"Δεν θα εγκαταλείψω το Βερολίνο!"/ part 1
΄΄Οι περισσότεροι που είχαν πάει για να ευχηθούν στον Χίτλερ και να ορκιστούν υποτιθέμενη αιώνια πίστη, χοροπηδούσαν ήδη στις άκρες των δαχτύλων τους, καρτερώντας τη στιγμή της αναχώρησης από την καταδικασμένη πόλη. Φάλαγγες αυτοκινήτων σύντομα θα έφευγαν κατευθυνόμενες βόρεια, νότια ή δυτικά, χρησιμοποιώντας οποιονδήποτε δρόμο έβρισκαν ανοιχτό. Μαζί με τον Αδόλφο όμως, στεκόταν και η σουρεαλιστικά σκοτεινή φιγούρα του Βίγκμπερτ. Ο Χίτλερ του έριξε ένα βιαστικό βλέμμα. Εδώ που είχαν φτάσει πλέον τα πράγματα, εκείνος χρειαζόταν μία επικίνδυνη φονική μηχανή δίχως έλεος η οποία τώρα κοιτούσε τους υπόλοιπους αυλικούς με μίσος. Τους θεωρούσε αξιοθρήνητους. Εκείνος δεν θα εγκατέλειπε ποτέ το Βερολίνο. Οι Χίμλερ, Ρίμπερντροπ και Καλτερμπρούνερ, έφυγαν προς τα βόρεια.Ο Χίτλερ έγνεφε απλώς ανόρεχτα σε ένδειξη αποχαιρετισμού. Άπαντες προσπαθούσαν να περισώσουν ό,τι μπορούσαν από τα υπάρχοντά τους, μιας που η αξιοπρέπεια και η ανθρωπιά είχαν πάει περίπατο χρόνια τώρα. Η αφρόκρεμα του Στρατού τους είχε επίσης εγκαταλείψει. Το σκηνικό στο προαύλιο της Καγκελαρίας ήταν συνώνυμο του χάους. Φορτηγά γεμάτα τσάντες και βαλίτσες, εξαφανίζονταν υπό τον ήχο των ρωσικών πυροβόλων.
Ο Βίγκμπερτ δεν άντεχε άλλο εκεί κάτω. Έβλεπε ολοένα και περισσότερο πως το καταφύγιο της Καγκελαρίας έμοιαζε με σκοτεινό τάφο. Ο αγώνας ήταν άνισος. Εκείνος φοβόταν τον ατιμωτικό θάνατο. Ίσως έπρεπε να πολεμήσει. Ήξερε πως με τα εγκλήματα που είχε διαπράξει δεν θα γλίτωνε εύκολα. Κανένας δεν θα τον κρατούσε αιχμάλωτο. Δίχως αποχαιρετισμούς, εγκατέλειψε στα γρήγορα το καταφύγιο. Ανάμεσα από τα φλεγόμενα ερείπια της αλλοτινής μεγαλοπρεπούς πόλης, οι συνθήκες διαβίωσης χειροτέρευαν. Τα τρόφιμα εξαφανίζονταν, το δίκτυο ύδρευσης είχε τεθεί εκτός λειτουργίας, ενώ οι ηλικιωμένοι, τα γυναικόπαιδα και οι τραυματισμένοι στρατιώτες στριμώχνονταν σε καταφύγια και υπόγειους σταθμούς καθώς η Κόλαση είχε ανοίξει τις πύλες της πάνω από τα κεφάλια τους΄΄
Το θέαμά του, ήταν σπαρακτικό. Βαστώντας σφιχτά στην αγκαλιά του τον μικρό, βάδιζε σε μία γειτονιά που του προκαλούσε ανατριχίλα. Για να μη χαθεί, είχε συνοδό του έναν πολίτη που διέθετε κάποτε έναν φούρνο σε κοντινό σχετικά δρόμο από το σπίτι του Σβάιγκερ. Παρατηρούσε τον Ρώσο να βαστά τρυφερά εκείνο το αγόρι, που είχε γείρει το λεπτοκαμωμένο του κορμάκι επάνω του, έχοντας αφεθεί πλήρως.
«Δεν έχεις ιδέα τι ιστορία κρύβει αυτό το παιδί» του είπε ο Αλεξέι.
«Σε παρακολουθώ ώρα τώρα. Το πώς το βαστάς στην αγκαλιά σου. Το γνωρίζεις;»
«Ο μικρός Όττο δεν είναι Γερμανός. Είναι Πολωνοεβραίος. Γεννήθηκε μέσα σε ένα δάσος. Ο Όττο Σβάιγκερ, βοήθησε την Εβραία μητέρα του να τον φέρει στη ζωή...» έκανε παύση καθώς είδε την εμφανή αμηχανία στο πρόσωπο του άνδρα «Ξέρω τι σκέφτεσαι. Την αποκάλυψη ενός αμείλικτου φακέλου. Άουσβιτς, Μπούχενβαλντ, Μπέργκεν-Μπέλσεν....η σκιά αυτής της ανθρώπινης τραγωδίας θα σας συνοδεύει για πολλά, πολλά χρόνια. Είχατε γερές πλάτες όμως. Κάποιοι γνώριζαν, μα αδιαφορούσαν. Η ντροπή, το όνειδος της ανθρωπότητας θα σας αποκαλυφθεί. Έχω υπάρξει στο Άουσβιτς κρατούμενος, είχα την ατυχία να το απελευθερώσω. Μιλώ για ατυχία, γιατί ίσως να προτιμούσα να είχα πεθάνει, παρά να αντικρύσω την Κόλαση που βρήκα εκείνη την παγωμένη μέρα του Γενάρη»
Τον είδε να βάζει τα κλάματα.
«Ντρέπομαι...» ψέλλισε.
«Είναι αργά για ντροπές. Μπορεί να μην γνώριζες με κάθε λεπτομέρεια από τι αποτελείτο το Άουσβιτς, ίσως να μην το είχες ακουστά, μα αδυνατώ να πιστέψω πως έχοντας τον Χίτλερ στην εξουσία, εσύ και οι γείτονές σου, δεν καταλάβατε πού οδηγούσαν τις εβραϊκές οικογένειες που έμεναν κοντά σας. Όλα τα γνωρίζω από τον Σβάιγκερ. Όταν το ίδιο σου το καθεστώς στις αρχές, έκανε εσωκομματικές εκκαθαρίσεις των οπαδών του, σκοτώνοντας εν ψυχρώ, σου είχε ήδη αποκαλύψει το τερατώδες του πρόσωπο. Δεν θα μιλήσω για τα δικά μας, τα ρωσικά θέματα. Άστα για την ώρα....φτάνουμε;»
«Είναι εκεί. Πιο κάτω, μερικούς δρόμους, βρίσκεται το μαγαζί το εβραϊκό για το οποίο με ρώτησες. Το είχε μία οικογένεια, οι γονείς και ένας νεαρός, αν θυμάμαι καλά. Καλή τύχη. Είσαι...καλό παιδί, αξιόλογο» ήταν και οι τελευταίες του κουβέντες προτού αποχωρήσει.
Στη θέα της μονοκατοικίας, ο Άλεξ σάστισε. Ο μικρός αμίλητος, ακολουθούσε τα βήματά του. Αρχικά, έσπρωξε μία μικρή πόρτα, η οποία σκουριασμένη από τα χρόνια άνοιξε με ένα τρίξιμο. Ο αέρας της εγκατάλειψης τον χτύπησε, μα υπήρχε και κάτι άλλο. Ένα αίσθημα βαρύ και ασήκωτο. Το χέρι του τοποθετήθηκε αυτόματα στην καρδιά. Αμίλητος, ζήτησε από τον μικρό να καθίσει σε μία ξεσκισμένη πολυθρόνα για λίγο. Τα πόδια του μετά βίας κινήθηκαν για να τον παρασύρουν στο εσωτερικό ενός οικογενειακού δράματος. Οι τοίχοι σε κάποια σημεία, διέθεταν σημάδια παράξενα επάνω τους. Ο Αλεξέι προχώρησε προσεκτικά, ψηλαφίζοντας κάθε επιφάνεια, όταν πρόσεξε χαμηλά στο πάτωμα, ίχνη από ξεραμένο αίμα. Θυμήθηκε τις φορές που άκουγε τους αναστεναγμούς και το σιγανό κλάμα του Όττο στον ύπνο του. Θυμήθηκε ορισμένα σημάδια που όργωναν το κορμί του, σημάδια τα οποία εκτός από το σώμα, είχαν χαραχτεί βαθιά μέσα στην ψυχή του. Συγκίνηση απότομη τον κατέλαβε. Ένιωσε τα ζεστά του δάκρυα να τρέχουν αυτοβούλως σχεδόν, δίχως να τα ορίζει εκείνος. Το τρεμάμενο χέρι του άνοιξε μία πόρτα, ενός μάλλον νεανικού δωματίου.
Ήταν απόκοσμα περιποιημένο. Το κρεβάτι, παρά το γεγονός πως είχε καλυφθεί με σκόνη και θρύψαλα από το παράθυρο που είχε διαλυθεί, ήταν παρόλα αυτά στρωμένο και ανέγγιχτο.
«Λούκα...»ψέλλισε ο Άλεξ και παραδόξως, ένιωσε ένα ψυχρό αεράκι να του χαϊδεύει την πλάτη. Χαμογέλασε συγκινημένος «Ήρθα για να σε βοηθήσω να βρεις τη γαλήνη σου. Θέλω να γνωρίζεις πως έχεις έναν υπέροχο αδερφό, ο οποίος τώρα πια ανήκει στην οικογένειά μου. Δεν είναι μόνος, δεν θα είναι μόνος ποτέ ξανά. Πρέπει να ήσουν ένα υπέροχο παιδί, με βάση τις ελάχιστες πληροφορίες που διαθέτω από τον Όττο. Λυπάμαι που δεν κατάφερα να σε γνωρίσω. Θα σε κοιτάζω ωστόσο, μέσα από τα μάτια του αδερφού σου. Θα αποδώσω δικαιοσύνη. Θα τον βρω εκείνον που σου στέρησε τη ζωή. Στο υπόσχομαι...»
Στο ξύλινο κομοδίνο, βρισκόταν μία λερωμένη φωτογραφία. Τα δύο αδέρφια, σε ηλικία δώδεκα περίπου χρόνων, βρίσκονταν αγκαλιασμένα σφιχτά. Πρόσεξε τον Όττο. Το βλέμμα του ήταν από τότε θλιμμένο. Στα χέρια του ωστόσο βαστούσε κάτι πολύτιμο. Τον αδερφό του. Ο φόβος επέστρεψε. Ήλπιζε ο Όττο να ήταν καλά. Στο διπλανό δωμάτιο, το δικό του, τα πάντα ήταν άνω κάτω. Παρατήρησε πως δεν υπήρχε πουθενά φωτογραφία του Χίτλερ, ή οποιοδήποτε στοιχείο υποστήριξης των ναζί. Είχε δίκιο ο Όττο. Τελικά ποτέ δεν τους υποστήριξε ουσιαστικά. Θυσίασε πολλά κομμάτια του, για να προστατέψει τους φίλους του. Συνεχίζοντας την αναζήτηση, έπεσε επάνω σε άλλες δύο φωτογραφίες. Μία με τον Λούκα και τη Χέλγκα και ακόμη μία του Όττο μάλλον και ενός νεαρού με ένα παράξενο όνομα, σιμά σε μία λίμνη.
΄΄Γρογκόρης....όχι....αλλιώς διαβάζεται αυτό....μα από πού είναι και έχει τέτοιο όνομα;'' Σκέφτηκε ο Άλεξ όταν είδε την ημερομηνία 1936. Αποφάσισε να την κρατήσει, καθώς στα σίγουρα θα ήταν και εκείνος κάποιο χαμένο κομμάτι της γνωστής παγκοσμίου φήμης παρέας μιας που το όνομα προσωρινά τον μπέρδευε και δεν του ερχόταν στο μυαλό ο Έλληνας. Σκουπίζοντας τα μάτια του, επέστρεψε στο σαλόνι. Ο μικρός Όττο είχε φύγει. Ο Αλεξέι κατάλαβε, πως θα πήγαινε μάλλον στο μαγαζί του Χανς. Προτού αποχωρήσει, βγήκε για λίγο έξω στην αυλή. Δύο όμορφες τριανταφυλλιές είχαν ανθίσει κόντρα στο εφιαλτικό σκηνικό που τις πλαισίωνε. Κάθισε εκεί για λίγο και κοίταξε μπροστά την μισογκρεμισμένη μάντρα. Φαντάστηκε τον Όττο και τη Χέλγκα και τελικά κατέληξε πως ήταν τυχερός. Η καρδιά του ήταν ορθάνοιχτη ακόμη. Το μίσος δεν τον είχε αγγίξει, παρά τον χαμό των φίλων του. Ο Όττο, η Χέλγκα και ο Χανς, ήταν ο λόγος που δεν αφέθηκε να κατρακυλήσει στην άβυσσο. Χρόνο δεν έχασε περισσότερο. Βγήκε ευθύς έξω και έτρεξε με προορισμό το μαγαζί του Χανς.
Ο αυθορμητισμός του, τον οδήγησε στην απρόσεκτη είσοδό του, με αποτέλεσμα να δεχτεί ένα χτύπημα στο κεφάλι, το οποίο εμφανώς τον ζάλισε για να ακολουθήσει μία οικεία φωνή εκνευρισμού, προερχόμενη από τον Ντίμα. Ζαλισμένος ακόμη, πάλεψε να ορθοποδήσει, βλέποντας από την μία, μία κοπέλα σε κατάσταση σοκ και από την άλλη, τον Ντίμα να την σημαδεύει και να βρίζει ακατάπαυστα στα ρωσικά.
«Κόντεψα να τρελαθώ! Σε έχασα! Τρελάθηκες πια;» ξεκίνησε να ωρύεται «Εσύ! Ψηλά τα χέρια και πέταξε και αυτό το πράγμα που κρατάς! Τέλος τα τσαλίμια! Καπούτ!»
Η Κρίστα ξεκίνησε να κλαίει έχοντας μαζέψει τα παιδιά γύρω της. Τρόμος την κυρίεψε πως τώρα αυτοί οι εξαγριωμένοι Μπολσεβίκοι θα έπαιρναν το αίμα τους πίσω. Θα την βίαζαν ακόμη και μπροστά στα παιδιά, ή χειρότερα, θα άγγιζαν την Άστριντ.
«Πάρτε εμένα αν θέλετε, μα σας παρακαλώ, αφήστε το κοριτσάκι....»
«Μαμά, γιατί χτύπησες τον θείο;» ρώτησε ο μικρός Όττο.
«Τι λες παιδάκι μου;» τον αποπήρε εκείνη.
«Μαζί ήρθαμε, απλά εγώ έφτασα νωρίτερα εδώ γιατί ο θείος αργούσε και βαρέθηκα»
«Εσύ έφερες εδώ τους Ρώσους;» του ούρλιαξε.
«Πόσες φορές θα σου το πω; Είναι φίλος μου!»
Η Κρίστα πάγωσε. Ο Αλεξ την κοίταξε βαστώντας το κεφάλι του.
«Δεν θα άγγιζα ποτέ ένα παιδί, δεσποινίς» ξεροκατάπιε. Κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος της, την είδε να πισωπατά τρομαγμένη. Άπλωσε μπροστά το χέρι του, καρτερώντας υπομονετικά, μέχρι που ο μικρός Όττο, τους τα ένωσε πρώτος χαμογελώντας «Είμαι ο Αλεξέι Φεντόροφ. Είμαι φίλος του Όττο, ο Ρώσος που σώθηκε στο Στάλινγκραντ και ο ίδιος που τον κουβάλησαν κατά μήκος της ουκρανικής στέπας τραυματισμένο. Ο Όττο θα φτάσει στην πόλη από στιγμή σε στιγμή ελπίζω. Γνωρίζω τον μικρούλη, τον κράτησα αγκαλιά όταν ήταν μηνών ακόμη. Συγχώρεσέ με αν σε τρόμαξα. Είμαι λιγάκι αδέξιος. Έχω διαταγή να σε προφυλάξω» πήρε μία ανάσα «Είσαι η Κρίστα, έτσι;» Εκείνη απλώς ένευσε θετικά «Ηρέμησε...Είσαι καλά, είσαι ασφαλής τώρα» την τράβηξε στην αγκαλιά του αυθόρμητα, σαν να την ήξερε χρόνια. Πέρασε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του ανακουφισμένη, γεμάτη ευγνωμοσύνη. Ξέσπασε σε κλάματα. Δεν άντεχε άλλο την πίεση, το άγχος, τη μοναξιά και τη δυστυχία.
«Σε ευχαριστώ» ψέλλισε.
«Μην το συζητάς. Η παρέα μαζεύεται λίγο λίγο» κοίταξε έξω και ξαφνικά σοβάρεψε «Θα χρειαστώ βοήθεια. Αναζητώ τον Βίγκμπερτ» της είπε και την είδε να χλομιάζει
«Άλεξ...είναι τέρας, Σατανάς. Κάποτε δεν τα πίστευα αυτά, αλλά έχω ξεκινήσει να θεωρώ πως είναι πράγματι ο διάβολος. Είναι απέθαντος!» άρχισε να τρέμει και εκείνος πήρε τα χέρια της στα δικά του.
«Ένα σκουπίδι είναι. Θα τον βρω, αρκεί να μου δώσεις πληροφορίες» Πρόθυμα, του έδωσε οδηγίες για να βρει την έπαυλη. Ο Αλεξ για λίγο το σκέφτηκε. Έπρεπε να πλησιάσει με τρόπο. «Κοίταξε, τα πράγματα είναι επικίνδυνα έξω και μέχρι να εντοπίσω τους υπόλοιπους της παρέας, θα μείνεις εδώ με υπεύθυνο τον ξάδερφό μου, τον Ντίμα» τον κοίταξε μειδιώντας.
«Θα αστειεύεσαι...Εγώ δεν θέλω επαφές με Γερμανίδες. Ξέχασέ το!» Του φώναξε στα ρωσικά.
«Τι είπε;» ρώτησε ξεψυχισμένα εκείνη.
«Με στολίζει για την ώρα, αλλά» τον λοξοκοίταξε «Θα δεχτεί»
«Μην μου το παίζεις ανώτερος!»
«Ντίμα!» του ούρλιαξε «Κάνε αυτό που σου λέω, ανάθεμά σε!» κλότσησε με μία καρέκλα και τον πλησίασε «Δεν θα το ξαναπώ. Θα μείνεις εδώ με την οικογένεια και ναι, είμαι αξιωματικός!»
«Συγγνώμη» ψέλλισε η κοπέλα «Όταν είπες πριν παρέα, ποιους εννοούσες; Είναι καλά η Χέλγκα;»
Ο Άλεξ της χαμογέλασε πλατιά.
«Όλοι είναι, όπως και ο ιδιοκτήτης του τσαγκάρικου. Ο Χανς είναι μία χαρά» της είπε και την είδε να ξεσπά σε λυγμούς συγκίνησης. Την πλησίασε και την αγκάλιασε ξανά «Μη φοβάσαι άλλο και μη δίνεις σημασία στον Ντίμα. Είναι καλό παιδί, λίγο γκρινιάρης και μιλά καλά αγγλικά. Μην σε ξεγελάσει με τα ρωσικά» της χάιδεψε τα μαλλιά απαλά «Για φαγητό μην ψάξετε. Θα έρχομαι εγώ, ή θα στέλνω κάποιον της εμπιστοσύνης. Μπορεί να βγει και ο ξάδερφός μου, αρκεί να επιστρέψει πίσω αλλιώς...»
«Πρόσεχε εκεί που πας» του είπε μόνο και ο Άλεξ τον αγκάλιασε.
«Με νοιάζεσαι»
«Δεν σε νοιάζομαι, σε αγαπώ. Δεν το λέω συχνά, όμως μεγαλώσαμε σαν αδέρφια και θέλω το καλύτερο για εσένα και τους δικούς σου. Με καταδίκασες λίγο εδώ πέρα, αλλά τελοσπάντων, κάτι θα κάνω. Ας πούμε θα κάτσω σε μία άκρη να μην την βλέπω»
Ο Αλεξέι έφυγε την ίδια στιγμή που το πόδι του Όττο πατούσε στα εδάφη του.Στην Ποντσντάμερπλατς, πηγές αίματος ανάβλυζαν ως το ύψος σχεδόν ενός ανθρώπου και τα πτώματα ήταν κυριολεκτικά κολλημένα πάνω στους μαυρισμένους τοίχους. Σε άλλα σημεία, κρεμασμένοι αιωρούνταν με τα αέρια που προκαλούσαν οι εκρήξεις. Τα κυανά του μάτια σχεδόν δεν πίστευαν αυτά που έβλεπαν. Ήταν λιποτάκτες στρατιώτες που είχαν την ατυχία να πέσουν επάνω σε περιπόλους νεαρών Ες-Ες.
«Μόλις αναγνωρίσω κάποιον από τα Ες-Ες, θα στον δείξω» είπε στον Κονσταντίν που ένευσε θετικά. Σε λίγη ώρα θα συναντούσαν τους υπόλοιπους, Ο Χανς και η Χέλγκα είχαν επίσης φτάσει στο σπίτι τους, μονάχα που τώρα έμοιαζε με σουρεαλιστικό πίνακα της Θείας Τιμωρίας. Η 28η του μηνός ήταν μέρα ανάπαυλας. Ημέρα που η παρέα θα έφτανε στο σημείο μηδέν. Ο Γκαίμπελς είχε σιωπήσει, μα η προπαγάνδα δεν είχε πεθάνει.
Αγαπημένοι μου....όσοι ακόμη το διαβάζετε. Αυτή η ιστορία πλησιάζει στη Δύση της και στο σημείο κορύφωσης για εμένα...από το 2020 συνέλαβα την τρελή ιδέα να γράψω ιστορικό για πρώτη φορά, με τον φοβο πως δεν θα τα καταφέρω και πως σαν δύσκολο είδος δεν θα είχε ανταπόκριση....Μέρες και νύχτες εκανα παραγγελία το ενα βιβλίο μετά από το άλλο, ψάχνοντας σε παλαιοβιβλιοπωλεία, ή άλλα Κρατη για εκδόσεις που ειχαν εξαντληθεί. Δεν μετάνιωσα λεπτό. Είχα συνοδοιπόρους, που μπορεί να μην έφτασαν ως το τεταρτο βιβλίο, ξέρω όμως πως από καποιους αγαπήθηκε πολύ, μα πάνω από όλα αγαπήθηκε από εμένα. Μου διδαξε πολλά, με έκανε να κλάψω διαβαζοντας τα αίσχη της ανθρωπότητας, μου έμαθε ιστορία...Θα ήθελα πολύ να μου αφήσετε μία γνώμη αν αυτό δεν είναι κόπος για εσάς, αν δεν σας προκαλεί ντροπή η τελοσπάντων δεν σας φέρνει σε δύσκολη θέση....Θα τα πούμε στην συνέχεια!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top