Führerdammerung /part 2 (το λυκόφως του Χίτλερ)
Σε λίγα δευτερόλεπτα το αλλοτινό σιωπηλό σπίτι, είχε μετατραπεί σε μία σκηνή τρόμου. Ο Ιωσήφ κατόρθωσε να πυροβολήσει τον επίδοξο εισβολέα μέσα από το παράθυρο του σαλονιού. Τα πάντα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο Μπάλντερ σφάδαζε σε μία λίμνη αίματος και ο Ιωσήφ διέταξε τον Ντίμα να βγει έξω και να ρίξει μία ματιά τριγύρω σε περίπτωση που υπήρχαν και άλλοι Γερμανοί στρατιώτες, οι οποίοι υποχωρούσαν προς τα δυτικά.
«Πολλά θα ήθελα να σου πω τώρα, αλλά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή» γρύλισε κοιτώντας τον γιο του «Πήγαινε στα μπάνια και ψάξε να βρεις πετσέτες. Μόλις μου τις φέρεις, σήκω και φύγε από εδώ μέσα και πάρε μαζί σου και τον Ντίμα» του είπε εκνευρισμένος.
«Μα, πατ...» προσπάθησε να μιλήσει ο Αλεξ.
«Είναι διαταγή!» του ούρλιαξε και δίχως δεύτερη σκέψη, βγήκε έξω μαζί με τον Ντίμα αφού πρώτα του έφερε δύο πετσέτες. Εκείνοι θα συνέχιζαν την πορεία τους προς το Βερολίνο όπως ήταν δρομολογημένο «Προτού αλλάξω γνώμη και σε θάψω δέκα μέτρα κάτω από τη γη, απλώς τσακίσου και φύγε από μπροστά μου» τα ψυχρά μάτια του Ιωσήφ καρφώθηκαν τώρα σε εκείνα του Γιόχαν «Ο φίλος σου θα μείνει πίσω. Έχει χάσει πολύ αίμα και δεν είναι ικανός αυτή τη στιγμή να σηκωθεί»
Ο Γιόχαν τον κοίταξε δύσπιστα.
«Όμως...» ψέλλισε και είδε τον Ιωσήφ να σηκώνεται και να τον πλησιάζει. Σαν άνδρας ήταν ψηλός και εντυπωσιακά εύσωμος. Τα κυανά του μάτια γυάλιζαν επικίνδυνα, ποτισμένα με θυμό.
«Μία λέξη παραπάνω και θα την πληρώσεις ακριβά» του γρύλισε και δίχως δεύτερη κουβέντα, τον είδε να αποχωρεί και εκείνον προς άγνωστο προορισμό. Είχε μείνει ολομόναχος με τον αυτόν τον άνδρα που του είχε σώσει στην ουσία τη ζωή. Με σύντομες δρασκελιές, βρέθηκε δίπλα του πιέζοντας την πετσέτα που του είχε φέρει ο γιος του, στην πληγή, προκειμένου να σταματήσει το αίμα. Έβλεπε τον ιδρώτα να τρέχει από το χλωμό του πρόσωπο και τα κυανά σκούρα του μάτια να απειλούν να κλείσουν για πάντα. Δίπλα ακριβώς από το πονεμένο του σώμα, μία φωτογραφία είχε γλιστρήσει, βουτηγμένη και εκείνη στο αίμα. Ο Ιωσήφ την κοίταξε προσεκτικά. Δεν του πήρε πολύ χρόνο να καταλάβει πως ήταν η οικογένεια του.
«Ήθελα μόνο να πάω...να πάω να τους δω...»ψέλλισε στα ρώσικα για να τον καταλάβει ο Ιωσήφ που για την ώρα, του είχε γυρίσει την πλάτη.
«Αν θέλεις να σωθείς, θα πρέπει να έχεις υπομονή. Δάγκωσε αυτό» του έδειξε την πετσέτα «Θα σου ράψω εγώ την πληγή. Δεν θα χρειαστεί να καλέσουμε νοσοκόμες»
Ο ανοιξιάτικος ήλιος είχε γείρει και μαζί του είχαν καταλαγιάσει τα ουρλιαχτά του Μπάλντερ, ο οποίος δεν είχε ιδέα πια πόσα τραύματα μετρούσε στο κορμί του, πόσες φορές είχε ανταμώσει με τον Θάνατο δίχως να συνεχίζουν μαζί την διαδρομή τους ως το τέλος. Ο Ιωσήφ είχε ανάψει το τζάκι και είχε βγάλει από την τσέπη του μία πυξίδα. Σπάνια κοιτούσε τον τραυματία, τον οποίο είχε μεταφέρει κοντά στη φωτιά. Είχε σταθεί τυχερός για δεύτερη φορά, μετά το Στάλινγκραντ.
«Είναι τυχερός που σε έχει...» άκουσε τη φωνή του και η προβληματισμένη του ματιά στράφηκε ξανά στον Μπάλντερ.
«Είμαι και εγώ τυχερός που έχω έναν τέτοιο γιο» του απάντησε ο Ιωσήφ «Ο Αλεξέι ήταν το φωτεινό μου αστέρι. Έχω άλλες τρεις κόρες, όμορφες και καλόψυχες, μα ο γιός μου ήταν ο πρώτος μου έρωτας. Μεγάλωσα και ωρίμασα μαζί του, κάναμε παρέα τα πάντα, μα ήθελα να κληρονομήσει από εμένα και την μητέρα του την ηθική, την ευσπλαχνία, την ανθρωπιά. Με όλα αυτά τα εφόδια, θα βάδιζε έπειτα στον δρόμο που θα επέλεγε εκείνος για τον εαυτό του. Όμως, μας βρήκε ο πόλεμος. Ανάγκασα το αγόρι μου να κρατήσει όπλο, του στέρησα την ανεμελιά, του φρέναρα τη ζωή, του μάρανα τη νιότη. Μέσα από την Κόλαση όμως, με περηφάνια διαπίστωσα πως ο Αλεξέι δεν ξέχασε ποτέ όλα όσα του δίδαξα. Εξάλλου, το ένα παράδειγμα της καλοσύνης του κείτεται σχετικά αρτιμελές μπροστά μου. Άλλοι στη θέση του, θα σε είχαν εκτελέσει. Μπορεί να ξέσπασε επάνω σου, μα ο γιος μου δεν αφαιρεί έτσι απλά ζωές. Κάθε θάνατος κοστίζει, μίας και οι περισσότεροι κουβαλούν μία ιστορία, σαν αυτή που μου αφηγείται η φωτογραφία σου»
Το τρεμάμενο χέρι του Μπάλντερ, άγγιξε τη φωτογραφία. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του ενώ οι ενοχές ολοένα και ροκάνιζαν την ψυχή του σαν σαράκι. Τη στιγμή που αποτινάζεις από επάνω σου τη δυσπλαστική πραγματικότητα που εντέχνως σου έχουν στήσει, τη στιγμή που ηρωικά αποβάλεις κάθε ρατσιστική προδιάθεση, άπαντες απογυμνώνονται γύρω σου μένοντας μονάχα με την αλήθεια τους και αυτή δεν είναι άλλη, από την εικόνα που είχε ο Μπάλντερ μπροστά του. Δεν υπήρχαν Κόκκινοι και Ναζί, Μπολσεβίκοι και φασίστες. Υπήρχαν απλώς άνθρωποι, με ψυχές θρυμματισμένες, άνθρωποι που καρτερούσαν σαν μάνα εξ ουρανού, τη στιγμή του σμιξίματος με την οικογένειά τους, άνθρωποι που είχαν ανάγκη την αγάπη και την αγκαλιά, τόσο πολύ όσο εκείνος. Σάμπως δεν το είχε καταλάβει; Σάμπως δεν ήταν αυτός ο λόγος που τον ώθησε να σώσει αυτόν τον γοητευτικό άνδρα που καθόταν τώρα δίπλα του, ξεστομίζοντας τις πιο υπέροχες κουβέντες που είχε ακούσει ποτέ;
«Συγγνώμη....»ψέλλισε απλώς μην έχοντας τίποτε άλλο να πει.
«Τώρα πια δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. Θαρρώ πως όλα ήταν δρομολογημένα, ώστε να συμβούν. Ακόμη και αν διαφωνούσες, δεν θα μπορούσες να αλλάξεις τη ροή της ιστορίας που ήταν προαποφασισμένη στην ουσία»
«Και τώρα;» ρώτησε ο Μπάλντερ φοβούμενος εν μέρη την απάντηση.
«Σκοπός σου είναι να δεις ξανά τους δικούς σου, έτσι δεν είναι;»
«Δεν μπορώ. Δεν μπορώ καν να σταθώ στα πόδια μου και ακόμη βρισκόμαστε πολύ μακριά» του απάντησε.
«Μπορώ εγώ όμως να σταθώ στα δικά μου και κάτι τέτοιο είναι επαρκές και για τους δύο. Έχω μαζί μου χάρτη και πυξίδα. Μην φοβάσαι, δεν θα χαθούμε»
Πέρασαν τις βραδινές ώρες τους σε εκείνο το μοναχικό σπίτι. Ο Ιωσήφ είχε γνώση των γύρω περιοχών αν και πράγματι, βρίσκονταν μία ανάσα μακριά από την Πολωνία, για την ακρίβεια, δίπλα σχεδόν στον Όντερ. Λίγο πριν την αυγή, ο Ιωσήφ σήκωσε στην πλάτη του τον Μπάλντερ και ξεκίνησε τη διαδρομή. Τα μαύρα νερά του Όντερ έλαμπαν κάτω από το αχνό φως μίας σελήνης που ακόμη δεν είχε εγκαταλείψει το ουράνιο στερέωμα. Ο καιρός είχε γλυκάνει, ακόμη και μέσα στο δάσος το χιόνι είχε ξεκινήσει να λιώνει. Ο Ιωσήφ έμοιαζε σαν ένα κομμάτι των δασών αυτών, σαν ένα στοιχείο της φύσης που αρεσκόταν να βρίσκεται στο πλάι της. Σε κάθε τους στάση, ο Μπάλντερ τον κοιτούσε σιωπηλός, μη γνωρίζοντας τι ήταν σωστό να πει. Ένας άνθρωπος τόσο κλειστός όσο εκείνος, δύσκολα έδειχνε τα δικά του κομμάτια, μα η διαφορά ήταν πως απέναντί του, δεν είχε ένα πρόσωπο που κρυβόταν στα σκοτάδια του.
Ο Ιωσήφ δεν είχε σκοτάδι κανένα, μονάχα έγνοιες και ανησυχίες. Συχνά, έδειχνε ρωσικά αναγνώσματα στον Μπάλντερ θυμίζοντάς του τα νιάτα του. Αν τον γνώριζε κανείς πριν τα δεκαοκτώ του χρόνια, με σιγουριά θα διέκρινε έναν έφηβο καλόκαρδο και χαμογελαστό, ανοιχτό άκριτα σε κάθε πολιτισμό. Το μαρτυρούσε εξάλλου η καλή γνώση της ρωσικής και αγγλικής γλώσσας. Σύντομα, έπιασε τον εαυτό του να χαμογελά. Δίπλα στον Ιωσήφ αισθανόταν ασφάλεια και μία μικρή ελπίδα πως ίσως έβλεπε ξανά την οικογένειά του. Το χτύπημα δεν ήταν μοιραίο, ωστόσο πέρασαν μέρες μέχρι να κατορθώσει να σταθεί στα πόδια του δίχως να πονά και να κουράζεται. Συχνά σταματούσε χαϊδεύοντας τα λουλούδια, η παρατηρώντας τη φύση που οργίαζε γύρω του.
«Μπορείς να βαδίσεις;» άκουσε ην ερώτηση του Ιωσήφ.
«Γιατί με βοήθησες; Δεν είμαι τίποτε περισσότερο από ένας...»
«Φωτεινός άνδρας» συμπλήρωσε και του έδωσε να κρατήσει ένα μικρό καθρεπτάκι.
Ο Μπάλντερ κοιτάχτηκε. Το πρόσωπό του ολόκληρο είχε αλλάξει, τα μάτια του είχαν υιοθετήσει εκείνο το ιριδίζον χρώμα των καθάριων νερών της θάλασσας. Οι ρυτίδες που κάποτε αλλοίωναν τα χαρακτηριστικά του είχαν μαλακώσει. Έμοιαζε νεότερος.
«Το μίσος σε αλλοιώνει εσωτερικά και εξωτερικά. Ο Αλεξ είχε πλειστάκις αναφερθεί στον αδερφό σου, τον Στάινερ. Παρόλο τον χαμό του, εγώ σχεδόν τον βλέπω σε εσένα τώρα πια. Βλέπω όλη την ευαισθησία που τόσα χρόνια είχες μάθει να κρύβεις. Η κόρη σου σε ξεκλείδωσε, όπως και εμένα ο γιος μου. Η αθώα ψυχή των παιδιών είναι βάλσαμο απέναντι σε κάθε σαθρότητα του ενήλικου κόσμου. Απελευθερώσου. Ο Στάινερ βρίσκεται κάπου φωλιασμένος μέσα σου. Δεν υπήρξες εσύ το κακό παιδί της οικογένειας, όχι μετά τα όσα μου αφηγήθηκες χθες βράδυ» του είπε, θυμούμενος την χθεσινοβραδινή εξομολόγηση των παιδικών και ενήλικων χρόνων του Μπάλντερ.
«Κανείς ποτέ δεν μου είπε πως μοιάζω στον αδερφό μου»
«Είχατε καλές ψυχές, τις οποίες απορώ από ποιον κληρονομήσατε»
«Από τον παππού μου, τον πατέρα του πατέρα μου. Ήταν άξιος άνθρωπος, γλυκός, ένας θησαυρός. Πέθανε από καρκίνο και έπειτα, ο πατέρας μου άφησε στην επιφάνεια όλο το αληθινό του πρόσωπο»
«Η ανάγκη μας να αγαπηθούμε, πολλές φορές μας ρίχνει σε μονοπάτια σκοτεινά. Θαυμάζω ωστόσο και τους δύο σας, εσένα και τον Στάινερ, που δώσατε αγάπη σε στιγμές που κανείς δεν σας ανατροφοδοτούσε με αυτήν. Μπορώ να καταλάβω τον λόγο που οδηγήθηκες στα Ες-Ες, λανθασμένα και ανόητα»
«Το λιγότερο ανόητα»
«Σαφώς. Γιατί τα Ες-Ες είναι ρατσιστές δολοφόνοι, όχι μονάχα των Εβραίων. Θαρρώ πως εσύ προσωπικά δεν είχες την άσβεστη επιθυμία να εξαφανίσεις σχεδόν κάθε φυλή από τον πλανήτη. Ήθελες όμως να ξεσπάσεις, ενώ ο άλλος φωστήρας, αναφέρομαι στον υιοθετημένο, ανεπίσημα Γερμανό υιό μου, τον Σβάιγκερ, υπέθεσε πως θα μπορούσε να μπει εκεί μέσα με την μορφή του κατασκόπου λες και κανείς δεν θα του έδινε δραστηριότητες που θα έρχονταν σε σύγκρουση με την ανθρωπιά και ηθική του. Έφηβοι, τι μπορείς να πεις; Και συγκεκριμένα εσείς οι δύο είχατε την λάθος καθοδήγηση την στιγμή που χρειαζόσασταν στήριξη και αγάπη» πήρε μία βαθιά ανάσα «Ό,τι έγινε, έγινε. Η Άνοιξη είναι εδώ και μαζί της και το τέλος της τραγωδίας. Το λυκόφως των Ναζί έφτασε, μα αυτοί που ανατέλλουν, είναι εξίσου ύπουλοι και υποχθόνιοι. Οι πληγές δεν θα κλείσουν έτσι απλά. Το βαρύ σύννεφο, θα μείνει για χρόνια ακόμη να περιπλανιέται πάνω από τα ερείπια του κόσμου. Η οικογένεια όμως, η ζεστή της αγκαλιά, θα κάνει το ερεβώδες μέλλον μας λιγάκι πιο υποφερτό» του χαμογέλασε και τον είδε να τον πλησιάζει αγκαλιάζοντάς τον όσο πιο σφιχτά του επέτρεπε το τραύμα. Ήταν η δύναμή του η αγάπη που λάμβανε από τον κόσμο και από αγκαλιές ήταν χορτάτος. Για λίγο σκέφτηκε τον Αλεξέι, την πιο πολύτιμη αγκαλιά από όλες.
Την ίδια ακριβώς αγκαλιά απολάμβαναν και τα αγόρια, πλέον παρέα με την Άστριντ, στο υπόγειο καταφύγιο κοντά στη Hermannplatz. Η Κρίστα ήξερε πως οι γυναίκες περίμεναν στην ουρά για να πάρουν τις λεγόμενες μερίδες της κρίσεως. Ένας βομβαρδισμός ωστόσο γέμισε την πλατεία ακρωτηριασμένα πτώματα. Η Κρίστα αναρωτιόταν αν θα μπορούσαν ποτέ τα παιδικά μάτια να ξεχάσουν αυτές τις εικόνες, αν ακόμη χειρότερα τις είχαν συνηθίσει και αν τελικά θα τις κουβαλούσαν μέχρι το τέλος της ζωής τους. Δεν είχε ιδέα πως τελικά η παρέα του αλλοτινού Βερολίνου, μαζί με νέους, βρισκόταν μία ανάσα μακριά. Στο Petershagen, καρότσια με χειράμαξες και χιλιάδες άμαχους πάλευαν να φύγουν. Σε κάθε σταυροδρόμι περίπολοι της Feldgendarmerie* συλλάμβαναν τους περιπλανώμενους προκειμένου να δημιουργήσουν νέους λόχους, ενώ στα δέντρα που βρίσκονταν στα πλαϊνά του δρόμου, υπήρχαν κρεμασμένοι άνδρες με τη επιγραφή ΄΄Ήμουν δειλός΄΄. Με το σοβιετικό πυροβολικό στο πλάι του, μέσα από τους απανθρακωμένους αντιπάλους, τους τραυματίες που βογκούσαν, μέσα σχεδόν από τα χαλάσματα, ο Αλεξ σύντομα θα αντίκρυζε τον ποταμό Σπρέε.
Feldgendarmerie : έπαιξε σημαντικό ρόλο μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όντας υπεύθυνη για τη σύλληψη δεκάδων χιλιάδων λιποτακτών και την εκτέλεση πολλών απ' αυτούς, σύμφωνα με τη "φόρμουλα" του που όριζε πως "οι στρατιώτες μπορούν να πεθάνουν, αλλά οι λιποτάκτες πρέπει να πεθάνουν''.Προς το τέλος του πολέμου, καθώς η υποστήριξη του λαού σε αμυντικές ενέργειες άρχισε να μειώνεται, ανατέθηκαν στη Feldgendarmerie αποστολές που αμαύρωσαν την εικόνα των στρατονόμων. Αυτές οι αποστολές περιελάμβαναν κυρίως την έρευνα για λιποτάκτες μεταξύ των προσφύγων και την αποστολή προσφύγων στο μέτωπο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top