Κεφάλαιο 5 - Χαμένος πρίγκιπας
Περπατούσαν σιωπηλοί στα σοκάκια της Ζιφάρι, προσπερνώντας πιωμένους πειρατές και απελπισμένους εμπόρους, πορνεία, σαπισμένα καπηλειά και άδεια πανδοχεία. Η Λαγιάλι περπατούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και δεν ήταν λίγες οι φορές που έλειψε να τη χάσει από το οπτικό του πεδίο. Την τελευταία φορά που έγινε αυτό, την έπιασε από το μπράτσο και την ανάγκασε να σταματήσει.
«Έχουμε αργήσει, Λαχάρ.» είπε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
«Κάποτε δε σε ένοιαζε αν θα αργούσες και έμενες ως το πρωί ξύπνια να μετράς τα αστέρια μαζί μου.» απάντησε με φωνή σταθερή και ίσως λίγο περιπαικτική.
Ο χείμαρρος των εβένινων μαλλιών της τινάχτηκε και το κεφάλι της γύρισε αστραπιαία προ το μέρος του. «Τι;» ρώτησε έκπληκτη.
«Στο παλάτι, στην Ινάλ.....» ξεκίνησε να εξηγεί, μα τον έκοψε σηκώνοντας τη παλάμη της μπροστά της.
«Ναι, θυμάμαι.....Αλλά εσύ, γιατί;» είπε ψιθυριστά, αλλά όχι τόσο σιγανά ώστε να μην την ακούσει.
«Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να σε ξέχασα. Περνούσαμε πολύ χρόνο μαζί, κάθε φορά που ερχόσουν με τον πατέρα σου στην Ινάλ.»
«Τι άλλο θυμάσαι;» ρώτησε εκείνη βιαστικά και τα χρυσά της μάτια βούτηξαν μέσα στα δικά του γεμάτα προσμονή.
«Τι εννοείς;» αναρωτήθηκε περίεργος. «Θυμάμαι εσένα, σχεδόν κάθε χρόνο να με επισκέπτεσαι μαζί με τον πατέρα σου που πουλούσε τα εμπορεύματά του στην Αγορά μας. Παίζαμε μαζί, μιλούσαμε, ο πατέρας σου μας έλεγε ιστορίες από τα ταξίδια σας και κάθε βράδυ μου έκανες την ίδια ερώτηση: Ξέρεις γιατί τα αστέρια είναι τόσο λαμπερά;»
Η Λαγιάλι χαμογέλασε και κοίταξε για μια στιγμή τον ουρανό. Όσο ουρανό άφηναν τα χτισμένα, το ένα πάνω στο άλλο, σπίτια να φανεί. Έπειτα στράφηκε ξανά σε εκείνον και τα χρυσά της μάτια σκοτείνιασαν.
«Λαχάρ, τι ξέρεις για τους απέθαντους; Για αυτούς που απεγνωσμένα κυνηγάς;» ρώτησε και η βραχνιασμένη της φωνή έστειλε παγωμένα κύματα στη ραχοκοκαλιά του.
«Ξέρω ότι ανεβαίνουν στη γη οι νεκρές ψυχές και καταλαμβάνουν ανθρώπινα σώματα, ώστε να καταφέρουν να ζήσουν ξανά ανάμεσα στους ζωντανούς. Οι συγκεκριμένοι απέθαντοι, χρησιμοποιούνται από τον Ράμα για να δημιουργήσει έναν πανίσχυρο αθάνατο στρατό που θα τον ανακηρύξει Μέγα Βασιλέα.» απάντησε όσο πιο συνοπτικά μπορούσε.
«Και νομίζεις πως μπορείς να τους νικήσεις στην κατάστασή σου; Μόνος και αβοήθητος; Χωρίς να γνωρίζεις πώς πραγματικά μπορείς να αποτρέψεις ένα νεκρό σώμα να κατοικηθεί; Χωρίς να γνωρίζεις πώς μια ψυχή μπορεί να βγει με τη βία από το κορμί που προσπαθεί να καταλάβει; Χωρίς να γνωρίζεις ότι αυτή που ψάχνεις δεν ανήκει πια στον κόσμο μας;»
«Δεν είμαι αβοήθητος.» είπε ξεροκαταπίνοντας, ενώ γνώριζε ότι αν η Λαγιάλι δεν βρισκόταν εκεί την στιγμή που βρέθηκε, τώρα θα ήταν νεκρός.
Η Λαγιάλι τον πλησίασε και άλλο, σε σημείο που μόνο οι ανάσες τους, τους χώριζαν. Τα χρυσά της μάτια κάρφωσαν τα δικά του. «Δε νομίζεις ότι ήταν φοβερή σύμπτωση το γεγονός ότι σε βρήκαμε, σε σώσαμε, σε μαζέψαμε και σε πάμε στο σημείο που θα ήταν η επόμενη στάση σου;»
«Λαγιάλι, τι λες...» άρχισε να λέει μα η ζεστή και απειλητική φωνή της του έκοψε τη φόρα. Κάτι ήταν εντελώς λάθος σε αυτή την κατάσταση και ήταν πολύ αργά τώρα για να αντιδράσει.
«Συγγνώμη για αυτό Λαχάρ, αλλά έτσι πρέπει να γίνει.» Η Λαγιάλι εξέπνευσε βαθιά και την αμέσως επόμενη στιγμή, τα χέρια της βρέθηκαν στους κροτάφους του με τις παλάμες της να ασκούν μερική πίεση σε αυτούς.
«Λαγιάλι;» ρώτησε μα δεν πήρε απάντηση. Αντί αυτής, ξαφνικά όλα μαύρισαν και ένιωσε το σώμα του να καταρρέει. Αναμνήσεις, ξέφρενα όνειρα περνούσαν μπροστά από τα μάτια του και έτρεχαν στο μυαλό του. Ήταν η δεύτερη φορά που το άγγιγμα της Λαγιάλι προκαλούσε μια τέτοια αντίδραση. Προσπάθησε να απομακρυνθεί από το κράτημά της, μα ήταν δυνατή.
Μια ανάμνηση ξεπήδησε από τον άυλο κόσμο της και ήρθε μπροστά του, βουτηγμένη στο σκότος. Μια γυναίκα με καλυμμένο πρόσωπο έτρεχε μέσα στο σκοτάδι και στα χέρια της κουβαλούσε ένα μωρό. Προσπάθησε να την ακολουθήσει μα τα πόδια του ήταν δεμένα στο μαύρο έδαφος. Ξάφνου η μυρωδιά φωτιάς διαπέρασε τα ρουθούνια του και τον έκανε να βήξει, την ίδια στιγμή που έβηχε και η γυναίκα. Κοίταξε γύρω του. Η μαυρίλα άρχισε να καίγεται και αποκάλυπτε σιγά σιγά ένα καιόμενο δάσος και πέρα στην κορυφή του λόφου, ένα πέτρινο κάστρο που κατέρρεε ύστερα από τα χτυπήματα των καταπελτών. Ιαχές πολέμου έστελναν την ηχώ τους ως τα αυτιά της πεδιάδας όπου βρίσκονταν. Η γυναίκα τον κοίταξε και τα γαλάζια της μάτια έλαμψαν στο σκοτάδι. Και ήταν γνώριμα μάτια. Ο Λαχάρ έκανε ένα βήμα μπροστά και εκείνη πανικόβλητη ούρλιαξε, κρατώντας το μωρό που τώρα έκλαιγε, πιο σφιχτά στην αγκαλιά της.
Ήθελε να της πει να του δώσει το παιδί, πως θα την κυνηγούσε μέχρι να το πάρει και οι διαταγές του έληγαν μόνο όταν κειτόταν νεκρή. Τα συναισθήματα με κατέκλυσαν και δεν ήξερα πια σε ποιον ανήκαν. Σήκωσε τα χέρια του να επιτεθεί, και τότε είδε πως ήταν καλυμμένα με μια γερή πανοπλία και κρατούσε μια σχεδόν κατεστραμμένη ασπίδα στο αριστερό χέρι και ένα βουτηγμένο στο αίμα σπαθί, στο δεξί.
Και η γυναίκα έτρεξε.
Και εκείνος έτρεξε, όχι για να την βοηθήσει, μα για να την σταματήσει και να της πάρει το μονάκριβο παιδί της. Το αίμα του έβραζε και ήθελε όσο τίποτα να την πιάσει στα χέρια του, να σφίξει το λεπτό, εύθραυστο λαιμό της. Και τότε εκείνη έφτασε σε ένα ξέφωτο. Μα δεν ήταν μόνη. Και άλλοι στρατιώτες την είχαν περικυκλώσει και δεν είχε οδό διαφυγής. Κοίταζε γύρω της ξέφρενα, παρακαλούσε για τη ζωή του παιδιού της και η φωνή της ήταν τόσο απαλή, γλυκιά και όμορφη, τόσο...γνώριμη.
Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε άλλο, κάποιος της έριξε ένα βέλος στο πόδι και εκείνη έπεσε στα γόνατά της βίαια. Και το μωρό συνέχιζε να κλαίει, να σπαράζει στην αγκαλιά της ετοιμοθάνατης μητέρας του. Ένας άλλος στρατιώτης την πλησίασε και βούτηξε από τα χέρια της το βρέφος και εκείνη προσπάθησε να το πάρει πίσω, να σταματήσει τον στρατιώτη. Μα δεν πρόλαβε να το κάνει. Τα πόδια του τον έφεραν κοντά της. Το σπαθί του υψώθηκε από πάνω της. Δεν ήθελε να προβάλει αντίσταση στο στρατιώτη, δεν ήταν σίγουρος ότι μπορούσε, δεν ήταν σίγουρος αν το ήθελε.
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και η κουκούλα της κάπας της έπεσε πίσω από τα χρυσά μαλλιά της, αφήνοντας τις φλόγες να φωτίσουν το λευκό της δέρμα. Πριν προλάβει να αντιδράσει, το σπαθί έπεσε με φόρα στο λαιμό της, σκοτώνοντας εκείνη: Τη μητέρα του, την αγαπημένη σύζυγο του πρώην βασιλιά της Ινάλ.
Όλα ήταν λάθος.
ϙϞϡϖϫ
Τινάχτηκε επιτρέποντας στον εαυτό του να πέσει πίσω στο κρύο και βρώμικο έδαφος, προσπαθώντας να πάρει μια φυσιολογική ανάσα. Στο στόμα του υπήρχε ακόμα η γεύση της φωτιάς και του καμένου ξύλου, ενώ γευόταν και κάτι πιο μεταλλικό, αίμα. Τα χέρια του έτρεμαν και το μυαλό του μεταπηδούσε από μνήμη σε ανάμνηση, προσπαθώντας να διορθώσει το λάθος που μόλις έφερε στο νου του. Δεν μπορεί κάτι τόσο διεστραμμένο να βούτηξε στο υποσυνείδητό του. Ήταν εφιάλτης ή κάτι ανεξήγητο; Τι είχε μόλις δει; Η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη και προσπάθησε να τη συγκρατήσω δίχως ιδιαίτερη επιτυχία. Ήθελε απαντήσεις. Τι συνέβαινε;
Σήκωσε το κεφάλι του και είδε τη Λαγιάλι να στέκεται κουρασμένη, με δυσκολία όρθια και με ένα παχύ ρυάκι αίματος να τρέχει από τη μύτη της. Σήκωσε με κόπο το χέρι της και με την ανάστροφη της παλάμης της σκούπισε άτσαλα το αίμα που έτρεχε. Αμέσως μετά τα πόδια της δεν την κρατούσαν άλλο και αφέθηκε ελεύθερη.
Ο Λαχάρ πρόλαβε και την έπιασε πριν χτυπήσει με φόρα στο έδαφος και εκείνη έφερε το αδύναμο χέρι της στο στήθος του. Ανοιγόκλεισε τα χείλη της, λέγοντας κάτι που δεν κατάφερε να ακούσει.
«Τι είναι;» ρώτησε προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εαυτό του από το να ουρλιάξει και να ζητήσει άμεσα εξηγήσεις. Θα περίμενε μέχρι να συνέλθει.
Η Λαγιάλι κούνησε το κεφάλι της και του έκανε νόημα να πλησιάσει. Έφερε το αυτί του κοντά στα χείλη της και η φωνή της βαριά, σιγανή και σπαστή κατάφερε να σχηματίζει μια φράση: «Άραοζ, στον παππού».
ϙϞϡϖϫ
Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, έτρεξε προς το σημείο που νόμιζε ότι ήταν ο Άραοζ και το κατάστημα των σπαθιών, καταφέρνοντας να χαθεί μέσα στα σοκάκια. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά μα η Λαγιάλι δεν μπορούσε να την ακούσει. Είχε λιποθυμήσει αφού του είπε το όνομα του Άραοζ και έτσι δεν μπορούσε να την συμβουλευτεί, ώστε να του δείξει το σωστό δρόμο και όσοι κυκλοφορούσαν σε αυτά τα σοκάκια δεν είχαν ιδέα πού βρίσκονταν από το πολύ πιοτό.
Βόλεψε την καπετάνισσα καλύτερα στα χέρια του και έπειτα ξεκίνησε να ψάχνει για ένα πιο γνώριμο δρόμο. Μα πριν προλάβει να κάνει άλλο βήμα, μια πόρτα στα αριστερά του άνοιξε και ένα χέρι τον τράβηξε βίαια προς το μέρος της. Την επόμενη στιγμή βρέθηκε στο μαγαζί από όπου είχαν φύγει βιαστικοί μιας και ο καταστηματάρχης δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικός.
Ο γέροντας έκλεισε την πόρτα πίσω τους κλειδώνοντάς τη και χωρίς να χάσει χρόνο, άδειασε ένα πάγκο γεμάτο σπαθιά, ρίχνοντάς τα στο έδαφος και του έκανε νόημα.
«Τι έπαθε;» ρώτησε ο Λαχάρ, αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση, οπότε δέχτηκε να παίξει στο παιχνίδι τους για τώρα.
Πήγε γρήγορα κοντά του και εναπόθεσε την αναίσθητη Λαγιάλι στο τραπέζι. Ο γέροντας τον έσπρωξε πίσω και εξέτασε το σώμα που είχε μπροστά του. Έπειτα σήκωσε το χέρι του ψηλά με τον αγκώνα να κοιτάζει το ταβάνι και ύστερα έσφιξε τα δάχτυλά του σε μπουνιά. Τον άκουσε να ψιθυρίζει κάτι στη γλώσσα των Αντριάνι και τα μάτια του φωτίστηκαν όταν η γροθιά του πήρε ένα γλυκό πράσινο χρώμα και καπνοί σαν αναρριχητικό φυτό πλέχτηκαν με ένα συγκεκριμένο μοτίβο γύρω από τον καρπό του φτάνοντας ως τον αγκώνα του.
Ο Λαχάρ είχε παγώσει στη θέση του μη μπορώντας να αντιδράσει από αυτό που έβλεπε να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια του. Και μετά ο γέροντας έφερε με φόρα τη γροθιά του στο στέρνο της Λαγιάλι, κοντά στην καρδιά της, διαπερνώντας το κορμί της.
Τα γόνατά του κόπηκαν. Την σκότωσε. Ο γέρος σκότωσε τη Λαγιάλι.
Ετοιμάστηκε να τον σφάξει όταν μια δυνατή ριπή αέρος σάρωσε το μικρό δώμα και τα παράθυρα έτριξαν, το έδαφος άρχισε να τρέμει και ο ήχος μιας απότομης ανάσας έκοψε τους υπόλοιπους θορύβους. Η Λαγιάλι ανασηκώθηκε από το τραπέζι και έμεινε να κοιτάζει το κενό μπροστά της πριν στραφεί στον γέροντα δίπλα της.
«Λαγιάλι...» ψιθύρισε εκείνος πριν την χαστουκίσει δυνατά. «Μην το ξανακάνεις αυτό...ποτέ.»
Με δάκρυα στα μάτια η καπετάνισσα άφησε ένα λυγμό να της ξεφύγει και αγκάλιασε τον μυστηριώδη γέροντα που έσκυψε για να της ανταποδώσει την αγκαλιά. Το βλέμμα της πέρασε πάνω από τον ώμο του γέροντα και κάρφωσε το δικό μου. «Τον βρήκα, παππού. Τον χαμένο πρίγκιπα.»
ϙϞϡϖϫ
Ο γέροντας αφού σιγουρεύτηκε πως η Λαγιάλι ήταν καλά, έφυγε από το πλάι της και χάθηκε στο σιδηρουργείο του.
Πριν προλάβει ο Λαχάρ να πει τίποτα σε εκείνη, ο γέροντας είχε επιστρέψει ξανά μα αυτή τη φορά κουβαλούσε στα χέρια του μια μακριά μαχαίρα. Τον κοίταξε για λίγο με το σκληρό του βλέμμα να μην αφήνει το πρόσωπό του να ηρεμήσει και αφού το σκέφτηκε αρκετά, την έπιασε με το ένα του χέρι και την πέταξε προς το μέρος του πρίγκιπα. Ευτυχώς για εκείνον τα αντανακλαστικά του δεν είχαν παγώσει όπως το υπόλοιπο σώμα μου και έτσι έπιασε με το δεξί του χέρι την μαχαίρα.
Η λαβή της ήταν φτιαγμένη από καθαρό ασήμι και γύρω της μπλέκονταν μικρότερες φλέβες χρυσού σαν ρίζες άνθεων που έκλειναν γύρω από ένα περίεργο έμβλημα: Δυο ασημένια ελλειψοειδή φεγγάρια που αντίκρυζαν το ένα το άλλο και στη μέση τους έλαμπε ένας χρυσός λέων.
Μερικές φλέβες ασημιού και χρυσού πλέκονταν μεταξύ τους σαν φλόγα που έγλειφε την κοφτερή λεπίδα. Τα δάχτυλά του άγγιξαν το δροσερό της μέταλλο και κάτω από αυτά άρχισαν να χαράσσονται γράμματα πάνω στη λεπίδα που τελείωναν στην αιχμή της.
«Gigantes deorum non adiciet ut resurgat*» ψιθύρισε και μόνο όταν άκουσε τα λόγια του κατάλαβε ότι ανήκαν σε άλλη γλώσσα.
Κοίταξε τους δυο έκπληκτους ανθρώπους μπροστά του. «Τι συμβαίνει; Γιατί καταλαβαίνω τη γλώσσα αυτή; Ποιοι είστε;» ρώτησε και σήκωσε τη μαχαίρα, προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο.
Η Λαγιάλι έριξε τα πόδια της στο πλάι, ώστε να κρέμονται όσο ήταν καθιστή στον ξύλινο πάγκο. «Λαχάρ ηρέμησε. Θα στα εξηγήσω όλα. Καταλαβαίνω ότι αυτή η στιγμή είναι πολύ περίεργη για εσένα, μα πρέπει και εσύ να καταλάβεις ότι υπηρετούμε έναν ανώτερο σκοπό. Ένα σκοπό που σε αφορά και αφορά την αποστολή που πασχίζεις να φέρεις εις πέρας.»
«Τι εννοείς;» ρώτησε, χωρίς να αφήσει καμιά κίνησή τους να του ξεφύγει.
Η Λαγιάλι ξεκίνησε να μιλήσει, μα ο γέροντας την έκοψε. «Ας ξεκινήσουμε από τα πιο σημαντικά.» είπε και η βαθιά φωνή του απλώθηκε σε όλο το χώρο. «Δεν είσαι πρίγκιπας της Ινάλ, Λαχάρ. Ποτέ δεν ήσουν.»
................................................................................................
*Σε πολύ ελεύθερη μετάφραση: Οι έκπωτοι θεοί, θα σηκωθούν ξανά.
Δεν άργησα!! Άργησα; Ναι... άργησα. Αλλά τι σας έχω; Ακόμα περισσότερες απορίες και άλυτα μυστήρια! Χοχοχο!
Το κεφάλαιο παιδιά το ανέβασα ξανά μιας και πολλοί κάνατε παράπονα περί "περίεργων χαρακτήρων και ακαταλαβίστικων γραμμάτων". Ελπίζω τώρα να σας φαίνεται κανονικά!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top