Ι Will walk alone/ part 3
Συννεφιασμένος, ο Μπάλντερ κινήθηκε μονάχος του, όταν άκουσε τον ήχο βημάτων και κοιτώντας πίσω του, είδε τους δύο νεαρούς να ακολουθούν από απόσταση. Για λίγο κοντοστάθηκε και τους κοίταξε πλαγίως.
«Αν έχετε σκοπό να με καθαρίσετε, σκεφτείτε το διπλά» τους γρύλισε.
«Όχι, προχώρα εσύ. Ακολουθούμε γιατί πολύ απλά γνωρίζεις καθώς φαίνεται πού να πατήσεις. Με τα έλη τριγύρω είναι δύσκολο» απάντησε ο Τόμας, όταν μέσα από τα δάση ακούστηκε ένα σούρσιμο. Ο Μπάλντερ αυτόματα έπαψε να κινείται, σαν να πάγωσε στον χρόνο, με τους δύο Αμερικάνους να τον μιμούνται. Η φιγούρα που πλησίαζε ήταν ο εχθρός και ο Μπάλντερ χαμογέλασε στραβά. Αυτόν τον εξωκοσμικό, θα τον ξάφνιαζε.
«Αστραπή!» φώναξε σε τέλεια αγγλικά.
«Κεραυνός» ήρθε η απάντηση και ο υπολοχαγός Γουίντερς φάνηκε από το βάθος με τους δύο νεαρούς να ξεροκαταπίνουν και τον Μπάλντερ να τον κοιτάζει με ένα σατανικό χαμόγελο.
«Όχι και άσχημα για Γερμανός. Έχω προφορά καλή» του φώναξε ειρωνικά, ωστόσο ο άνδρας είχε μπερδευτεί. Το όπλο είχε σηκωθεί έτσι κ αλλιώς, σημαδεύοντάς τον, ωστόσο βλέποντας τους δικούς του, τους οποίους θεώρησε αιχμάλωτους, ξεκίνησε να σκέφτεται τυχόν διαπραγμάτευση.
«Υπολοχαγέ...»ψέλλισε ο Τομ.
«Ουάιτ...» ήρθε η εξίσου ασθενική απάντηση.
«Δικοί σου είναι αυτοί οι δύο;» ρώτησε ο Μπάλντερ.
«Μάλιστα» απάντησε εκείνος.
«Περαστικά σου εύχομαι» του απάντησε ξαφνιάζοντάς τον.
«Πώς ήξερες...;»
«Το σύνθημα; Το άκουσα μέσα στο δάσος και γέλασα μόνος μου. Δεν είστε οι μόνοι που μείνατε να τριγυρνάτε σε όλη τη Νορμανδία. Συχνά βγαίνω για δήθεν περιπολίες, μα περισσότερο για να ξεφεύγω από τη 2η Μεραρχία των Ες-Ες, τον Γκέιρ και τον Ταξίαρχο Λάμεντιργκ» κατέβασε το όπλο και το ίδιο έκανε και ο Ντικ Γουίντερς. Ήταν ένας άνδρας που σου ενέπνεε ασφάλεια και ηρεμία. Είχε έναν μαγικό τρόπο να καταπίνει κάθε δυσκολία, προκειμένου να δώσει το καλό παράδειγμα. Στα μάτια του Τομ υπήρχε μονάχα λατρεία για το πρόσωπό του.
«Είστε πολύ έξυπνος....»
«Αξιωματικός Μπάλντερ Χάουσντορφ» τον πλησίασε τείνοντας το χέρι.
«Υπολοχαγός Γουίντερς» συστήθηκε κρατημένα.
«Η Μεραρχία στην οποία τοποθετήθηκα, είναι του αίσχους. Έχω πλήρη γνώση των όσων συνέβησαν και μην αφήσετε κάποιον να σας πείσει για το αντίθετο. Εδώ και μερικούς μήνες, εργάστηκα σε έναν τομέα που αφορούσε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα οποία αν κρίνω από τις εκφράσεις αυτών των δύο φωστήρων, σας είναι άγνωστα» ξεκίνησε και είδε τον Ντικ να διστάζει «Το φαντάστηκα. Ό,τι και να λέτε, δεν έχετε δει όσα τα δικά μου μάτια. Όχι. Τίποτε δεν σας έχει συμβεί ακόμη. Η 2η Μεραρχία, η Das Reich στην οποία τοποθετήθηκα, έχει ικανοποιήσει πολλά άγρια ένστικτα, ανήκοντας στα Τάγματα Θανάτου, τις ομάδες εκκαθάρισης στο Ανατολικό Μέτωπο κοντά στο Μινσκ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ψυχή, δεν ξέρω τι έχουν» έκανε μία παύση.
«Και εσείς, αξιωματικέ;»
«Αρχικά για να βλέπετε αυτούς τους δύο όρθιους, μάλλον πλησιάζω τον Παράδεισο. Για να μιλήσουμε σοβαρά ωστόσο, δολιοφθορές έμαθα πως προκαλείς και εκ των έσω. Θα σας δώσω ορισμένα ονόματα, καθώς ίσως θα σας χρειαστούν. Γνωρίζω πολύ καλά αγγλικά, δεν θα έχετε πρόβλημα» έκανε παύση και του έγραψε ορισμένα με πρώτο του Βίγκμπερτ Μάινσερ.
«Γιατί θα πρέπει να σε εμπιστευτώ;» τον ρώτησε ξανά.
«Δεν έχεις και πολλές επιλογές. Ακόμη και έτσι, οφείλεις να μου χαρίσεις τη ζωή. Σου επιστρέφω δύο δικούς σου σώους και οπλισμένους. Αυτό κάτι σημαίνει» Ο Γουίντερς τους κοίταξε αυστηρά «Όχι δεν γνωριζόμασταν από πριν. Έχουμε ωστόσο κοινούς γνωστούς, λιγάκι αφόρητους» έβγαλε από την τσέπη του τη φωτογραφία των παιδιών του «Αυτά τα δύο πλάσματα, είναι ο λόγος που θα κρατηθώ στη ζωή. Δεν επιθυμώ να παραμείνω στο Μέτωπο. Ίσως αναγκαστώ να συμμετέχω σε ορισμένες συρράξεις. Αν δεν νιώσω απειλή, υπόσχομαι να μην σας στερήσω τη ζωή αν βρεθείτε στο διάβα μου. Αν όμως αποπειραθείτε να με σκοτώσετε, τότε θα δείτε ένα άλλο πρόσωπο. Έχω αποκτηνωθεί αρκετά και σε βαθμό να μου περνά αδιάφορο το τυχόν λιωμένο σας κρανίο. Υπομονή υπολοχαγέ, ακόμη δεν είδατε τίποτε»
Ο Γουίντερς σώπασε, ενώ είδε τον Μπάλντερ να κάνει νόημα στον Τόμας να φύγει. Ο νεαρός σήκωσε το χέρι του χαιρετώντας και ο Μπάλντερ καθώς απομακρυνόταν άκουσε μία κραυγή ΄΄Τόμας Ουάιτ! Μα τω Θεώ δεν θα σου αφήσω κανένα κόκαλο! Είσαι τελείως τρελός; Βρες μου μία δικαιολογία για να μην σε καθαρίσω!΄΄
Ο Μπάλντερ χαμογέλασε. Αυτός ο μικρός ήταν το κάτι άλλο. Ευτυχώς τον είχε ξεφορτωθεί έχοντας παράλληλα μία ελπίδα να πιαστεί αυτός ο Σατανάς ο Βίγκμπερτ. Από τα χρόνια της Σχολής είχε φανεί η βίαιη τάση του, ωστόσο έφτανε πια στο σημείο της ψυχοπάθειας. Η απόλυτη απουσία ενσυναίσθησης ή τύψεων, τον καθιστούσε μία επικίνδυνη, φονική μηχανή η οποία καθώς δεν ταλανιζόταν από μετάνοια ή τύψεις, θα συνέχιζε το απόκοσμο έργο της μέχρι να την σταματούσε ο θάνατος. Πίσω στους δικούς του, η συζήτηση περί Αντίστασης είχε φουντώσει. Ήταν αλήθεια πως μία καθοδηγούμενη από τους κομμουνιστές οργάνωση, είχε προκαλέσει μεγάλες ζημιές στους Γερμανούς, εκτελώντας και ακρωτηριάζοντας πολλούς από τους αιχμαλώτους. Εκτός από αυτό, είχαν καταστρέψει αποθήκες καυσίμων και είχαν προκαλέσει δολιοφθορές σε σιδηροδρομικό υλικό. Αυτή τη φορά δεν θα ξεγλιστρούσαν. Ο Γκέιρ κάπνιζε παρέα με τον Μπάλντερ, όταν ένας καταιγισμός πυροβολισμών ξεκίνησε από τους κρυμμένους αντιστασιακούς. Ξαφνιασμένοι πήδηξαν μπροστά, με τον Γκέιρ να δέχεται μία σφαίρα στο πόδι του. Ο θυμός και η οργή φούντωσαν το θηρίο που λαγοκοιμόταν μέσα του, με αποτέλεσμα να περάσει στην άμυνα, κατακρεουργώντας με την ξιφολόγχη του έναν πεσμένο νεαρό. Τα χέρια, τα ρούχα και το πρόσωπό του βάφτηκαν με το αίμα του αντιπάλου, πράγμα που τον ώθησε ακόμη περισσότερο σε θηριωδίες.
Ο Μπάλντερ έπεσε μπροστά, όταν συγκρούστηκε με έναν νεαρό της Αντίστασης.
«Bernard? Ou est Bernard?»τον ρώτησε ταραγμένος μήπως και γλύτωνε. (Πού είναι ο Μπερνάρ;)
«Tu connais Bernard? Comment?» (τον γνωρίζεις; Πώς;)
«Il est mon ami et il m attend» προσπάθησε να εξηγήσει.(είναι φίλος μου και με περιμένει)
«C'est vrai ca? Dis- moi immmediatement!» ξεφώνησε «Αλλιώς σε πυροβολώ!» (είναι αλήθεια; Πες μου αμέσως!)
«Σταμάτα!» ακούστηκαν δύο φωνές και ο Μπάλντερ είδε τον φίλο του μαζί με ακόμη έναν νεαρό. Οι δυο τους αγκαλιάστηκαν «Είσαι υπερβολικά τυχερός που γνωρίζεις τον Γιόαχιμ. Έχει φίλους Εβραίους στην Αντίσταση και τους μίλησε για εσένα. Είμαστε εδώ και θα σε στείλουμε στους δικούς σου» του είπε παραδίδοντάς του ένα γράμμα του Γιόαχιμ που τους μιλούσε για την τοποθεσία εντοπισμού του.
«Μπερνάρ πρόσεχε πολύ!» τον συμβούλεψε ο Μπάλντερ.
«Φίλε μου, εσύ έμπλεξες περισσότερο» του χαμογέλασε.
«Δεν θα με βάλεις να πολεμήσω ωστόσο. Θέλω να φύγω από εδώ. Θέλω στα κρυφά να επιστρέψω στους δικούς μου. Ίσως οι ναζί νομίσουν πως σκοτώθηκα και δεν με αναζητήσουν. Μου το υπόσχεσαι πως δεν θα με βάλεις να πολεμήσω;»
«Μην ανησυχείς. Βέβαια, το ταξίδι θα είναι δύσκολο...» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, όταν δέχτηκαν πυρά από τα Ες-Ες που τους κυνηγούσαν μανιασμένα. Ήταν η κρίσιμη στιγμή. Η στιγμή που ο Μπάλντερ βρισκόταν στο μεταίχμιο της απόφασης να φύγει, το άγχος του τον κράτησε στο έδαφος, ο Μπερνάρ όρμησε μπροστά για να αποφύγει τους εξαγριωμένους Ες-Ες, όταν ένας νεαρός πιάστηκε αιχμάλωτος. Η ομάδα είχε απομακρυνθεί και ο Γκέιρ είχε ξαπλώσει κάτω τον νεαρό Γάλλο, έχοντας τοποθετήσει τη ξιφολόγχη μπροστά στα μάτια του.
«Βρες μου έναν καλό λόγο για να μην στα βγάλω με τα χέρια μου και τα πετάξω στα σκυλιά!» του ούρλιαξε αρχικά στα γερμανικά και έπειτα του πέταξε μία κουβέντα στα γαλλικά «Μίλα βρομόσκυλο!» τον κλότσησε και εκείνος ξεκίνησε να βήχει. Ο φόβος του για να σώσει την ζωή του, τον οδήγησε στην προδοσία.
«Εντάξει! Εντάξει! Ξέρω κάτι...» φώναξε και κοίταξε τον Μπάλντερ που γούρλωσε τα μάτια του «Αυτός είναι προδότης για εσάς! Συνεργάζεται μαζί μας!»
«Ποιες οι αποδείξεις σου;» τον ρώτησε ο Γκέιρ και μαζί με αυτόν καμιά δεκαριά στρατιώτες ξεκίνησαν να μαζεύονται.
«Έχει επάνω του ένα γράμμα. Ένα γράμμα που θα μας οδηγούσε σε αυτόν!»
Ο Μπάλντερ είχε ιδρώσει. Με το δεξί του χέρι προσπάθησε να το απομακρύνει, μα τότε άκουσε στα γερμανικά τη φωνή του Γκέιρ.
«Σήκωσε τα χέρια ψηλά και πέτα το όπλο σου!» τον διέταξε και ο Μπάλντερ απολύτως ψύχραιμος, υπάκουσε. Ήθελε να τον καταραστεί τον προδότη! Να τον ξεσκίσει.
Ο Γκέιρ ξεκίνησε την σωματική ψηλάφηση, μέχρι που το χέρι του άγγιξε το τσαλακωμένο χαρτί. Με λύσσα το άρπαξε και του έριξε μία ματιά. Κατάλαβε πως αυτός ο άχρηστος που είχε μπροστά του, πιθανότατα να έλεγε την αλήθεια. Ωστόσο, ακόμη και ψέματα να ήταν τον Μπάλντερ δεν τον χώνευε. Άπαντες τον κοιτούσαν με δέος, είχε ίσως την πιο γοητευτική και αριστοκρατική εμφάνιση που είχε δει και φυσικά κανείς δεν τον στρίμωχνε. Έμοιαζε να απολαμβάνει περιποιήσεις βασιλικότερες και του βασιλιά. Τώρα όμως είχε φτάσει η στιγμή να τον κάνει να φτύσει την ακριβή ζωή που είχε πιεί χρόνια ολόκληρα.
«Ελεύθερος» φώναξε δήθεν στον νεαρό, ο οποίος μόλις σηκώθηκε και έκανε δύο βήμα προς την απατηλή του απελευθέρωση, βρέθηκε να κείτεται νεκρός με μία σφαίρα σφηνωμένη στον σβέρκο του «Παλιοσκούληκο!» έφτυσε και έπειτα κοίταξε τον Μπάλντερ ειρωνικά «Νομίζεις αξιωματικέ, πως τόσο καιρό δεν έχω καταλάβει τι καπνό φουμάρεις; Αυτή τη στιγμή κατηγορείσαι για προδοσία και συνεργασία με την Αντίσταση. Είτε επαρκούν είτε όχι τα στοιχεία, εμένα μου είναι αρκετά. Έχω και μάρτυρες εξάλλου. Γνωρίζεις επίσης πως ένα τέτοιο έγκλημα, μονάχα μία κατάληξη έχει. Τον θάνατο. Εσένα ωστόσο, δεν θα στο κάνω τόσο εύκολο Πρίγκιπα» τον έφτυσε στο πρόσωπο και κατόπιν στράφηκε στους υπόλοιπους «Απαιτώ να του ξηλώσετε τη στολή! Δεν θα μείνει ίχνος του Ράιχ επάνω του, δεν του αξίζει»
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, στρατιώτες τον είχαν βάλει στη μέση και ξήλωναν κάθε διακριτικό. Μία γροθιά τον ξάπλωσε στο χώμα, ενώ κραυγές ακούστηκαν γερμανικές καθώς έσερναν ακόμη έναν. Ήταν ο κολλητός του ο Μπερνάρ που είχε επιστρέψει μόνος του για να τον βοηθήσει δίχως αποτέλεσμα. Σε αντίθεση με τον προδότη ωστόσο, εκείνος παρίστανε πως δεν τον γνώριζε. Με μία σπρωξιά, τον πετάξανε μπροστά στον Μπάλντερ που είχε βουρκώσει.
«Φίλε μου..» ανοιγόκλεισε το στόμα του στα γαλλικά, όταν ευθύς αμέσως η σφαίρα διαπέρασε το κρανίο του, λερώνοντας το πρόσωπο του Μπάλντερ με αίμα και φαιά ουσία που τινάχτηκε στον αέρα.
Τα μάτια του έπεσαν στη γη. Δεν τον ένοιαζε για τον ίδιο, μα για το γεγονός πως είχε αθετήσει μία υπόσχεση. Τελικά δεν θα τους έβλεπε ποτέ ξανά. Ποτέ ξανά δεν θα είχε την αγγελική ευκαιρία να φιλήσει τα παιδιά του και την γυναίκα που λάτρευε. Ας ήταν. Οι αμαρτίες του ήταν πολλές, ίσως ο Θεός τον είχε προγραμματίσει για την επόμενη τιμωρία. Από εκεί και πέρα, το ξύλο που δέχτηκε ήταν ανελέητο. Το πρόσωπό του είχε πρηστεί, η μύτη του είχε διαλυθεί και εκείνος κειτόταν αναίσθητος σχεδόν, με την ζωή να τον εγκαταλείπει. Αυτό θα ήταν μονάχα η αρχή. Σύντομα θα επέστρεφε στο Βερολίνο για να αντιμετωπίσει κάποιον. Αυτόν που σιχαινόταν, τον πρώην μαθητή του, τον Βίγκμπερτ Μάινσερ. Κάπου εδώ, η μοίρα έκανε μία παράξενη στροφή. Αιμόφυρτος, με τα πνευμόνια του να δυσκολεύονται να τηρήσουν τις βασικές τους λειτουργίες, άγγιξε διακριτικά το σημείο που είχε τοποθετήσει τη φωτογραφία των δικών του. Κανένας μορφασμός δεν κατόρθωσε να σχηματιστεί σε ένα κατεστραμμένο πρόσωπο. Μονάχα δάκρυα κύλησαν, αλλά και αυτά ξεπλύθηκαν ανελέητα από τα ούρα του Γκέιρ που ήθελε να του διαλύσει κάθε αξιοπρέπεια. Το σκοτάδι τον κατάπιε και διόλου σίγουρος δεν ήταν πως θα έβλεπε ξανά το φως.
Πεταμένος σε ένα δωμάτιο γεμάτο ακαθαρσίες, με στολή ξεσκισμένη και με πρόσωπο αγνώριστο, ο Μπάλντερ αδυνατούσε ακόμη και να κουνηθεί. Όταν κατόρθωσε να βρει τις αισθήσεις του, εισήλθε σε μία παραζάλη, ενώ οι ίλιγγοι χόρευαν γύρω του. Ο τραυματισμός στο Στάλινγκραντ σε συνδυασμό με τον ξυλοδαρμό, λίγο έλειψε να τον αφήσουν τυφλό, ανάπηρο ή νεκρό. Προσπάθησε να μιλήσει μα μονάχα κραυγές ακούγονταν από το στόμα του. Σκηνές της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας πέρασαν από μπροστά του. Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που ούτε τον θάνατο του φίλου του δεν άντεξε να θρηνήσει. Ακόμη τα ρούχα του ήταν λερωμένα με το αίμα και τα μυαλά του. Ένας φρικτός πόνος όργωσε το κορμί του και μία σκηνή εμφανίστηκε από το υποσυνείδητο. Ο ίδιος γονατιστός φιλούσε κάθε πληγή της κόρης του και εκείνη κοιτώντας για πρώτη φορά τρυφερά, τον αποκαλούσε ΄΄Μπαμπά΄΄. Όλο του το μέλλον το είχε κάποτε βασίσει στη δημιουργία μίας όμορφης οικογένειας με την πρώτη του αγάπη. Προτού όλα να καταστραφούν, προτού το σκοτάδι τον οδηγήσει σε απάνθρωπες αποφάσεις. Τελικά έζησε για να το δει να πραγματοποιείται εν μέρει. Κανείς δεν θα μάθαινε για το τέλος του, εκείνες δεν ήταν Γερμανίδες για να τους έρθει επιστολή ειδοποίησης. Θα περίμεναν άρα μία ζωή, χειμώνες και καλοκαίρια με την απουσία του.
«Συγγνώμη...Προσπάθησα...σας αγαπώ....μία ζωή...»
Το πρώτο νέο κεφάλαιο της συνέχειας!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top