"Δεν θα εγκαταλείψω το Βερολίνο!"/ part 3

Τα διαπεραστικά μάτια του Βίγκμπερτ σάρωσαν τον χώρο. Ξαφνικά έμοιαζε σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Ο δικός του το δίχως άλλο μετρούσε αντίστροφα. Σιωπηλός δίπλα στον Όττο, στάθηκε προς έκπληξη του Αλεξέι, ο Κονσταντίν. Κανείς τους ωστόσο δεν μίλησε, όλων το βλέμμα ήταν σταματημένο κυριολεκτικά στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα ανάμεσα στους δύο αντιπάλους. Η σκέψη του Βίγκμπερτ έτρεξε πίσω στο βράδυ εκείνο. Στην ημέρα θανάτου του Λούκα. Χαμογέλασε σατανικά. Είχε μπήξει κυριολεκτικά το μεταλλικό αντικείμενο στη σάρκα αυτού που ήταν σχεδόν κατ' εικόνα και ομοίωση του άνδρα που τόσο πολύ είχε μισήσει, περισσότερο και από τους Ρώσους που έμοιαζαν να τον λατρεύουν, έχοντάς τον κυκλώσει προστατευτικά. Στην πραγματικότητα εκείνο το βράδυ, δεν είχε στόχο τον Λούκα αλλά τον Όττο. Το γεγονός ωστόσο πως ήταν δίδυμοι και μάλιστα δίχως καμία σχεδόν εμφανισιακή διαφορά, τον είχε ξεγελάσει, με αποτέλεσμα να δολοφονήσει το λάθος άτομο. Παρόλα αυτά λεπτό δεν το είχε μετανιώσει.

«Ναι. Εγώ τον σκότωσα» απάντησε ψύχραιμα. Το πρόσωπό του έμοιαζε με κρέας ωμό εξαιτίας των πληγών από τα γυαλιά.

«Το ήξερα!» ούρλιαξε ο Άλεξ μιας που η θεωρία του είχε επιβεβαιωθεί. Ο Όττο στένεψε τα μάτια του με μία αλλόκοσμη ψυχραιμία, σχεδόν τρομακτική.

«Πιάστε τον και γδύστε τον. Έπειτα φέρτε τον έξω!» έδωσε τη διαταγή στους παρευρισκόμενους, οι οποίοι τον υπάκουσαν τυφλά, λες και ήταν εκείνος ο αρχηγός τους «Δεν θα τελειώσεις τόσο εύκολα. Το να σου τινάξω τα μυαλά στον αέρα, για εσένα θα είναι ευλογία» του ψιθύρισε και μαζί με τον Χανς, βγήκαν έξω στο χάος το απόλυτο, σχεδόν αδιαφορώντας για το δράμα. Τα ουρλιαχτά του Βίγκμπερτ έκαναν την καρδιά του Όττο να φτερουγίζει από χαρά. Επιτέλους. Το μεγαλύτερο κεφάλαιο στη ζωή του θα έκλεινε οριστικά και από εκεί και πέρα, ας τον λυπόταν ο Θεός.

Οι Ρώσοι τον βαστούσαν ολόγυμνο έχοντας ξεσπάσει σε ηχηρά γέλια. Ο Γκαμπριέλ, άρπαξε ένα λερωμένο κουρέλι που βρήκε πεταμένο και το έμπηξε στο στόμα του με το ζόρι για να μην ακούγεται. Μπροστά του ο Όττο τον κοιτούσε ψυχρά, σχεδόν σαδιστικά.

«Για να δούμε...Κάπως έτσι θα στεκόσουν και εσύ στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μπροστά από εκατομμύρια αθώους ανθρώπους, ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά. Θα αφήσω την νοσηρή μου φαντασία να καλπάσει ανενόχλητη. Λοιπόν, δώστε του ένα κομμάτι βαρύ τσιμέντο. Θα καθίσεις και θα το κρατάς με τα χέρια ψηλά. Αν τα δω να τρέμουν έστω και ελάχιστα, θα σε σαπίσω στο ξύλο!»

Ο Χανς διάλεξε το καλύτερο κομμάτι, το οποίο ήταν κιόλας πνιγμένο στο αίμα από ένα σώμα που σάπιζε. Αφαιρώντας του το κουρέλι, του έδωσαν το κομμάτι και εκείνος το σήκωσε στον αέρα. Αν υπήρχε μία τρομακτική εικόνα, αυτή αφορούσε την απουσία μεταμέλειας από τα μάτια του.

«Μου φαίνεται πως θα πρέπει να τον κοπανάμε έτσι και αλλιώς» ακούστηκε η φωνή του Γκαμπριέλ.

«Δεν θέλω να χάσει τις αισθήσεις του» του απάντησε ο Όττο στα ρωσικά και κοίταξε ξανά τον Βίγκμπερτ «Ντρέπομαι που είμαι Γερμανός. Η χώρα μου, έχοντας στο τιμόνι έναν τρελό σαδιστή δολοφόνο, έναν ρατσιστή και απάνθρωπο αρχηγό, αρχικά οδήγησε τους ίδιους της τους ανθρώπους στην καταστροφή μιας και μέχρι σήμερα, στέλνει όλη τη νεολαία, τους τελευταίους που έχουν απομείνει ζωντανοί, να πολεμήσουν μέχρι θανάτου για μία ιδέα που μόνο άξια μάχης δεν είναι. Από την αρχή μπήκα στα Ες-Ες και ξέρεις γιατί; Γιατί ήθελα να προστατεύσω τους φίλους μου και τις εβραϊκές οικογένειες που ζούσαν κοντά μου. Ηλίθιο εκ μέρους μου, μιας και δεν υπολόγισα τις συνέπειες, μα κατά πώς φάνηκε τους χάρισα χρόνο και τελικά κάποιους τους οδήγησα στην σωτηρία. Οι Εβραίοι ήταν εκείνοι που νοιάστηκαν για εμένα. Πρώτοι μου χάρισαν ένα δώρο, το μοναδικό που είχα λάβει ως τότε. Με έκαναν να νιώσω σαν αδελφός, εκείνοι και οι Ρώσοι που στέκονται γύρω μου. Δεν υπάρχουν κατώτεροι άνθρωποι, μα κατώτερες ψυχές. Ο Χίτλερ τυλιγμένος στην παράνοιά του, δεν μπόρεσε να δει πως η ομορφιά και η ανδρεία δεν έχουν χρώμα, δεν έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, μα μπορούν να γίνουν προνόμια στα χέρια εκείνων που αληθινά τις πιστεύουν. Γιατί άνθρωποι σαν τον Χίτλερ και τον Χίμλερ, εκτός από φυσικά ανεπαρκείς, είναι και πνευματικά. Άνθρωποι σαν εσένα, είναι τέρατα που καμία Κόλαση δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί γιατί πολύ απλά καμία τιμωρία δεν είναι αρκετή. Δέστε τον πίσω από ένα τεθωρακισμένο. Θα σε κάνω να μετανιώσεις για όλα τα εγκλήματα»

«Ποτέ» πρόφερε ο Βίγκμπερτ φτύνοντάς τον.

Η γροθιά του Όττο έφυγε και τον βρήκε στο πρόσωπό σπάζοντάς του το κόκαλο της μύτης ενώ το κομμάτι τσιμέντου γλίστρησε από τα χέρια του. Αίμα άλικο ξεκίνησε να κυλά, ενώ ο Γκαμπριέλ τον έσερνε κυριολεκτικά. Μόλις μαθεύτηκε η τιμωρία, οι οδηγοί του τεθωρακισμένου δέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Κανένας δεν τον πυροβολούσε μιας και ήξεραν πως έτσι, ήταν πολύ καλύτερα. Το γυμνό του κορμί είχε γεμίσει άπειρες πληγές, καθώς χτυπιόταν μέσα στα ερείπια. Η διαδρομή ήταν μικρή εξαιτίας των συνθηκών μάχης, μα ο Όττο θα του έδινε το τελειωτικό χτύπημα. Αρπάζοντας ένα φτυάρι, του το πέταξε στο πρόσωπο χτυπώντας τον. Σακατεμένος, ίσα που μπορούσε να σταθεί, μα παρόλα αυτά, δεν ζήτησε στιγμή κανενός το έλεος.

«Σκάψε» τον διέταξε «Ήταν μία υπέροχη τακτική των Ες-Ες και εγώ σκοπεύω να την εξελίξω στην δική σου περίπτωση» του είπε ενώ οι Ρώσοι συνέχισαν να τον σημαδεύουν και κάποτε να πυροβολούν επίτηδες, χιλιοστά μακριά του. Από πάνω τους, ο ουρανός ήταν κατακόκκινος θαρρείς και η Κόλαση άνοιγε τις πύλες της για να καταπιεί την μαύρη του ψυχή. Όταν τελείωσε το σκάψιμο, ακούστηκε ξανά η φωνή του Όττο «Είχατε τη γλυκιά ιδέα να βάζετε τα θύματα να σκάβουν τον λάκκο τους και κατόπιν, να τα τοποθετείτε μπρούμυτα και να τους αφαιρείτε τη ζωή με μία σφαίρα στο σβέρκο. Το βρήκα πολύ ρομαντικό, μα εσύ κέρδισες επάξια μία υπέροχη τροποποίηση και αναβάθμιση. Θα θαφτείς ενώ έχεις τις αισθήσεις σου, έτσι για να θυμάσαι την αγωνία όλων αυτών των ψυχών που οδήγησες στον θάνατο» με μία κίνηση, έδωσε διαταγή στον Χανς, τον Αλεξ, τον Κονσταντίν και τον Γκαμπριέλ, να πυροβολήσουν με ακρίβεια τις αρθρώσεις του σε χέρια και πόδια, ώστε να μην μπορεί να δραπετεύσει. Τον εξανάγκασε να σταθεί μπροστά στον λάκκο, με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά. Οι τέσσερις σημάδεψαν και με την διαταγή του Όττο, άνοιξαν πυρ. Μία κραυγή σαν λυγμός σπασμένος βγήκε από το στόμα του Θανατερού Αγγέλου, με τον ίδιο να σωριάζεται σαν κούκλα ψεύτικη στον ανοιχτό του τάφο.

Κατόπιν, ο Όττο πέταξε επάνω του το χώμα και διέταξε το τεθωρακισμένο να κάνει όπισθεν. Ο λάκκος έκλεισε καλά, ενώ από μέσα του, κατόρθωσαν να ακούσουν μία σιγανή κραυγή. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Λέτε να βρούμε και τον Χίτλερ;» έσπασε την αμηχανία της στιγμής ο Κονσταντίν για να δει τον Άλεξ να επιστρέφει στον Όττο το φυλαχτό.

«Δεν έπρεπε να θέσεις σε κίνδυνο τον εαυτό σου» τον μάλωσε ο Όττο βλέποντας τα χάλια του Αλεξ.

«Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για έναν αδερφό» του απάντησε αγκαλιάζοντάς τον με το ένα του χέρι.

«Τα κορίτσια μας περιμένουν για να περιποιηθούν τα τραύματα» τους σκούντησε ο Γκαμπριέλ «Κάτι μου λέει, πως ο αετός του Ράιχ, είναι ήδη νεκρός»

Ο Όττο κοίταξε για τελευταία φορά τον τάφο. Είχε αποδώσει δικαιοσύνη; Ίσως. Ένα μέρος του θηρίου μέσα του είχε ικανοποιηθεί. Ακόμη και έτσι όμως, η ιστορία δεν άλλαζε. Τα εγκλήματα είχαν γίνει και η ανάμνησή τους θα στοίχειωνε τον κόσμο για πολλές δεκαετίες. Η εκδίκηση μπορεί να προσφέρει προσωρινή ανακούφιση, μα ποτέ δεν χαρίζει την αληθινή λύτρωση.

Πράγματι, ο αετός του Ράιχ είχε πάψει πια να σκορπά το δηλητήριό του. Η παράδοξη στιγμή του γάμου για τον Χίτλερ, είχε φτάσει και αυτό γιατί δεν έβλεπε πια κανένα μέλλον μπροστά του, επομένως δεν θα του κόστιζε τίποτε. Εξάλλου, τα προηγούμενα χρόνια είχε αφιερώσει τη ζωή του στη Γερμανία, δίχως να αφήνει χώρο σε συζύγους. Κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξη της Εύας Μπράουν πέραν του στενού του κύκλου. Εκείνη είχε αποφασίσει να μείνει μαζί του στο καταφύγιο. Νωρίτερα την ίδια ημέρα, είχε υπαινιχθεί πως αυτή θα ήταν η γαμήλια νύχτα της. Είχε αποχωρήσει ακόμη ένα ζευγάρι, μέσα σε ένα κλίμα μακάβριο και με το καταφύγιο να δονείται από τις συνεχείς εκρήξεις, ενώ εκείνη και ο Χίτλερ αντάλλαξαν όρκους γαμήλιους στην αίθουσα συσκέψεων, ενώπιον ενός κατώτερου αξιωματούχου του Γκαίμπελς. Τον είχαν φέρει ως το καταφύγιο με ένα θωρακισμένο όχημα, αποκλειστικά για εκείνη την αλλόκοτη τελετή. Ο Γκαίμπελς και ο Μπόρμαν* παρέστησαν ως μάρτυρες. Το υπόλοιπο προσωπικό καρτερούσε έξω για να συγχαρεί τους νεόνυμφους. Ακολούθησαν οι σαμπάνιες, τα σάντουιτς και οι απόκοσμες αναπολήσεις.

Λίγο πριν την τελετή, ο Χίτλερ είχε ζητήσει από τη νεότερη γραμματέα του να τον συνοδεύσει μέχρι την αίθουσα των συσκέψεων. Ήθελε να της υπαγορεύσει την τελευταία του επιθυμία και την διαθήκη του. Ξεκινώντας, έπιασε τη σύντομη προσωπική διαθήκη, αναφερόμενος στον γάμο με την Εύα Μπράουν και στην απόφασή της να έρθει και να πεθάνει μαζί του στο Βερολίνο. Άφηνε όλα του τα υπάρχοντα στο κόμμα, ή αν αυτό δεν υπήρχε πια, στο κράτος, λες και θα υπήρχε εκείνο δηλαδή. Ήλπιζε ακόμη πως η συλλογή των πινάκων του θα πήγαινε στο Λιντς, στην Αυστρία όπου γεννήθηκε. Άφηνε φροντιστή της διαθήκης του, τον Μάρτιν Μπόρμαν. Κατόπιν, έφτασε στην πολιτική του διαθήκη.

«Δεν είναι αλήθεια πως εγώ ή κάποιος άλλος, επιθυμούσαμε το 39, τον πόλεμο. Τον πόλεμο τον θέλησαν και τον υποκίνησαν αποκλειστικά, εκείνοι οι πολιτικοί της διεθνούς σκηνής, που είτε είχαν εβραϊκή καταγωγή, είτε εργάζονταν για εβραϊκά συμφέροντα. Θα περάσουν αιώνες, αλλά μέσα από τα ερείπια των πόλεών μας και μέσα από τα μνημεία του πολιτισμού μας, θα ανανεώνεται συνεχώς το μίσος εναντίον όλων όσοι υπήρξαν εντέλει υπεύθυνοι και τους οποίους είμαστε υποχρεωμένοι να ευχαριστούμε για τα πάντα : τον διεθνή εβραϊσμό και τους συνεργάτες του»

Όταν πλέον είχε τελειώσει, ο Χίτλερ φανερά εξουθενωμένος πήγε να ξαπλώσει. Είχε ολοκληρώσει την πράξη ενταφιασμού του Τρίτου Ράιχ και έμενε μονάχα ένα πράγμα. Η αυτοκαταστροφή του. Για την γραμματέα ωστόσο, η δουλειά δεν είχε τελειώσει. Ο Γκαίμπελς, εμφανίστηκε κάτωχρος και δακρυσμένος στον προθάλαμο. Της ζήτησε να επισυνάψει και τα τελευταία δικά του λόγια στη διαθήκη.

«Αν ο Φίρερ είναι νεκρός, η ζωή μου δεν έχει καμία αξία» πρόφερε.

Το ρολόι της ιστορίας έδειχνε πέντε και μισή το πρωί, ξημερώματα 30 Απριλίου 1945, προτού να πέσει η αυλαία αυτού του νυχτερινού δράματος. Το μεσημέρι, η Εύα Μπράουν πηγε μαζί με την Μάγκντα Γκαίμπελς στο δωμάτιο της τελευταίας, η οποία έκλαιγε ασταμάτητα. Ήξερε πως εκτός από το ταιριαστό τέλος που είχε σκεφτεί ο Φίρερ για το εαυτό του, σε λίγο θα τερματιζόταν και η ζωή των έξι παιδιών της που τώρα έπαιζαν χαρούμενα στους διαδρόμους του καταφυγίου. Προσπάθησε να πείσει τον Φίρερ να εγκαταλείψει το Βερολίνο, ωστόσο η απάντηση ήταν ψυχρή και αναμενόμενη. Μέσα σε ένα λεπτό, ο Χίτλερ δρασκέλιζε για τελευταία φορά το κατώφλι του γραφείου του. Η Εύα Μπράουν τον ακολούθησε αμέσως. Η ώρα ήταν λίγο πριν τις τρεισήμισι. Τα επόμενα λεπτά, οι Γκαίμπελς και Μπόρμαν έστεκαν έξω και περίμεναν. Όταν τίποτε δεν ακουγόταν, ο φρουρός που βρισκόταν έξω από το δωμάτιο, αποφάσισε να κινηθεί. Στο άβολο γραφείο, η Εύα Μπράουν είχε σωριαστεί αριστερά του Χίτλερ με μία οσμή πικραμύγδαλου, χαρακτηριστική του πρωσικού οξέος. Ο Χίτλερ είχε εξίσου γείρει άψυχος. Αίμα άλικο έρεε από την οπή που είχε ανοίξει η σφαίρα στο δεξί μέρος του κεφαλιού του. Ήταν επισήμως νεκρός.

----------------------------------------------

Η Κρίστα έχοντας φοβηθεί τυχών λιμοκτονία των παιδιών, αποφάσισε να βγει έξω με τον Όττο να την τραβά.

«Όχι δεν θα πας!» της φωναξε.

«Ο Ρώσος έφυγε, δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Θα πεθάνετε...»

«Και ποια είναι η λύση μαμά; Να πεθάνεις εσύ;» πετάχτηκε και ο Άλμπρεχτ βλέποντάς την να δακρύζει. Δειλά, βγήκε στον δρόμο και την επόμενη στιγμή ευχήθηκε να μην το είχε κάνει ποτέ.

Παντού υπήρχαν νεκροί και των δύο φύλων, κάθε ηλικίας. Παντού υπήρχαν τραυματίες που ικέτευαν να τους αποτελειώσουν. Ολοένα μία βροχή από στάχτες, θόλοι πύρινοι, κόσμος που έτρεχε ανάμεσα από βολές και εκρήξεις από τις πυροβολαρχίες του Στάλιν, κρεμασμένοι μέσα στα ερείπια, στρατοδικεία στις γωνίες των δρόμων. Ζαλισμένη, τρομοκρατημένη, προσπάθησε να φτάσε μέχρι τον κοντινότερο φούρνο, μήπως κατόρθωνε να εντοπίσει έστω και ένα μπαγιάτικο ψωμί. Ένα χέρι ωστόσο, της έκλεισε το στόμα και μία ρωσική φωνή που βρομούσε αλκοόλ, έφτασε στα αφτιά της. Την τραβούσαν με το ζόρι, μέχρι που την πέταξαν επάνω στα ερείπια. Είδε μπροστά της τέσσερις άνδρες να ετοιμάζονται να κατεβάσουν τα παντελόνια τους, ενώ ένας πέμπτος της ξέσκιζε τα ρούχα.

«Παλιοβρωμιάρα...» πρόφερε ο ένας και την πλησίασε, όταν μέσα στις ικεσίες της, είδε δύο μπότες να κατεβαίνουν από το βουνό των χαλασμάτων.

«Βόβοτσκα...» ψιθύρισε ένας άλλος.

«Μόνο εγώ την πηδάω, έγινα κατανοητός;» τον ρώτησε επιθετικά δίχως να θέλει να δείξει κάποια υπεράσπιση με αυτόν τον τρόπο.

«Μα, γιατί είσαι μοναχοφάης;» ειρωνεύτηκε ένας άλλος

«Γιατί ήταν παρθένα και από τότε τη θεωρώ κτήμα μου» το τερμάτισε ο Ντίμα και οι άλλοι για κάποιον παρανοϊκό λόγο έδειξαν κατανόηση και απομακρύνθηκαν δίνοντάς του συγχαρητήρια. «Είμαι τυχερός που δεν κατάλαβες λέξη, αλλιώς δεν το γλίτωνα το χαστούκι» της είπε στα αγγλικά καθώς τη σήκωνε προσπαθώντας να μην εστιάζει στο ολόλευκο, γυμνό της κορμί. Βγάζοντας το δικό του στρατιωτικό ένδυμα, της το έδωσε για να σκεπαστεί οδηγώντας την πίσω στο μαγαζί, με τα παιδιά να ουρλιάζουν και να κλαίνε.

«Γιατί έφυγες;» τη ρώτησε.

«Και εσύ έφυγες» απάντησε εκείνη αμυντικά.

«Προφανώς, αφού σιχαίνεσαι που με βλέπεις και επίσης, μήτε εμένα μου είσαι ευχάριστη ως παρουσία. Παρόλα αυτά, έφυγα γιατί αλλιώς θα τσακωνόμασταν άσχημα. Είχα πάει να σου βρω φαγητό» της είπε αποκαλύπτοντας ορισμένες κονσέρβες και λίγο ψωμί «Παραλίγο, θα σε βίαζαν και θα σε σκότωναν»

«Τι τους είπες;» τον ρώτησε δίχως να τον κοιτάζει.

«Κάτι δικά μου...Δεν έχει σημασία».

Τόσο εκείνη όσο και τα παιδιά, καταβρόχθισαν με λαιμαργία το φαγητό. Η Κρίστα παρατηρούσε τον νεαρό άνδρα να στέκεται ολομόναχος, θλιμμένος, στο βάθος του μαγαζιού. Έχοντας τυλίξει καλά το σώμα της με το πανωφόρι του, τον πλησίασε και στάθηκε κοντά του.

«Δεν έπρεπε να έχω μιλήσει έτσι πιο πριν...Όμως...είστε εδώ και μας βιάζετε, μας σκοτώνετε...»

«Και εσείς κάνατε το ίδιο!» της απάντησε επιθετικά.

«Όχι εγώ. Εγώ έδωσα έναν τίμιο αγώνα εδώ πέρα. Υιοθέτησα ένα αγοράκι, έναν Εβραίο για να τον κρύψω από τους Γερμανούς. Είχα πάντα πίστη στο καλό, μισούσα τον Χίτλερ και ντρέπομαι για όλα αυτά...Δεν υπήρξα ρατσίστρια ποτέ μου!»

Ο Ντίμα την κοίταξε σιωπηλός.

«Ίσως και εγώ δεν έπρεπε να αντιδράσω έτσι πριν...Όμως άθελά σου, είπες μία κουβέντα που με εξόργισε. Δεν έχει σημασία πια...ανήκει στο παρελθόν»

«Τι συνέβη; Έχω μάθει να ακούω τους άλλους. Μπορείς να με εμπιστευθείς, όπως...νομίζω πως και εγώ μπορώ. Μου έσωσες τη ζωή»

«Κάποτε ερωτεύτηκα παράφορα μία κοπέλα. Εκείνη με εκμεταλλεύτηκε και πίσω από την πλάτη μου με κορόιδευε λέγοντας πως της ήμουν  άχρηστος, γιατί πολύ απλά δεν είχα την φήμη και τη δόξα του Άλεξ. Όταν σε άκουσα να το επαναλαμβάνεις, τρελάθηκα. Νόμιζα πως όλοι ίσως το έβλεπαν, το πόσο άχρηστος είμαι, ίσως άσχημος, ανάξιος κάθε προσοχής...» συνέχιζε κει εκείνη του έκλεισε το στόμα με το χέρι της, για να το μετανιώσει δευτερόλεπτα μετά.

Η αίσθηση των χειλιών του ήταν απαλή και ο ίδιος καθωσπρέπει και γλυκός στην εμφάνιση νεαρός άνδρας. Αποτράβηξε το χέρι της ξαφνιασμένη.

«Μη μιλάς έτσι. Εγώ δεν βλέπω τίποτε από όλα αυτά. Απλώς ήσουν αντιδραστικός σε σχέση με τον Αλεξέι που είναι ομολογουμένως ανοιχτόκαρδος. Αυτό δεν σημαίνει κάτι. Έχεις τα δίκια σου. Η πατρίδα σου υπέφερε πολύ...» έκανε παύση και σηκώθηκε «Μακάρι να μπορούσα να κάνω ένα μπάνιο».

«Ίσως καταφέρω να γεμίσω αυτόν τον κουβά με νερό....» της τον έδειξε «Μείνε εδώ αυτή τη φορά.

«Ευχαριστώ» του απάντησε μειδιώντας ελαφρώς αμήχανα.



*Μάρτιν Μπόρμαν : ήταν Γερμανός πολιτικός, επιφανές μέλος των Ναζί . Επικεφαλής της Καγκελαρίας ως εκπρόσωπος του κόμματος και ιδιαίτερος γραμματέας του Χίτλερ





Καλησπέρα και χρόνια πολλά. Νομίζω πήρατε το αίμα σας πίσω εκτός από τον Όττο. Λίγες μέρες και τελειώνει ο πόλεμος και μαζί του, ο Απολογισμός φτάνει στη δύση του....Πολλά τα συναισθήματα γι' αυτό το ταξίδι...Εύχομαι ολόψυχα να βγει αναληθής η διαθήκη του Χίτλερ και μέσα από τα ερείπια της Γερμανίας, να είχαν φυτρώσει κάποιοι σπόροι ανθρωπιάς και αγάπης, ένωσης για όλους τους λαούς. Θέλω να πιστεύω πως πράγματι στο σήμερα, τα όνειρά του δεν πραγματοποιήθηκαν ούτε στο ελάχιστο... Καλή χρονιά και τα λέμε την άλλη βδομάδα με το νέο έτος!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top