Führerdammerung /part 1(το λυκόφως του Χίτλερ)
΄΄Η ατμόσφαιρα στο καταφύγιο του Χίτλερ στις 20 Απριλίου του 1945, είχε μία αποπνικτική, πένθιμη διάθεση. Ήταν τα πεντηκοστά έκτα γενέθλιά του. Ίχνος ωστόσο λαμπρότητας ή επισημότητας δεν διαφαινόταν. Οι παντέρημες αίθουσες της Καγκελαρίας του Ράιχ, αποτελούσαν τρανό παράδειγμα πως όλα είχαν τελειώσει μιας και οι Ρώσοι βρίσκονταν προ των πυλών. Εκ παραδόσεως, το υπηρετικό προσωπικό συγκεντρώθηκε για να συγχαρεί πρώτο τον εορτάζοντα, μόλις το ρολόι έδειχνε μεσάνυχτα. Εκείνη τη χρονιά, ο άσημος κάποτε δεκανέας, είχε πει στον ιπποκόμο του πως δεν επιθυμούσε να δεχτεί καμία ευχή. Τελικά, η διαταγή αυτή αγνοήθηκε μιας και στην αίθουσα αναμονής άπαντες είχαν συγκεντρωθεί για ευχές, από τον αρχί-υπασπιστή του Μπούργκντορφ, ως τον Φέγκελαϊν που είχε νυμφευτεί την αδερφή της Εύα Μπράουν. Ο Χίτλερ τελικά έσυρε το βήμα του απρόθυμα, προκειμένου να δεχτεί τις ψιθυριστές ευχές των παρατεταγμένων υπηρετών του, αντικρίζοντας τα ανέκφραστα πρόσωπά τους. Εξίσου αμήχανες ήταν και οι ευχές των στρατιωτικών ηγετών.
Την επομένη το πρωί, αφού πήρε το πρόγευμά του, παίζοντας για λίγο με το αλσατικό κουτάβι του και με τον ιπποκόμο να του ρίχνει σταγόνες κοκαΐνης στα μάτια, ο Χίτλερ ανέβηκε αργά τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο άλσος της Καγκελαρίας. Εκεί τον περίμεναν με το χέρι υψωμένο σε ναζιστικό χαιρετισμό, εκπρόσωποι του στρατού της Κουρλάνδης από την μεραρχία των Ες-Ες ΄΄΄Βερολίνο΄΄ και είκοσι αγόρια από τη Χιτλερική Νεολαία που είχαν διακριθεί στη μάχη. Η αλήθεια ήταν μπροστά στα μάτια του και η αναμενόμενη ερώτηση σκαρφάλωσε στο αρρωστημένο του μυαλό « Μπορούσε άραγε να στηριχτεί σε αυτά τα παιδιά η υπεράσπιση της πόλης;» ποτέ του δεν το εξέφρασε φωναχτά αυτό το ερώτημα. Μουρμουρίζοντας μερικές ακατάληπτες λέξεις, τα χτύπησε ελαφριά στο μάγουλο και τα άφησε να επιστρέψουν στην μάχη κατά των ρωσικών αρμάτων.
Εξαντλημένος και άτονος, με ωχρή όψη, σκυφτός περισσότερο από ποτέ, ο Χίτλερ ξεκίνησε μία ομιλία, ανίκανος πια να διεγείρει τα πνεύματα έστω και στο ελάχιστο.Στην συνέχεια, θα επέστρεφε στα έγκατα της γης από όπου δεν θα έβγαινε ποτέ ξανά ζωντανός΄΄.
Για πρώτη του φορά ένιωσε αμήχανα μπροστά στις Συμμαχικές Δυνάμεις. Τόσα χρόνια θεωρούσε τους Ρώσους φόβο και τρόμο, ωστόσο η τελευταία του συνάντηση με την οικογένεια Φεντόροφ, του είχε δημιουργήσει την ολιγόλεπτη ψευδαίσθηση, πως θα μπορούσε να αποκτήσει και φίλους. Να μην είναι ολομόναχος, όπως τώρα, σε αυτόν τον κόσμο. Οι Άγγλοι που βρίσκονταν επίσης εκεί, τους έσπρωχναν και τους λοιδορούσαν σαν να ήθελαν να ξεσπάσουν όλη την οργή που τόσα χρόνια είχαν μαζέψει, για την φυλή που τους είχε δημιουργήσει όλα αυτά τα προβλήματα. Σιχαινόταν να έχει το κεφάλι του σκυφτό, ωστόσο για να την ώρα δεν είχε επιλογή. Με μία κίνηση, ο Κερτ παρέδωσε όπλα και εμβλήματα της πατρίδας του, νιώθοντας ανακούφιση που ο πόλεμος για εκείνον είχε λάβει τέλος. Το επόμενο βήμα, ήταν η μεταφορά του, σε όρθια πάντα στάση, μέσω φορτηγών. Ένα κρυφό χαμόγελο σχηματίστηκε στην βρώμικη, ταλαιπωρημένη και αδυνατισμένη του όψη, κάνοντας τον Τόμας να απορεί με το κουράγιο του να χαίρεται, ενώ βρισκόταν σε αυτήν την κατάσταση.
«Θαυμάστε τους Άριους!»ξεκίνησαν να φωνάζουν ορισμένοι δικοί του «Από τη βρώμα όλους μαύρους τους βλέπεις» πετάχτηκε ένας Αμερικάνος και όλοι έβαλαν τα γέλια.
Ο Κερτ δεν έδωσε σημασία. Θυμήθηκε τις ατελείωτες πορείες του με τον αστράγαλό του σε άθλια κατάσταση και σύγκρινε το μεταφορικό του μέσω ως αιχμάλωτος. Ε, εμφανώς τα πράγματα ήταν καλύτερα. Όσο περνούσε η ώρα, στρατιώτες με ροδαλά και καλοθρεμμένα πρόσωπα έκαναν την εμφάνισή τους, υπενθυμίζοντάς του πόσο πεινούσε. Για λίγο το βλέμμα του έπεσε δειλά στον μικροκαμωμένο Αμερικάνο που του είχε απευθύνει τον λόγο νωρίτερα. Ο Τόμας διασταύρωσε τη ματιά του μαζί του και μειδίασε ράθυμα. Ο Κερτ κοίταξε την στολή του. Σίγουρα ήταν πολύ καλύτερη και πιο καθαρή από την λιγδιασμένη δική του που είχε δεχτεί όλο το θαλασσινό νερό και όχι μόνο. Το πόδι του εξακολουθούσε να είναι πρησμένο, κανένας γιατρός δεν τον είχε δει ως τότε. Απλώς ο ίδιος είχε συνηθίσει πια τον πόνο δίχως να δίνει σημασία. Το χαμόγελο του Τόμας, τον έφερε ένα βήμα πιο κοντά σε μία ανθρωπότητα, που φοβόταν πως τον είχε αποκλείσει σαν το κακό πνεύμα. Με έναν παιδαριώδη αυθορμητισμό, σήκωσε το χέρι του ελαφρώς σαν να τον χαιρετούσε. Ο Τόμας έβαλε το δικό του χέρι στον ώμο του, σαν να του έλεγε πως όλα θα ήταν εντάξει. Λίγα λεπτά αργότερα, όσοι είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι, συγκεντρώθηκαν σε ένα τεράστιο στρατόπεδο, το οποίο είχε αντίσκηνα και τα οποία φυσικά δεν έφταναν ούτε για τους μισούς αιχμάλωτους. Τελικά αποφασίστηκε πως οι πιο αδύναμοι και άρρωστοι θα δικαιούνταν το κατάλυμα , ενώ αυτή η απόφαση πάρθηκε όπως πάντα ανάμεσα στους συντρόφους της Βέρμαχτ. Ο Κερτ είχε υποφέρει ήδη πολλά, είχε κολυμπήσει σε παγωμένα νερά, είχε περάσει μέσα από στέπες και μάχες, ωστόσο με χαρά θα έδινε προτεραιότητα σε όσους το είχαν ανάγκη.
Είδε τους Αμερικάνους να ανοίγουν μπροστά τους κάτι κούτες με κονσέρβες. Πετώντας τες σχεδόν στα μούτρα τους, και ταυτόχρονα κλωτσώντας τους, αποχώρησαν με περιφρόνηση. Δυνατή βροχή έπιασε και ο Κερτ είδε από όλους, τον μικροκαμωμένο Τόμας να επιστρέφει προς το μέρος του. Δεν είχε προλάβει την δική του μερίδα και ο Τόμας επέστρεφε για να του δώσει ό,τι κρατούσε. Έχοντας γίνει μούσκεμα, ο Κερτ ένιωσε ευσυγκίνητος. Με τρεμάμενα χέρια πήρε ό,τι φαγητό του προσφέρθηκε, δείχνοντας στον Τομ μία φωτογραφία, εκείνη που του είχε δώσει ο Χανς.
«Η παρέα του Βερολίνου» ψέλλισε σε σπαστά αγγλικά «Όλοι αυτοί, μαζί και εγώ, συνδεόμαστε με αυτούς» του έδειξε την ξύλινη κατασκευή του Κονσταντίν και ο Τόμας γέλασε ηχηρά.
«Οι Φεντόροφ είναι μία όαση στη γη. Δεν ξέρω αλήθεια πώς έτυχε να γνωριστείτε καθώς είστε αρκετοί οι παγκόσμιοι φίλοι, μα αν θέλεις το δικό μου μικρό μυστικό, είναι πως επέλεξα να συνεχίσω να βρίσκομαι στην Ευρώπη για να τους συναντήσω. Ο Κονσταντίν είναι ένα ταλαντούχο κάθαρμα, μα το δικό μου άλλο μισό, είναι ο Άλεξ. Τον γνωρίζεις;» ρώτησε θέλοντας να μάθει.
«Ουάιτ! Τσακίσου φύγε από εκεί!»
«Επιδίδομαι σε κοινωνικούς σχολιασμούς» απάντησε και ο Κερτ χαμογέλασε.
«Έχεις θράσος και θάρρος» του είπε σε σπαστά αγγλικά.
«Ή βλακεία, αλλά παρόλα αυτά έχω φτάσει ως εδώ. Λέγε γρήγορα αν και θα ξανάρθω να σε βρω»
«Τον ξέρω. Με έσωσε όταν ήμουν θαμμένος κάτω από το χώμα. Οι φίλοι μου, μου τα έδωσαν αυτά τα στοιχεία, μάλλον για να σου τα δείξω αν τύχαινε και βρισκόμουν σε δύσκολη θέση. Χαίρομαι που παρέδωσα το όπλο. Έτσι και αλλιώς το σιχαινόμουν πια..»
Ο Τόμας έφυγε μακριά τρέχοντας και οι κατσάδες ακούγονταν όπως ήταν λογικό σε όλο το στρατόπεδο. Ο Κερτ τον παρατηρούσε ελπίζοντας πως είχε βρει ένα στήριγμα. Άραγε, τι θα σκεφτόταν ο κόσμος για την συμμορία τους; Πως ήταν η πιο θαρραλέα συμμαχία; Στα σίγουρα πάντως, ήταν μία αλυσίδα που ποτέ δεν έσπασε. Που την χαρακτήριζε η αγάπη και η φιλία και δεσμοί ισχυροί. Αυτό και αν συγκαταλεγόταν στα παράδοξα θαύματα.
Εκτός από τις μερίδες φαγητού, υπήρχαν και χυμοί πορτοκάλι, συμπυκνωμένοι. Ο Κερτ πάλευε να μαζέψει το νερό της βροχής, προκειμένου να διαλύσει με αυτό τον χυμό. Από το φυλάκιό τους οι Αμερικάνοι τους παρακολουθούσαν να ενθουσιάζονται με ποταπά πράγματα. Ο Τόμας ειδικά, δεν έπαιρνε λεπτό τα μάτια του από τον νέο του γνωστό, ο οποίος έπαιζε με το νερό της βροχής ανέμελα, χαμογελώντας διαρκώς, απαλλαγμένος πια από το βάρος των ευθυνών και του πολέμου. Αλαζόνα ως τώρα δεν είχαν συναντήσει ανάμεσα στους αιχμαλώτους, μονάχα υποσιτισμένους, οι οποίοι δέχονταν να τρώνε ακόμη και όρθιοι κάτω από την καταρρακτώδη βροχή και ετοιμοθάνατους που ακουμπούσαν πάνω σε πασσάλους προκειμένου να σφαλίσουν για λίγο τα βλέφαρά τους, παραδομένοι σε μία γαλήνη. Η επόμενη ημέρα, θα τον έβρισκε στριμωγμένο για διαλογή. Κολλημένος με την γερμανική πειθαρχία, όπως και όλοι οι σύντροφοί του που είχαν αιχμαλωτιστεί, ο Κερτ αδυνατούσε ακόμη να αναλογιστεί τις πληγές που είχε αφήσει πίσω του ο πόλεμος. Η διαδικασία της απογραφής και διασποράς των αιχμαλώτων σε διάφορα σημεία για εργασία ξεκινούσε.Οι ομαδάρχες που ήταν και εκείνοι αιχμάλωτοι, ντυμένοι με κουρέλια, φώναζαν διαταγές στα γερμανικά. Κάμποση ώρα αργότερα, άπαντες στοιχίστηκαν για να περάσουν από το Υγειονομικό. Ο Κερτ θα νοσηλευόταν για λίγες μέρες εξαιτίας του ποδιού του. Το κουρελιασμένο του ατομικό βιβλιάριο βρισκόταν στα χέρια ενός Γάλλου αξιωματικού καθώς οι Επιτροπές Ελέγχου και εκτίμησης του καθενός στελεχώνονταν από τους Συμμάχους, μεταξύ αυτών Άγγλους, Καναδούς, Γάλλους και φυσικά Αμερικάνους.
Ήταν τότε που ο Τομ ανακάλυψε ένα θαύμα. Πως ο Κερτ αν και Γερμανός ήταν κατά τύχη γεννημένος στην Γαλλία.
«Αυτά τα στοιχεία σε σένα ανήκουν;» τον ρώτησε
«Ja...» ψέλλισε. (ναι)
«Εxcuse me?» άκουσε τον Τόμας.
«Yes» απάντησε ξανά απρόθυμα ο Κερτ.
«Τι διάολο;» αναρωτήθηκε ο Γάλλος που τα κοιτούσε επίσης.
«Είσαι Γάλλος;» τον ρώτησε και είδε τον Τομ να του κουνά φρενιασμένα το κεφάλι του καταφατικά, μπερδεύοντάς τον χειρότερα. Αν έλεγε κάτι που δεν έπρεπε;
«Εμ, έτσι νομίζω;» απάντησε αβέβαια.
«Τι σημαίνει έτσι νομίζεις; Γιατί το θέτεις σαν ερώτηση;» γρύλισε ο Γάλλος. Τι ακριβώς να του εξηγούσε; Πως η μητέρα του είχε πάει ρομαντικό ταξίδι λίγο πριν τον φέρει στον κόσμο, με αποτέλεσμα εντελώς τυχαία να τον υποδέχεται η Γαλλία; «Τι δουλειά έχεις στο μπουρδέλο που λέγεται γερμανικός στρατός;» τον ρώτησε ακόμη πιο εξαγριωμένα.
«Δεν....δεν γνωρίζω Her Major....»
«Μην με ξαναπείς έτσι, αλλιώς σε έσκισα!»
«Τομ...εμ...» ψέλλισε ο Κερτ.
«Γιατί απευθύνεις τον λόγο στον Ουάιτ; Δεν μου αρκεί που κοντεύει να μας στείλει όλους εδώ γύρω στον ψυχίατρο; Ε; « άκουσε τον Αμερικάνο της Επιτροπής από δίπλα του.
«Das ist mein....» (αυτός είναι ο δικός μου..)
«Δεν σε καταλαβαίνουμε φίλε! Και τώρα κλείσε το στόμα σου και ακολούθησε τον λοχαγό δίχως ηλίθιες παρεμβολές!»
Είδαν τότε όλοι τον Τόμας να τον ακολουθεί και εκείνος απαξιώνοντας τις διαταγές.
«Πού πηγαίνεις εσύ;» άκουσε τον Αμερικάνο.
«Ξέρω γερμανικά, μπορώ να βοηθήσω στη μετάφραση αν χρειαστεί» πρόφερε σοβαρός ο Τομ.
«Τι ξέρεις;» του ψέλλισε ο Κερτ τρομαγμένος.
«Όσο και εσύ γαλλικά. Αυτό το στοιχείο που βρέθηκε στο βιβλιάριό σου είναι θησαυρός. Αξιοποίησέ το και μη μιλάς γερμανικά. Πες ένα oui, το έχω ακούσει από τον Γάλλο λοχαγό και ό,τι άλλο σου έρθει»
«Αφού δεν μου έρχεται!» διαμαρτυρήθηκε ο Κερτ.
«Βάλε φαντασία, kamerad...» του έκλεισε το μάτι και μία σταγόνα ιδρώτα ξεκίνησε να κυλά στο πρόσωπό του. Το αποτέλεσμα προβλεπόταν σκέτη και απόλυτη καταστροφή.
Την επόμενη στιγμή, βρέθηκε να περιφέρεται μέσα σε έναν λαβύρινθο διαδρόμων και ένας φόβος τον κυρίευσε. Αν τον πήγαιναν για εκτέλεση; Αν αυτό που είχε ξεστομίσει τελικά ήταν απαγορευτικό; Στο τέλος, κατέληξε σε ένα γραφείο με τέσσερις Γάλλους στρατιώτες, τρέμοντας κυριολεκτικά. Ο λοχαγός εξήγησε πως μαζί του έφερνε μία ύποπτη περίπτωση, με τον Κερτ να καταλήγει να περνά από τρεις διαφορετικές ανακρίσεις, κατά πώς φαινόταν δίχως επιτυχία. Το κεφάλι του γυρνούσε και στροβιλιζόταν από την κούραση. Το τέλος της διαδικασίας, δεν κρίθηκε ιδιαιτέρως ευχάριστο και επιτυχές.
«Θα πρέπει να προφυλακιστείς για μερικές μέρες, αφού νοσηλευτείς» του είπαν.
«Μα, εγώ...»
«Έληξε η κουβέντα»
Από τη μία φυλακή στην άλλη. Πλέον το είχεσυνηθίσει. Ό,τι και να γινόταν, κατά πώς φαινόταν είχε εξασφαλίσει απλώς τογεγονός πως μάλλον θα παρέμενε ζωντανός.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top