Καρδιές οχυρωμένες/ part 4

Πίστευαν πως άλλος χειμώνας δεν θα τους έβρισκε στο μέτωπο και αν ακόμη δεν το πίστευαν, το είχαν ονειρευτεί. Η χρονιά έδειχνε το 1944 και πλέον με βεβαιότητα είχαν το επάνω χέρι, έχοντας κυνηγήσει τους Γερμανούς πέρα από τον Δνείπερο. Η Ρωσία στα μάτια του Όττο είχε λάβει διαφορετικές διαστάσεις εδώ και χρόνια, ίσως από την ημέρα που άφησε πίσω το κορμί του φίλου του για πάντα, σηκώνοντας στις σκεβρωμένες του πλάτες τον εχθρό. Είχε εξελιχθεί σοφότερος όλων των σοφών, μιας που σύντομα κατάλαβε πως γύρω του δεν υπήρχαν τελικά εχθροί, μα άνθρωποι καταδικασμένοι να πολεμούν για ιδέες άλλων, δήθεν ηγετών, που με το έτσι θέλω τις είχαν φυτέψει στο κεφάλι τους πατώντας επάνω στα αδύναμα σημεία του καθενός, αντανακλώντας πιθανότατα τον πόνο και την ανάγκη ή ακόμη καλύτερα, το αίσθημα του μένους και της εκδίκησης. Το είχε βιώσει με τους πολιτικούς καθοδηγητές στο εδώ και τώρα, που από το πρωί μέχρι το βράδυ, υπενθύμιζαν στους στρατιώτες τα όσα είχαν πράξει οι Γερμανοί εναντίον τους. Τα φτερά της αντεκδίκησης λαχταρούσαν στα στήθη των περισσότερων, μα αποδιοπομπαίος τράγος, πιθανότατα και να μην ήταν αυτοί που πραγματικά ευθύνονταν για το χάος. Ήταν και ο λόγος που φοβόταν να φτάσει στο Βερολίνο. Γιατί εκεί είχε την Κρίστα του, γιατί είχε κάποιες αναμνήσεις, γείτονες και γνωστούς, μικρά παιδιά, που θα πλήρωναν ένα αποτρόπαιο τίμημα. Εκείνος όμως αισθανόταν ελεύθερος. Είχε σπάσει πια κάθε αλυσίδα ιδεολογική που κάπου τον κατέτασσε. Ήταν απλώς ο Όττο Σβάιγκερ που αγαπούσε ή μισούσε ανθρώπους για την ψυχή τους και όχι για την καταγωγή ή τις προσωπικές τους πεποιθήσεις.

Η ζυγαριά της ψυχής ήταν η πιο ακριβής και η πιο σπάνια. Η Ρωσία λοιπόν. Ήταν το δίχως άλλο απέραντη. Μία απέραντη δεύτερη πατρίδα για εκείνον. Βλέποντας τον Άλεξ να κινείται με άνεση, να αναπνέει και να ζει γι' αυτά τα χώματα, δεν μπορούσε να μην την νιώσει σαν έναν ζωντανό οργανισμό.Κάποτε, μένοντας απλώς ακίνητοι, απολάμβαναν κάθε ήχο που η φύση έφερνε κοντά τους. Αυτή η φύση που το κύμα του πολέμου είχε και με το παραπάνω κατασπαράξει. Ο σκοτεινός ουρανός του Χειμώνα είχε κατέβει χαμηλά. Ο Γκαμπριέλ ήταν μία φιγούρα που κανείς δεν πλησίαζε ιδιαίτερα, κάποτε από φόβο και κάποτε από έναν παράδοξο σεβασμό γι' αυτόν τον άριστο σκοπευτή που έτρεμαν οι Φρίτσιδες. Κόντρα σε κάθε αναποδιά του καιρού, το κρύο τον αναζωογονούσε όπως τα άγρια ζώα της Σιβηρίας. Ατάραχος, με ελάχιστα ρούχα που να υποδηλώνουν τον ερχομό του Χειμώνα, ατένιζε τον ερεβώδη ορίζοντα που τόσο αγαπούσε. Ο χαμηλός, σκιώδης ουρανός ήταν το συνηθισμένο θέαμα στη Ρωσία του χειμώνα. Πάνω από τη γη, έμοιαζε να πλαταίνει βαριά και αδιαπέραστα μία στέγη σαν μαύρο πέπλο. Από εκεί έσταζε φειδωλά ένα νόθο φως που περιέβαλε τα πάντα με μία απόκοσμη αίσθηση.

Ο στρατός τους συνέχιζε να προχωρά μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Τελευταία είχαν φτάσει ενισχύσεις και η Όλγα ήταν μέσα σε αυτές. Σαν έμαθε τα νέα του θανάτου του Σεργκέι, λυγμοί ταλάνισαν το κορμί της, σκαρφαλώνοντας ύπουλα μέχρι που κόντεψαν να την πνίξουν. Ως γυναίκα προσπαθούσε να μην δείχνει αδυναμία. Είχε υιοθετήσει ένα σκληρό και ανάλγητο προσωπείο, το οποίο μισούσε να δείχνει μπροστά στον Αλεξέι, όπως μισούσε και την αίσθηση του να πολεμά. Φοβόταν για εκείνον, φοβόταν μήπως τον έχανε μία μέρα, μήπως η στέπα αδιάκριτα τον κατάπινε όπως τόσα άλλα κουφάρια. Πλέον, είχαν μπει σε ουκρανικό έδαφος, διασχίζοντας την απεραντοσύνη της στέπας και με τους Γερμανούς να βρίσκονται σχετικά κοντά. Για λίγο είχαν στρατοπεδεύσει σκάβοντας ορύγματα. Ο Γκαμπριέλ είχε βγει για ανίχνευση και ήταν η πρώτη φορά που ο Όττο αποφάσισε να πάει μαζί του.

«Μην μου το χαλάσεις. Σε θέλω έτοιμο» τον πείραξε και βάδισαν μαζί προσεκτικά, σαν δύο αίλουροι.

Κάτι ωστόσο στο περιβάλλον τριγύρω δημιουργούσε στον Όττο ρίγη. Στα δεξιά τους, υπήρχαν θάμνοι πυκνοί και για κάποιον λόγο ο νεαρός Γερμανός λοξοδρόμησε πλησιάζοντας. Με τα χέρια του, παραμέρισε τα κλαδιά, μονάχα για να αντικρίσει μία ρωσική στολή και έναν σκελετό να προεξέχει σαν να εκλιπαρούσε για έλεος. Δίπλα του ακριβώς, υπήρχε ένα κομμάτι σκισμένου υφάσματος από την ίδια στολή. Το υποσυνείδητο τον κλότσησε γερά και πισωπάτησε.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Γκαμπριέλ και τότε, τον άκουσε να ψελλίζει σχεδόν σαν ικεσία ένα όνομα.

«Στάινερ...» πόσο καιρό είχε να το τοποθετήσει στα χείλη του; Πόσο καιρό είχε να δει το χαμόγελο αθωότητας του φίλου και συντρόφου του, πόσο καιρό είχε να θυμηθεί αυτήν την ειρηνική προσωπικότητα που δεν άντεχε τον θόρυβο των όπλων και που στο τέλος πια, τα χρησιμοποίησε για να γράψει τις δικές του σελίδες ηρωισμού; Τα γόνατά του κόπηκαν. Ήταν εκεί. Στο βάθος, με τον αστροκέντητο ουρανό να μοιάζει με μία βάση που φιλοξενούσε εκατομμύρια κεράκια μνήμης, φάνηκε ένα κράνος να αιωρείται, χαμένο στους άπειρους χειμώνες και τα λιοπύρια.

Δεν άντεξε να παραμείνει όρθιος. Η συγκίνηση τον έριξε στα τέσσερα, όπου σύρθηκε σαν το πληγωμένο ζώο μέχρι το σημείο ταφής του φίλου του. Οι χλωμές νιφάδες άγγιξαν τα μαλλιά του φιλώντας τα δάκρυα που ξεκίνησαν να πέφτουν από τα μάτια του.

«Γυρίζω πίσω, με ακούς; Γυρίζω. Θα ήσουν περήφανος για εμένα αν ήξερες τι τρόπαιο κουβαλώ μέσα στην ψυχή μου. Έσπασα τις αλυσίδες μου φίλε μου, σύντροφέ μου αγαπημένε. Είμαι ελεύθερος όσο ήσουν πάντοτε και εσύ, μα τότε δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για εμένα να σε καταλάβω. Είναι όμορφο πράγμα η ελευθερία. Είναι όμορφο να μπορείς να βλέπεις πέρα μακριά, δίχως να τοποθετείς παρωπίδες, δίχως κάποια μορφή ή ιδεολογία να σου ροκανίζουν την ψυχή. Η θυσία σου δεν πήγε χαμένη. Μου άνοιξες τους ορίζοντες. Δίχως εσένα θα ήμουν ένα τίποτε. Μου λείπεις...Μην ανησυχείς όμως, είμαι καλά» μίλησε για πρώτη φορά, έπειτα από καιρό στα γερμανικά. Πίσω του, ένιωσε τον Γκαμπριέλ να πλησιάζει, βαστώντας ένα πολύ μικρό μπουκέτο από κίτρινα σαν μαργαρίτα άνθη.

Με απόλυτο σεβασμό, τα τοποθέτησε δίπλα στο σαπισμένο ξύλο που εξακολουθούσε να βαστά το κράνος του Στάινερ.

«Ονομάζονται Άδωνης, φυτρώνουν πολύ και στην πατρίδα μου. Λυπάμαι για τον φίλο σου γνωρίζοντας την ιστορία» του είπε όταν είδαν από μακριά και τον Αλεξ να πλησιάζει, έχοντας καταλάβει και εκείνος την τοποθεσία τους.

«Πίσω σε εκείνους τους θάμνους...Θεέ μου τον θυμόμουν ζωντανό, τα μάτια του πώς ήταν προτού αφήσει την τελευταία του πνοή δίπλα μου και απομείνει...ένα τίποτε που οι γονείς του δεν θα δουν ποτέ από κοντά. Τότε, θυμήθηκα πως κάπου εδώ γύρω είχαμε...» πήγε να τελειώσει όταν είδε πως μπροστά ακριβώς από τον Όττο, βρισκόταν το κράνος.

«Το πιστεύεις πως αισθάνομαι άσχημα που φεύγω; Νιώθω σαν να τον αφήνω πίσω. Σχεδόν φαντάζομαι την μορφή του χλωμή και ταλαιπωρημένη, να με κοιτάζει με την πικρία ενός παιδιού που το εγκαταλείπουν. Φοβάμαι να τον αφήσω...»

Ο Αλεξ τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Πάντα θα είναι μαζί σου, όπως και ο αδερφός σου. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως αυτό το σίχαμα είναι ο φταίχτης. Σου υπόσχομαι πως θα πληρώσει. Δεν θα τον αφήσουμε να φύγει, αν δεν δούμε την ψυχή του να φεύγει αργά και βασανιστικά όπως τόσων άλλων από τα χέρια του»

«Να με υπολογίζετε σε αυτό. Ξεκάθαρα» τα κυανά μάτια του Γκαμπριέλ άστραψαν σαν να ήταν ένα αερικό της νύχτας. Ο Όττο σηκώθηκε με κόπο. Το πόδι του τον ενοχλούσε ελαφρώς και τα χέρια του ξεκίνησαν να τρέμουν. Ήταν ένα χαρακτηριστικό που το κουβαλούσε ήδη από τα νιάτα του, από την πατρική κακοποίηση. Σαν πλησίασαν τους άλλους, είδε τον Ιωσήφ να συζητά με μερικούς στρατιώτες. Για λίγο το βλέμμα τους αντάμωσε. Ήθελε να τρέξει προς την μεριά του και να τον αγκαλιάσει σφιχτά, όπως θα έκανε και με έναν πατέρα, αν είχε ποτέ υπάρξει στην ζωή του. Ντράπηκε και έτσι αρκέστηκε σε ένα μελαγχολικό χαμόγελο.

Αρκετά χιλιόμετρα παρακάτω, ο Κερτ ένιωσε μία υπερβολική κούραση. Είχε σηκωθεί ιδρωμένος και ας έκανε κρύο.Ο Χαλς όντας ξύπνιος ώρα τώρα, τον σήκωσε καθώς τρία φορτηγά είχαν φτάσει για να τους παραλάβουν. Περίπου πενήντα άτομα που έμοιαζαν με κουρέλια, στριμώχτηκαν φορτωμένοι με το υλικό τους. Ο Κερτ τσουβαλιασμένος, κατόρθωσε να πηδήξει επάνω, με το κορμί του κυριολεκτικά να κρέμεται στο κενό. Ταξίδευαν μέσα στην παγωνιά και το σκοτάδι ενώ αρχικά διέκριναν μία συστοιχία κτιρίων. Χιλιάδες στρατιώτες βρίσκονταν τριγύρω, άλλοι με τις μηχανές που έτρεχαν σαν αστραπή. Καταρρακτώδης βροχή τους πάγωνε. Ο Κερτ ένιωθε σαν να είχε βγει από το σώμα του. Χρειαζόταν άμεσα ξεκούραση, λίγο επιπλέον ύπνο.

«Θα οδηγηθείτε στις μονάδες σας λίγο αργότερα. Για την ώρα φροντίστε να ξεκουραστείτε εδώ» ακούστηκε η φωνή ενός αξιωματικού.

Μέσα σε έναν άδειο χώρο, εισήλθαν με τους φακούς στο χέρι. Ευθύς, άπαντες τοποθέτησαν τα πράγματά τους κατά γης και ο ύπνος δεν άργησε να τους επισκεφθεί. Ο Κερτ βυθίστηκε σε έναν ύπνο που έμοιαζε σχεδόν με λήθαργο, δίχως κανένα όνειρο. Ώρες αργότερα η χειμωνιάτικη ηλιαχτίδα του τρύπησε τα βλέφαρα, το ίδιο και τα άγρια σφυρίγματα πως έπρεπε να σηκωθούν για να συνεχίσουν. Ένα κλιμάκιο του Υγειονομικού υπήρχε εγκατεστημένο στο απέναντι κτίριο, ωστόσο ήδη η ουρά ήταν τεράστια και δεν υπήρχε η παραμικρή ευκαιρία αναμονής. Τους υπέδειξαν ντεπόζιτα γεμάτα με νερό, τα οποία θα είχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν για να πλυθούν, μα το κρύο ήταν ανυπόφορο και ο Κερτ υπέφερε ήδη από πυρετό που κάποτε έκανε τα πόδια του να τρέμουν. Αλλάζοντας γνώμη, προτίμησε την καυτή σούπα του συσσιτίου που μοιράστηκε σε εκείνους νωρίτερα μιας και είχαν κυριολεκτικά τα χάλια τους. Όταν κατόρθωσε να ρουφήξει και την τελευταία γουλιά, ανέβηκε ξανά στα φορτηγά, τα οποία συνέχιζαν ακάθεκτα την πορεία τους, περνώντας μέσα από βαλτότοπους. Άραγε αυτή η χώρα ήταν μονάχα μία απέραντη Κόλαση; Ήχοι από μακρινές εκρήξεις έφταναν στ' αφτιά του. Το φορτηγό στέναζε μέσα στη λάσπη και εκείνος είχε δαγκώσει τα χείλη του για να καταπολεμήσει τον πόνο του στομαχιού του. Σύντομα φοβήθηκε πως γνώριζε τον λόγο. Ήταν δυσεντερία.

Ο αφόρητος πόνος συχνά τον έσπρωχνε σε έναν λήθαργο.Οι γύρω του σχεδόν αδιαφορούσαν για την κατάστασή του, εκτός από τον Χαλς.

«Αξιωματικέ...Δεν φαίνεσαι καλά» πρόφερε όταν τον είδε να γέρνει και να γκρεμίζεται από το φορτηγό. Σχεδόν κανείς δεν έδωσε σημασία, εξάλλου δύσκολο να σταματήσει μία στρατιωτική φάλαγγα. Ο Χαλς προσπάθησε να τους ουρλιάξει να σταματήσουν και τελικά το κατάφερε.

«Πρέπει να...πάω να..»

«Κατάλαβα. Εντάξει, κάνε γρήγορα» του είπε ο Χαλς που αποφάσισε ως ένα σημείο να τον συνοδεύσει μήπως και λιποθυμούσε. Ήδη οι λοχαγοί φώναζαν πως αν αργούσαν θα έφευγαν.

Ωστόσο, ακόμη και αν κατόρθωνε να ανακουφιστεί, οι πόνοι δεν θα σταματούσαν αν δεν τον βοηθούσαν με θεραπείες. Το άγνωστο δάσος τριγύρω του έμοιαζε θολό. Ως και οι φωνές της φάλαγγας ίσα που ακούγονταν πια.

«Φύγε χωρίς εμένα» ψιθύρισε στον Χαλς.

«Αυτό να μην το ξαναπείς!» τον μάλωσε το νεαρό αγόρι.

«Δεν είμαι καλά, μπορεί και να πεθαίνω. Δεν έχω καν το κουράγιο να φτάσω ως το φορτηγό» κατόρθωσε να μουρμουρίσει και ο νεαρός πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση του, προκειμένου να τον συνοδέψει. Το δυστύχημα ήταν πως τα φορτηγά, είχαν κιόλας αποχωρήσει και τους είχαν αφήσει πίσω.


Aγαπημένοι μου! Ευχαριστώ που φτάσατε ως εδώ. Είναι το τελευταίο κεφάλαιο πριν τις διακοπές μου! Τα λέμε μετά τις 6 Αυγούστου! Να περνάτε υπέροχα!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top