Κεφάλαιο 40
Ακόμα και μέσα από τα χαλάσματα, η αίγλη της Ινάλ ήταν δύσκολο να εξαφανιστεί. Οι άλλοτε γεμάτοι πάγκους και κάθε λογής ανθρώπων δρόμοι μπορεί να ήταν άδειοι, αλλά με ένα μόνο φύσημα το ελαφρύ αγέρι ξεσήκωσε τις αναμνήσεις πιο ζωντανές από ποτέ. Σαν ομίχλες εμφανίζονταν μπροστά στα μάτια της όλα. Σκιές φαντασμάτων που δεν δέχονταν να αφήσουν τον τόπο τους και να ξεκουραστούν στην αιωνιότητα.
Είχαν χωριστεί σε ομάδες, ώστε να χτενίσουν την πόλη και να καθαρίσουν οτιδήποτε είχε καταφέρει να ξεφύγει μετά τον πόλεμο. Ο Ράμα θα είχα κλειδαμπαρωθεί στα απομεινάρια του κάστρου, προσπαθώντας να βρει δίοδο διαφυγής. Μα αυτή τη φορά δεν θα τους ξέφευγε. Η Αλιάνα το είχε υποσχεθεί στην Κάλιντα και τον Λαχάρ. Δεν θα υπέφεραν άλλο από αυτό το καταραμένο πνεύμα. Κανείς τους δεν θα υπέφερε ξανά.
Είχε θερίσει όλη την ανατολική πλευρά και πήρε το δρόμο για την πλατεία, εκεί όπου είχαν ορίσει το σημείο συνάντησης με τους υπόλοιπους. Το στενό που είχε τελικά επιλέξει ήταν ήσυχο, σχεδόν ύποπτα σιωπηλό. Περπατούσε πάνω σε ξεχασμένο χώμα και περνούσε από σπίτια κατεστραμμένα. Πόρτες ανοιχτές, άλλες με βίαιο τρόπο και άλλες άτακτα. Ανάμεσα από τα σαπισμένα ξύλα, πρόβαλλαν παιδικά παιχνίδια, τσακισμένα, σκισμένα. Η Αλιάνα δεν είχε καταλάβει πως είχε σταματήσει να περπατά και απλά κοιτούσε ένα κουκλάκι, χωμένο κάτω από μια πεσμένα ντουλάπα. Μπήκε προσεκτικά στο σπίτι, σχεδόν υπνωτισμένη. Ο ήχος των σπασμένων γυαλιών κάτω από τις μπότες της, ανακάτεψε την σιωπή. Σήκωσε με ευκολία το κουκλάκι. Το πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένο με κάρβουνο, ένα χαρούμενο παιδί του είχε δώσει πνοή. Για μαλλιά είχε τρίχες από ουρά αλόγου, οι οποίες χύνονταν άτσαλα και σκονισμένα. Τα ρούχα του, ένα κίτρινο φόρεμα ως τα υποτιθέμενα γόνατά του είχε μαύρους λεκκέδες πάνω του. Το βλέμμα της Αλιάνα στράφηκε αργά προς το άνοιγμα απέναντί της. Δεν της πήρε πολύ να εντοπίσει τον τσαλαπατημένο από τις πέτρες μικρό σκελετό. Έσφιξε τα δόντια της και ύστερα σήκωσε με ευκολία την ντουλάπα, παίρνοντας το κουκλάκι στο χέρι της. Με βήματα σταθερά, προχώρησε στο άνοιγμα και εναπόθεσε το κουκλάκι στην κοκαλένια αγκαλιά.
«Συγγνώμη», ψέλλισε και ο κόμπος στο λαιμό της έσπασε τη φωνή της, γρατζουνώντας περισσότερο την σιγή. Κοίταξε φευγαλέα το γκρεμισμένο ταβάνι, σαν να περίμενε πως κάποιος θα την δει, έστω να την ακούσει και έπειτα βγήκε από το σπίτι, συνεχίζοντας την πορεία της.
Άφησε την αίσθηση της ακοής ελεύθερη και νοητά έδωσε εντολή στην Λίσσυα να ψάξει για τυχόν ξένες ψυχές. Όσο προχωρούσε στο δρομάκι, τόσο της φαινόταν πως κάθε ήχος απλά εξαφανιζόταν. Ούτε ένα τρίξιμο, ούτε κάποιο άγριο ζώο που είχε φωλιάσει στα σπόλια. Ακόμα και η σταθερή της ανάσα δεν έφτανε στ' αυτιά της. Κάτι υπήρχε εκεί, αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει το καρτέρι του.
Οι τρίχες στο σβέρκο της ανασηκώθηκαν. Η Λίσσυα είχε βρει κάτι. Το σώμα της πήρε στάση αμυντική αυτόματα. Τα χέρια της έπιασαν τα στιλέτα στους μηρούς της και τα έφεραν χιαστί μπροστά από τον θώρακα και το πρόσωπό της.
Είδε το χρυσό φίδι πριν ακούσει το σύριγμά του. Τα ασημένια της μάτια δεν άφηναν τίποτα να τους ξεφύγει. Ευχή και κατάρα. Ένα από τα παιχνίδια του Ράμα. Η Αλιάνα ετοιμάστηκε να το κόψει γρήγορα στα δύο, όταν μια πλατιά μαχαίρα καρφώθηκε στο κεφάλι του.
Τα μάτια της συνάντησαν τα μάτια του Λαχάρ. Η καρδιά της σφυροκοπούσε στο στήθος της και σίγουρα δεν ευθυνόταν το φίδι για αυτό. Καθάρισε τον στεγνό λαιμό της.
«Ευχαριστώ» είπε, βάζοντας τα στιλέτα επιδέξια στις θήκες τους.
«Παρακαλώ» της απάντησε εκείνος μειδιώντας.
Τα πράγματα μεταξύ τους ήταν ακόμα περίεργα. Τα τελευταία λόγια που η Άλιμα τους είχε δώσει δεν ήταν αυτά που περίμεναν. Αφού ο Ράμα είχε σπάσει την μία από τις δύο μαχαίρες που μπορούσαν να καταστρέψουν τους απέθαντους μια για πάντα, τους είχε απομείνει μία με την απαραίτητη μαγεία. Η Κάλιντα και η Αλιάνα είχαν μία ευκαιρία να λυτρωθούν από αυτή τη ζωή και να μετενσαρκωθούν σε μία άλλη, μα μία από τις δυο θα συνέχιζε να κυκλοφορεί μέσα στους αιώνες, ανάμεσα στους ανθρώπους και στις εποχές, στα σεληνιακά έτη και τις Μοίρες, χωρίς να βρει την ηρεμία που ψάχνει, χωρίς να γερνά, χωρίς να ξεχνά.
Η Αλιάνα και η Κάλιντα είχαν απλώς κοιταχτεί. Ο Λαχάρ ήταν εκείνος που είχε αντιδράσει. Θα έχανε όπως και να έχει το μόνο άτομο που είχε αγαπήσει πραγματικά και δεν ήθελα να αποχωριστεί. Αυτή η αναζήτηση τα τελευταία πέντε έτη τον είχε οδηγήσει ξανά σε αδιέξοδο. Για άλλη μια φορά ο Ράμα είχε καταφέρει να κερδίσει μία από τις μάχες του πολέμου που δεν έλεγε να λήξει. Ακόμα και τώρα, στο τέλος, θα προσπαθούσε να τους καταστρέψει, αν δεν κατάφερνε να τους πάρει μαζί του.
Ο Λαχάρ έβαλε την σπάθα στο θηκάρι της και πλησίασε την Αλιάνα. Ακούμπησε δειλά το χέρι του στο παγωμένο μάγουλό της, βάζοντας μια τούφα από τα ασημένια της μαλλιά πίσω από το αυτί της. Η Αλιάνα τον κοιτούσε τρυφερά. Έκλεισε για λίγο τα μάτια της και έγειρε το κεφάλι της στο χάδι του.
«Ό,τι και αν αποφασίσεις, θα το δεχτώ. Ό,τι και να γίνει, θα μείνω δίπλα σου, ως το τέλος που θα επιλέξεις» της είχε πει πριν λίγες μέρες. Είχαν περάσει το βράδυ μαζί, χωμένοι σε σεντόνια που μύριζαν γιασεμί και πορτοκάλι. Την μυρωδιά που δεν θα ξεχνούσε ποτέ της, ακόμα και αν η λήθη προσπαθούσε να την πάρει μακριά. Η Αλιάνα του είχε διηγηθεί όσα είχε περάσει και ο Λαχάρ όσα είχε βιώσει. Η αυγή τους βρήκε να κοιμούνται αγκαλιασμένοι, σαν να μην είχαν περάσει πέντε έτη από πάνω τους. Σαν να ήταν ακόμα εκείνο το βράδυ που τόσο ζωντανά θυμούνταν.
Η Αλιάνα ξεφύσηξε και κάλυψε το χέρι του Λαχάρ με την παλάμη της. «Μακάρι να μπορούσαμε να φύγουμε. Να χαθούμε οι δυο μας κάπου μακριά. Η Δύση αυτή την εποχή θα είναι υπέροχη».
Ο Λαχάρ έκανε ένα βήμα πιο κοντά της. «Μπορούμε να το σκάσουμε. Να τα αφήσουμε όλα πίσω μας» της ψιθύρισε και τα λόγια του ακούστηκαν σαν τις πιο γλυκές υποσχέσεις. Ίσως επειδή βαθιά μέσα τους και οι δυο τους τα εννοούσαν.
Η Αλιάνα γέλασε σιγανά και άνοιξε τα μάτια της. Το βλέμμα του, σοβαρό, φλογερό, σίγουρο, με τις νότες του γαλάζιου να αγκαλιάζουν το νεκρό γκρι που κουβαλούσαν πρωτύτερα, παρέμενε κουρασμένο. Φίλησε την παλάμη του και κατέβασε τα χέρια τους ανάμεσά τους.
«Ίσως σε μια άλλη ζωή» του είπε και εκείνος κάγχασε.
«Σε μια που δεν θα βρισκόμαστε εν μέσω πολέμων. Σε μια που οι γονείς μας θα είναι φυσιολογικοί και τρομερά βαρετοί άνθρωποι. Σε μια όπου θα είμαστε ελεύθεροι από ευθύνες και όποια διαταγή».
Η Αλιάνα πήρε μια βαθιά ανάσα και ύστερα γέλασε. «Θα μου άρεσε πολύ αυτό».
Η σιγή που ακολούθησε τους έβγαλε από το όνειρο, υπενθυμίζοντας τους πού βρίσκονται. Ο Λαχάρ έσφιξε για λίγο το χέρι της, πριν το αφήσει ελεύθερο. «Πάμε να βρούμε τους άλλους». Η Αλιάνα έγνεψε καταφατικά και μαζί χάθηκαν γρήγορα στο σκοτάδι της Ινάλ.
Η Λαγιάλι και η Κάλιντα είχαν ήδη φτάσει όταν η Αλιάνα και ο Λαχάρ βγήκαν στην κεντρική πλατεία. Το άλλοτε πλούσιο συντριβάνι, το φυσούσε ο άνεμος και οι σκόνες του έπλεαν μακριά. Τα πολύχρωμα πανιά κείτονταν στο μαύρο έδαφος, καμένα και φαγωμένα από έντομα.
Η Λαγιάλι έγνεψε και στους δύο, ενώ η Κάλιντα στάθηκε δίπλα στην Αλιάνα. «Μπορώ να σου μιλήσω λίγο;» Πριν προλάβει να απαντήσει η Αλιάνα, ο Κάιν και ο Σόλας ξεπρόβαλλαν από το βόρειο μονοπάτι της πλατείας.
«Σου το είπα πως όλοι οι άλλοι θα έχουν φτάσει» είπε νευριασμένα ο Σόλας. Τα μάτια του στάθηκαν στην Κάλιντα και ύστερα στον Λαχάρ. «Λοιπόν; Έτοιμοι να σκοτώσετε τον πατέρα;» ρώτησε αδιάφορα.
Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Η Κάλιντα ήξερε πως του στοίχιζε. Ο Ράμα τον είχε δίπλα του σαν γιο και εκείνου του άρεσε αυτή η κατάσταση, όσο και να τον ταπείνωνε όσο και να τον χρησιμοποιούσε. Ήταν η μόνη γονεϊκή φιγούρα που είχε στη ζωή του ποτέ και του ήταν δύσκολο να την αποτινάξει από πάνω του. Η Κάλιντα του είχε σταθεί όσο περισσότερο μπορούσε και ο Σόλας είχε ανοιχτεί αρκετές φορές σε εκείνη. Μοιράζονταν κοινές εμπειρίες και ήταν ωραίο να μπορεί να μιλήσει σε κάποιον που θα την καταλάβαινε απόλυτα. Τελευταία η σχέση τους είχε περάσει σε ένα άλλο επίπεδο όταν ο Σόλας της είχε εξομολογηθεί πως δεν έμενε για τον Ράμα στο κάστρο, αλλά για εκείνη. Η Κάλιντα ξαφνιασμένη από αυτή την πληροφορία, του είχε ζητήσει λίγο χρόνο και εκείνος της είχε πει πως θα περίμενε όσο χρειαστεί.
Ο Λαχάρ έσφιξε την μαχαίρα στο μηρό του. «Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν και ούτε θα γίνει ποτέ ο πατέρας μου. Ο μόνος πατέρας που γνώρισα ήταν ο Χακίμ».
Ο Κάιν ανασήκωσε τους ώμους του και έπειτα ξερόβηξε. «Ο αδερφός σου είναι έτοιμος και ο στρατός περιμένει το σήμα του. Οι βασίλισσες έχουν παραταχθεί όπως σχεδιάσαμε. Μόλις ακουστεί η καμπάνα, θα επιτεθούν».
Ο Λαχάρ ένευσε. Η Λαγιάλι χτύπησε με δύναμη τον ώμο του, βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του. «Ας τον ξεφορτωθούμε μια και καλή».
«Έχουμε λίγο χρόνο να οργανωθούμε μεταξύ μας πριν ξεκινήσουμε, οπότε χρησιμοποιείστε τον σοφά» συμβούλεψε η Κάλιντα. Έπειτα κοίταξε την Αλιάνα και οι δυο τους απομακρύνθηκαν από τους υπόλοιπους, απομονωμένες σε μια πιο ήρεμη γωνία.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε η Αλιάνα ανήσυχη. Της φαινόταν πολύ παράξενο το ότι την είχε απέναντί της και δεν ήταν μια ψυχή που είχε ενωθεί με την δική της. Το να την κοιτάζει, να την βλέπει να κινείται και να υπάρχει ανεξάρτητη της έδινε πολλή χαρά. Ήταν κάτι που ζήλευε, ήταν κάτι που ενδόμυχα αποζητούσε. Η Λίσσυα που ζούσε μέσα της ήταν εντελώς διαφορετική από την Κάλιντα. Μια γυναίκα που δεν πρόλαβε να ζήσει ελεύθερη, μακριά από έναν άντρα που την κακοποιούσε, πριν πέσει σε έναν άλλο που την έβαλε σε μια φυλακή, σκοτώνοντάς την κάθε μέρα και λίγο περισσότερο. Ο Ράμα τις είχε καταστρέψει και τις δύο, αλλά κατάφεραν να του ξεφύγουν και να γλιτώσουν από περαιτέρω σωματικές και ψυχολογικές επιθέσεις. Μα και αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο φόβος που επικρατούσε τώρα μέσα και στις δύο ήταν ο φόβος για την επικείμενη ερώτηση της Κάλιντα. Επειδή και οι δύο τους, δυο πνεύματα που βρήκαν καταφύγιο το ένα στο άλλο, ήθελαν να βρουν καταφύγιο σε μια νέα αρχή. Επειδή έτρεμαν την απόφαση της Κάλιντα να ζητήσει να σκοτώσουν εκείνη.
«Αλιάνα...θέλω να μείνω πίσω. Θέλω να ζήσω.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top