Ι will walk alone/part 2
Ποτέ στη ζωή του δεν θα ξεχνούσε την ημέρα που κλήθηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της Ντάρια, στην πολύπαθη Πολωνία. Το ομιχλώδες, βροχερό εκείνο ξημέρωμα φόρεσε ξανά τη στολή του αξιωματικού των Ες-Ες. Η διαφορά ήταν πως δεν επιθυμούσε να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Κάθε του κίνηση, ήταν νωχελική λες και υπήρχε μία αόρατη δύναμη που εμπόδιζε τα μέλη του σώματός του να υπακούσουν σε διαταγές που η ψυχή επιθυμούσε διακαώς να εμποδίσει. Η Ντάρια βρισκόταν στο καθιστικό καρτερώντας τον με τον μικρό Στάινερ στην αγκαλιά, ενώ η Έστερ τον κρυφοκοιτούσε από την χαραμάδα της πόρτας δακρυσμένη. Κρυμμένος στο ημίφως, αφέθηκε να δακρύσει σιωπηλά. Ήταν η πρώτη φορά που φοβόταν για την ζωή του, η πρώτη φορά που θα αναγκαζόταν να σκοτώσει τον οποιονδήποτε, γιατί πολύ απλά δεν ήθελε να αφήσει ορφανή την οικογένειά του και κυρίως την Έστερ. Ο Μπάλντερ ήταν ο πατέρας εξ αίματος. Ήταν το μοναδικό κομμάτι της οικογένειάς της. Τον λάτρευε γιατί έβλεπε την ίδια ακριβώς λατρεία και αφοσίωση σε εκείνα τα μονίμως πλέον φουρτουνιασμένα μάτια.
Όταν τον είδε να ολοκληρώνει το ντύσιμο και να φιγουράρει σκυθρωπός στο κατακερματισμένο κάτοπτρο της ψυχής του, μία αντίδραση της βγήκε ξαφνική. Όχι, δεν επιθυμούσε ο δικός της πατέρας να φορά αυτόν τον σατανικό μανδύα και να σκοτώνει κόσμο. Μία αδιόρατη οργή την κατέκλυσε άτσαλα και ανοίγοντας την πόρτα, εισήλθε με φόρα στο δωμάτιο.
«Βγάλτη!» του φώναξε με μάτια πρησμένα από το κλάμα. Εκείνος με έναν κόμπο στον λαιμό, εξίσου βουρκωμένος την κοίταξε.
«Έστερ...δεν...ξέρεις πώς έχουν τα πράγματα. Για να παραμείνω ζωντανός, για να μπορέσω να σας ξαναδώ οφείλω να υπακούσω. Μην ανησυχείς όμως, έχω σχέδιο..»
«Λες ψέματα! Αν μισείς τα Ες-Ες, τότε βγάλε τη στολή. Μείνε με τον αδερφό μου και την Ντάρια, σε χρειάζονται» κόμπιασε καθώς ένας λυγμός σκαρφάλωνε στον λαιμό της «Και εγώ σε χρειάζομαι...Όχι δεν είσαι ένας δολοφόνος και σταμάτα να φοράς τη στολή τους. Τη μισώ!» ούρλιαξε όταν εισήλθε και η Ντάρια στο δωμάτιο. Το βρέφος είχε ξεκινήσει να κλαίει εξαιτίας των φωνών.
«Έστερ, σταμάτα! Ξέρεις πώς έχουν τα πράγματα» πάλεψε να την ηρεμήσει.
«Δεν με νοιάζει! Αυτούς τους βλέπω παντού! Σκοτώνουν. Η αύρα τους είναι τόσο βαριά όσο η ίδια η Κόλαση. Μισώ τη στολή και μισώ και τον μπαμπά που την φοράει!» τσίριξε έχοντας χάσει την ψυχραιμία της και κάνοντας τον Μπάλντερ να ξεσπάσει σε κλάματα. Τη στιγμή που την είδε να αποχωρεί, της άρπαξε το χέρι προκειμένου να τη συγκρατήσει «Έγινες και βίαιος τώρα; Φταίει η στολή σου γι' αυτό;» τον ειρωνεύτηκε και ας μετάνιωσε ίσως μέσα της την κάθε της κουβέντα. Ο εγωισμός και ο πόνος της αποχώρησής του, σε συνδυασμό πράγματι με εκείνη τη στολή, την είχαν οδηγήσει στο να χάσει εντελώς τον έλεγχο.
«Σε παρακαλώ μην μου μιλάς έτσι, σε ικετεύω και δεν έχω ικετέψει ποτέ κανέναν. Εσύ όμως είσαι η κόρη μου και αν χρειαστεί, θα γονατίσω μπροστά σου προκειμένου να το πάρεις πίσω αυτό» τον έβλεπε να κλαίει, μα δεν άντεξε. Σοκαρισμένη από τη στιγμή, έφυγε και τρέχοντας κλειδώθηκε στο δωμάτιό της. Το αυτοκίνητο με οδηγό τον Γιόαχιμ είχε φτάσει και ο νεαρός τον καρτερούσε διακριτικά έξω. Εκείνος είχε εναποθέσει όλο το βάρος του κορμιού του στην πόρτα της μικρής, χτυπώντας της ξανά και ξανά όταν ένιωσε την αγκαλιά της Ντάρια.
«Θα της περάσει. Δεν σε μισεί και το ξέρεις. Είναι σε μία δύσκολη ηλικία, πικράθηκε που θα φύγεις και ακριβώς επειδή σε αγαπά πολύ, αντέδρασε έτσι. Σε παρακαλώ, μην στεναχωριέσαι άλλο, αρκετά βάρη κουβαλάς έτσι και αλλιώς. Θα της μιλήσω εγώ» τον καθησύχασε ενώ το πρόσωπό του βρισκόταν τρυφερά κρυμμένο στο βρεφικό σωματάκι του γιού του. Φιλώντας τον παιχνιδιάρικα στα μάγουλα και το μικρό του μέτωπο, ρούφηξε για ακόμη μία φορά λαίμαργα την μυρωδιά του. Αν δεν επιζούσε, άραγε τα παιδιά του θα είχαν την εικόνα του Ες-Ες ή ενός πατέρα ήρωα; Ποια όμως ηρωική πράξη τον κατέτασσε σε αυτή τη κατηγορία;
«Αν δεν γυρίσω...» ξεκίνησε.
«Θα γυρίσεις. Η αγάπη μας θα είναι μία αόρατη ασπίδα γύρω σου» του απάντησε εκείνη έχοντας ακουμπήσει το μέτωπό της στο δικό του.
«Θα χρειαστεί να σκοτώσω. Για να μείνω ζωντανός στο πεδίο της μάχης, θα χρειαστεί να πυροβολήσω κάποιον άνθρωπο, δεν γίνεται αλλιώς....»
«Μην το σκέφτεσαι»δεν ήξερε τι άλλο να του πει.
Κλαμένοι αποχωρίστηκαν ο ένας τον άλλο. Ήταν σχεδόν ξημερώματα. Έτσι είχε συμφωνήσει με τον Γιόαχιμ, προκειμένου να μην δουν έναν Ες-Ες να βγαίνει από το πολωνικό φτωχόσπιτο. Ρημαγμένος, με μία καρδιά που βούλιαζε, κάθισε βαρύς στα πίσω καθίσματα. Ο Γιόαχιμ προτού ξεκινήσει, στράφηκε προς το μέρος του.
«Σε καταλαβαίνω. Να ήξερες πόσες οικογένειες αυτή τη στιγμή αποχαιρετούν ίσως και για χιλιοστή φορά τα αδέρφια, τους συζύγους ή τα παιδιά τους. Το ακόμη χειρότερο στην δική μου εβραϊκή περίπτωση, είναι πως σχεδόν δεν είχα δικαίωμα αποχαιρετισμού. Δεν ήμουν άνθρωπος, δεν είμαστε άνθρωποι για κανέναν. Επομένως έλεγα, όταν θα φτάσουμε στο Βερολίνο και προτού σταλείς οπουδήποτε, να κάνουμε στάση στο εστιατόριο Borchardt, τι λες; Να ενώσουμε την αίσθηση της μοναξιάς μας, εσύ της στέρησης της οικογένειας και εγώ της ύπαρξης»
Ο Μπάλντερ χαμογέλασε πικρά, όταν ένιωσε άξαφνα να ζαλίζεται. Πόνοι ισχυροί όργωσαν το κεφάλι του. Ένας ίλιγγος του ανακάτεψε το στομάχι. Από τότε που είχε τραυματιστεί στο Στάλινγκραντ, το πάθαινε συχνά. Υπέφερε από συχνούς πονοκεφάλους και κάποτε και ιλίγγους. Πήρε μία βαθιά ανάσα, προκειμένου να μην ανησυχήσει τον Γιόαχιμ. Όλα θα πήγαιναν καλά, έπρεπε να πάνε και ο ίδιος όφειλε να κάνει ό,τι ήταν δυνατό προκειμένου να επιστρέψει στην οικογένειά του, στην κορούλα του και τον μικρό του πρίγκιπα. Το χειρότερο από όλα φυσικά δεν τον είχε ακόμη βρει. Θα πολεμούσε με την ελίτ των Ενόπλων Ες-Ες την δεύτερη Μεραρχία Πάντσερ Ντας Ράιχ, η οποία θα έχτιζε έναν δρόμο φονικό και αιματοβαμμένο.
Ο Γκέιρ θα ήταν ένας από τους συντρόφους του στη μάχη έχοντας πολεμήσει στο Ανατολικό Μέτωπο. Καθώς συνομιλούσαν και με άλλους, ο Μπάλντερ σύντομα συνειδητοποίησε πως η εικόνα που είχε για την Γαλλία ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Έχοντας επισκεφθεί το Παρίσι για να βρει τα δύο αδέρφια-κολλητούς του, κατάλαβε πως ήταν το αντίθετο του Ανατολικού Μετώπου. Οι άγαμοι αξιωματικοί όπως του εξήγησαν, έπαιρναν άδεια και αντί να επιστρέψουν από την Ρωσία στο καταθλιπτικό και πνιγηρό Βερολίνο, προτιμούσαν να επισκέπτονται το Παρίσι απολαμβάνοντας τον ήλιο στα υπαίθρια καφενεία των Ηλυσίων Πεδίων και δειπνώντας έπειτα στο Μαξίμ, το οποίο λάτρευε τόσο ο ίδιος, όσο και ο Μπερνάρ. Τα καμπαρέ τα απεχθανόταν.
«Όλοι αυτοί είναι μαλθακοί και καλοπερασάκηδες. Όχι σαν εμάς που έχουμε γνωρίσει από πρώτο χέρι τη σημασία του πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο» άκουγε την γκρίνια του Γκέιρ.
Στην ουσία, οι άνδρες του γερμανικού στρατού κατοχής της Γαλλίας, ζούσαν όντως άνετα. Σε αυτό είχε συντελέσει η καλή τους συμπεριφορά απέναντι στον άμαχο πληθυσμό με εντολή των διοικητών τους. Στη Νορμανδία οι αγρότες επιθυμούσαν απλώς να συνεχίσουν τη ζωή τους, ενώ πολλοί αξιωματικοί είχαν συνάψει σχέσεις με νεαρές Γαλλίδες τόσο στην επαρχία, όσο και στο Παρίσι. Φυσικά, η άφιξη των Ες-Ες άλλαζε πολλές ισορροπίες. Η συγκεκριμένη μεραρχία έκαψε ένα ολόκληρο χωριό εξαιτίας της απαγωγής ενός στρατιώτη από την Αντίσταση. Ο Μπάλντερ θυμόταν ολοκάθαρα τις φωνές και τα ουρλιαχτά του κόσμου. Το μέτωπο τον άλλαζε και πάλι, τα βράδια το ποτό είχε γίνει συντροφιά του στην καταπολέμηση του άγχους του. Η δίψα του να επιζήσει προκειμένου να δει ξανά την οικογένειά του, τον είχαν κάνει αμείλικτο. Παρόλα αυτά δεν συμμετείχε σε κάποια δολοφονία αθώου. Είχε βρει καλή δικαιολογία τον τραυματισμό του και τους ιλίγγους για να αποφεύγει καταστάσεις. Από την άλλη, ο φανατικός Γκέιρ που τον είχε θεοποιήσει ακούγοντας ιστορίες για το Στάλινγκραντ, φρόντιζε να μην τον πιέζει περισσότερο. Θα τον προτιμούσε εξάλλου στο πεδίο της μάχης.
Το βράδυ εκείνο της αμερικάνικης άφιξης, ο Μπάλντερ μετακινούνταν με την Μεραρχία του. Είχε για λίγο περπατήσει ελέγχοντας, όταν μπροστά του σχεδόν φάνηκε η λιχουδιά η ξεχασμένη. Θεωρώντας το ακίνδυνο, ξεκίνησε να πλησιάζει όταν παρατήρησε από μακριά έναν αδύνατο νεαρό στρατιώτη, με ανακατεμένα μαλλιά και αδιάφορο εμφανισιακά κατά την άποψή του, να προσεγγίζει εξίσου στα τυφλά την ίδια λιχουδιά.
΄΄Μα, καλά μέλι έχει;΄΄ σκέφτηκε έχοντας καταλάβει πως το εξωκοσμικό σκουλήκι, δεν ανήκε στο γερμανικό φονικό είδος του. Ήταν ένας Αμερικάνος, χαμένος κάπου στο διάστημα, πιστεύοντας ίσως πως είχε προσγειωθεί στον Άρη. Λογικό. Το συγκεκριμένο δίποδο είχε έρθει από άλλη ήπειρο, δεν είχε βιώσει τίποτε στο πετσί του, όπως ο ίδιος και τώρα με θράσος ή σχολαστική αφέλεια, κυνηγούσε σε άγνωστα δάση βασανισμένες και τσαλαπατημένες λιχουδιές. Δίχως να διστάσει λοιπόν και ο ίδιος βάδισε ως εκεί, τοποθετώντας τα χέρια του ταυτόχρονα με του Αμερικάνου στο κέικ.
«Εντάξει αδερφάκι, μην κάνεις έτσι, θα το μοιραστούμε» άκουσε να του λέει ο φθονερός νεανίας, ο οποίος στην παραζάλη της πτώσης, είχε ξεχάσει ακόμη και το σύνθημα που θα του επιβεβαίωνε την ταυτότητα την αμερικανική του εκάστοτε στρατιώτη. Γνωρίζοντας άπταιστα αγγλικά, βάλθηκε να τον δουλεύει.
«Μήπως θα με ταΐσεις κιόλας; Τι λες; Αδερφάκι;»
Ο Τόμας παραξενεύτηκε με την ειρωνική διάθεση του συνομιλητή.
«Ξέρεις κάτι; Μετάνιωσα. Στην τελική εγώ το κουβάλησα από την Αγγλία» το άρπαξε θυμωμένος και ξεκίνησε να το ξετυλίγει όταν άκουσε ξανά τη φωνή του συνομιλητή.
«Φρόντισε να το μασήσεις καλά, γιατί θα είναι και το τελευταίο σου» του πέταξε αρχικά στα αγγλικά και επανέλαβε στα γερμανικά αργά και καθαρά.
Ήταν τότε που συνειδητοποίησε ο Τόμας πως απέναντί του είχε τον εχθρό και αντί να τον στοχεύει μασούσε νωχελικά ένα κομματάκι ποδοπατημένου κέικ από το κιόσκι του Ερυθρού Σταυρού πίσω στην Αγγλία. Η νοστιμιά κατέρρευσε και καθώς δεν ήταν προετοιμασμένος, σχεδόν αιφνιδίασε τον Μπάλντερ με μία κατά μέτωπο σωματική επίθεση. Εκείνος βρέθηκε στο χώμα με τον Τόμας από πάνω του να του έχει αρπάξει την μπροστινή τούφα των ολόμαυρων μαλλιών του, βγάζοντας μέσα σε κλάσματα το μαχαίρι εκείνο, το οποίο είχε επίσης αγοράσει από την απέναντι χώρα.
«Τα ψίχουλα του αναθεματισμένου σου κεικ πέφτουν στο μέτωπό μου. Μάθε να σκουπίζεσαι και μετά κουβάλα και όπλο, στην ανάγκη για να καθαρίσεις καμιά πατάτα» τον ειρωνεύτηκε, τα μάτια του Τομ στένεψαν, το μαχαίρι κατέβηκε με στόχο τον λαιμό του, μα το χέρι του το άρπαξε. Σαν άνδρας, ο Μπάλντερ ήταν πιο μυώδης με την διπλάσια εμπειρία. Τα χέρια του Τόμ έμειναν να αιωρούνται, σταματημένα από την λαβή του Γερμανού, όταν ο ίλιγγος επέστρεψε και μαζί με αυτόν, ακούστηκε και η φωνή του Γκέιρ «Σκατά» πρόφερε στα αγγλικά «Μετακινήσου...» ψιθύρισε ξέπνοα στον Τομ, παλεύοντας κάπως να σηκωθεί σαν βρέφος που παραπατούσε. Από την τσέπη του γλίστρησε η φωτογραφία της Έστερ και της Ντάρια. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
΄΄Με μισεί΄΄ σκέφτηκε και στράφηκε στον Αμερικάνο που ξεκίνησε να υποχωρεί προς την βλάστηση. Ο Μπάλντερ σύρθηκε και αυτός με κόπο μέχρι που η όρασή του επανήλθε.
«Αν με πυροβολήσεις, θα πέσεις νεκρός. Είσαι μόνος σου και εγώ έχω ολόκληρη τη Μεραρχία τριγύρω» τον απείλησε.
«Δεν πιάνουν οι απειλές» ήρθε η απάντηση και οι δυο τους βρέθηκαν να κυλιούνται ανηλεώς στο χώμα, παλεύοντας για την επιβίωση.
Ο Μπάλντερ δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση να δείξει την αδυναμία του. Αυτός ο νεαρός κυριολεκτικά τον είχε βγάλει από τα ρούχα του, ωστόσο το πρόβλημα των ιλίγγων κάποτε επέστρεφε. Με μία κίνηση αγανάκτησης, τον τίναξε μπροστά κλοτσώντας τον με δύναμη. Ο Τομ προσγειώθηκε με κορμί σερνάμενο σηκώνοντας σκόνη. Παρατήρησε τον όμορφο άνδρα απέναντί του με προσοχή. Ο Μπάλντερ είχε λαχανιάσει, ωστόσο δεν εκδήλωνε επιθετική διάθεση. Φαινόταν κουρασμένος, οι λευκές τρίχες που είχαν αρχίσει να στολίζουν τους κροτάφους του, ήταν τώρα ιδρωμένες. Ο Τομ από την άλλη είχε περάσει δύσκολες στιγμές, όντας τρομακτικά τυχερός που δεν είχε σπάσει κάποιο από τα μέλη του σώματός του, όπως πολλοί σύντροφοί του, οι οποίοι βρήκαν φρικτό θάνατο, πνιγμένοι στα πλημμυρισμένα χωράφια, ή διαμελισμένοι από την άτσαλη πτώση και τα εχθρικά πυρά. Για λίγο κοιτάχτηκαν.
«Ας μην μαυρίσουμε τις καρδιές μας για ένα κομμάτι κέικ» ξεκίνησε ο Μπάλντερ και ήταν η πρώτη φορά που ο Αμερικάνος μειδίασε.
«Φέρθηκα επιπόλαια. Υποτίθεται πως θα φώναζα ένα σύνθημα, περιμένοντας την απάντηση. Ωστόσο, η απότομη πτώση σε συνδυασμό με την αγωνία μου, με έκανε να ξεχάσω πως προσγειώθηκα σε εχθρικό έδαφος» σκούπισε τα βρώμικα χέρια του «Τόμας Ουάιτ. Ανήκω στην 101η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία» συστήθηκε και είδε τον Μπάλντερ να μειδιά χαιρέκακα.
«Μπάλντερ Χάουσντορφ και είμαι αξιωματικός της 2ης Μεραρχίας Πάντσερ των Ένοπλων Ες-Ες» απάντησε και ο Τομ χλόμιασε.
«Ες-Ες;» ρώτησε.
«Ουδείς τέλειος και αναμάρτητος στην μαύρη αυτή ζωή»
«Μα, αυτοί είναι...» συνέχισε ο άλλος.
«Μπάσταρδοι. Σύμφωνοι» απάντησε ο Μπάλντερ.
«Τότε και εσύ είσαι...»
«Μπάσταρδος» συμπλήρωσε τη σκέψη του «Εντάξει, αφού το λύσαμε και αυτό, να πηγαίνω» τελείωσε, με τον Τομ να τον παρακολουθεί να αποχωρεί. Στο χώμα ωστόσο, βρίσκονταν ξεχασμένες οι φωτογραφίες του. Όλες του οι αναμνήσεις σε τρία κουρασμένα, ταλαιπωρημένα ασπρόμαυρα χαρτιά.
«Μισό λεπτό» τον σταμάτησε ο νεαρός «Είναι δικά σου όλα αυτά» του έτεινε τις φωτογραφίες ρίχνοντας μία κλεφτή ματιά. Στην πρώτη, βρισκόταν ανάμεσα σε δύο παιδιά. Από τη μία φιλούσε τρυφερά ένα βρέφος και από την άλλη τον φιλούσε ένα κορίτσι που του έμοιαζε εκπληκτικά «Είναι η κόρη σου;» ρώτησε ο Τομ σιγανά.
«Ναι» του απάντησε ο άνδρας.
«Είναι πολύ όμορφο κορίτσι και σου μοιάζει εκπληκτικά. Το μωράκι είναι ο γιος σου, να υποθέσω;»
«Να το υποθέσεις...» του γρύλισε ελαφρώς, μα όταν ο νεαρός πήγε να παραδώσει και την τελευταία φωτογραφία, για λίγο πάγωσε. Κοιτούσε στρατιώτες πολλούς, μαζί με τον συνομιλητή, ωστόσο πίσω του βρισκόταν μία γνωστή παγκοσμίως φυσιογνωμία.
«Γνωρίζεις τον Όττο;» τον ρώτησε «Ήταν μαζί σου;»
«Ήταν και μαθητής μου ένα φεγγάρι, προτού οι δρόμοι μας ενωθούν στο Στάλινγκραντ» του απάντησε και ο Τομ γούρλωσε τα μάτια.
«Τότε γνωρίζεις για τον Ρώσο!» σχεδόν αναπήδησε.
«Πιο σιγά!» τον μάλωσε ο Μπάλντερ «Τον τρελο-Φεντόροφ; Βεβαίως»
«Ο Άλεξ! Ήμουν σίγουρος πως ήταν εκείνος! Είναι κολλητός μου!» αναφώνησε ο Τομ που για ακόμη μία φορά είχε ξεχάσει πως βρισκόταν στο μέτωπο.
«Κακές παρέες κάνεις, να τις κόψεις τώρα που είναι νωρίς»
«Από τα λεγόμενά σου, αντιλαμβάνομαι πως γνωρίζεστε με τον Άλεξ» συνέχισε.
«Μην με πιέζεις. Δουλειά δεν έχεις; Κανέναν ναζί, Γερμαναρά, κτήνος δεν θες να σκοτώσεις; Ξέρεις, από εκείνους που τα βράδια ζωντανεύουν και σου πίνουν το αίμα. Αυτά δεν σας διδάξανε εκεί στον εξωκοσμικό πλανήτη σου;» τον ειρωνεύτηκε.
«Εσάς δεν θα σας τύφλωσε η προπαγάνδα; Πως όλοι εμείς ας πούμε, προερχόμαστε από τις φυλακές και είμαστε οι πιο σκληροί εγκληματίες;» έκανε για λίγο παύση «Ακούω άμαξα που σέρνεται! Θα την πυροβολήσω!» Ούρλιαξε ο Τόμας καθώς αμφότεροι βρίσκονταν κρυμμένοι στην βαριά βλάστηση. Γερμανικές κουβέντες ακολούθησαν και ο ήχος των τροχών και των αλόγων που βαρύθυμα έσερναν το ξύλινο κάρο.
«Ούτε να καταπιώ το σάλιο μου δεν με άφησες! Τι θα πυροβολήσεις; Είκοσι δικούς μου; Κονσέρβα θα σε κάνουν σαν και τη δικιά σας την άνοστη!» Διαμαρτυρήθηκε ο Μπάλντερ.
«Πας στοίχημα; Θα τους αιφνιδιάσω» επέμεινε.
«Ο Τόμας Ουάιτ στην άγρια Δύση» ειρωνεύτηκε ο Μπάλντερ, όταν ξεκίνησε ένας καταιγισμός πυροβολισμών στο κομβόι που πλησίαζε. Ο Αμερικάνος ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει ούτε έναν και το πέτυχε. Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν με αποτέλεσμα να πέσουν σαν τις άψυχες κούκλες στο τρυφερό χώμα. Ο Τομ έφερε το όπλο στο στόμα του φυσώντας το.
«Πάει και αυτό! Που είχαμε μείνει;» ανταπέδωσε την ειρωνεία όταν είδαν έναν αλεξιπτωτιστή στραγγαλισμένο, να κρέμεται σαν την άψυχη μαριονέτα από ένα δέντρο. Το κορμί του είχε τρυπηθεί από ξιφολόγχες και τα γεννητικά του όργανα έλειπαν.
«Χαριτωμένο» ψιθύρισε ο Μπάλντερ, όταν άκουσαν σιγανούς λυγμούς σαν κλάματα.
Μικρές, πέτρινες κατοικίες, απόλυτα στοιχισμένες έκαναν την εμφάνισή τους. Ο Τόμας βαστώντας το όπλο του και όντας σε ετοιμότητα, άκουσε ψιθυριστά το όνομά του.
«Φίλε μου;» ακούστηκε η φωνή ξέπνοα.
«Χάρυ! Χάρυ τι στο καλό;» διερωτήθηκε με τον Μπάλντερ να ξεσπά σε γέλια βλέποντας τον Αμερικάνο να κρέμεται κυριολεκτικά από την καμπάνα της εκκλησίας.
«Βοήθησέ με, δεν θα αντέξω ένα ακόμη χτύπημα. Θα τρελαθώ!»
«Είμαι γέρος άνθρωπος, δεν έχεις την απαίτηση να κατεβάσω το φιλαράκι σου; Εδώ που τα λέμε, αποτελεί σπουδαίο θέαμα» μονολόγησε ο Γερμανός.
Ο Χάρυ είχε κοντέψει να πνιγεί κυριολεκτικά όντας δεμένος με ένα σχοινί και το αλεξίπτωτο να έχει μερικώς ανοίξει και χυθεί κατόπιν άτσαλα στα αριστερά του. Θολωμένος ακόμη και παραπατώντας, κατόρθωσε να κατέβει με τη βοήθεια του Τομ, όταν αντίκρυσε τον Μπάλντερ που κάπνιζε νωχελικά. Το όπλο του υψώθηκε σημαδεύοντάς τον, για να κατέβει απευθείας στην θέαση της αντίδρασης του φίλου του και της γαλήνιας στάσης του Γερμανού.
«Θα μου εξηγήσει κάποιος;» ρώτησε.
«Ας πούμε εξωκοσμικέ πως σκοντάψαμε αμφότεροι σε γνωστές φυσιογνωμίες, φιλικού περιβάλλοντος» ξεκίνησε ο Μπάλντερ.
«Τις οποίες δεν αναλύσαμε ενδελεχώς» συμπλήρωσε ο Τόμας.
«Έχεις τρελαθεί; Τι σκατά θέλεις με δαύτον;» μούγκρισε ο Χάρυ για να νιώσει τα οργισμένα χέρια του Μπάλντερ να τον σηκώνουν από την επιφάνεια της γης.
«Ο δαύτος θα σε θάψει ευχαρίστως ζωντανό! Ό,τι και να γίνει είμαι αποφασισμένος να επιστρέψω όρθιος στην οικογένειά μου, στα παιδιά μου. Μην παίζεις μαζί μου, σε καμία περίπτωση γιατί θα χάσεις» πήρε μία ανάσα «Ανάθεμα!» βλαστήμησε ξανά καθώς θόλωνε η όρασή του «Ποιον κοροϊδεύω; Είμαι άχρηστος με αυτούς τους ιλίγγους» πήρε μία ανάσα «Ο Φεντόροφ είναι καλά, αν και...δεν έχουμε και άριστες σχέσεις. Αγαπούσε ωστόσο τον αδερφό μου, όλοι τον αγαπούσαν» ψέλλισε ζαλισμένος και παραπατώντας έπεσε στα γόνατα. Ο Τομ λυπήθηκε. Ακόμη δεν είχε βιώσει την τρέλα και αποκτήνωση του μετώπου, με αποτέλεσμα να διατηρεί τα ανθρώπινα στοιχεία περισσότερο «Ο Φεντόροφ, με τον κοκκινομάλλη ξάδερφό του, τον Όττο και τον αδερφό μου, αποτελούσαν μία παρέα περίεργη. Σε αυτήν συγκαταλέγονταν και Εβραίοι, ωστόσο δεν γνωρίζω την τύχη τους. Την Εβραία κοπέλα την συνάντησα στο Στάλινγκραντ, λίγο πριν με πυροβολήσουν στο κεφάλι και με αφήσουν στρατιωτικά ανάπηρο»
Ο Τόμας τον πλησίασε και τον σήκωσε.
«Εντάξει, δεν έγινε και τίποτε για ένα κεικ» πρόφερε συνθηματικά πλέον.
«Θαρρώ πως έχεις δίκιο» του απάντησε ο Μπάλντερ «Ευθεία υπάρχει ένα σπίτι. Έχει ένα στάβλο δίπλα για όποιον δεν βιάζεται να βγει για κυνήγι» τους ειρωνεύτηκε.
«Μιλάς σαν να μην σε νοιάζει για τους δικούς σου» του είπε ο Χάρυ.
«Κάνεις λάθος. Μόνοι οι δικοί μου με νοιάζουν. Ο στρατός του Αδόλφου δεν με απασχολεί πια, έχει πάψει εδώ και καιρό. Με έστειλαν εδώ, στη Νορμανδία λίγο μετά τη γέννηση του γιού μου. Φοβήθηκα πως αν δεν ερχόμουν, θα με αναζητούσαν, ίσως ανακάλυπταν την οικογένειά μου ή ίσως με σκότωναν. Δέχτηκα να πληρώσω το τίμημα. Να σκοτώσω»
«Ας βαδίσουμε στη φάρμα» πρόφερε ο Τομας προτού να βαρύνει και άλλο η συζήτηση. Η έκπληξη ωστόσο, ήταν εκ νέου δυσάρεστη. Οι τρεις τους παρακολουθούσαν δύο Γερμανούς, να έχουν στριμώξει ένα μικρό αγόρι. Ο ταλαιπωρημένος πατέρας, προσπαθούσε να τους απομακρύνει καθώς ήταν ολοφάνερα μεθυσμένοι. Τα δόντια του Μπάλντερ αποκαλύφθηκαν.
«Διάολε! Είναι δικοί σου αυτοί» του ψιθύρισε ο Τομ.
«Δεν είπα ποτέ το αντίθετο, μα δεν σημαίνει απολύτως τίποτε»
«Δηλαδή;» ρώτησε ο Χάρυ.
«Δηλαδή θα τους καθαρίσω γιατί κακοποιούν ένα παιδί»
Ο Τομ χαμογέλασε.
«Έχω μία ιδέα» ξεκίνησε και ο Χάρυ αναπήδησε.
«Ό,τι και να είναι απλώς μην τον ακούσεις»
Στα επόμενα λεπτά, είχαν πάρει ήδη θέσεις. Ο Αεικίνητος Τομ παρέα με τον Χάρυ, είχαν σκαρφαλώσει στη στέγη ενός αχυρώνα με απόλυτη προσοχή, μονάχα για να εντοπίσουν το πολυπόθητο άνοιγμα που θα τους οδηγούσε απευθείας επάνω στους Γερμανούς.
«Αυτό θα έχει λάμψη από τον κινηματογράφο» σκούντησε τον Χάρυ και με ένα άλμα, έριξαν τα κορμιά τους από το άνοιγμα, πέφτοντας επάνω στους δύο Γερμανούς. Ακινητοποιώντας τους, πέταξαν τα όπλα μακριά, όταν ο Μπάλντερ φάνηκε από την πόρτα του αχυρώνα, να βαδίζει προς το μέρος τους αμείλικτα. Η στολή του για όσους γνώριζαν, μαρτυρούσε πολλά. Το κακό ήταν πως είχαν συνειδητοποιήσει πως δεν πλησίαζε για καλό. Η ξιφολόγχη σημάδεψε το ευαίσθητο δέρμα του λαιμού ενός νεαρού, ενώ με το χέρι του έκανε σήμα στο αγοράκι να πλησιάσει.
«Αξιωματικέ....» ψέλλισε ο ένας.
«Βγάλε τον σκασμό. Με αηδιάζεις. Σε είδα τι έκανες. Τα παντελόνια σας είναι ξεκούμπωτα. Αυτό με διευκολύνει....» γύρισε προς την μεριά του πατέρα «Allez...»(πηγαίνετε) του είπε στα γαλλικά και κοίταξε τους Αμερικάνους «Είναι πολύ κτηνώδες για τα δικά σας δεδομένα. Εγώ όμως έχοντας ζήσει το Ανατολικό Μέτωπο, έχοντας αντικρίσει τη φρίκη ουκ ολίγες φορές, δεν κολλάω πουθενά» ήταν και το τελευταίο που ακούστηκε προτού τον αέρα καλύψουν άναρθρες κραυγές, βογγητά και άλικες σταγόνες που είχαν μουσκέψει τόσο τα χέρια, όσο και το πρόσωπο του άνδρα. Οι στρατιώτες ούρλιαζαν και χτυπιούνταν στο πάτωμα, με τους δύο νεαρούς να έχουν μείνει ακίνητοι και να κοιτάζουν το φρικιαστικό θέαμα των διαλυμένων γεννητικών τους οργάνων. Ο Μπάλντερ ετοιμάστηκε να τους γυρίσει την πλάτη, μα τελευταία στιγμή σε μία κίνηση που ίσα την έπιανε ανθρώπινο μάτι, στράφηκε προς το μέρος τους πυροβολώντας τους στο κεφάλι «Λοιπόν, πού είχαμε μείνει;» ρώτησε τώρα τον Τομ που τον κοίταζε με ένα βλέμμα πασαλειμμένο με μία δόση θαυμασμού, ίσως λιγότερη φόβου και ελάχιστης συμπάθειας.
Για τελευταία φορά, προσπάθησε να φύγει σιωπηλός, όταν το αγόρι τον σταμάτησε στην έξοδο. Δεν μιλούσε καθόλου. Έμειναν να κοιτάζονται σιωπηλοί, όταν ο Μπάλντερ χαμήλωσε μπροστά του και ο μικρός τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Πότε θα μπορώ να παίξω ξανά;» τον ρώτησε «Θα ήθελα να μπορώ να μη φοβάμαι τόσο..»
«Τι παιχνίδι θα σου άρεσε;» Ρώτησε ο Τόμας χαμογελαστά.
«Κρυφτό ίσως. Είμαι καλός σε αυτό. Χρόνια κρυβόμαστε από τους Γερμανούς» μουρμούρισε ο μικρός.
Ο Τόμας κοίταξε τον άνδρα δίπλα του πλαγίως.
«Απόψε θα κρυφτώ εγώ» του χαμογέλασε ο Μπάλντερ και είδε τα παιδικά μάτια να φωτίζονται «Αμερικάνε ετοιμάσου!»
«Θύμισέ μου αν σε βρω, να σε φτύσω» γέλασε ο Τόμας και κοίταξε με νόημα τον Χάρυ «Μάντεψε ποιος θα φυλάξει από όλους»
Στη ζωή του είχε συναντήσει ανθρώπους από αρκετά μέρη της γης, μα αυτοί οι Αμερικάνοι ήταν το κάτι άλλο. Χωμένοι στον δικό τους κόσμο, με τη δίψα ακόμη της συμμετοχής σε μάχη να σιγοκαίει μέσα τους, παρέμεναν παρθένοι σχετικά με τα δεινά του πολέμου. Δεν είχαν ακόμη δει τι σήμαινε το στρατόπεδο συγκέντρωσης, δεν είχαν ιδέα από ομαδικές δολοφονίες Εβραίων, γυναικόπαιδων κάθε ηλικίας και φυλής, δεν είχαν κοιτάξει ακόμη βαθιά μέσα στα μάτια ενός άμαχου για να δουν όλον τον λυγμό που έπνιγε η ανθρωπότητα. Για λίγα λεπτά διασκέδασαν, μα ο Μπάλντερ πάντοτε είχε την τάση να αποχωρεί και να απομονώνεται. Λίγοι άνθρωποι είχαν αγγίξει την καρδιά του και ο Γιόαχιμ αποτελούσε την ευχάριστη έκπληξη των τελευταίων μηνών της ζωής του. Ο Τομ ήταν εκείνος ο νεαρός μπελάς που μπορούσε να σε αναστατώσει ανά πάσα στιγμή, το παιδί που μονίμως τυραννούσε τον ενήλικα. Όταν το παιχνίδι έλαβε τέλος, ο πατέρας καρτερούσε έξω από την πόρτα της αγροικίας του. Ο γιος του δεν περπατούσε καλά. Για την ακρίβεια, είχε χάσει πολλές φορές την ισορροπία του καταλήγοντας στο έδαφος και ήταν μονάχα τεσσάρων χρονών.
«Σας έχω φτιάξει ομελέτες για να σας ευχαριστήσω» ψέλλισε συγκινημένος, σαν είδε το αγοράκι να τρέχει πίσω από τον Μπάλντερ, ακολουθώντας πιστά το κάθε βήμα έστω και κουτσαίνοντας. Ο νεαρός άνδρας το κοιτούσε με μία πατρική τρυφερότητα, σταματώντας κάθε ένα λεπτό για να βεβαιωθεί πως τον ακολουθούσε. Ο Τόμας τον παρακολουθούσε χαμογελώντας εγκάρδια, με τον Χάρυ να καρτερά με ανυπομονησία την ομελέτα και φυσικά το μπράντυ.
Σιωπή βασίλεψε καθώς άπαντες έτρωγαν με ευλάβεια.
«Λοιπόν....πώς και...» ψέλλισε ο πατέρας σε σπαστά αγγλικά.
«Ένα κέικ φταίει για όλα» μειδίασε ο Τόμας.
«Αυτό που είπε...» συνέχισε ο Μπάλντερ.
«Πείτε μας την αλήθεια» τους μάλωσε ο Χάρυ «Ξέρω πως ο τρελός από εδώ έχει διεθνείς γνωριμίες»
«Υπάρχει μία παρέα σε αυτόν τον κόσμο, σχηματισμένη από διαφορετικές χώρες. Είμαστε μέλη αυτής της αλυσίδας και ας μην έχουμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Τομ είναι κολλητός με τον Ρώσο Αλεξέι, που είναι κολλητός με τον Όττο Σβάιγκερ, ο οποίος ήταν γνωστός μου και μαθητής μου. Με τη σειρά του μιλά σε έναν Έλληνα μέσω ενός ημερολογίου, έτσι δηλαδή μου ανέφερε όταν τον ρώτησα μία μέρα, ενώ εγώ έχω έναν δικό μου κολλητό από το Παρίσι, ο οποίος είναι μέλος της Γαλλικής Αντίστασης σύμφωνα με τις πηγές μου, που τις αποτελεί ένας Εβραίος. Αντιλαμβάνεστε τώρα το μέγεθος του παραλογισμού»
«Πράγματι» συμφώνησε ο Χάρυ
«Ε, να γνωριστούμε τότε όλοι μαζί! Θα ήταν υπέροχο» πετάχτηκε ο Τομ.
«Στα όνειρά σου τα τρελά Ουάιτ! Τα πράγματα δεν έχουν τελειώσει και ίσως..Ίσως χρειαστεί να βοηθήσετε» τους είπε ο Μπάλντερ.
«Είμαστε ανοιχτοί στα αιτήματά σου» χαμογέλασε ο Τομ.
«Τότε πες μου, τι γνωρίζεις για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης;» ρώτησε ο Μπάλντερ.
«Τα ποια;» ρώτησαν εξίσου με μία φωνή οι άλλοι δύο ενώ ο πατέρας ξεροκατάπιε.
«Είναι τα μέρη όπου οι αναθυμιάσεις των καμινάδων, προέρχονται από τα καμένα σώματα των ανθρώπων. Σκάβονται λάκκοι και οι σωροί πετιούνται κατά χιλιάδες γιατί πολύ απλά κάποτε δεν υπάρχει χώρος αρκετός. Ξύλο καθημερινό, κλοπή αντικειμένων, τρένα που φτάνουν στο Άουσβιτς, το Μπούχενβαλντ, την Τρεμπλίνκα. Ψυχές παρατημένες να σαπίζουν εκεί μέσα, ενώ ο πόλεμος μαίνεται. Κανείς δεν ενδιαφέρεται. Όσο για τον Χίτλερ και τον Στάλιν, είναι αποφασισμένοι να θυσιάσουν τα πιόνια τους δίχως έλεος μέχρι να πετύχουν τον σκοπό τους. Όταν οι Εβραίοι έφυγαν από το Αμβούργο με προορισμό την Αβάνα της Κούβας, δεν έγιναν δεκτοί, μήτε όταν βρέθηκαν στο Μαϊάμι. Όλοι αυτοί κατέληξαν στις στάχτες των καμινάδων, θύματα της Τελικής Λύσης. Οι ΄΄μεγάλοι΄΄ ξέρουν, απλώς δεν νοιάζονται» έκανε παύση δείχνοντας φωτογραφίες που είχε κατορθώσει να αρπάξει από την προηγούμενη δουλειά του «Έσωσα ένα μονάχα κοριτσάκι. Δεν μπόρεσα να κάνω κάτι άλλο. Αυτό και τα ονόματα των υπεύθυνων που θα σας χρειαστούν και που ήδη δόθηκαν αρκετά στους Ρώσους» έκανε ξανά παύση μεταφράζοντας τα πάντα στα γαλλικά.
Ο Τόμας ανατρίχιασε κοιτώντας τις φωτογραφίες.
«Δεν είναι δυνατόν. Αυτό...είναι απάνθρωπο, είναι...πώς θα πάμε εκεί; Πού είναι αυτό;» ξεκίνησε να ρωτά.
«Θα φτάσετε. Ίσως να είναι αργά ως τότε, μα δεν μπορείς να κάνεις τίποτε τώρα» κοίταξε έξω «Ξημερώνει. Είναι όμορφη η εξοχή εδώ...Θα μπορώ να ανάψω και τσιγάρο με την ησυχία μου» μειδίασε.
«Θα πρέπει να βρούμε τα κιβώτια εξοπλισμού μας» πρότεινε ο Χάρυ.
«Η Αντίσταση έχει αποκόψει τα καλώδια των επικοινωνιών μας...» κούνησε το κεφάλι του ο Μπάλντερ «Άτιμος ο Μπερνάρ»
Οι τρεις τους εξήλθαν από το σπίτι λίγο αργότερα. Βρίσκονταν κοντά στη βαλτώδη περιοχή δυτικά του ποταμού Merderet,έχοντας να αντιμετωπίσουν φράκτες γεμάτους βάτα και αγκάθια. Γερμανικά αποσπάσματα είχαν εγκατασταθεί σε νορμανδικές φάρμες που πρόσφεραν φυσική οχύρωση.
«Πάμε» ο Μπάλντερ θυμόταν τον δρόμο της επιστροφής όπου είχε συναντήσει για πρώτη φορά τον Αμερικάνο. Ήταν τότε που τους αποκάλυψε την μηχανή με το αιώνιο καλάθι στο πλάι. Ένα σατανικό βλέμμα ξέφυγε από τον Τόμας.
«Έχω μία ιδέα» τρείς λέξεις που θα τον έστελναν με βεβαιότητα στο φρενοκομείο, ίσως στον διπλανό θάλαμο από τον Ιωσήφ Φεντόροφ.
«Ουάιτ πάτα και λίγο φρένο! Δεν τα ξέρουμε τα μέρη» γρύλισε ο Μπάλντερ πέντε λεπτά αργότερα, καθώς χτυπιόταν στο καλάθι με τον Χάρυ να έχει στριμωχτεί δίπλα του. Το κεφάλι του είχε παραδοθεί στους πέντε ανέμους και οι ίλιγγοι επανέρχονταν συχνά-πυκνά.
«Δεν σε άκουσα!» Ήρθε η κοροϊδευτική απάντηση προτού βρεθούν αγκαλιά με μία φρέσκια μπουγάδα «Sorry madame!» Φώναξε ο Τόμας ακούγοντας στριγκλιές.
« Τι συγγνώμες ζητάς; Δεν της αφήσαμε ούτε κιλότα» τον μάλωσε ο Μπάλντερ.
«Πώς κάνεις έτσι καημένε; Δεν της στερήσαμε και τουαλέτες! Τι σου λέει το φορεματάκι με τις τουλίπες;»
«Ε, έχει μία άποψη» πήγε να το σώσει ο Μπάλντερ.
«Κηπουρική άποψη σίγουρα. Μας μαθαίνει πώς μοιάζουν τα ολλανδικά άνθη. Χάρη της κάναμε! Να πάει να ψωνίσει! Τα χρόνια προχώρησαν. Ούτε η συγχωρεμένη η γιαγιά μου δεν θα το φορούσε για καμουφλάζ στα χωράφια» πρόφερε και τα γέλια τους αντιλάλησαν στην εξοχή. Όλα αυτά πριν την ανάληψη του καθήκοντος για την διευκόλυνση των αποβάσεων στην παραλία Utah. Το καθήκον το αμερικάνικο περιλάμβανε την εξουδετέρωση των γερμανικών πυροβολαρχιών και την κατάληψη των διαβάσεων πάνω από τις ελώδεις εκτάσεις, στα ενδότερα της ακτής απόβασης. Ο Μπάλντερ είχε διασκεδάσει, μα το ψυχρό βλέμμα του στρατιώτη δεν άργησε να φανεί. Καιρός για φιλευσπλαχνίες δεν υπήρχε. Αυτή τη φορά, θα τους άφηνε να φύγουν. Μονάχα αυτή. Τίποτε δεν θα του στερούσε τη δυνατότητα διαφυγής του μέσω της Αντίστασης και του Μπερνάρ. Ο Γιόαχιμ είχε ενημερωθεί από τον ίδιο και θα φρόντιζε να μεταφέρει ορισμένες δουλειές στη Γαλλία.
Καλημέρα!Αυτο είναι το τελευταίο κεφαλαιο από το προηγουμενο βιβλίο. Από το επόμενο η πλοκή συνεχίζει κανονικά! Ευχαριστω όσους είστε εδώ, πάντα θα περιμένω τα σχολια σας με αγάπη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top