Ώρα-W/part 1
΄΄Τα ολόδροσα φύλλα που μας χαϊδεύουν, μας υπενθυμίζουν την βαθιά μας επιθυμία για ζωή. Για πολλούς από εμάς πια, έχοντας προσπεράσει την Κόλαση του Στάλινγκραντ, δεν αποτελεί το βάπτισμα του πυρός, αλλά ρουτίνα. Μία επικίνδυνη ρουτίνα, για την οποία τα εύσημα των καλών υπηρεσιών, αποδίδονται πάντα μετά θάνατον. Μακάβριες φιλοσοφίες μπλέκονται στο μυαλό όλων σε αυτές τις περιστάσεις, που αφορούν τη ζωή και τον θάνατο. Τα σκοτεινά, σαν την κάννη του όπλου μου μάτια μου, κοιτάζουν ολόγυρα με αγωνία. Ήμουν ο τέλειος θύτης και αναμφισβήτητα το θύμα. Το σωστό το ξεχώρισα από το λάθος, ωστόσο στον κόσμο τον δικό μας καμία έννοια δεν ήταν απόλυτη. Θα χρειαζόταν να το καταλάβω όταν στα χέρια μου, θα έπεφταν τα κλειδιά της ελεύθερης βούλησης΄΄
Όττο Σβάιγκερ
Η ώρα μηδέν για τον καθένα έχει διαφορετική σημασία. Για την Άζια που πάλευε λυσσασμένα να καταπολεμήσει ένα πλήθος διαφορετικών και πρωτόγνωρων συναισθημάτων, εκείνη η ώρα ορίστηκε την στιγμή που το βλέμμα της είχε ανταμώσει το δικό του, πνιγμένο στον φόβο, το γέλιο και κάτι ακόμη. Ο πόλεμος είχε διαλύσει τις ανθρώπινες ταυτότητες. Μπροστά σου δεν είχες πια ένα όνομα συγκεκριμένο, μα μία έννοια γενική που την κάλυπτε ο τίτλος του εχθρού ή του Γερμανού στρατιώτη. Ο Κερτ ξεφορτώθηκε αμέσως το ρημαγμένο του χιτώνιο, κοκκινίζοντας σαν παιδί που μόλις είχε κάνει αταξία. Το κοίταξε μερικές φορές απογοητευμένος, όταν μία σχεδόν αιωνόβια κυρία, που είχε εν μέρει γίνει μάρτυρας του σκηνικού, του ζήτησε να το πλύνει. Πλέον, απέμεινε με ένα γκρίζο πουλόβερ που του είχε φτιάξει η μητέρα του. Κάτω από τη στολή, κόντευε να ξεχάσει εκείνα τα κειμήλια που ελάχιστη οικονομική αξία είχαν, μα έβαζαν στην ψυχή την πιο πολύτιμη σφραγίδα. Η Άζια σιωπηλή πίστευε πως είχε τεντώσει το σχοινί. Η προηγούμενη, φρικτή της εμπειρία αναδύθηκε και η απειλή του Κερτ φάνηκε να λαμβάνει σάρκα και οστά.
Ο νεαρός, αναμαλλιασμένος ακόμη, παρακολουθούσε την μικρή μπουγάδα, με τα τσόφλια να τινάζονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Το μάτι του στράφηκε διακριτικά στην Άζια και κατάλαβε αμέσως πόσο την είχε επηρεάσει η κουβέντα του. Αν την είχε βοηθήσει, δεν θα έπεφτε θύμα κακοποίησης, όμως και πάλι, πώς θα μπορούσε να βοηθήσει μία γυναίκα, η οποία πριν λίγες ώρες είχε προσπαθήσει στην ουσία να τον δολοφονήσει; Από την μεριά της το έβλεπε ως έναν αγώνα, από την μεριά του υπηρετούσε την χώρα του. Το χέρι του κινήθηκε προς το νερό, βρέχοντάς της το πρόσωπο. Την είδε να χαμογελά και να ανταποδίδει, ενώ η ηλικιωμένη του επέστρεψε το χιτώνιο, ολοκάθαρο. Εκείνος την ευχαρίστησε, όταν είδε ξανά την Πολωνέζα να εμφανίζεται και την ηλικιωμένη να της ουρλιάζει. Ήταν η εγγονή της. Ο Κερτ ωστόσο, φοβούμενος μήπως και φούντωνε ξανά αυτό το ασίγαστο πάθος της, ξεκίνησε να τρέχει στους αγρούς, έχοντας αρπάξει το χέρι της Άζια.
Διανύοντας τις τελευταίες μέρες του Χειμώνα, ο αέρας έσφυζε από χίλιες μυρωδιές που λεφτέρωνε το δάσος στα αριστερά τους. Σύντομα αντιλήφθηκαν την ομορφιά που έκρυβε μία ηλιόλουστη μέρα. Οι δυο τους δεν έπαψαν λεπτό να τρέχουν, μέχρι να αντικρύσουν μία λίμνη μικρή. Στάθηκαν μπροστά της. Τα χέρια του Κερτ βυθίστηκαν στο νερό. Ήταν παγωμένο, μα δεν τον ένοιαζε. Γρήγορα ξεφορτώθηκε τα ρούχα του, μένοντας μονάχα με το εσώρουχο και προχωρώντας δειλά, περίπου ως την μέση της. Το όπλο είχε παραμείνει πίσω. Η Άζια κατάλαβε πως την εμπιστευόταν ή πως ίσως δεν νοιαζόταν πια. Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει, όταν την είδε να μένει και εκείνη με τα απολύτως απαραίτητα και να τον ακολουθεί αφήνοντας κραυγές αγωνίας εξαιτίας του κρύου. Την πλησίασε με καρδιά που βροντοχτυπούσε. Οι σταγόνες του νερού κατηφόριζαν στο γυμνό της στήθος, όταν ένιωσε τα χέρια του να τυλίγονται γύρω από την μέση της και το μέτωπό του να ακουμπά στο δικό της. Τα χείλη του έτρεμαν από το κρύο. Τα μάτια του σκούρυναν και το χρώμα τους είχε καταπιεί η παλίρροια ενός ισχυρού συναισθήματος.
«Θα σε εκδικηθώ..» της ψιθύρισε με την ανάσα του να χαϊδεύει τα χείλη της.
«Τι θα μου κάνεις δηλαδή;»
«Θα σου δώσω το μάθημα που δεν πρόλαβα γιατί μου ανατίναξες το τρένο» ήρθε η απάντηση και μαζί ένα φιλί στην αρχή τρυφερό και στην πορεία διανθισμένο από ένταση, από ανάγκη για γεύση και συναίσθημα. Τα κορμιά τους έγιναν ένα θαρρείς, εκεί στη μέση της ειδυλλιακής λίμνης, σε έναν τόπο που δεν ξεχώριζε από εποχές, πολιτική, που δεν μετρούσε το σωστό και το λάθος. Σαν χωρίστηκαν, τη σκυτάλη άδραξε η τρυφερότητα από την πλευρά του Κερτ και το ξέσπασμα από την πλευρά της Άζια.
«Τότε, κοντά στο ποτάμι...Εκείνοι οι ναζί, τα κτήνη, μου έκλεψαν την πρώτη μου φορά. Θα ήθελα να την είχα χαρίσει σε...»τον κοίταξε βουρκωμένη. Το χέρι του παραμέρισε μία βρεγμένη τούφα.
«Τίποτε δεν σου έκλεψαν. Η πρώτη σου φορά θα είναι μαγική, γιατί πολύ απλά θα χαρίσεις αυτοβούλως το κορμί σου σε εκείνον που εσύ επιθυμείς...»τα χέρια του μαζεύτηκαν πίσω με δισταγμό. Τα μάτια της κατηφόρισαν αναζητώντας τα. Κράτησε το ένα και σιωπηλή τον παρέσυρε έξω. Εκείνη ξάπλωσε στα στεγνά της ρούχα και διακριτικά τον προσκάλεσε.
Ο Κερτ ένιωσε να κοκκινίζει ολόκληρος. Η φωνή της καρδιάς του ούρλιαζε πως ήταν ερωτευμένος μαζί της και αυτό τον άγχωνε. Πώς θα χειριζόταν μία κοπέλα φοβισμένη; Μήπως καταλάθος έκανε κάποια κίνηση που δεν θα της άρεσε; Η Άζια ένιωσε το άγχος του. Με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, τον τράβηξε προς το μέρος της. Τα ανήσυχα μάτια του, κοίταξαν τα δικά της.
«Είσαι σίγουρη για αυτό; Θέλω να πω πως εγώ...»ψέλλισε, μα εκείνη τον ανάγκασε να σωπάσει με ένα φιλί.
Ο Κερτ τοποθέτησε τα χέρια του δεξιά και αριστερά από το ισχνό της σώμα και χαμήλωσε ελαφρώς το κορμί του, πάντοτε εστιάζοντας στο πρόσωπό της, μήπως διέκρινε κάποια σημάδια φόβου, δυσαρέσκειας ή μετάνοιας. Οι κινήσεις του ήταν τρομερά προσεκτικές, σαν να ήταν εκείνη φτιαγμένη από λεπτό γυαλί. Ήθελε εκτός των άλλων να ρουφήξει τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα της πράξης τους, μίας πράξης έρωτα που δεν είχε χώρο για όπλα, για κραυγές και ρατσισμό. Σε κάθε ώθηση, τα χείλη του έβρισκαν τα δικά της, τα δάχτυλά του επιδέξια χάιδευαν τα μαλλιά της, μέχρι που ένιωσε και το δικό της κορμί να παραδίνεται στους ρυθμούς του, χαλαρώνοντας σχεδόν απόλυτα, ώσπου τους βρήκε το δειλινό αγκαλιασμένους στις όχθες της γυάλινης λίμνης. Τα χρώματα του ουρανού εκλιπαρούσαν για ειρήνη, λες και η φύση η ίδια αγωνιζόταν να τους δείξει τον καλύτερο, τον πιο όμορφο εαυτό της, μήπως έτσι τους έπειθε να κατεβάσουν τα όπλα και να ξεχυθούν στην αγκαλιά της.
Ανάμεσα σε αυτά τα δύο νεαρά άτομα, χιλιάδες σκέψεις περνούσαν, μα κανείς δεν τολμούσε να ρωτήσει τον άλλο, από φόβο μήπως άκουγε λόγια πικρά. Το κεφάλι της βρισκόταν ακουμπισμένο στο στήθος του, η καρδιάς της ήταν απόλυτα ρυθμισμένη με την δική του.
«Τι σκέφτεσαι;» την ρώτησε εκείνος βραχνά και την ένιωσε να αναδεύεται.
«Σκέφτομαι πως τόσο καιρό, ακροβατούσα ανάμεσα στο θέλω και στο πρέπει, μα πάνω από όλα, φοβόμουν μήπως μία μέρα δενόμουν τόσο πολύ μαζί σου, σε σημείο η απουσία σου να κοστίσει. Ήσουν πάντοτε ένας άνθρωπος διαφανής. Δεν έκρυψες την άποψή σου, δεν μετάνιωσες λεπτό που πολεμούσες για την Γερμανία» του είπε και τον ένιωσε να την σφίγγει λίγο περισσότερο επάνω του.
«Όχι δεν μετάνιωσα αυτό, μα άλλα πράγματα. Πίστεψα ή τουλάχιστον είχαν αφεθεί να πιστέψω πως ο στρατός της Βέρμαχτ δεν ήταν σαν τους Ες-Ες, τους ατσάλινους ρατσιστές του Φύρερ. Έκανα λάθος, όπως και για τον Χίτλερ έκανα. Το βλέπω ξεκάθαρα. Ο πόλεμος χάνεται και εκείνος εξαιτίας της νοσηρότητας του εγωισμού του συνεχίζει έναν μάταιο αγώνα, χύνοντας όλο και περισσότερο αίμα. Εδώ που φτάσαμε, πλέον αγωνίζομαι για την δική μου επιβίωση και εκείνη της οικογένειας και των φίλων μου πίσω στη Γερμανία. Σε αυτό δεν θα κάνω πίσω ό,τι και να σημαίνει» πήρε μία ανάσα και την κοίταξε «Ήδη κοστίζει η απουσία σου και ας μην έχει φτάσει καν. Ξέρω πού ανήκεις και πως εξαιτίας μου θα βρεις τον μπελά σου. Απόψε ήθελα να κοιμηθούμε μαζί, όμως εγώ θα πρέπει να επιστρέψω πίσω στο στρατόπεδο και εσύ στους δικούς σου. Η σχέση μας θα ξεχαστεί...θέλω να πω, δεν ξέρω τι είμαστε...Ίσως να μην πρέπει να βάλουμε ταμπέλες»
«Δεν είναι εύκολο να ξεχαστεί...»ψιθύρισε εκείνη και αργά σηκώθηκαν. Μέσα στην γλύκα του δειλινού, έβλεπε ένα αγόρι νεαρό με ένα γκρίζο πουλόβερ. Η καρδιά της ράγιζε λεπτό με το λεπτό όσο και αν είχε εκπαιδευτεί στο ψάρεμα των ανάλογων θυμάτων. Ο Κερτ δεν ήταν θύμα της, δεν υπήρξε ποτέ και ας πάλεψε να τον ΄΄κάψει΄΄ μαζί με τα ξερά. Από τότε που της συστήθηκε, η φωνή του έκρυβε μία καλοσύνη. Τώρα την έβλεπε και στα μάτια του που γελούσαν, στα χείλη του που ήταν ελαφρώς πρησμένα από τα φιλιά τους. Αν πάθαινε κάτι κακό...Θεέ μου ας μην ήταν τουλάχιστον μπροστά. Ένιωσε τα μάτια της να υγραίνονται. Ανάσανε βαθιά και η συγκίνηση χάθηκε. Βάδισαν για λίγα λεπτά, πιασμένοι χέρι-χέρι, χαμογελώντας ανέμελα σε ορισμένους χωρικούς που τους κοιτούσαν με μία κρυφή ελπίδα, πως η ανθρωπότητα είχε κάποτε και αυτήν την όψη. Σε ένα χωμάτινο σταυροδρόμι χωρίστηκαν. Κανείς δεν ξεστόμισε την επικίνδυνη λέξη, ωστόσο εκείνος δεν άντεχε στην ιδέα να μην την ξαναδεί.
Τρεις μήνες πέρασαν από τότε και ο Ιούλιος του 44 πλησίαζε, με την Βαρσοβία να απολαμβάνει έναν λαμπρό καιρό και την Άζια να σκέφτεται διαρκώς εκείνο το χειμερινό δειλινό που είχε ζήσει. Δυνατότητες επικοινωνίας δεν υπήρχαν, εκτός ίσως αν την βοηθούσαν τα κορίτσια στο νοσοκομείο. Δυστυχώς τα μάτια των συντρόφων της, ήταν επάνω της μιας που έμοιαζε σχετικά αφηρημένη. Τώρα πια όλοι φορούσαν το άσπρο και κόκκινο περιβραχιόνιο που έγραφε επάνω WP (Wojsko Polskie) κοινώς πολωνικός στρατός και θα τους έκανε αναγνωρίσιμους μόλις ξεκινούσε η μάχη. Από την στιγμή που τα πήραν από τα διάφορα μυστικά γραμματοκιβώτια, γνώριζαν πως η αντίστροφη μέτρηση για την Ώρα-W, είχε ξεκινήσει. Το W σήμαινε walka, δηλαδή μάχη. Εκείνη την μέρα, είχαν εντολή μαζί με τον Χανς, τον Πάβελ και τον Ράμον, να βρεθούν σε ένα κτήριο διώροφο, στην πλατεία Νταμπρόβσκι, το οποίο στέγαζε συσσίτιο απόρων για πρόσφυγες που είχαν φύγει από τις μάχες της ανατολικής Πολωνίας, καθώς οι Ρώσοι πλησίαζαν. Στο απέναντι κτήριο βρίσκονταν κάποτε τα γραφεία μίας πολωνικής τράπεζας η οποία πλέον είχε πέσει στα χέρια των Γερμανών. Ο Κερτ, μόλις κατόρθωσε να πάρει άδεια, αποφάσισε να επισκεφθεί το νοσοκομείο για να λάβει πληροφορίες σχετικά με την Άζια. Ήταν επικίνδυνο, το ήξερε, μα ο έρωτας κάποτε δεν κοιτάζει εμπόδια, υπερβαίνει την λογική και ακροβατεί σε ένα τεντωμένο σχοινί. Ήθελε να την δει ακόμη και αν ετοίμαζε επίθεση για κάποιους σαν και του λόγου του, Γερμανούς κατακτητές.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top