε από τις πιο πικρές του σκέψεις και σήκωσε το κεφάλι του για να δει την Λαγιάλι να κάθεται απέναντί του. Αμίλητη σταύρωσε τα πόδια της και το χρυσαφί της βλέμμα δεν πρόδιδε κανένα συναίσθημα.

«Όσο πιο γρήγορα μάθεις το παρελθόν σου, τόσο πιο εύκολα θα σχηματίσεις το μέλλον.» ψιθύρισε και άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του με τις παλάμες της να κοιτούν τον στολισμένο ουρανό.

Χωρίς να το σκεφτεί, ο Λαχάρ ακούμπησε τα χέρια της με την καρδιά του να σφυροκοπά δυνατά στο στήθος του. «Δείξε μου.»

Η Λαγιάλι έγνεψε και έπειτα όλα μαύρισαν.

Τα μακριά χρυσόξανθα μαλλιά της ήταν βουτηγμένα στον ιδρώτα. Τα χέρια της έσφιγγαν με κόπο και δύναμη τα λινάρια και οι κραυγές της έβγαιναν κοφτές με την ανάσα της, καυτή, να σχηματίζει μικρές ομίχλες στον κρύο αέρα. Οι μαίες προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν και να την βοηθήσουν να γεννήσει όσο πιο ομαλά γινόταν.

Και ύστερα από λίγο η γυναίκα αναστέναξε βαθιά. Τα γαλανά της μάτια άνοιξαν πλατιά και το κλάμα του μωρού έσκισε το δειλινό. Οι μαίες καθάρισαν το μωρό και το φάσκιωσαν πριν το εναποθέσουν στην αγκαλιά της μητέρας του.

«Είναι αγόρι.» της είπε η γερόντισσα με ένα πλατύ χαμόγελο. «Ποιο θα είναι το όνομά του;»

Η γυναίκα ξεροκατάπιε και γέλασε ανάμεσα στους λυγμούς και τα δάκρυά της. Φίλησε το κεφάλι του μωρού και χάιδεψε το μάγουλό του, ενώ εκείνο χασμουρήθηκε.

«Λαχάρ.....το μικρό μου κύμα. Δυνατό σαν τον ωκεανό, ασταμάτητο σαν τον ουρανό. Δε θα αφήσω κανένα να σε πειράξει.»

Η γερόντισσα έδιωξε τις μαίες από το μικρό δωμάτιο και πριν αποχωρήσει και η ίδια, γύρισε και κοίταξε το νεαρό κορίτσι. «Από εδώ και πέρα δεν είσαι μόνη σου, Άλιμα. Έχεις και ένα παιδί να φροντίσεις. Το χωριό ήδη μιλάει για την απουσία συζύγου από το σπιτικό σου.»

Στα τελευταία της λόγια η Άλιμα γούρλωσε τα μάτια της και η ανάσα της σχεδόν κόπηκε. Αγκάλιασε το παιδί της σφιχτά σα να προσπαθούσε να το προστατεύσει από τον ίδιο τον αέρα. Η γερόντισσα έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω της, αφήνοντας την κοπέλα μόνη της.

Το μωρό σα να κατάλαβε το άγχος της μητέρας του άρχισε να κλαίει γοερά. Η Άλιμα το κούνησε στην αγκαλιά της και το άφησε να θηλάσει. Μάταια προσπαθούσε και εκείνη να συγκρατήσει τα δάκρυά της, αλλά κατάφερα να ηρεμήσει το τράνταγμα του αδύναμου κορμιού της.

«Είμαστε μόνοι μας, Λαχάρ. Μόνοι μας, μακριά τους. Δε θα αφήσω κανένα να σε πειράξει. Γλιτώσαμε, μωρό μου.» ψιθύρισε σαν να φοβόταν μήπως τους ακούσει κανείς και μαρτυρήσει την παρουσία τους. Δεν έπρεπε να μάθουν. Είχαν πια ξεφύγει. Μπορούσε να ξεκινήσει μια νέα ζωή σε ένα χωριό που δε τη γνώριζε κανείς. Θα τα κατάφερναν ακόμα και αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε.

........................................................................................................................

Γιατί άλλη δουλειά δεν είχατε, παρά να μαζεύετε και άλλα ερωτήματα. Μα σιγά σιγά ξεδιπλώνεται το κουβάρι και παίρνετε απαντήσεις. Το θέμα είναι........ θα βρεθείτε προ εκπλήξεως.

Enjoy!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top