Με ένα καΐκι και λίγη θάλασσα/ part 3
Ο μαγαζάτορας σε καμία περίπτωση δεν τους είδε με καλό μάτι. Τον διακατείχε από την μία αναγκαστική δουλοπρέπεια και από την άλλη σιγόβραζε μέσα του η απαξίωση. Την παραγγελία την έδωσε ο Όττο στα γερμανικά και ο Αυστριακός τον κοιτούσε με υποτίμηση.
«Δεν έχω κρασί» του πέταξε.
«Ω, μα φυσικά και έχεις» επέμεινε ο Όττο.
«Και γιατί να δώσω σε έναν προδότη;» σχεδόν ψιθύρισε ο άνδρας όταν τα κυανά μάτια του Όττο άστραψαν και βρέθηκε να πηδά προς το μέρος του και να τον αρπάζει από τον λαιμό, για να μπει ανάμεσά τους ο Αλεξέι.
«Προδότης είσαι εσύ! Αντί να ανοίξεις μία τρύπα και να κρυφτείς, αρνείσαι τόση ώρα να μας προσφέρεις ένα ποτήρι κρασί! Οι άνθρωποι που βλέπεις, επέστρεψαν από τον Άδη! Πρόσεχε μήπως σε στείλω εγώ εσένα!»
«Αρκετά» τον σταμάτησε ο Αλεξ «Θα πάω να το φέρω εγώ το μπουκάλι και δεν θα το πληρώσω» κοίταξε στραβά τον άνδρα.
Όλοι οι πελάτες του μαγαζιού ήταν από το στρατόπεδο και έτοιμοι να αρπαχτούν με την πρώτη ευκαιρία. Ακόμη και ο Όττο έπιανε τον εαυτό του να έχει εκρήξεις νεύρων. Πώς στο καλό όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα έβρισκαν το κουράγιο να κλείσουν τις πληγές τους; Η Ελπίδα μισούσε τις εντάσεις. Της θύμιζαν τα ζωώδη ουρλιαχτά των Ες-Ες. Ο Τόμας και ο Ντίμα έκαναν διαγωνισμό ποιος θα πιεί περισσότερο, μέχρι που στο τέλος αδυνατούσαν να σηκωθούν και η ώρα ήταν περασμένη. Βγαίνοντας έξω στο σκοτάδι όλοι μαζί, ο Ίωνας που είχε σώας τας φρένας ακόμη, αποφάσισε να οδηγήσει με το αυτοκίνητο που ανήκε στην ομάδα των Ελλήνων. Ο μοναδικός που προτίμησε να επιστρέψει μόνος του ήταν ο Όττο. Η Ελπίδα επέμεινε να τον συνοδεύσει. Της άρεσε, ωστόσο γνώριζε πως είχε ήδη κάποια να τον περιμένει. Παρόλα αυτά, θαύμαζε και την παρέα του, έχοντας βρει έναν αλλόκοτο τρόπο να ξορκίσει τον φόβο της για τους πρώην βασανιστές της.
«Αφού φοβάσαι το σκοτάδι, γιατί με ακολουθείς;» την ρώτησε ο ξανθός νεαρός.
«Μου αρέσει να ακούω τις ιστορίες σου. Αυτή τη στιγμή τι σκέφτεσαι για το μέλλον σου;»
«Δεν έχω σκεφτεί ποτέ στα σοβαρά το μέλλον μου. Κάποτε το είχα απλώς ονειρευτεί, γιατί όπως και να το κάνουμε, στα όνειρα έχεις άλλα δικαιώματα τα οποία σου απαγορεύει η πραγματικότητα. Πλέον, είμαι πιο μπερδεμένος από ποτέ. Νιώθω τα δεσμά μου να έχουν λυθεί και αντί αυτό να με βοηθά, μου δημιουργεί περισσότερο άγχος. Πάντοτε ΄΄ανήκα΄΄ κάπου ή για να το πω σωστότερα, ήθελαν να ανήκω. Έπρεπε να είμαι Ναζί ή επαναστάτης, Κόκκινος ή οποιοδήποτε άλλο χρώμα. Δεν έμαθα πώς να είμαι ο εαυτός μου, δεν έμαθα γενικά ποιος είμαι ή τι θα επιθυμούσα»
«Όπως δεν έμαθα εγώ να ζω ελεύθερη ή να ξορκίζω όλους τους φόβους μου. Μερικές φορές, θέλω απλώς να μην το βλέπω. Το στρατόπεδο και ό,τι περιλαμβάνει. Από την άλλη σκέφτομαι πως δεν θα βρεθεί κανείς να με αγαπήσει γιατί στον ύπνο μου κλαίω και ουρλιάζω. Θυμάμαι στιγμές από τα βασανιστήρια και τις αναβιώνω στους εφιάλτες μου» ξεκίνησε να τρέμει.
«Θυμάμαι στιγμές οικογενειακής κακοποίησης και εξαθλίωσης σχεδόν μέχρι θανάτου στο Στάλινγκραντ. Μπορεί να ήταν Γερμανοί οι παγιδευμένοι, μα οι εικόνες της απόλυτης πείνας και αγανάκτησης, θα μου μείνουν για πάντα χαραγμένες. Αυτές και το σκηνικό του χορού μου με τον Αλεξέι σε ένα άδειο, ερειπωμένο θέατρο, συντρίμμια, με μόνους θεατές τα φαντάσματα και τις ψυχές που αργοπέθαιναν. Όλα αυτά που έζησε ο κόσμος μοιάζουν εξωπραγματικά. Ας τα αφήσουμε για λίγο...»
Η Ελπίδα τον κοίταξε κουρασμένη. Σιγά σιγά θα αποχωρούσε. Ο Όττο, ανέβηκε στον έναν πυργίσκο και κάθισε εκεί βαστώντας το ξύλινο καΐκι. Στα χέρια του αρμένιζε με ούριο άνεμο. Το φανταζόταν να πλέει στο Αιγαίο με προορισμούς νησιώτικους, με βουκαμβίλιες και ροδανθούς, με μυρωδιές γλυκιές και αλμυρές. Χαμογέλασε χαμένος στο όνειρό του και αποκοιμήθηκε ακουμπώντας σε έναν τοίχο για να τον βρει το ξημέρωμα στην ίδια στάση. Ταμπέλες για την αναχώρηση των Ελλήνων, είχαν αφισοκολληθεί, προκειμένου να προετοιμάζουν τον κόσμο. Η γνωστή εξέδρα αποχαιρετισμού είχε στηθεί, ωστόσο ο Όττο εξακολουθούσε να κοιμάται βαριά και μακάριος. Ένα ζευγάρι σκισμένα παπούτσια στάθηκε μπροστά του. Το χέρι, απαλά κράτησε το μικρό βαρκάκι. Τόσα χρόνια είχαν περάσει. Τον είχε αφήσει σχεδόν έφηβο και έβρισκε έναν άνδρα ελαφρώς ταλαιπωρημένο, μα πιο όμορφο από ποτέ. Γονάτισε μπροστά του και τον σκούντησε απαλά. Ο ήλιος για λίγο ενόχλησε τα μάτια του, που ολόλαμπρα, ένα με τον πρωινό ουρανό, άνοιξαν και τον κοίταξαν ξαφνιασμένα.
«Για σου φιλαράκι μου...» ο Γρηγόρης είχε σχηματίσει ένα τεράστιο χαμόγελο, το οποίο διαδέχτηκε μία κραυγή που έκανε όλο το στρατόπεδο να παγώσει. Ο μόνος που γνώριζε την αλήθεια ήταν ο Αλεξέι. Εκείνος είχε υποδείξει στον Γρηγόρη πού βρισκόταν ο Γερμανός φίλος του. Ο Έλληνας είχε ανέβει μαζί με την ομάδα του Ερυθρού Σταυρού, καθώς είχε έναν συγγενή που βρισκόταν στο στρατόπεδο. Ο Αλεξέι από νωρίς φώναζε τον Όττο, με αποτέλεσμα, ο Γρηγόρης να παραξενευτεί και να ρωτήσει για επιπλέον πληροφορίες. Ποτέ του δεν θα πίστευε πως θα κατόρθωνε να τον συναντήσει. Μέσα του όμως, ήλπιζε. Ένας λόγος για να συνοδεύσει την ελληνική αποστολή ήταν εκείνος. Ο Όττο τον είχε αρπάξει κλαίγοντας γοερά. Ο Γρηγόρης είχε εξίσου συγκινηθεί, ενώ παράλληλα γελούσε μιας και ο ξανθός νεαρός φάνταζε πιο ογκώδης μπροστά του.
«Δεν καταλαβαίνω. Τι γυρεύεις εδώ; Πώς; Εγώ σου έγραφα γράμματα συνέχεια, απλώς δεν τα έστειλα ποτέ γιατί δεν μπορούσα και...»
«Ένα-ένα» του είπε στα ελληνικά και τον έβαλε να το επαναλάβει.
«Ενά ενά» πρόφερε και ο Γερμανός γελώντας «Θυμάσαι το 36;» τον ρώτησε.
«Σαφώς. Σου είχα τάξει φάβα και την έστειλα ώσπου την έφαγε ο Αδόλφος» μειδίασε πικραμένος «Το κράτησες» του έδειξε το βαρκάκι «Και εγώ κράτησα την εικόνα σου για να στα πω μία μέρα όλα, αν ζήσω. Κάπου σε ένα καΐκι και μία θάλασσα» δάκρυα αυλάκωσαν τα μάγουλά του. Ο Όττο πρόσεξε το καθάριο, ζεστό του βλέμμα, γεμάτο περηφάνια. Είχαν ζήσει τελικά. Το όνειρο ήταν κοντά «Είμαι τόσο χαρούμενος για τον Χανς. Τον είδα πλάι στον φίλο σου τον Ρώσο. Ποτέ μου δεν θα πίστευα πως θα αποκτούσες τέτοιες φιλίες. Ο νεαρός σε αγαπά πολύ και αυτό με κάνει περήφανο γιατί δεν έπεσα λεπτό έξω για εσένα ό,τι και να έγινε στη ζωή σου. Ο Χανς πάλεψε να μου εξηγήσει, μα μιλούσε γερμανικά...Λοιπόν, άντε, πάμε κάτω»
«Μου έταξες τον Παράδεισο, μου έδωσες τα συστατικά και εγώ τον σχεδίασα» του έδειξε τη ζωγραφιά στο αιώνιο σημειωματάριο που είχε διαλυθεί με τα χρόνια.
«Σου έχω και ένα δώρο. Ένα καδράκι, μα όχι εδώ. Σε περιμένει πίσω στην Κεφαλονιά γιατί εγώ δεν θα φύγω δίχως εσένα και όποιον άλλο επιθυμεί να μας ακολουθήσει. Τα πράγματα στην Ελλάδα δεν είναι ιδανικά, ωστόσο υπόσχομαι πως για λίγο η διαμονή σας θα σας ανταμείψει» η κουβέντα άνοιξε, είχε ανάγκη να κυλήσει. Μόλις κατέβηκαν, εκτός από τον Ίωνα, την Ελπίδα και τον Ιάκωβο, τους κύκλωσαν ο Άλεξ, ο Ντίμα και ο Χανς. Ο Ιωσήφ με τον Τόμας πλησίασαν τελευταίοι. Ο Γρηγόρης είχε ενθουσιαστεί με τον Ρώσο και την στολή του. Ήθελε να τον ρωτήσει τόσα πολλά, μα για λίγο η σκέψη του διακόπηκε από ένα αυτοκίνητο ακόμη που μετέφερε όλους όσους είχαν αποφασίσει να σκορπιστούν μακριά από τη Γερμανία. Ο Γκαμπριέλ και η Τσάρλη κατέβηκαν, με τον ιδιόμορφο νεαρό Ρώσο να πλησιάζει τον Όττο κοιτάζοντάς τον με νόημα. Το πάλλευκο σχεδόν βλέμμα του, σάρωνε τη μορφή του με μία στοργή καθάρια. Το χέρι του κινήθηκε, προσκαλώντας τον σε μία σπάνια αγκαλιά.
«Ήσουν σύντροφος και φίλος, όχι σε μία, μα σε πολλές μάχες. Κέρδισες την πιο σημαντική. Θα μείνεις στην καρδιά μου. Εδώ οι δρόμοι μας θα χωρίσουν. Θα επιστρέψω μαζί με την Τσάρλη πίσω στο σπίτι μου. Εύχομαι εκεί να βρω την ειρήνη και να δημιουργήσω την οικογένεια που ονειρεύομαι»
Ο Όττο ανταπέδωσε την αγκαλιά και κατόπιν, χαιρέτησε την Τσάρλη και εν συνεχεία φάνηκαν η Χέλγκα, η Άννα και η Κρίστα με τα δύο αγόρια. Ο Κερτ θα έφευγε ανατολικά με τον Κονσταντίν αργότερα.
«Εμείς θα σε ακολουθήσουμε» ψέλλισε διακριτικά η Άννα, μα ο Όττο αναζήτησε με τα μάτια του έναν Άλεξ που είχε πνιγεί στα δάκρυα. Ήταν η δική του ώρα της απόφασης. Το βλέμμα του ασήκωτο, αδυνατούσε να διασταυρωθεί με εκείνο του πατέρα του. Ο Γρηγόρης το αντιλήφθηκε. Τον ήξερε αυτόν τον αποχαιρετισμό του πατέρα και του γιού. Ο Ιωσήφ βούρκωσε επίσης. Πλησιάζοντας τον γιο του, τοποθέτησε το χέρι του στον ώμο του.
«Εμείς οι δυο ποτέ δεν χωριστήκαμε για πολύ. Τώρα τρομάζω. Με φοβίζει το άγνωστο, με φοβίζει που δεν γνωρίζω αν ποτέ θα σε ξαναδώ» ψέλλισε ο νεαρός δίχως να τον κοιτάζει.
«Το έχουμε συζητήσει πολλές φορές από τότε που ήσουν μικρός. Η αγάπη του γονιού δεν χάνεται. Θα σε οδηγεί πάντα σε εμένα. Τόσο εγώ όσο και η μητέρα και τα αδέρφια σου, η γιαγιά σου, θα ήθελαν να είσαι ευτυχισμένος. Πήγαινε για λίγο στην Αμερική και αν πνίγεσαι, γύρνα πίσω»
«Εγώ την πνοή μου θέλω να την αφήσω στη γη μου. Στο Βορονέζ. Όπου και αν βρεθώ, πάντοτε θα θέλω να επιστρέψω και θα το κάνω. Θα αφήσω να καταλαγιάσουν πάλι τα μίση και οι διαφορές και θα γυρίσω πίσω ακόμη και κολυμπώντας» αυτή η αγκαλιά ήταν σφιχτή. Αδυνατούσαν να αφήσουν ο ένας τον άλλο. Μετρούσαν τα δευτερόλεπτα.
«Σε αγαπώ πολύ. Είμαι περήφανος για εσένα. Μην αλλάξεις ποτέ» του είπε ο Ιωσήφ δακρυσμένος.
«Και εγώ σε αγαπώ πατέρα» ψέλλισε ο Άλεξ. Προτού απομακρυνθεί για πάντα η φιγούρα του, ο Ντίμα και ο Τόμας τον έσφιξαν στην αγκαλιά τους. Τελευταίος έμεινε ο Όττο. Οι δυο τους δεν είπαν τίποτε σχεδόν.
«Καλή επιστροφή και ίσως καλή αντάμωση. Ό,τι και να γίνει θα έχεις πάντοτε ένα σπίτι και μία οικογένεια στη Σοβιετική Ένωση...γιε μου...»
«Υποσχέθηκα να μην κλάψω άλλο, ωστόσο από ό,τι αντιλαμβάνομαι αυτό θα είναι μόνο η αρχή. Σε ευχαριστώ που με αξίωσες να αγαπηθώ σαν...γιος, σαν άνθρωπος» του απάντησε ο Όττο.
«Μόνο δάκρυα χαράς από εδώ και πέρα. Κοιτάξτε τη ζωή σας. Σας την αρπάξανε και τη διαλύσανε βίαια. Μην χάσετε άλλο χρόνο, μην αναλωθείτε στη θλίψη. Ανοίξτε τα φτερά σας και πετάξτε, ζήστε!»
Η φιγούρα του σαν επιβιβαζόταν στο αυτοκίνητο, έμεινε ως η τελευταία εικόνα ανάμνησης. Το μέλλον φάνταζε άγνωστο, ωστόσο ολόγυρα υπήρχαν πια γερά θεμέλια. Οι φίλοι. Ο Γρηγόρης πλησίασε την παρέα, ενώ ακούγονταν ταυτόχρονα οι φωνές των διάφορων αντιπρόσωπων των χωρών που ετοιμάζονταν να αποχαιρετήσουν την ελληνική αποστολή.
΄΄ Οι Έλληνες ήταν πάντα οι τέλειοι σύντροφοι. Ποτέ δεν συνεργάστηκαν με τα Ες-Ες, ποτέ δεν κατέδωσαν κανέναν. Οι υπόλοιποι απαγορεύεται να παινευτούμε για κάτι τέτοιο. Στα βουνά της Ελλάδας νικήθηκε ο Μουσολίνι στέλνοντας ελπίδα σε όλους μας. Οι Έλληνες ανέβηκαν νύχτα και κατέβασαν την γερμανική σημαία΄΄
Περίπου οκτακόσιοι άνθρωποι ετοιμάστηκαν να αποχωρήσουν.
«Λοιπόν, θα σας υποδεχτώ όλους με τεράστια χαρά. Έχουμε πολλά να πούμε» τους είπε ο Γρηγόρης. Τα αγοράκια αναπήδησαν. Τους είχαν τάξει θάλασσα και παιχνίδι «Μονάχα αποφύγετε την παρέα του Γιαννάκη. Μεγάλη ιστορία αυτό το αγόρι. Θα σας την πω άλλη φορά σαν πλησιάζουμε στην πατρίδα»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top