Οι βρικόλακες του Ζάππειου/part 2
Στη φωτό ο Μπάλντερ
Όταν άνοιξε εκ νέου τα μάτια του, βρισκόταν στριμωγμένος σαν τη σαρδέλα, μέσα σε ένα καμιόνι. Το κεφάλι του πονούσε, τα πλευρά του το ίδιο, ενώ το δεξί του μάτι, παρέμενε μισάνοιχτο και πρησμένο εξαιτίας των χτυπημάτων. Ευθύς αναζήτησε τον Πέτρο, φανερά ταραγμένος, μόνο για να τον αντικρύσει γερμένο στο πλάι, με την πλάτη του ακουμπισμένη σε έναν άλλο στρατιώτη, ο οποίος έμοιαζε εξίσου να καταρρέει από τις κακουχίες.
«Πετρή!» τον φώναξε και τον είδε να σέρνεται χτυπημένος προς το μέρος του και να κάθεται τελικά δίπλα του.
«Δεν επεδίωξα να είμαι ήρωας, ήθελα μονάχα να πάω σπίτι. Τους αγώνες μας τους δώσαμε σχεδόν ξεβράκωτοι και σταθήκαμε σαν τους Τιτάνες της ελληνικής μυθολογίας. Όταν οι Ιταλοί στα ορεινά είχαν ειδικές στολές και υπνόσακους, εμείς διαθέταμε μονάχα μία ματωμένη χλαίνη και μερικές κουβέρτες. Μας κόβανε τα ποδάρια το ένα πίσω από το άλλο, για βρεθούμε έτσι σακάτηδες, αποκλεισμένοι και πεινασμένοι. Δεν μας αξίζει...Δεν άξιζε στον Νικολιό ο θάνατος. Τώρα, ούτε που γνωρίζουμε για πού στο ανάθεμα τραβούμε πάλι» γρύλισε, καθώς το καμιόνι ανηφόριζε ώρες ολόκληρες τώρα.
«Είναι βόρεια. Είναι έστω βόρεια. Ένα βήμα πιο κοντά στην Κεφαλονιά. Πειραιά έτσι και αλλιώς δεν μπορούμε να πατήσουμε. Ελέγχεται από παντού και δεν μας βολεύει» προσπάθησε να δει το θετικό κομμάτι της ιστορίας δίχως να έχει ιδέα πως ανηφόριζαν για το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας.
«Γρηγόρη, για πολλά χρόνια έπαιξες τον ρόλο τον καθησυχαστικό του μεγάλου αδερφού. Όμως και εμείς μεγαλώσαμε και πλέον ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αλήθεια. Δεν είμαστε ίδιοι όπως παλιά και το ξέρεις» του είπε ο Πέτρος αυστηρά «Κάποτε χαζολογούσαμε σαν έφηβοι σε ένα Βερολίνο που ετοιμαζόταν να μας ισοπεδώσει. Θυμάμαι ακόμη τα παιδιά από εκείνο το βράδυ. Δεν ξεχνώ μήτε πρόσωπα, μήτε ονόματα, όσο δύσκολα και αν είναι. Ο ένας νεαρός, ένα γλυκό παιδί, ήταν ο Χανς και ήταν Εβραίος. Οι άλλοι δύο ήταν Γερμανοί. Ο καστανός ονομαζόταν Στάινερ και ο ξανθός γίγαντας, ο μαραθωνοδρόμος που μπήκε στο στάδιο με τη φλόγα, ονομαζόταν Όττο. Τώρα όμως πες μου, θα τους έβλεπες με το ίδιο μάτι;» τον ρώτησε όντας σχεδόν βέβαιος για την απάντηση, όταν τον είδε να διστάζει και να δυσκολεύεται «Δεν σε καταλαβαίνω. Υπάρχει κάποιος λόγος που δεν απαντάς;» τον ρώτησε ελαφρώς πιο έντονα.
«Κοίταξε...ίσως και να...» προσπάθησε να του πει, όταν είδε τα μάτια του να γουρλώνουν, έτοιμα σχεδόν να βγουν από τη θέση τους.
«Ίσως και να; Να γίνει φιλαράκι σου; Πάλι καλά να λες, που ακόμη δεν τον έχουμε πετύχει εδώ μπροστά μας» πρόφερε εκνευρισμένος ο Πέτρος.
«Δεν θα το έκανε. Ο Όττο δεν θα ερχόταν ποτέ στην Ελλάδα» του απάντησε ο Γρηγόρης.
«Και εσύ, πώς είσαι τόσο βέβαιος;»
«Είμαι!» του απάντησε κοφτά.
Το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε, ήταν να τσακωθεί με τον αδερφό του. Εξάλλου, είχαν πολύ πιο σημαντικά πράγματα για τα οποία όφειλαν να ανησυχήσουν, όπως για παράδειγμα οι άθλιες συνθήκες, οι απάνθρωπες συμπεριφορές και το ελάχιστο φαγητό, μέσα σε αυτήν την Κόλαση. Εδώ, όπου η λέξη συμπόνοια δεν υφίστατο, όπου κυριολεκτικά απορούσαν πώς ήταν δυνατόν, άνθρωποι, ακόμη και γερμανικής καταγωγής, να είχαν μετατραπεί σε μαινόμενες μηχανές εξόντωσης. Ακόμη και στα σκουπίδια, θα συμπεριφέρονταν πιο κόσμια, ακόμη και στην περίπτωση του πολέμου υπήρχαν νόμοι, έστω και άγραφοι κάποτε, που αφορούσαν την μεταχείριση των αιχμαλώτων. Ο Γρηγόρης σχεδόν δεν πίστευε πως στα καλά των καθουμένων, είχε βρεθεί αιχμάλωτος από εκεί που στεκόταν σαν τον ταλαίπωρο για ένα κομμάτι ψωμί. Γιατί τόση αξία είχαν οι θυσίες του στην τελική, ένα ρημάδι ξεροκόμματο. Ακριβώς τα ίδια και χειρότερα, συνέβαιναν και στο συγκεκριμένο στρατόπεδο. Η ίδια ίσως και χειρότερη βρώμα, φαγητό ελάχιστο. Ένα ζουμί περίεργο, άοσμο, το οποίο ο Πέτρος έχυσε στο χώμα με λύσσα και νεύρα.
«Τι έκανες; Θαρρείς και μας περισσεύει;» τον μάλωσε ο Γρηγόρης.
«Να φας εσύ την λάσπη!» φώναξε ο μικρότερος που είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του εξαιτίας αυτής της βασανιστικής περιπλάνησης ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Είχε φτάσει στο σημείο να ζηλεύει εκείνους που την επομένη δεν ξυπνούσαν, που ο θάνατος λειτουργούσε λυτρωτικά.
Κάθε βράδυ, λίγο πριν να κατορθώσει να τους πάρει ο ύπνος ξαπλωμένους επάνω στις σκληρές τάβλες, τα μάτια τους αναζητούσαν με αγωνία ένα κομμάτι ουρανού, ένα μικρό έστω κομμάτι με λίγα αστέρια ή ίσως ένα μονάχα, που θα τους επέτρεπε να ονειρευτούν καλοκαίρια με ουρανούς καθάριους, με γέλια και χαρές, με αλμύρα μυρωδάτη και αγάπη. Με την ζωηρή παρουσία του Νίκου, με το ώριμο χαμόγελο του Ναγή, με την πανσέληνο να χαράζει τα δικά της λαμπερά μονοπάτια, στην ακούνητη υδάτινη επιφάνεια. Ήθελε για ακόμη μία φορά να κλάψει προσπαθώντας να μαντέψει το μέλλον. Ο Πέτρος είχε ήδη κοιμηθεί, μονάχα με ένα κομμάτι ξερό ψωμί, στο μέγεθος του αντίδωρου. Ο Γρηγόρης ονειρευόταν την ελευθερία όλου του κόσμου. Την ημέρα που άπαντες θα αγκαλιάζονταν ξανά και κανείς δεν θα ενδιαφερόταν για την ταυτότητα του άλλου. Οι ανέφελες σκέψεις του όμως, εκείνες οι λιγοστές στιγμές πνευματικής απόδρασης, επισκιάζονταν από την εικόνα του καροτσιού της Δημαρχίας, που πνιγηρά και άτεγκτα σαν τον δήμιο, καρτερούσε σχεδόν με μία ειρωνική λαχτάρα, να συλλέξει τα πτώματα όσων δεν είχαν ξυπνήσει το πρωί. Οι ίδιοι τα φόρτωναν κάθε μέρα εξάλλου. Το βλέμμα του πλανήθηκε στους υπόλοιπους, σαν να πάλευε να αφουγκραστεί την ανάσα του καθενός ξεχωριστά. Ήταν τότε που του ήρθε στο μυαλό μία ριψοκίνδυνη ιδέα. Αν παρίστανε το πτώμα, αν φορτωνόταν στην καρότσα μαζί με τους νεκρούς, με κατεύθυνση την χωματερή, όπου ίσα που θα του έριχναν λίγο χώμα στο άψυχο κουφάρι του, τότε ίσως είχε ελπίδες. Μόλις έφευγαν, εκείνος θα έσκαβε, θα απελευθερωνόταν και από εκεί και πέρα, τοποθετώντας κυριολεκτικά τα πόδια του στην πλάτη, θα φρόντιζε να βρει έστω και ένα σαπιοκάϊκο, με σκοπό να κατορθώσει να φτάσει στην οικογένειά του. Γυρνώντας στο πλάι, ένιωσε να αναθαρρεύει. Ο μοναδικός του φόβος θα ήταν η άρνηση του μεσαίου του αδερφού.
Δίχως επιπλέον σκέψη, σηκώθηκε με κόπο από την άβολη, ξύλινη τάβλα και πλησίασε σχεδόν σέρνοντας το κορμί του μέχρι τον Πέτρο, ο οποίος κυριολεκτικά είχε κουλουριαστεί με όποιο κουρέλι μπορούσε να βρει διαθέσιμο. Προσεκτικά, τοποθέτησε το χέρι του στο πλάι και ξεκίνησε να τον σκουντά.
«Πετρή σήκω. Πρέπει να μιλήσουμε επειγόντως» του ψιθύρισε και τον ένιωσε να σκούζει από δυσφορία.
«Τι θέλεις; Προσπαθώ να κλείσω έστω τα μάτια μου, προκειμένου να μην καταρρεύσω αύριο στα καταναγκαστικά έργα»
«Πετρή, άκουσέ με. Προτού ηχήσει αυτό το φρικτό ουρλιαχτό της απαίσιας σειρήνας τα ξημερώματα, πρέπει να δραπετεύσουμε» έκανε την αρχή, για να δει τον αδερφό του να πανικοβάλλεται.
«Σου έχει στρίψει κάποια βίδα; Οι σκοποί; Λες να μην μας δει κανένας; Καλύτερα τα κάτεργα και οι κοτρόνες που ολημερίς κουβαλάμε σαν τα κτήνη, παρά να βρεθούν οι δικοί μας με ένα ακόμη παιδί λιγότερο» συνέχισε τη γκρίνια.
«Αν δεν φύγουμε, θα βρεθούν δίχως παιδιά γενικότερα. Δεν βλέπεις πόσα κουφάρια μαζεύουν κάθε μέρα, παγωμένα και πεινασμένα;» ο Γρηγόρης τώρα τον ρωτούσε εκνευρισμένος. Αν δεν δεχόταν ο αδερφός του, ο ίδιος θα έμενε στο στρατόπεδο μαζί του.
«Τυχερά κουφάρια» τον διόρθωσε ειρωνικά.
«Εγώ δεν θέλω να είμαι μήτε τυχερό μήτε ατυχές κουφάρι. Γενικά θέλω να ζήσω με αξιοπρέπεια και αυτοί εδώ δεν έχουν τον Θεό τους, αλλά τον καταραμένο τον Φύρερ τους. Λοιπόν, άκουσε το σχέδιο προτού το απορρίψεις. Δυστυχώς δεν έχουμε και τον Ορφέα εδώ για να βοηθήσει» πρόφερε και ο Πέτρος κουρασμένος και σχεδόν αποστεωμένος, σηκώθηκε με κόπο. Ήξερε πολύ καλά πως ο Γρηγόρης ήταν ξεροκέφαλος, επαναστάτης και ριψοκίνδυνος. Αν μία ιδέα του καρφωνόταν, δεν έφευγε με τίποτε. Ήταν λοιπόν αναγκασμένος να ακούσει το τρελό του σχέδιο ως το τέλος και έπειτα να παρακαλέσει όλο το εικονοστάσι του σπιτιού του, να τους λυπηθεί και να τους βοηθήσει να αναπαραστήσουν σωστά και αξιοπρεπώς τους...πεθαμένους.
Πράγματι, σήκωσαν ακόμη έναν σύντροφο στη δυστυχία, τον Λευτέρη, ανακοινώνοντάς του το σχέδιο της δραπέτευσης και φυσικά εμφυτεύοντάς του την ιδέα για ένα τρόπο να λευτερωθεί και ο ίδιος μελλοντικά. Πέφτοντας δήθεν αναίσθητοι και με την προϋπόθεση πως οι ίδιοι οι κρατούμενοι τους φόρτωναν στις καρότσες για την χωματερή, θα ήταν ευκολότερο.
«Καλή λευτεριά» τους πείραξε ο Λευτέρης με τον Πέτρο να παλεύει να μην ιδρώσει και φανεί ύποπτος.
Μόλις το αεράκι τους φύσηξε, κατάλαβαν πως ο υπάλληλος τους φόρτωνε με προορισμό την χωματερή. Η ιδέα του ότι θα έμπαιναν κάτω από τη γη ζωντανοί, τους άγχωνε. Ο Γρηγόρης βαστούσε την αναπνοή του, ενώ πάλεψε να αγγίξει διακριτικά το χέρι του αδερφού του προκειμένου να πάρει κουράγιο. Η στιγμή ζύγωνε ολοένα και περισσότερο. Μία οσμή δυσάρεστη γαργάλησε τα ρουθούνια τους. Χθες είχε βρέξει, η λάσπη η υγρή είχε αναμειχθεί με τα πτώματα και το αποτέλεσμα, έμοιαζε λίαν απωθητικό και δυσάρεστο με τις έντονες οσμές να προκαλούν ανακατοσούρα στο στομάχι τους. Έπρεπε να κρατηθούν. Ο Γρηγόρης παρακαλούσε απλώς, να μην κατρακυλήσει το μικρό του τετράδιο με όλα τα γράμματα. Εκτός από παρηγοριά, ανέφερε και ονομαστικά τον νεαρό Γερμανό και ποιος ήξερε μετά τι είδους κατάληξη θα είχαν αμφότεροι. Το σώμα του πετάχτηκε με φόρα, το πρόσωπό του ακούμπησε στη γλοιώδη λάσπη και εκείνος προσπάθησε να διατηρήσει έστω ένα ελάχιστο κενό αναπνοής. Τα χείλη του τα ξεραμένα ήταν πλέον γεμάτα χώμα και η καρδιά του κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο ήχος του φτυαριού και η αίσθηση του εδάφους που κατακτούσε την πλάτη του αργά, ξεκίνησαν να τον πανικοβάλλουν. Στο μυαλό του φυσικά, είχε και τον Πέτρο. Φοβόταν μήπως ο μικρός πλέον αδερφός του, πάθαινε κάποια κρίση την τελευταία στιγμή, με αποτέλεσμα να προδοθούν.
Ευτυχώς για εκείνους, όλα πήγαν σύμφωνα με το τελευταίας στιγμής σχέδιο του Γρηγόρη. Το χώμα που ρίχτηκε στις πλάτες τους ήταν ελάχιστο, η μυρωδιά της περιοχής ανυπόφορη και ένα λεπτό έπειτα από την τελευταία φτυαριά, ο Γρηγόρης ξεκίνησε να βάζει δύναμη στα χέρια του για να σηκωθεί. Πλέον είχε ξημερώσει για τα καλά. Το κεφάλι του τινάχτηκε με φόρα από το έδαφος, βήχοντας μέσα στον πανικό του για λίγο οξυγόνο. Με ταραχώδεις κινήσεις, προσπάθησε να διώξει τη λάσπη από τα χείλη και τα μάτια του.
«Πέτρο!» ίσα που φώναξε στον αδερφό του, ο οποίος κατά πώς φάνηκε βρισκόταν σε δυσμενέστερη θέση. Είχε πέσει στην περίπτωση ομαδικού τάφου και στα ξαφνικά είχε βρεθεί θαμμένος πλάι σε πτώματα παγωμένα, σε κατάσταση σήψης. Το στομάχι του δεν είχε αντέξει αυτήν την απότομη επαφή με το αποτέλεσμα του θανάτου και είχε αδειάσει όλο το περιεχόμενό του στην υγρή λακκούβα.
Καλό μήνα σε όλους! Είπα να ξεκινήσω σιγά σιγά, με πιο αργές ανανεώσεις στην αρχή και πιο γρήγορα μελλοντικά όσο ταυτοχρονα θα προχωράω με την έρευνα!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top