Ώρα- W/part 3
Άπαντες έλαβαν μήνυμα πως θα έπρεπε να παραλάβουν φαγητό και κονσέρβες από ένα συγκεκριμένο μαγαζί. Η Άζια είχε βρεθεί με τον Πάβελ και τον Χανς, οι οποίοι είχαν τα σακίδιά τους έτοιμα. Καθώς βάδιζαν βιαστικά, παρατήρησαν το πτώμα ενός Γερμανού στρατιώτη να κείτεται άψυχα δίπλα από την μοτοσικλέτα του. Οι τρεις τους αναπήδησαν και ξεκίνησαν να αποχωρούν μιας και δεν επιθυμούσαν να βρεθούν μπλεγμένοι για ένα ατύχημα που εμφανώς δεν είχαν προκαλέσει οι ίδιοι. Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα με βιαστικούς ανθρώπους, κυρίως της ηλικίας τους, οι οποίοι κουβαλούσαν εξίσου σακίδια, έχοντας ένα βλέμμα αποφασισμένο για όλα. Η ατμόσφαιρα αν είχε υπόσταση, θα έτρεμε εξαιτίας της έντασης. Ευθύς κατευθύνθηκαν στο ίδιο κτήριο από όπου είχαν προηγουμένως φύγει. Στα δεξιά τους λίγο πριν φτάσουν, πρόσεξαν τέσσερις Γερμανούς στρατιώτες, καθισμένους σε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο Daimler-Benz. Ο ένας ήταν ο Κερτ, ο οποίος παρίστανε δήθεν πως δεν τους γνώριζε, ενώ καρτερικά περίμενε το παγωτό που είχε παραγγείλει. Η καρδιά της έχασε έναν χτύπο. Ο ανόητος. Έπρεπε να φύγει! Έπρεπε να τρέξει μακριά.
Περνώντας την κεντρική είσοδο και ανεβαίνοντας στον πρώτο όροφο, βρήκαν ένα τραπέζι γεμάτο χειροβομβίδες, οι οποίες κατασκευάζονταν στα υπόγεια εργοστάσιά τους. Βρίσκονταν σε αναμονή, όσο το γενικό επιτελείο του Στρατού της Πατρίδας*, προσπαθούσε να αποφασίσει αν η εξέγερση άξιζε τον κόπο. Η Ώρα-W ορίστηκε περίπου γύρω στις πέντε το απόγευμα, καθώς ο κόσμος θα επέστρεφε από την δουλειά και έτσι όλο αυτό το οργανωμένο χάος θα ωφελούσε. Δυστυχώς οι πρώτες συγκρούσεις ξεκίνησαν τρεις ώρες νωρίτερα από την καθορισμένη, χάνοντας το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Ο Χανς άκουγε τον ήχο των πυρών μικρών όπλων, οι δρόμοι άδειασαν απότομα, οι οδηγοί πετάχτηκαν έξω από τα τραμ και οι περαστικοί ορμούσαν μέσα στις ογκώδεις εισόδους των σπιτιών.
Ο Ράμον ανέβηκε στην σκεπή, προκειμένου να δει με τα κιάλια του καλύτερα.
«Νομίζω πως γίνεται επίθεση σε μία γερμανική θέση στο ξενοδοχείο Europejski» τους ενημέρωσε. Η Άζια πήρε μία βαθιά ανάσα. Με βεβαιότητα φλέρταρε με την ιδέα να χάσει τελείως το μυαλό της. Αντί να χαίρεται και να πανηγυρίζει, το μόνο που την ενδιέφερε ήταν ο Κερτ και η δική του θέση. Ήταν σίγουρη πως δεν βρισκόταν στο ξενοδοχείο. Εξάλλου, έτρωγε παγωτό πριν λίγη ώρα, αμέριμνος.
Οι πυροβολισμοί σύντομα μεταφέρθηκαν σχεδόν μπροστά από την δική τους θέση. Ο διοικητής της διμοιρίας τους, όρμησε στο παράθυρο και ο Χανς τον μιμήθηκε. Ήταν το βάπτισμα του πυρός. Η πρώτη του φορά που θα πυροβολούσε στόχους ζωντανούς. Τα μάτια του έπεσαν επάνω σε ένα φορτηγό των Ες-Ες που στάθηκε δίπλα σχεδόν από το κτήριο. Η θέα των συγκεκριμένων ένστολων, αποτελούσε κόκκινο πανί για εκείνον. Η πρώτη σφαίρα έφυγε και έπειτα η επόμενη. Το αιματοκύλισμα σχεδόν φανέρωσε τον φθόνο και την μανία που είχαν φωλιάσει στην ψυχή του. Και οι πέντε Γερμανοί έπεσαν νεκροί στην αυλή του κτηρίου μπροστά. Οι κρότοι συνεχίστηκαν, τα παράθυρα έτριζαν και νέοι Ες-Ες διέσχιζαν τρέχοντας την αυλή, για να βρεθούν στο κτήριο της πρώην πολωνικής Τράπεζας. Η Άζια βάδιζε επάνω στα σπασμένα γυαλιά του πατώματος, ενός με το ένα της χέρι, έριξε επιδέξια μία χειροβομβίδα, ζυγίζοντας το βάρος της για μερικά δευτερόλεπτα. Ο θόρυβος έκανε τα αφτιά της να πονέσουν. Η έκρηξη ώθησε τους Γερμανούς να εκκενώσουν τάχιστα το κτήριο. Είχαν καταλάβει την πρώτη τους θέση και ένα μπολ με κομπόστα κεράσι, ήταν η επιβράβευσή τους.
Τα νέα για την εξέγερση ήταν γενικά ανάμεικτα. Την πρώτη ημέρα τα είχαν πάει σχετικά καλά στο κέντρο της πόλης, στα λιθόστρωτα της παλαιάς πόλης και στο εργατικό προάστιο Βόλα. Είχαν επίσης καταλάβει τον Πύργο Προυντένσιαλ, το ψηλότερο και πιο μοντέρνο της πόλης. Ο Κερτ είχε ταμπουρωθεί σε μία αποθήκη, μαζί με δύο άνδρες των Ες-Ες που βρέθηκαν εκεί κοντά. Τα μεγάλα σακιά με αλεύρι και ζάχαρη, πρόσφεραν μία προσωρινή κάλυψη. Όταν είδε με τρόμο τον έναν άνδρα να πέφτει νεκρός και τα πυρά να μην σταματούν, τρύπησε ένα σακί με αλεύρι και χώθηκε εκεί μέσα, όταν άκουσε τους Πολωνούς να εισέρχονται και να αρπάζουν στα γρήγορα πυρομαχικά και στολές. Φυσικά απέφυγε να σκεφτεί το γελοίο αποτέλεσμα, από την στιγμή που θα αποφάσιζε να εγκαταλείψει το μισοτρυπημένο σακί. Η τύχη φαινόταν να είναι με το μέρος των Γερμανών ωστόσο, καθώς οι γέφυρες στον Βιστούλα ποταμό και τα αεροδρόμια, βρίσκονταν σε γερμανικά χέρια, ενώ η αποσπασματική έναρξη της εξέγερσης, είχε δώσει το πλεονέκτημα στους Γερμανούς να λάβουν μέτρα και να ταμπουρωθούν σε καλά οχυρωμένα κτήρια.
Κατά το σούρουπο, ο Χανς ατένιζε την πόλη της Βαρσοβίας. Το φως των πυρκαγιών κοντά στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό και οι λάμψεις των εκρήξεων φώτιζαν την πόλη. Από την σκέψη του πέρασε η ασφάλεια της Χέλγκα. Το κτήριό της ήταν κοντά στον ποταμό και τώρα οι Ρώσοι βρίσκονταν μία ανάσα μακριά. Επιστροφή δεν υπήρχε από την προέλασή τους. Το χειρότερο ήταν πως αυτό το άναρχο στην καταγωγή πλήθος στρατιωτών, ήταν εξαγριωμένο και μεθυσμένο με την γεύση της εκδίκησης και της επικείμενης νίκης. Δεν θα λυπούνταν κανέναν και η τρελή του φίλη, είχε αποφασίσει να γιατρεύει ναζί. Ως ένα σημείο μπορούσε να καταλάβει την ανάγκη της να βρίσκεται κοντά στον Όττο, μα από εκεί και πέρα όφειλε με κάποιον τρόπο να εξαφανιστεί. Ήταν τόσο εύκολο; Σίγουρα όχι.
Οι πολίτες της Βαρσοβίας παρά την έκβαση της εξέγερσης, έμοιαζαν ενθουσιασμένοι. Είχαν αντιληφθεί την επιτυχία εντός της πόλης και ρωτούσαν πού θα μπορούσαν να στήσουν οδοφράγματα για να την υπερασπιστούν. Ίσως γι' αυτό ο Χανς αγαπούσε αυτήν την χώρα. Γιατί το είχε παράδοση να ρίχνεται με γυμνά τα χέρια σχεδόν στην μάχη, απέναντι ακόμη και στους πιο ισχυρούς αντιπάλους. Η Άζια και ο Πάβελ στρώθηκαν στην δουλειά. Πεζοδρόμια έσπασαν, τραμ τραβήχτηκαν από τις ράγες, βαθιά ορύγματα σκάβονταν. Η δουλειά ήταν συνεχής και μετά μουσικής, μιας και οι τεχνικοί του τμήματος προπαγάνδας είχαν επισκευάσει το σύστημα των μεγάφωνων που είχαν τοποθετήσει οι Ναζί στις κολώνες του ηλεκτρικού. Τα μάτια του Πάβελ γέμισαν δάκρυα όταν για πρώτη φορά, μετά από σχεδόν πέντε χρόνια, ακουγόταν ο εθνικός ύμνος της χώρας του. Ήταν τότε που έφερε στο μυαλό του τη χαμένη του οικογένεια.
΄΄Σας γέμισα με περηφάνια. Το ακούτε; Η Πολωνία δεν χάθηκε ακόμη. Όχι. Η χώρα μας, ακόμη και με κατεστραμμένους πνεύμονες, συνεχίζει να αναπνέει. Σας νιώθω να χαμογελάτε. Πόσο πολύ μου έλειψε αυτό, πόσο πολύ θα ήθελα να μπορούσα να ακούσω τη φωνή σας΄΄
Γύρω από την διμοιρία του επικρατούσε θαρρείς γιορτή. Πολωνικές σημαίες ξεδιπλώθηκαν, τα κορίτσια φιλούσαν τους στρατιώτες της πρώτες γραμμής, οι νοικοκυρές τους έφερναν ποτήρια με παγωμένο τσάι και οι φουρνάρηδες τα δικά τους προϊόντα. Ο Χανς για πρώτη φορά, έπειτα από μήνες σκοτεινούς και απάνθρωπους, έβλεπε κόσμο να τον πλησιάζει χαρούμενος, κορίτσια να τον γλυκοκοιτάζουν και ψωμάκι φρέσκο να καταλήγει στα χέρια του. Με όλα αυτά είχε σχεδόν ξεχάσει την σημασία του έρωτα, την σημασία να νιώθεις τα ξαναμμένα σου μάγουλα να ιδρώνουν από την έξαψη της συνάντησης του άλλου σου μισού. Ευτυχώς οι Πολωνοί είχαν καταλάβει τον Ηλεκτρικό Σταθμό Πόβισλε στην δυτική όχθη του Βιστούλα και είχαν έτσι εξασφαλίσει ηλεκτρικό ρεύμα για τα νοσοκομεία τους και τα εργοστάσια των όπλων. Ο Χανς ωστόσο αν υπήρχε κάτι που δυσκολευόταν να τηρήσει με την θέλησή του, ήταν η υπακοή του Στρατού της Πατρίδας στη Συνθήκη της Γενεύης, κάτι που σήμαινε πως τους αιχμάλωτους δεν θα τους εκτελούσαν. Εκτός από την ηθική πλευρά του ζητήματος, υπήρχε και η συμφεροντολογική, καθώς οι στρατιώτες θα παραδίνονταν πιο εύκολα, ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν να συμβούν και ανταλλαγές αιχμαλώτων. Εξαίρεση του κανόνα, αποτελούσαν τα Ες-Ες. Ο Κερτ είχε πέσει θύμα αιχμαλωσίας, όταν βγαίνοντας από την αποθήκη γεμάτος αλεύρι και τυφλωμένος από τη σκόνη, ένιωσε μία μεταλλική κάννη στον κρόταφό του. Όντας όμως αξιωματικός της Βέρμαχτ, γλίτωσε τα χειρότερα. Καθώς προχωρούσε σαν το παναρισμένο κοτόπουλο, ο Χανς τον πρόσεξε την στιγμή που έσκαβε ένα όρυγμα. Οι Πολωνοί αντάρτες τον έβαλαν να καθίσει κάτω, έχοντάς τον αφοπλίσει.
«Είσαι έτοιμος για φούρνο» σχολίασε με θυμηδία ο Χανς και ο Πάβελ δίπλα του ξέσπασε σε γέλια ηχηρά.
«Πολύ γλυκό εκ μέρους σας»
«Σου είπα που να με πάρει, να μην βρεθείς στο διάβα μου και σε τσάκωσα να τρως παγωτό στην γωνία λίγο πριν ξεσπάσει όλο αυτό» του γρύλισε.
«Αφού και οι δύο γνωρίζουμε πως έχει το καλύτερο παγωτό της πόλης. Μετά ξέσπασαν οι μάχες και για να καλυφθώ, μπήκα σε μία αποθήκη. Οι Ες-Ες τα τίναξαν, έμεινα μόνος μου, ήσασταν πολλοί και έγινε το κακό»
«Δεν θα πω λέξη στην Ιουλιέτα γιατί είναι ικανή να μας τα χαλάσει. Είσαι τυχερός γιατί ζητούν απεγνωσμένα ανταλλαγή με έναν δικό μας. Θα σε ανταλλάξω να τελειώνουμε. Πλύσου πρώτα γιατί ούτε οι δικοί σου δεν θα σε αναγνωρίσουν»
Φυσικά η ανταλλαγή δεν έγινε αμέσως και τους βρήκε το βράδυ. Ο Πάβελ στεκόταν στην ουρά της καντίνας που είχε στηθεί για να προμηθεύονται φαγητό, αναφέροντας πάντα το κωδικό τους όνομα και τον αριθμό της διμοιρίας. Ο Κερτ καρτερούσε να τον λυπηθούν και όσο και αν ο Χανς πάλεψε να κρατήσει την Άζια μακριά, ο δυστυχής αιχμάλωτος ήρθε στο οπτικό της πεδίο. Δυστυχώς έπρεπε να κρατηθεί σε απόσταση και εκείνος δεν έπαψε λεπτό να της χαμογελά, φανερώνοντάς της την καλή του κατάσταση. Στα κρυφά είχε εισπράξει ψωμί και λίγο φαγητό από τον Χανς που δεν έβλεπε την ώρα να τον ανταλλάξει. Η βραδιά ήταν θερμή και υγρή, ο κόσμος κρατούσε ανοιχτά τα παράθυρα και πότε-πότε ο ήχος από ένα πιάνο έφτανε στα αφτιά τους.
«Δεν θα ήταν καλύτερα έτσι;» τον σκούντησε ο Χανς και ο Κερτ χαμήλωσε τα μάτια.
«Σαφώς, μα τελικά καταλήγω πως είναι τέτοια η φύση του ανθρώπου, που τον ωθεί στην βία. Η ανεπτυγμένη νοημοσύνη μας, είναι ίσως η μεγαλύτερη κατάρα που πήραμε από τον Παράδεισο και ο μεγαλύτερος πειρασμός από την Κόλαση. Η δίψα για εξουσία, η ανάγκη οικονομικής αναρρίχησης, η κακία, η διαστροφή μας ώθησαν στο σήμερα. Μονάχα οι νόμοι συγκρατούν το θηρίο που ο άνθρωπος κρύβει μέσα του και που ορισμένοι κατορθώσαμε να εξημερώσουμε»
Τις επόμενες ημέρες ακολούθησαν βομβαρδισμοί από την Λουτβάφε, μα αυτό που ανησυχούσε περισσότερο, ήταν πως πλέον δεν ακουγόταν το ρωσικό πυροβολικό από τα ανατολικά. Ο Πάβελ που μισούσε εξίσου τους Κόκκινους, φοβήθηκε για προδοσία. Εκείνοι τους είχαν ξεσηκώσει να εξεγερθούν και ξαφνικά δεν ανέφεραν ούτε λέξη στον ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας. Στην πόλη θα αμολούσαν δολοφόνους και οι Πολωνοί είχαν πάρει την απόφαση να μην πάει ούτε μία σφαίρα χαμένη. Η αντεπίθεση των Γερμανών θα ξεκινούσε, η σφαγή δέκα χιλιάδων γυναικόπαιδων διατάχθηκε. Άνδρες με δερμάτινη, μαύρη καμπαρντίνα ως τον αστράγαλο, εκκένωναν και πυρπολούσαν πολυκατοικίες, ενώ τα Ες-Ες έβαζαν φωτιά σε σπασμένα έπιπλα και κρεβάτια με τους τρομαγμένους ανθρώπους να περιφέρονται έξω από τα κτήρια με μία βαλίτσα στο χέρι. Παιδιά με λούτρινα αρκουδάκια, στέκονταν με μάτια βουρκωμένα, ενώ όσοι άνδρες ήταν ικανοί, διατάχθηκαν να διαλύσουν τα οδοφράγματα αλλιώς θα εκτελούνταν. Μία ομάδα γυναικόπαιδων, πέρασε τις πύλες του σφαγείου που είχε οργανωθεί στην κεντρική αυλή ενός εργοστασίου. Εκεί χωρίστηκαν σε ομάδες των είκοσι ατόμων, τα παιδιά ούρλιαζαν υστερικά βλέποντας τον σκοτωμό των γονιών τους, μέχρι που και η δική τους φωνή σώπασε για πάντα. Οι σωροί από πτώματα έφταναν ακόμη και τα τρία μέτρα. Η Βαρσοβία είχε χωριστεί στα δύο σχεδόν. Στο ένα της τμήμα συνέβαιναν φρικαλέα πράγματα, ενώ το άλλο ζούσε σχετικά κανονικά.
Τα νέα ωστόσο για τις θηριωδίες έφταναν από τους πρόσφυγες, και αναφέρονταν στη χρήση ανθρώπων ως ασπίδες ζωντανές από τους Γερμανούς. Μία γυναίκα ομολογούσε στον Ράμον τραυλίζοντας, το περιστατικό των σφαιρών που σφύριζαν πάνω από το κεφάλι της, καθώς βρισκόταν γονατιστή στο έδαφος με τον Γερμανό στρατιώτη πίσω της. Η περιοχή της Βόλα είχε υποστεί τις περισσότερες θηριωδίες. Άνδρες των Ες-Ες κρέμασαν δημόσια σε μία πλατεία τις νοσοκόμες, έχοντας πρώτα βιάσει και σκοτώσει ασθενείς και προσωπικό από τέσσερα νοσοκομεία. Εκείνες, γυμνές και ματωμένες κατέληξαν στην αγχόνη. Οι Ναζί εσκεμμένα έσφαζαν άοπλους πολίτες, μήπως έτσι έστρεφαν τους κατοίκους της Βαρσοβίας ενάντια στην εξέγερση.
Στην ανατολική πλευρά ωστόσο, δύο κυανά μάτια ατένιζαν με οργή τους καπνούς. Ο Όττο είχε να κοιμηθεί μέρες πολλές και είχε φτάσει στο σημείο να γκρινιάζει νυχθημερόν.
«Δεν καταλαβαίνω! Δεν θα τους βοηθήσουμε; Αφού είμαστε σύμμαχοι!» φώναζε σε έναν Άλεξ που είχε πια αποδεχτεί την διπροσωπία και το συμφέρον του Στάλιν. Φυσικά από όλους, ο πιο αδιάφορος ήταν ο Γκαμπριέλ που θαρρείς και ζούσε στον αυτόματο.
«Υπάρχει διαταγή για αναμονή» ψέλλισε ο Αλεξέι.
«Ποια αναμονή; Θα πάω εγω! Οι φίλοι μου είναι εκεί! Η Χέλγκα και ο Χανς βρίσκονται στην Πολωνία! Αν κάτι πάθουν, θα πυροβολήσω με ακρίβεια στο κεφάλι κάθε Κόκκινο» του γρύλισε.
«Ξύπνησε ο ναζί μέσα σου;» τον ειρωνεύτηκε ο Ντίμα.
«Από την αρχή γνώριζες πως δεν ήμουν Κόκκινος και ούτε πρόκειται να γίνω.Έχω να δω τη Χέλγκα από το Στάλινγκραντ. Πίστεψέ με η ζωή της μετρά μονάχα. Δεν υπολογίζω κανέναν άλλο! Είμαι βέβαιος πως θα βρίσκεται κάπου εδώ κοντά»
«Έχουμε ψάξει σε αρκετά νοσοκομεία και γνωρίζεις πως δεν γυρνούν όλα γύρω από εσένα» γρύλισε ξανά ο Ντίμα.
«Και όμως γυρνούν! Γιατί σε αντίθεση με όλους εσάς, εγώ δεν φοβήθηκα να επιλέξω το μέρος της καρδιάς μου. Αυτός είναι ο λόγος που δε ανήκω πουθενά. Μονάχα στον εαυτό μου και σε όσους αγαπώ»
«Καλώς» πετάχτηκε ο Γκαμπριέλ αφύσικα ήρεμος «Τώρα κάθισε ξανά κάτω γιατί τίποτε δεν θα πετύχεις αν ξαφνικά αρχίσεις να τρέχεις στα αμπελοχώραφα. Μήτε τη Χέλγκα και τον Χανς θα σώσεις έτσι. Ας είσαι ρεαλιστής. Το Στάλινγκραντ ήταν μία ηρωική επιχείρηση αυτοκτονίας σου. Εδώ που έφτασες όμως, μπορείς να βοηθήσεις περισσότερο ως ζωντανός, παρά ως κουφάρι. Εξαλλου...» ξαφνικά φάνηκε να περιέρχεται σε μία παράξενη αμηχανία «Κάποτε αναζητώ και εγώ την Τσάρλη, απλώς δεν το ανακοινώνω μεγαλοφώνως. Όσα λιγότερα γνωρίζουν οι άλλοι για τις βαθύτερες σκέψεις σου, τόσο πιο οχυρωμένος είσαι. Ο Αλεξ δεν θα σε αφήσει ακάλυπτο» έκανε ξανά μία παύση «Πείνασα λιγάκι. Η αφύσικη για τα δεδομένα μου πολυλογία, μου υπενθυμίζει πως οφείλω να γεμίσω την άδεια στοματική μου κοιλότητα» αποσύρθηκε και ο Άλεξ ξεφύσησε.
«Ευτυχισμένος άνθρωπος» είπε στον Όττο «Όλα τα γράφει εκεί που δεν πιάνει μελάνι και εμείς κοντεύουμε να πνιγούμε στα αυτοάνοσα»
«Κακό δικό σας» ήρθε η απάντηση από τον Γκαμπριέλ και οι δυο τους γέλασαν.
Στρατος της Πατρίδας : Ο Πολωνικός Εσωτερικός Στρατός ήταν το κυρίαρχο κίνημα αντίστασης στην γερμανοκρατούμενη Πολωνία κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Εσωτερικός Στρατός ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1942 από την προηγούμενη Ένοπλη Αντίσταση που ιδρύθηκε μετά τις γερμανικές και σοβιετικές εισβολές τον Σεπτέμβριο του 1939.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top