Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις/ part 5
Ο παγωμένος άνεμος περνούσε ανάμεσα από τα κατάξανθα μαλλιά του, τα οποία ωστόσο με τα χρόνια είχαν ελαφρώς σκουρύνει. Η στολή του είχε γεμίσει με το αίμα όσων εγκληματιών είχε προλάβει να εκτελέσει με συνοπτικές διαδικασίες, δίχως τύψεις, δίχως το παραμικρό σκίρτημα στην καρδιά. Τα χέρια του είχαν ακουμπήσει επάνω σε μία γδαρμένη, ξύλινη μάντρα. Το στρατόπεδο δεν ήταν μακριά, εκείνος είχε κατορθώσει να βοηθήσει μία ομάδα Βρετανών και Ρώσων κρατούμενων από τα νύχια των Ες-Ες. Φορούσαν τα διαλυμένα τους κουρέλια και τρέκλιζαν με τα παγωμένα τους πόδια γεμάτα πληγές, με τα πρόσωπα χλωμά και την ψυχή χαμένη σε μία άλλη διάσταση, να αναζητά απεγνωσμένα λίγο φως, εκείνη τη χαραμάδα ελπίδας. Στο πλευρό του ήταν ο Χανς. Ο Χανς που είχε αλλάξει, που είχε σκληρύνει και είχε αποκτήσει έναν δυναμισμό, που ήταν αποφασισμένος να παραμείνει όρθιος με το κεφάλι του ψηλά. Είχε σκοτώσει. Μπροστά στα μάτια του Όττο, ο Χανς είχε γίνει ταχύτερος ίσως, εξαιτίας του αβυσσαλέου του μίσους για τους βασανιστές του. Το χιόνι μπροστά τους σχεδόν, είχε πνιγεί στο αίμα. Οι δυο τους δεν κοιτάζονταν. Απλώς είχαν μείνει να ατενίζουν το λευκό κενό.
«Γυρνάμε πίσω. Σχεδόν έξι χρόνια μετά, επιστρέφουμε στο Νοικέλν. Ποιοι επιστρέφουν όμως; Εμείς; Ή απλώς τα κουφάρια αυτού που κάποτε υπήρξαμε; Πώς θα είναι ο δρόμος μας; Το σπίτι μας;» μουρμούρισε ο Χανς.
Τα κυανά μάτια του Όττο είχαν θαρρείς μία όψη γυάλινη. Δεν είχε απάντηση, ή μήπως φοβόταν να την δώσει ακόμη και στον εαυτό του;
«Δεν ήθελα να γυρίσω για πολλούς λόγους, μα ίσως υπάρχει ένας και μοναδικός για να το κάνω. Ο Λούκα. Δεν μπορώ να τον αφήσω ολομόναχο, έχω ήδη πολύ καιρό να τον δω» έστρεψε τα μάτια του στη γη «Η τελευταία του εικόνα, λίγο πριν τη δολοφονία του, ήταν αντιπροσωπευτική. Ένα χαμογελαστό αγόρι, στον σταθμό. Η εικόνα μου μοιάζει τόσο μακρινή, σαν να ανήκει στο ονειρικό φάσμα»
Ο Χανς έγειρε επάνω του για λίγο.
«Μείναμε ορφανοί και οι δυο. Παρόλα αυτά, έχουμε ο ένας τον άλλο» του χαμογέλασε λοξά για να νιώσουν δύο χέρια να τους αγκαλιάζουν.
«Με ξεχνάτε» παραπονέθηκε η Χέλγκα «Όλοι απομείναμε δίχως οικογένεια. Άλλοι την χάσαμε μπροστά στα μάτια μας. Αναρωτιέμαι αν οι επόμενες γενιές κατορθώσουν ποτέ τους να καταλάβουν, τι σημαίνει δύναμη αληθινή. Όταν σε βάζουν μπροστά στο δίλλημα της επιβίωσης, την βρίσκεις. Εύχομαι ωστόσο, να μην χρειαστεί ποτέ ξανά, εύχομαι όσοι θα γεννηθούν μακριά από τη βρομιά του πολέμου, να είναι ευαίσθητοι και φοβιτσιάρηδες. Το εύχομαι ολόψυχα»
«Αυτοί που κινούν τα νήματα αόρατοι θα μείνουν» ακούστηκε και η φωνή της Άννας που βάδιζε δίπλα στην Τσάρλη «Να ξέρετε όμως, πως η αγάπη των ανθρώπων, έχει περισσότερη δύναμη από όσο πιστεύετε. Ποτέ μου δεν θα ξεχάσω αυτόν τον νεαρό εδώ και τον....γλυκό του φίλο, τον Στάινερ. Στρατιώτες δήθεν των Ες-Ες» έκανε παύση γελώντας «Βοήθησαν μία γυναίκα να γεννήσει μόνη της στο δάσος. Ήταν λίγες μέρες αργότερα που είπα στον Όττο, πως θα ήταν ο αξιωματικός με την χρυσή καρδιά. Αυτή τον κράτησε ζωντανό, αυτή του έδειξε τελικά τον δρόμο και αυτή...» τον κοίταξε στα μάτια «Τον οδηγεί πίσω από όπου όλα ξεκίνησαν»
Η Τσάρλη τους κοίταξε συγκινημένη.
«Αν δεν απομακρυνόμουν από τον βούρκο του καθεστώτος, δεν θα μπορούσα ποτέ μου να γνωρίσω την αξία της αληθινής φιλίας στα εύκολα και στα δύσκολα. Ευχαριστώ κάθε μέρα την καρδιά μου, που άφησε χώρο για τους ανθρώπους, που δεν έμεινε να πιστεύει τις τοξικές ιδέες του Εθνικοσοσιαλισμού. Σε αντίθεση με εσάς, δεν είμαι βέβαιη πως επιθυμώ να επιστρέψω στο Βερολίνο και επίσης, δεν συμπαθώ τους Κόκκινους, εκτός από την παρέα μας που και εκείνη λείπει και φυσικά τον κύριο Ιωσήφ»
«Θα πρέπει να παραμείνουμε ψύχραιμοι όμως» τους είπε ο Χανς «Τους έχουμε ανάγκη»
«Ψύχραιμοι μπροστά στα εγκλήματά τους;» γρύλισε ο Όττο.
«Όλοι οι στρατοί τα ίδια κάνουν» συνέχισε ο Χανς.
«Δεν αντιλέγω και είναι και ο λόγος που θα εκτελούσα τον βιαστή ανεξαρτήτως εθνικότητας» χαμογέλασε μειλίχια.
«Όττο Σβάιγκερ» μουρμούρισε ο Χανς.
«Όλος ο κόσμος μιλά για εμένα» τέντωσε το κορμί του περήφανα.
«Δεν είσαι και ιδιαίτερα ψηλός τελικά. Αν σταθείς δίπλα μου...» προσπάθησε να τον πειράξει ο Χανς.
«Σε περιμένουν τόνοι ευφάνταστης σούπας με σπάνια είδη λαχανικών. Θυμάσαι τότε στο Βερολίνο;»
«Το έχω με βεβαιότητα διαγράψει. Νομίζω πως οι μάγειρες του Άουσβιτς ωστόσο αντέγραψαν τη συνταγή σου» τον βεβαίωσε ο καστανός του φίλος.
«Τους άτιμους...» γρύλισε δήθεν ο Όττο προτού ξεσπάσουν σε ασυγκράτητα γέλια. Ο στρατός προχωρούσε τώρα με κατεύθυνση το Μπρεσλάου. Κάπου εκεί, ο Αλεξ εξακολουθούσε να βρίσκεται στο σπίτι των Γερμανών, με τον πυρετό τώρα πια να οργώνει το κορμί του. Οι άμαχοι, εξαθλιωμένοι και φοβισμένοι, συνέχιζαν τις απεγνωσμένες προσπάθειες να ξεφύγουν, για όσο η μάχη της εξουσίας εντός του ναζιστικού κόμματος, συνεχιζόταν.
Με την βοήθεια του πατέρα, ο νεαρός κοκκινομάλλης ένιωσε καλύτερα. Παρά τον πόνο του τραύματος, μπορούσε να καθίσει σε μία καρέκλα, χαζεύοντας τις σελίδες ενός γερμανικού βιβλίου, δίχως να καταλαβαίνει λέξη. Πίσω στη Σοβιετική Ένωση, στη Μόσχα, θυμόταν τον εαυτό του να διαβάζει σιμά στο παράθυρο, με τον χιονιά να μαίνεται ακατάπαυστα έξω και τις χιονονιφάδες να κολλάνε κάποτε στο παράθυρο. Η σκηνή αυτή τον ταξίδεψε ακόμη περισσότερα χρόνια πίσω, όταν το δικό του παιδικό χέρι που πάλευε να ακουμπήσει τις λευκές νιφάδες, κάλυπτε ένα μεγαλύτερο, εκείνο του πατέρα του, ο οποίος τρελαμένος τον αναζητούσε τώρα σε όλο το μέρος, ουρλιάζοντας. Και ξαφνικά η σκηνή υποσυνείδητα άλλαξε μορφή, όταν ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα, έκανε άπαντες να ταραχτούν. Ο Γκαμπριέλ και ο Ντίμα έλειπαν, ενώ τώρα στο κατώφλι στεκόταν ο Ιωσήφ, αναψοκοκκινισμένος, με φωνή που δεν είχε την δύναμη να ακουστεί. Στη θέα του γιού του, τίποτε δεν είχε σημασία. Άφησε το κορμί του να πέσει μπροστά και να τον αγκαλιάσει σφιχτά.
«Ο μπαμπάς» πρόφερε κοκκινίζοντας ο Αλεξ, για να δει τους υπόλοιπους να χαμογελούν.
Ο Ιωσήφ έριξε μία ματιά τριγύρω. Είχε αντιληφθεί πως το παιδί του είχε βοηθηθεί από την οικογένεια και έτσι, τοποθετώντας το χέρι στο στήθος του, τους ευχαρίστησε με θέρμη. Ο άνδρας της οικογένειας τον πλησίασε κουτσαίνοντας δίνοντάς του εξίσου το χέρι του.
«Συγχαρητήρια για το παιδί σου» ήταν τα μόνα λόγια που βγήκαν από το στόμα του. Ο ψηλός άνδρας, με τα πυρόξανθα γένια και μαλλιά, κούνησε το κεφάλι του με περηφάνια. Το βλέμμα του και πάλι κατευθυνόταν στην έξοδο.
«Να είσαι πολύ προσεκτικός. Υπάρχουν Γερμανοί που παλεύουν να ξεφύγουν προς τα δυτικά και κρύβονται στα δάση. Αρκετοί από τους άνδρες μας έχουν δεχτεί επίθεση στα ξαφνικά. Οι ομάδες τυφεκιοφόρων είναι υπεύθυνοι για την προστασία κυρίως των μετόπισθεν. Απόψε φτάνουν και οι υπόλοιποι. Θα συνεχίσουμε αργά το βράδυ» του μίλησε στα ρωσικά. Δεν επιθυμούσε να ρισκάρει την οποιαδήποτε ύπαρξη πανουργίας εκ μέρους των Γερμανών.
«Εντάξει... Αν μπορείς, πες στην Όλγα να έρθει για λίγο. Ελπίζω να μπορεί να ξεκλέψει λίγο χρόνο »μουρμούρισε εκείνος και ασυναίσθητα τα δάχτυλά του κινήθηκαν προς το μέρος του κουτιού μέσα στο οποίο φυλούσε το δαχτυλίδι. Ο Ιωσήφ έφυγε και ο νεαρός απέμεινε να το κοιτάζει μελαγχολικά.
Η Χίλντα τον πλησίασε.
«Η κοπέλα σου, βρίσκεται εδώ κοντά;» τον ρώτησε.
«Θαρρώ πως ναι. Ήθελα να της μιλήσω, θα βγω έξω. Η αλήθεια είναι πως δεν ονειρεύτηκα έτσι ακριβώς την πρότασή μου, όπως εξάλλου δεν ονειρεύτηκα και την υπόλοιπη ζωή μου να έχει καταστραφεί» ψέλλισε και ένιωσε το χέρι της να αγγίζει τον καρπό του.
«Στάσου! Σου έχω ένα δώρο, αν το θέλεις, για να σε ευχαριστήσω που έσωσες τα αδέρφια μου. Έλα μαζί μου» του είπε και κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό του σπιτιού.
Ήταν σχετικά μεγάλο και περιποιημένο. Πολλά ρωσικά σπίτια που έστεκαν στην ύπαιθρο, βορρά των ανέμων και των φυσικών φαινομένων, δεν διέθεταν ούτε τις μισές από τις ανέσεις αυτές. Ο Αλεξέι δεν αισθανόταν ζήλεια ωστόσο. Δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από αυτήν την ζωή. Πολύ πιο πριν, ζούσε μία υπέροχη δική του, προτού τη δει να χάνει το χρώμα και τη ζωντάνια της, γεμίζοντας στάχτες, προτού να αποκτήσει την μυρωδιά του αίματος τη γλυκερή. Η κοπέλα εισήλθε στο εσωτερικό ενός δωματίου και βγαίνοντας, του έδειξε ένα απλό, λευκό πουκάμισο και ένα παντελόνι.
«Τι είναι αυτά;» την ρώτησε.
«Φαντάστηκα πως για λίγο, θα ήθελες να μοιάζεις με κανονικό άνθρωπο. Πίστεψα πως θα επιθυμούσες να σε δει και εκείνη κάπως έτσι»
Ο Αλεξ κράτησε τα ρούχα στα χέρια του. Σχεδόν έτρεμε. Η κοπέλα αποχώρησε αφήνοντάς τον να το σκεφτεί. Σαν πετούσε από επάνω του τα στρατιωτικά, έμοιαζε ταυτόχρονα να αφήνει στο πάτωμα και ένα βάρος, μία ζωή που του επιβλήθηκε, έναν ζωντανό εφιάλτη που θαρρείς και είχε ξεπηδήσει από κάποιον βάλτο, μαγαρίζοντας την καθαρότητα της ψυχής του. Η αίσθηση του πουκάμισου ήταν λυτρωτική, ένα ύφασμα καθόλα αέρινο και κομψό που δεν σύνθλιβε τους ώμους, που δεν τους καταπατούσε βάρβαρα. Μπροστά σε έναν μικρό, ελαφρώς θολό καθρέπτη, έστρωσε άτσαλα τα μαλλιά του. Τα δάχτυλά του όργωναν τα πυρόξανθα ποτάμια, όταν άθελά του ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν. Το πουκάμισο έμοιαζε παράταιρο. Η θλιβερή στρατιωτική στολή πάλι, είχε γίνει σαν την σκιά της κατάθλιψης. Απαραίτητη σε αυτόν που την φορά, μονάχα που η αίσθηση ήταν τοξική. Η εικόνα του η φυσιολογική τον τρόμαζε, ενώ τα γεγονότα του πολέμου βούιζαν μέσα στο μυαλό του. Δάκρυα πάλι. Όταν η Χίλντα επέστρεψε, τον βρήκε σκυμμένο μπροστά, να αδυνατεί να διαχειριστεί το συναίσθημα της κάλπικης φυσιολογικότητας.
«Νόμιζα πως μπορούσα, μα είναι πιο τρομακτικό τελικά. Βλέπω τον εαυτό μου έτσι και...σκέφτομαι πως εγώ δεν είμαι και δεν θα γίνω ποτέ ξανά ο Αλεξέι Φεντόροφ. Έζησα το Στάλινγκραντ, έζησα το Άουσβιτς, τον χαμό της περιουσίας μου. Μοιάζει σαν να μην τη θέλω πια αυτή τη ζωή γιατί πολύ απλά όταν όλα θα τελειώσουν, εκείνη δεν θα υπάρχει πια, όχι με την μορφή που την ήξερα»
«Το δικαιούσαι όμως, έστω για σήμερα. Τι θα της πεις;» προσπάθησε να αλλάξει το θέμα όταν άκουσαν φωνές γυναικείες «Είσαι πολύ όμορφος εσωτερικά και εξωτερικά. Αν έστω και λίγο σε γνωρίζει, σχεδόν δεν χρειάζεται να πεις τίποτε»
Στη θέα της Όλγας συγκινήθηκε. Η κοπέλα έμοιαζε να είναι φοβισμένη και έκπληκτη συνάμα, μπροστά στην αλλαγή του Αλεξ. Αν τα χρόνια είχαν περάσει φυσιολογικά, έτσι θα ντύνονταν. Ίσως να φορούσαν κιόλας τον Χειμώνα κάποιο μακρύ παλτό, κυκλοφορώντας περιποιημένοι και ευτυχισμένοι στους δρόμους της Μόσχας. Το βλέμμα τους διασταυρώθηκε, μα λέξη δεν ειπώθηκε. Ο Αλεξ έβγαλε από την τσέπη του το δαχτυλίδι της Ούλια και δειλά το έτεινε μπροστά καταπίνοντας ταυτόχρονα και λυγμούς.
«Σε έναν κόσμο που έχει ξεχάσει να αγαπά, εγώ εξακολουθώ να διατηρώ την μνήμη της καρδιάς μου. Συνόδευσέ με αν το επιθυμείς, σε αυτό το δύσβατο μονοπάτι που ονομάζεται ζωή. Κανέναν άλλο δεν θέλω για συνοδοιπόρο μου, μονάχα εσένα, να σου βαστώ το χέρι όπως τότε που ήμασταν μικροί και τα βήματά σου ακόμη ήταν αβέβαια απέναντι στις αγορίστικες δραστηριότητες» χαμογέλασε αχνά.
«Δεν με άφησες ποτέ σου πίσω όμως» του απάντησε συγκινημένη και τον είδε να κάνει ένα βήμα ακόμη. Δίχως να εγκαταλείπει την οπτική επαφή και με το ένα του χέρι να βαστά το σημείο του τραύματος, γονάτισε στη γη, μπροστά στα πόδια της «Θεέ μου Άλεξ! Πονάς»
«Θα ήμουν ανόητος αν δεν σου ζητούσα γονατιστός να γίνεις η γυναίκα μου»
Εκείνη έπεσε στη γη επίσης, στο ύψος του και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Θα ήμουν ανόητη αν δεν δεχόμουν και αν δεν σε ακολουθούσα οπουδήποτε μας έβγαζε ο δρόμος Αλεξέι Φεντόροφ. Σε αγαπώ»
Τα χείλη του αιχμαλώτισαν τα δικά της. Η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει μιας και κανείς δεν είχε δει, πως ο Ντίμα, ο Γκαμπριέλ και πλέον όσοι είχαν καταφθάσει από το Άουσβιτς, ο Όττο, ο Χανς, στέκονταν στο παράθυρο με τα πρόσωπα κολλημένα στο τζάμι. Ο Γερμανός του χτύπησε και ο Αλεξ φωτίστηκε σαν είδε το αιώνιο, πονηρό χαμόγελο να σχηματίζεται, μαζί με μία καρδούλα, ζωγραφιά της στιγμής στο παγωμένο παράθυρο. Τα ρούχα θα άλλαζαν ξανά. Η στολή τον περίμενε, όπως τότε και τον Όττο που είχε αποφασίσει πως αυτός θα ήταν ο μόνος δρόμος. Λέξεις δεν ειπώθηκαν επιπλέον. Ο πόλεμος είχε μπει στην τελική ευθεία και κανείς δεν θα ξεχνούσε ποτέ τη στιγμή που θα περνούσαν από τα παλαιά σύνορα της Γερμανίας. Μία πινακίδα καρφωμένη σε έναν πάσσαλο, έλεγε ΄΄Εδώ βρίσκεται η καταραμένη Γερμανία΄΄ Έμπαιναν στο Τρίτο Ράιχ του Χίτλερ. Ο Όττο κοιτούσε γύρω του τα γνώριμα εδάφη και ο Γκαμπριέλ τα γερμανικά χωριά. Τα περισσότερα σπίτια ήταν χτισμένα με τούβλα και πέτρες, οι δρόμοι ήταν καλοί.
΄΄Απερίσκεπτοι άνθρωποι΄΄ ψέλλισε ο Σιβηριανός΄΄Ρισκάρατε την πλούσια ζωή σας για να εισβάλετε στη Σοβιετική Ένωση΄΄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top