ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Βερολίνο, 2020
Της ήταν αδύνατο να ξεχάσει τη στιγμή του τρυφερού και λυτρωτικού εναγκαλισμού αυτών των δύο γηραιών ανθρώπων. Τα μάτια τους αν μπορούσαν, θα μαρτυρούσαν όλα τα ανείπωτα συναισθήματα τρυφερότητας και αφοσίωσης. Ανακάθισε στο κρεβάτι της και έριξε μία ματιά στον κυανό ουρανό, με τις ελαφριές άλικες αποχρώσεις του ξημερώματος. Αγαπούσε το ξημέρωμα και γι' αυτό δεν υπήρχε αμφιβολία. Σηματοδοτούσε μία νέα αρχή, ο κόσμος ακόμη βρισκόταν ίσως στο κρεβάτι του και η φύση κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να δείξει το πιο όμορφο πρόσωπό της. Η νεαρή ήταν αποφασισμένη να μην λοξοδρομήσει από το ιστορικό της μονοπάτι. Πλέον δεν ήταν μονάχα ζήτημα σπουδών. Όλοι οι πρωταγωνιστές και τα βάσανά τους, είχαν γίνει και δικό της κομμάτι. Ήταν σαν να μιλούσε για πρόσωπα γνώριμα, πρόσωπα που αγαπούσε και νοιαζόταν.
Ο Όττο ήταν στην καρδιά της. Βαδίζοντας ξημερώματα στην πόλη της η οποία πλέον της μιλούσε σε γλώσσα διαφορετική, θυμήθηκε ένα μνημείο αλλιώτικο, τόσο στην Αυστρία που είχε την μορφή ενός τεράστιου Χ, όσο και στην χώρα της με εκείνη την φιγούρα του στρατιώτη που όδευε αντίθετα από τις υπόλοιπες. Ήταν εκείνο που αφορούσε τους λιποτάκτες της Βέρμαχτ, που τότε καταδικάστηκαν ως προδότες, ενώ σήμερα θεωρούνταν ήρωες. Ο Όττο έμοιαζε με εκείνο το γλυπτό του ανθρώπου που διέλυε τον τοίχο για να σταθεί μπροστά ολομόναχος και αγέρωχα. Στο δικό της μυαλό η λέξη ΄΄λιποτάκτης΄΄ δεν του ταίριαζε. Δεν γύρισε δειλά την πλάτη του για να εγκαταλείψει τον στρατό της πατρίδας του, μήτε απλώς πήγε με τον αντίπαλο ή έφυγε μονάχος του. Ο Όττο θυσιάστηκε για την φιλία, για τον άνθρωπο δίχως σύνορα και ταυτότητα. Αυτό τον καθιστούσε μοναδικό. Πέταξε το όπλο του, φώναξε ένα δικό του γερμανικό ΄΄όχι΄΄ και χίμηξε μπροστά, στη χαράδρα, στο κενό της Κόλασης για να μπει ασπίδα μπροστά από τον Άλεξ.
Το τέλος πλησίαζε, αυτή τη φορά το ένιωθε μαζί με μία συγκίνηση. Οι ήρωες είχαν φτάσει στα όριά τους, με τον Χανς να αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Από ένα γλυκό, παρθένο στην κακία αγόρι, ξεκίνησε να μεταμορφώνεται σε έναν σκληρό εκδικητή. Αισθανόταν μόνος, μα όχι απέναντι στη Γερμανία, αλλά απέναντι σε έναν κόσμο από τον οποίο δεχόταν απόρριψη. Τα βήματά της, την μετέφεραν σε εκείνη τη μάντρα τη μισοπεσμένη, με την όμορφη, λευκή τριανταφυλλιά. Σχεδόν τίποτε δεν είχε απομείνει από το παρελθόν. Ο Κλέβεν το γνώριζε καλά και δεν ήταν τυχαίο. Σύρθηκε με κόπο, ανακατεύοντας τα σκουπίδια, το χώμα και το μισογκρεμισμένο τειχάκι. Για λίγο προσπάθησε να πλάσει τις εικόνες ενός ξεχασμένου παρελθόντος, πριν ηχήσουν οι σειρήνες του πολέμου, πριν να ζωντανέψουν οι εφιάλτες που οδήγησαν σε τόσους τόπους μνήμης. Κάπου εδώ, στέκονταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι, ή ίσως δύο αδέρφια. Ξαφνικά ένιωσε την ενέργεια του τόπου να την προσκαλεί. Τα λεπτά της δάχτυλα χάιδεψαν την μάντρα, για να αγγίξουν ένα ψυχρό, μεταλλικό αντικείμενο που γαργάλησε ανάλαφρα την επιφάνειά τους. Σφηνωμένη ανάμεσα στα διαλυμένα τούβλα, βρισκόταν μία πυξίδα ξεχασμένη. Επάνω της, σκαλισμένη με μικρά γράμματα, ήταν στα γερμανικά η φράση :
΄΄Για να μην χάσεις ποτέ τον δρόμο΄΄
Συγκινημένη την πήρε. Θα την επέστρεφε στο πρόσωπο στο οποίο πίστευε πως ανήκε. Η πολυκατοικία του Κλέβεν αχνοφάνηκε και εκείνη ανέβηκε στον πρώτο όροφο. Παραδόξως την υποδέχτηκε αποκλειστικά η κυρία Χόφμαν.
«Καλημέρα! Ο κύριος Σμιθ είναι καλά;» την ρώτησε με αγωνία.
«Ένιωσε μία αδυναμία και αποφάσισε να ξαπλώσει. Μου ζήτησε ωστόσο να έρθεις και απλώς να τον διευκολύνεις με το να καθίσεις στο δωμάτιό του. Σου ετοίμασε καφέ και μπισκότα» χαμογέλασε εκείνη ελαφρώς θλιμμένη.
«Θα γίνει καλά;» την ρώτησε η κοπέλα σαν να την πίεζε μία εσωτερική ανάγκη να ξεστομίσει την ερώτηση.
«Μαζί με την ιστορία, θαρρώ πως και εκείνος επιθυμεί να αποχωρήσει. Μοιάζει σαν να βαστά την τελευταία του ανάσα, μονάχα για να σου χαρίσει τον επίλογο» δάκρυσε «Άντε, πήγαινε τώρα, σε περιμένει»
Δίχως να χάσει χρόνο, η Χέλγκα χτύπησε διακριτικά την πόρτα. Η γνωστή, πράα του φωνή την καλωσόρισε. Ο Κλέβεν βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, μα στη δική της θέα χαμογέλασε.
«Άργησες πέντε λεπτά» την ψευτομάλωσε.
«Πράγματι. Επισκέφτηκα το σπίτι...Εκείνο με την πεισματάρα τριανταφυλλιά. Είχα την ανάγκη» του εξομολογήθηκε.
«Εγώ το αποχαιρέτησα όπως του άξιζε χθες» ψέλλισε με φωνή που έτρεμε.
«Και εκείνο σε αντάλλαγμα σου έδωσε αυτό» έβγαλε από την τσέπη της την πυξίδα «Για να σου δείχνει τον δρόμο» ολοκλήρωσε και τον είδε να απλώνει το γερασμένο του χέρι για να την κρατήσει.
«Πού την βρήκες;» την ρώτησε τρέμοντας.
«Ήταν στριμωγμένη στη μάντρα» του απάντησε και τον είδε να την χαϊδεύει. Κατόπιν την κοίταξε στα μάτια. Τα δικά του τα κυανά έκρυβαν τις αλήθειες του, μονάχα για να τις φανερώσουν την κατάλληλη στιγμή.
«Τη δουλειά της την έκανε. Ο παραλήπτης της, ακόμη και αν την ξέχασε εκεί, ακολούθησε πράγματι τον δρόμο του, τον δρόμο των δικών του πιστεύω και της καρδιάς. Η ζωή είναι μικρή και πολύτιμη. Να ακολουθείς τα όνειρά σου τώρα που σου δίνεται η ευκαιρία. Εγώ έχασα χρόνο, ή μάλλον, έχασα τα καλύτερα χρόνια μου πολεμώντας. Τα πάντα άλλαξα, μα οι αναμνήσεις ποτέ δεν ξεριζώθηκαν από μέσα μου. Η ευτυχία ωστόσο κατόρθωσε να με αγγίξει γιατί της έδωσα τον χώρο που χρειαζόταν»
Η Χέλγκα χαμογέλασε.
«Και τώρα; Πού θα πάμε;»
«Όλες οι ιστορίες έχουν ένα τέλος, έτσι και εκείνη του πολέμου. Το τέλος βάφτηκε με χρώμα άλικο και οργή. Τόση οργή, ικανή να κάνει τους ανθρώπους αδίστακτους. Αμφέβαλλα αν ποτέ ήρθε η λύτρωση γι' αυτές τις οργισμένες ψυχές. Ακόμη και έτσι όμως, η ειρήνη έμοιασε βάλσαμο. Αυτή και λίγη φάβα από τη Σκάλα» της έκλεισε το μάτι «Πολύπαθη Πολωνία, έτοιμη να εξεγερθεί, το ρωσικό κυνηγητό, η εισβολή της Αμερικής και η αγανάκτηση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που μύριζαν μπαρούτι και ανθρώπινες στάχτες. Η αυλαία μας θα ανοίξει για τελευταία φορά. Είσαι έτοιμη;»
Αγαπημενοι μου! Για να μην μπερδευτείτε ο πρόλογος είναι καινούργιος. Θα ακολουθήσουν τα δυο παρτς του I will walk alone από το προηγούμενο βιβλίο. Από το τρίτο παρτ και μετά θα είναι η νέα συνέχεια.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top