Reichsscheiterhaufen / part 3
Βρίσκονταν κοντά, πολύ κοντά. Ο Μπάλντερ κοιτούσε τον Ιωσήφ χαμογελώντας ξεδιάντροπα. Όλα του έμοιαζαν πιο όμορφα, πιο μυρωδάτα. Αν δεν αισθανόταν ακόμη αδύναμος για να κάνει απότομες κινήσεις, το βέβαιο ήταν πως θα ξεχυνόταν στα χωράφια ουρλιάζοντας ευτυχισμένος.
«Αγαπάς πολύ την οικογένειά σου» άκουσε τη φωνή του Ιωσήφ «Όσο πλησιάζουμε, ξαφνικά έχεις γίνει είκοσι χρόνια νεότερος. Παρακολουθώ ένα ατίθασο παιδί, γεμάτο ενέργεια, που αδημονεί να αφήσει επιτέλους ελεύθερη την ηλικία που ποτέ δεν έζησε»
Ο Μπάλντερ για λίγο σοβάρεψε. Είχαν συζητήσει για διάφορα θέματα, ωστόσο, δεν είχε ποτέ του αναφερθεί με λεπτομέρειες στον λόγο τον ακριβή που άλλαξε τόσο. Ο Ιωσήφ γνώριζε πως είχε προφανώς αποχωριστεί την κόρη του και γι' αυτό εισήλθε στα Ες-Ες, ωστόσο δεν είχε ιδέα για όλα τα ψέματα εκείνης που οδήγησαν το μυαλό του στην τρέλα.
«Δεν την αγαπώ απλά. Είναι ο μόνος λόγος ύπαρξής μου σε αυτόν τον κόσμο» πήρε μία αναπνοή «Έχοντας απομακρυνθεί πια από τα γεγονότα, κάθε φορά που χρειάζεται να τα ανακαλέσω, νομίζω πως πνίγομαι, όπως πνίγηκα εκείνη τη φορά, όταν όχι απλώς έχασα την κοπέλα που ερωτεύτηκα δίχως λόγο, μα διάβασα σε ένα αισχρό γράμμα πως είχε σκοτώσει το μωρό, αμέσως μόλις γεννήθηκε. Για μήνες είχα χαθεί από τον κόσμο, υποβάλλοντας νοητές ερωτήσεις, όπως γιατί δεν άφησε σε εμένα έστω το παιδί, ή τι είχα κάνει λάθος μαζί της. Εκείνη ήταν Εβραία, όπως και ένας από τους τρεις καλύτερους φίλους μου με τον οποίο και εξαφανίστηκε, παρατώντας τελικά το μωρό στο κατώφλι μίας πολωνικής οικογένειας. Σαν να μην έφτανε η προπαγάνδα, έπειτα από αυτό το τραυματικό βίωμα, μίσησα βαθιά τους Εβραίους. Σκέφτηκα πως ίσως τελικά να είχαν δίκιο οι ναζί, ίσως πράγματι να ήταν παλιάνθρωποι αν έκρινα από αυτό που είχα τραβήξει ο ίδιος. Μπήκα στα Ες-Ες, έγινα αξιωματικός και κάπου εκεί έχασα την μάχη με τον παλιό εαυτό μου. Με πλημμύρισε το μίσος, σχεδόν ξέχασα τον αδερφό μου που προστάτευε την Εβραία υπηρέτριά μας, γιατί πολύ απλά ήταν ερωτευμένος μαζί της, όπως κάποτε εγώ με την μητέρα του παιδιού μου. Όταν όμως βρήκα τελικά τυχαία την κόρη μου, τότε κατάλαβα σε τι είχα μετατραπεί. Το παιδί μου ήθελα να με αγαπήσει, μα εκείνο με φοβόταν, με μισούσε, γιατί εκπροσωπούσα τον εχθρό. Εκεί ξεκίνησαν οι προσπάθειες. Αναζητούσα μανιωδώς, ψήγματα έστω αυτού που κάποτε υπήρξα. Σαν κέρδιζα μία της αγκαλιά, η ψυχή μου μαλάκωνε. Συνειδητοποιούσα το κακό που είχα προκαλέσει, το χάσμα που είχα δημιουργήσει με τον μικρό μου αδερφό, τον οποίο δεν πρόλαβα να χαρώ...» κατέβασε ξανά το κεφάλι «Μπορείς να με συλλάβεις, ή να με εκτελέσεις. Όλοι ψάχνουν για υψηλόβαθμους ναζί και εγώ ανήκω στους αξιωματικούς των Ες-Ες»
Ο Ιωσήφ τον κοίταξε ξανά.
«Ξέρεις, ο πόλεμος ήταν ένα μεγάλο σχολείο για όλους. Δοκιμάσαμε αντοχές, πιστεύω και πολλά ακόμη. Αντιλαμβάνεσαι πώς ένιωσα, όταν για πρώτη φορά ανακάλυψα πως ο γιος μου, μου είχε φέρει στα κρυφά έναν Ες-Ες στο σπίτι; Ήταν η πρώτη μου επαφή με Γερμανό, πόσο μάλλον υψηλόβαθμο κάθαρμα. Ήταν η μόνη φορά που τσακώθηκα τόσο άσχημα με τον Άλεξ. Θυμάμαι πως ύψωσα το χέρι μου για να πυροβολήσω τον Όττο, όταν άξαφνα είδα το κορμί του γυμνό, γεμάτο πληγές από κακοποίηση ενδοοικογενειακή και τον ίδιο να μεταμορφώνεται σε ένα απλό παιδί, φοβισμένο και απροστάτευτο. Κατάλαβα πως με τον γιο μου, είχε καλές προθέσεις, υπέθεσα πως θα είχε τους λόγους για να βρεθεί εκεί μέσα και έτσι του έδωσα μία ευκαιρία που ποτέ δεν μετάνιωσα. Αγαπώ αυτόν τον νεαρό και θέλω να ξέρει πως ό,τι και να συμβεί, εγώ και η οικογένειά μου θα είμαστε για εκείνον στήριγμα, όπως υπήρξε για το αγόρι μου εκείνος. Έκτοτε, έμαθα να μην κρίνω προτού να ακούσω. Ομολογώ πως εσύ, είσαι μία διαφορετική περίπτωση καθώς εγκλημάτησες στο παρελθόν, ωστόσο...Ας είναι. Άλλαξες πολύ από τότε και ο πόλεμος πια έχει σχεδόν τελειώσει. Υπάρχει Θεός, ας μας κρίνει εκείνος πια, αν έχει την όρεξη δηλαδή και δεν μας στείλει όλους στην Κόλαση»
Λίγο ακόμη και εισήλθαν στο χωριό και στην φτωχική γειτονιά. Τον Ιωσήφ ορισμένοι στρατιώτες τον αναγνώριζαν, εκείνος χαιρετούσε τυπικά, ώσπου είδαν στο σπίτι το γνωστό μπροστά, μία κοπελίτσα να βαστά από το χέρι ένα αγοράκι. Ο Μπάλντερ πάγωσε. Το κορίτσι, έστρεψε το πρόσωπό του και κάρφωσε εκείνα τα κυανά σκούρα μάτια, όμοια με τα δικά του, επάνω του. Δεν κουνήθηκε. Έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της και ξεκίνησε να κλαίει με λυγμούς.
«Μωρό μου, πριγκίπισσά μου! Ψυχούλα μου, μην κλαις...Ο μπαμπάς ήρθε...και δεν θα ξαναφύγει ποτέ» κουτσαίνοντας ο Μπάλντερ, έφτασε μπροστά της. Εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του ουρλιάζοντας, ώσπου από το σπίτι βγήκε η Ντάρια.
«Θεέ μου!» ούρλιαξεκαι εκείνη πέφτοντας επάνω τους. Το αγοράκι ξεκίνησε να κλαίει παρακολουθώντας την ένταση, ώσπου βρέθηκε στην αγκαλιά του Ιωσήφ. Τα ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά του, του φάνηκαν ευχάριστα, μιας που το μικρό του χεράκι, χάιδεψε τα πυρόξανθα γένια του.
«Ε-εσείς; Ποιος είστε;» ρώτησε η Ντάρια φοβισμένη βλέποντας την στολή του.
«Ο σωτήρας μου. Χάρη σε εκείνον, είμαι εδώ» απάντησε ο Μπάλντερ κλαμένος και τον πλησίασε «Κύριε Φεντόροφ, είδατε έναν αξιωματικό των Ες-Ες να κλαίει» τον πείραξε.
«Δεν νομίζω. Είδα τον δεκαοκτάχρονο Μπάλντερ να αρπάζει τη ζωή από εκεί ακριβώς που την άφησε» του χαμογέλασε.
«Σας παρακαλώ, ελάτε να σας κεράσουμε ό,τι μπορούμε. Ένα ποτήρι με νερό έστω, κάτι δροσερό...» παρακάλεσε η Ντάρια και ο Ιωσήφ χαμογέλασε.
«Με κεράσατε ήδη, απλώς δεν το ξέρετε. Γνωρίζετε πόσα χρόνια έχω να δω την αγάπη και την συγκίνηση στους ανθρώπους; Πολλά. Μου την κεράσατε απλόχερα και σας ευχαριστώ για την εικόνα αυτή. Πρέπει να φύγω. Ο γιος μου είναι στο Βερολίνο και με χρειάζεται. Λίγη υπομονή ακόμη και τελειώνουμε. Μετά....έχουμε άλλα» τους έκλεισε το μάτι και οι τέσσερις παρατάχτηκαν για να τον χαιρετήσουν. Ο μικρός είχε διδαχθεί από την αδερφή του να στέλνει φιλάκια σε όποιον συμπαθούσε. Ο Ιωσήφ λοιπόν, στάθηκε αποδέκτης συνεχόμενων χειρονομιών από τον Στάινερ που του χαμογελούσε αθώα.
Η Ντάρια στράφηκε στον νεαρό άνδρα. Ήταν ολοφάνερο πως είχε βγει από μία Κόλαση. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, είχαν αγριέψει από την φρίκη των τελευταίων μηνών.
«Και επίσημα προδότης των ναζί» μειδίασε ο Μπάλντερ ξέπνοα «Ήταν πολλές και βαριές οι απώλειες, μα θα σε παρακαλέσω να μην μιλήσουμε γι' αυτές. Μου αρκεί που θα με επισκέπτονται τις στιγμές που τα όπλα θα σιγήσουν για πάντα» άρπαξε με κόπο τον γιό του και τον έχωσε στην αγκαλιά του «Δεν θα υπάρξει άλλος αποχωρισμός» κοίταξε εκείνη και την Έστερ.
«Έτσι μας έλεγες και την τελευταία φορά. Μετά ντύθηκες Ναζί» τον μάλωσε.
«Τελείωσε Έστερ μου. Η στολή αυτή τελείωσε, ο πόλεμος στην ουσία τελείωσε. Μονάχα που όλα αυτά, θα περάσουν ως μαύρες αναμνήσεις σε μία ιστορία που θα γράφεται για πολλά χρόνια»
«Να γράψεις και εσύ τη δική σου. Θα είναι η απάντηση σε όσους ισχυρίζονται πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν» του είπε και εκείνος χαμογέλασε με την νεανική της αφέλεια.
«Οι άνθρωποι μωρό μου, δεν αλλάζουν. Εγώ γεννήθηκα καλός. Μπορεί να έχασα τον δρόμο μου, μα βαθιά μέσα μου δεν είχα αλλάξει ποτέ. Είναι καλό να μην τρέφουμε ελπίδες για όλους, να μην δικαιολογούμε τα τέρατα καρτερώντας στωικά μία αλλαγή που δεν θα έρθει. Οφείλουμε όμως να παλεύουμε για αυτούς που το αξίζουν, γι' αυτούς που δεν άλλαξαν ποτέ, μα που απλώς έχασαν τον δρόμο τους. Σε σκοτεινούς καιρούς, οι καλές ψυχές θα βρουν τον φωτεινό οδηγό τους. Όπως βρήκα εγώ εσένα» την αγκάλιασε και η κοπέλα συνειδητοποίησε πως είχε πολλά να διδαχτεί στο πλάι του. Συνειδητοποίησε ακόμη πως δεν θα είχε πια αντίπαλό της τον χρόνο, μα σύμμαχο. Τον κοίταξε ξανά μέσα στα μάτια.
«Σε αγαπώ μπαμπά»
Ο Μπάλντερ βούρκωσε και πάλι.
«Και εγώ σε αγαπώ και θα σε αγαπώ για πάντα με όλη μου την καρδιά»
Η πόρτα του σπιτιού έκλεισε, μα πλέον ήταν όλοι τους μέσα. Πλέον γέλια ακούγονταν από το εσωτερικό, ίσως και ποδοβολητά. Ο Στάινερ ήταν σε μία επικίνδυνη ηλικία και όλοι όφειλαν να τρέχουν πίσω του, προλαβαίνοντας πιθανό ατύχημα. Ο σταθερός ήχος από τις μπότες είχε κοπάσει και είχε αντικατασταθεί από τον ασταθή της ζωής της φυσιολογικής, του κυνηγητού, του στραβοπατήματος, του χορού ίσως. Ηχούσε υπέροχα, πρόσχαρα λες και έκρυβε μέσα του μία μελωδία δική του, ένα τραγούδι βγαλμένο από τα σπλάχνα της ρουτίνας.
-----------------------
Ο Κερτ είχε αρχίσει να χάνει κάθε ελπίδα, με την φαντασία του να καλπάζει και να σκιαγραφεί το πνίξιμο του Τόμας με γυμνά χέρια. Πώς στην ευλογία του είχε έρθει εκείνη η ιδέα να τον συστήσει ως χαμένο Γάλλο υπήκοο; Ξεχασμένος και ολομόναχος, είχε πιστέψει πως δεν θα συναντούσε κανέναν. Ύπνος δεν τον έπιανε. Έβλεπε καθημερινά τον ίδιο εφιάλτη. Πως ήταν βράδυ, ο ουρανός είχε υιοθετήσει μία ματωμένη απόχρωση και εκείνος κολυμπούσε δίχως σταματημό σε μία μαύρη άβυσσο που τον τραβούσε στο εσωτερικό της, μέχρι που τελικά κατέληγε να βυθίζεται στον υγρό, σκοτεινό της πυθμένα. Ήταν έτοιμος να ουρλιάξει πονεμένα, όταν είδε έναν σχετικά ευδιάθετο υπολοχαγό να ανοίγει την πόρτα.
«Δεν έκανα τίποτε, σας ορκίζομαι..» ψέλλισε σε σπαστά αγγλικά, μα εκείνος του έκανε νόημα να ηρεμήσει, οδηγώντας τον πίσω στο αρχικό γραφειάκι της ανάκρισης που τον είχε στείλει φυλακισμένο. Εκεί του ζήτησαν να βολευτεί και για λίγο του φάνηκε αλλόκοτη όλη αυτή η προσήνεια.
«Η περίπτωσή σας ομολογουμένως μας ξάφνιασε όλους. Έχουμε ερευνήσει πολλές πληροφορίες σχετικά με το πρόσωπό σας και γνωρίζουμε πως οι Γερμανοί στρατολογούσαν άνδρες με το ζόρι. Καθώς οι γονείς σας είχαν γερμανική υπηκοότητα, αναγκαστήκαμε να σας προφυλακίσουμε. Έπειτα όμως από την ολιγοήμερη κράτησή σας, μπορείτε πια να επιστρέψετε στο σπίτι σας και να αφήσετε πίσω σας το παρελθόν» του είπαν και ο Κερτ σοκαρίστηκε.
Σπίτι του; Σε ποιο σπίτι; Και τί ήταν το παρελθόν για να το αφήσει πίσω έτσι απλά; Χρόνια ολόκληρα τον είχαν σημαδέψει και ακόμη χειρότερα, το μέλλον ήταν σκοτεινό και αβέβαιο.
«Σπίτι μου;» ρώτησε ζαλισμένος τον υπολοχαγό.
«Καλά ακούσατε. Είστε ελεύθερος και αυτό θα το επιβεβαιώσουν και τα χαρτιά που θα σας δώσω» πήρε ανάσα «Μολαταύτα σας συμβουλεύω πως για να σας φύγει η ρετσινιά της υπηρεσίας σας στην Βέρμαχτ, θα ήταν ίσως καλό να καταταγείτε για κάποιο διάστημα στον Γαλλικό Στρατό, ώστε να προσαρμοστείτε στη νέα τάξη πραγμάτων»
Σιωπή πάλι. Δεν καταλάβαινε λέξη. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ίσως έπρεπε να απαντήσει καταφατικά και να φύγει από εκεί το συντομότερο δυνατόν. Από όσα είχε καταλάβει, ήθελαν να τον στείλουν στη Γαλλία. Εκείνος όμως, έπρεπε να γυρίσει στο Βερολίνο, στην Κόλαση. Εκεί ήταν η οικογένειά του η οποία ίσως και να μην υπήρχε πια, εκεί ήταν και η Κρίστα. Στο μυαλό του για λίγο ήρθε η Άζια και χαμογέλασε μελαγχολικά. Ίσως να μην την έβλεπε ξανά, μα ό,τι είχαν ζήσει είχε φωτίσει τις ημέρες του. Ήθελε να την συναντήσει, το ευχόταν, μα η οικογένειά του είχε προτεραιότητα.
«Έχεις μήπως αντίρρηση;» ήρθε ξανά μία ερώτηση πετώντας τον έξω από τις σκέψεις.
«Ε, όχι...υποθέτω» απάντησε δίχως να το σκεφτεί.
«Σε συγχαίρω γι' αυτό. Υπόγραψε εδώ σε παρακαλώ» του είπε και ειλικρινά δεν είχε ιδέα τι είδους όρους είχε υπογράψει.
«Γνωρίζετε πού είναι οι γονείς σας;» ρώτησε ο υπολοχαγός.
«Όχι κύριε...ή μάλλον, υποθέτω»
«Δεν λαμβάνατε γράμματα;»
«Τον τελευταίο χρόνο, όχι δυστυχώς»
«Τα γουρούνια!» γρύλισε ο υπολοχαγός. «Δεν σας μοίραζαν τα γράμματα. Τελοσπάντων, επιστρέψτε σπίτι σας στη Γαλλία και αφήστε τα όλα πίσω»
Βγαίνοντας, ζαλισμένος, βρήκε τον Τομ.
«Έχω μπλέξει» μονολόγησε ο Κερτ «Αυτοί νομίζουν πως οι δικοί μου βρίσκονται στη Γαλλία...» ψιθύρισε.
«Ε, δεν είναι καλύτερα να πας στο Παρίσι; Θα αποφύγεις κάθε κίνδυνο» του είπε ο Τομ που κυριολεκτικά δεν κατανοούσε το πρόβλημα.
«Όλοι μου οι φίλοι και η οικογένεια είναι στο Βερολίνο. Δεν μπορώ να πάω στο Παρίσι. Πρέπει να γυρίσω πίσω και εσύ, θα με βοηθήσεις»
«Είσαι τρελός. Πιο βόρεια, χιλιάδες στρατιώτες και πρόσφυγες πασχίζουν να ξεφύγουν και να παραδοθούν σε μας. Εσύ θα κάνεις το αντίθετο και θα πας στους Κόκκινους; Και αν σε πιάσουν και σε στείλουν ανατολικά; Τι θα γίνει τότε;»
«Έχω γνωστούς Σοβιετικούς και ξέρω πού θα τους βρω....Είναι ανάγκη...» τον παρακάλεσε.
«Δική σου η ευθύνη» πρόφερε ο Τομ «Πάντως ο Όττο ρώτησε για εσένα»
«Ο στριμμένος ο Ρώσος, όχι;» τον πείραξε ο Κερτ.
«Το υπονόησε με το βλέμμα του. Τελοσπάντων, πάμε προς τα κει και βλέπουμε πως θα σε στείλω πίσω»
«Δίχως επιπλέον περιπέτειες» γκρίνιαξε ο Κερτ αν και δεν ήταν βέβαιος. Στα χέρια του βαστούσε το εισιτήριο της ελευθερίας του. Τι έπρεπε άραγε να κάνει;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top