Κεφάλαιο 9°

Ήταν μόνη στο σπίτι. Οι δουλειές είχαν τελειώσει αρκετά γρήγορα και το μόνο που της είχε μείνει ήταν να σβήσει το φαγητό και να περιμένει. Προσπάθησε νωρίτερα να τηλεφωνήσει στη μητέρα της αλλά δε τη βρήκε. Βέβαια με τόσα χάπια, κοιμόταν συχνά όταν δεν γκρινιαζε.

Έσβησε τη φωτιά και αποφάσισε να πάει στο δωμάτιο της μα σαν διέσχισε το διάδρομο ένιωσε τη περιέργεια να φουντώνει. Ο Ντάνιελ της είχε πει να μη πηγαίνεις το γραφείο αν δε τη καλούσε ο Άζραελ μα εκείνη άρχισε να περπατά προς τα εκεί ασυναίσθητα. Όλα εκείνα τα έγγραφα που είδε στο γραφείο του ήταν τόσο περίεργα. Δε της έμοιαζε για δουλειά ενός ιδιοκτήτη πωλήσεων. Όλα είχαν φωτογραφίες από αρκετούς ανθρώπους και μερικά έδειχναν σαν το χαρτί τους να ήταν από άλλη εποχή.

Έριξε ένα βλέφαρο στα γρήγορα προς τα έξω και μπήκε στο γραφείο. Με το καιρό να συνεχίσει στο ίδιο βιολί, έμοιαζε αρκετά σκοτεινό μα δε θέλησε να ανάψει το φως. Έκοψε μια βόλτα τριγύρω και έπειτα πήγε στο στόχο. Το γραφείο ήταν άδειο. Έλεγξε τα συρτάρια και αντιλήφθηκε πως ήταν κλειδωμένα.
Πίσω από το γραφείο υπήρχε το τζάκι , ενώ σαν κοίταξε το πορτραίτο αντιλήφθηκε πως ήταν τόσο χαζή που δε πρόσεξε πως τόσο αυτό όσο και τα υπόλοιπα ανήκαν στον Άζραελ.
Τη προσοχή της τράβηξε ένα χοντρό βιβλίο που υπήρχε στο τραπεζάκι δίπλα από τη πολυθρόνα. Σκέφτηκε πως ίσως του άρεσε να διαβάζει για να χαλαρώσει οπότε πλησίασε και το πήρε στα χέρια. Το δέσιμο του έμοιαζε αρκετά παλιό. Ήταν βαρύ για βιβλίο και κιτρινισμενο.

Κάθισε στη πολυθρόνα και ανοίγοντας το εξώφυλλο είδε κάτι περίεργα γράμματα στη πρώτη σελίδα που δεν έβγαζαν νόημα ενώ από κάτω ήταν γραμμένη στα λατινικά η φράση Αυτός που αψηφά το θάνατο
Η Ιζαμπέλ ανατριχιασε... Ήξερε αρκετά καλά λατινικά από το πανεπιστήμιο και η μετάφραση δεν της ήταν δύσκολη παρόλο που ήταν χειρόγραφο.
Γύρισε σελίδα και το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν ένα περίεργο σύμβολο. Έμοιαζε με ζυγαριά η οποία είχε τυλιγμένο γύρω της κάτι που έμοιαζε με φίδι. Το περίεργο ήταν πως η γλώσσα του φιδιού ήταν ακουμπισμένη στη μία πλευρά ενώ στην άλλη είχε μια μπάλα. Σαν κάποιος να την είχε χρωματίσει, έδειχνε ελαφρώς πιο κίτρινη. Της θύμισε μπάλα φωτός.

Χωρίς να μπορεί να ορίσει τη περιέργεια της συνέχισε να γυρίζει σελίδες.

Όταν το ζύγι θα γυρίσει σε εκείνον, η γλώσσα δε θα φτάσει για να κρατήσει το βάρος. Η ζυγαριά θα  αναποδογυρίσει και το φίδι θα καταλήξει εκεί από όπου προήλθε.

Καταραμένο θα ζήσει να ψάχνει μα δε θα το βρει ποτέ. Η ιερή κάρτα βρίσκεται καλά κρυμμένη. Δάση, βουνά και θάλασσες θα γυρίσει. Μα δε θα τη βρει. Θα τον βρει εκείνη...
Και τότε το φίδι θα αναγκαστεί να παίξει τη τελευταία παρτίδα του..

Η Ιζαμπέλ ένιωσε τις τρίχες του κορμιού της να σηκώνονται κάγκελο

Τρώει τρώει τρώει...
Μα πεινάει.
Δε σταματάει...
Αυτή είναι η δουλειά του.
Ένας άτρωτος άγγελος θανάτου με μοναδικό  τρωτό σημείο τη λευκή κάρτα. Θα τον ψάξει. Θα τον βρει. Και θα τον καταστρέψει.

Κανένας δεν είδε ποτέ τη λευκή κάρτα.
Λένε πως είναι η πιο αδίστακτη από όλους. Κρύβεται τόσο καλά και βγαίνει όταν πρέπει.
Εκείνος τη ξέρει. Λεπτό δε μπορεί να σταθεί πλάι της , τον καίει κι αυτη είναι η αδυναμία της. Μόνο έτσι την αναγνωρίζει... Μα εκείνη θα εμφανιστεί. Πάντα το κάνει..

Δυνάμωσε το θεριό...
Οι κάρτες έπεσαν...
Κέρδισε στο ζύγι..

Άνοιξε τα στήθη της, έβαλε μέσα ολόκληρο το χέρι του και καταβρόχθισε αχόρταγα τη ψυχή της. Το φίδι περπάτησε στο κόσμο και ο κόσμος άρχισε να περπατά στη κόλαση...

Μικρά και μεγάλα στιχάκια χωρίς νόημα τη τρόμαξαν τόσο που έκλεισε το βιβλίο ενώ την ίδια στιγμή ένιωσε τα λαχανιαζει. Άκουσε έντρομη τη πόρτα του σπιτιού να ανοίγει και ξέροντας πως δεν υπάρχει διαφυγή, κοίταξε να βρει κάποιο μέρος για να κρυφτεί. Είδε τη πελώρια κόκκινη κουρτίνα και κάνοντας ένα σάλτο , κρύφτηκε πίσω της.

"Και τι να έκανα; Με έχει κουράσει αυτός ο τύπος ειλικρινά!"

"Το ξέρω Άζραελ αλλά δε παύει να πατάει το συμβόλαιο. Κρύφτηκε πάλι. Νομίζω πρέπει να..."

Ξάφνου επικράτησε σιγή για ελάχιστα δευτερόλεπτα.

"Νομίζω πως πρέπει να τον βρεις και να του εξηγήσεις τους όρους. Γιατί δε πας να ξεκουραστείς και να κάνεις ένα μπάνιο; Μυρίζει φαγητό. Ίσως καθίσουμε σαν άνθρωποι να φάμε μια φορά"

"Έχεις δίκιο Ντάνιελ. Πεινάω είναι η αλήθεια... Θα σε δω στη κουζίνα.."

Σιγή...
Βήματα....
Πόρτα...

Ξάφνου η κουρτίνα άνοιξε απότομα κι εκείνη έκανε να ουρλιάξει μα ο Ντάνιελ της έκλεισε το στόμα μονομιάς.

"Τι κάνεις εδώ πέρα; Ξέρεις τι θα γινόταν αν ο κύριος σε έβλεπε; Είσαι τρελή; Σου είπα να μη μπαίνεις εδώ μέσα...!"

Η Ιζαμπέλ κομπιασε...

"Ήθελα να καθαρίσω..."

"Δεν με ενδιαφέρει τι ήθελες να κάνεις. Οι εντολές είναι ρητές. Έγινα κατανοητός; Αν σε δει θα σε διώξει!"

Σαν άκουσε τη λέξη "διώξει" την έπιασε συγκρυο

"Μα... Μάλιστα. Μάλιστα. Κατανοητό" αποκρίθηκε με τρεμάμενη φωνή κι εκείνος της έδειξε τη πόρτα.

"Πήγαινε γρήγορα στη κουζίνα" Η Ιζαμπέλ δεν περίμενε δεύτερη φορά το έβαλε στα πόδια κι εκείνος έμεινε πίσω και άρχισε να επιθεωρεί με τη ματιά του τα πράγματα... Είδε το βιβλίο και έπειτα κοίταξε τον Άζραελ που βγήκε πίσω από τη βιβλιοθήκη.

"Βλέπεις γιατί σου λέω να κλειδώνουμε; Ποιος ξέρει τι θα έβαλε στο μυαλό της!'

"Και τι να έβαλε; Ανάθεμα αν ξέρει να διαβάζει αυτή τη γλώσσα! Μα και να ξέρει, τι να κατάλαβε; Όπως και να έχει αρχίζει και μου τη δίνει εντελώς στα νευρα!"

"Και τι θες να κάνω; Να τη γυρίσω πίσω στην ανύπαρκτη μάνα της; Είναι αργά πια"

Ο Άζραελ σήκωσε το φρύδι και πήγε κοντά του.

"Σε έχω πλάι μου, σχεδόν από τη μέρα που περπάτησα στη γη... Τότε που πέθαινες από τη πανούκλα. Με ξέρεις καλά... Πολύ καλά...." άρχισε να λέει σιγανα

"Το ξέρω. Και συγνώμη αν ύψωσα φωνή αλλά καμιά φορά δε σε καταλαβαίνω... Εκτός αυτού , δεν βλέπω το λόγο που άφησες το Νικόλας να φύγει. Θα μπορούσες κάλιστα να τον παίξεις και να τελειώνουμε!"

"Δεν ήταν η ώρα. Και ξέρεις πολύ καλά πως όταν κλείνω τα ημιμόνιμα αισθάνομαι εξαντλημένος. Θα τον βρω όμως... Ως τότε, κράτα το μικρό μπελά που πήραμε στη θέση του. Αλλιώς, θα το κάνω εγώ με το τρόπο που δε νομίζω αν της αρέσει..."

            *********************

Έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά της, πήρε το κουβά , το σαπούνι και το λάστιχο και ανάβοντας ένα τσιγάρο , άνοιξε το νερό. Κανονικά έπρεπε να βρίσκεται ήδη στο δρόμο για άλλη πολιτεία μα η μηχανή της είχε γεμίσει λάσπη και χώματα. Ο ήλιος έκαιγε, ο αέρας ήταν ανύπαρκτος και βλέποντας ότι σταμάτησε να βρέχει επιτέλους θεώρησε πως ήταν η τέλεια ευκαιρία.

Ήθελε να πάρει λίγες προμήθειες για να μπορεί να συνεχίσει χωρίς στάση τις επόμενες ώρες και αφού εκείνο το μέρος είχε και μαγαζάκι, ήταν το ιδανικό.
Ήταν βαριά τελικά η απόφαση να φύγει. Μα ύστερα από ότι έγινε, ήταν η μοναδική.. Βέβαια τα λεφτά τελείωναν αλλά δεν της πήγε η καρδιά να κλέψει το συγκεκριμένο βενζινάδικο. Ίσως το επόμενο...

Γέμισε με σαπουναδες τη μηχανή και ξεκίνησε να τη καθαρίζει αρκετά σχολαστικά. Ρόδες, τιμόνι, ζάντες . Έπλυνε ακόμα και τη σέλα. Ήθελε να γυαλίζει. Πάντοτε λάτρευε τη μηχανή της σαν την έβλεπε να αστράφτει στην άσφαλτο.

Τελειώνοντας, πλήρωσε σαν κύρια , ανέβηκε στη μηχανή και ξεκίνησε... Μα δεν έφτασε μακριά...

Σαν προσπέρασε το χωματόδρομο σταμάτησε. Έκλεισε τα μάτια και άφησε τον εαυτό της ελεύθερο...
Ήταν έντονη η μυρωδιά από το κάλεσμα τελικά...
Ποιον θα πείραζε να δοκιμαζε μια μπουκιτσα πριν φύγει;"


❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top