~Ο Βορράς & Η Δύση~

Εκείνο το παράξενο πρωινό του Ιουλίου έφτασαν τρία μηνύματα για τον Ριχάρδο Άνταλον, τον Άρχοντα του Γουίντεργουολ. Ένα κοράκι από το Ιωδέως, από τον ίδιο τον αιωνόβιο Άρχοντα Έβινρουτ Πένερ, ένα γκρίζο ορτύκι από τον Άρχοντα Ερρίκο του Ροσφόρ, ένας κοκκινολαίμης από τον Άρχοντα Νίρων Όντορ του Βέργκον και ένα περήφανο γεράκι από το παλάτι της Ρέισαν. Όλα έγραφαν το ίδιο ακριβώς νέο. Ο βασιλιάς Δάντης ήταν νεκρός. Πέθανε στον ύπνο του και βρέθηκε παγωμένος στο κρεβάτι του από την έμπιστη υπηρέτρια της κόρης του, Βίνας Αμβροσίας. Δίπλα του βρέθηκε η χειρόγραφη διαθήκη του, υπογεγραμμένη με το ίδιο του το αίμα, αναγράφοντας διάφορες ευχές και ελπίδες του, για να καταλήξει στην πιο παράδοξη επιθυμία:

Μια που ο νόμος αναμένει να ορίσω ο ίδιος την διάδοχό μου, δηλώνω ότι δε δύναμαι να ξεχωρίσω την πιο κατάλληλη, ανάμεσα στις τόσο διαφορετικές και εξίσου χαρισματικές κόρες μου. Για αυτό, επιθυμώ να αποδείξουν μόνες την αξία τους και να κατακτήσουν τον θρόνο με τις ικανότητες τους. Η καλύτερή τους ας ονομαστεί Βασίλισσα των Δώδεκα Βασιλείων μετά από εμένα.

Ο Άρχοντας Ριχάρδος δεν έδειξε κανένα συναίσθημα όταν τελείωσε την ανάγνωση των γραμμάτων, μια που γύρω του στέκονταν εφτά υπηρέτες. Ωστόσο, μέσα του έβραζαν χίλια διαφορετικά συναισθήματα.

"Βρείτε τους γιούς μου," διέταξε κοφτά. "Και πείτε τους ότι απαιτώ την παρουσία τους στην Αίθουσα των Βασιλέων αμέσως."

Οι υπηρέτες υποκλίθηκαν βιαστικά κι έφυγαν τρέχοντας, για να εκπληρώσουν την επιθυμία του αφέντη τους.

Ο ίδιος ο Άρχοντας Άνταλον, δίπλωσε τα γράμματα και τα έκρυψε μέσα στην τσέπη του λεπτού του μανδύα. Αν και ήταν Ιούλιος, οι παγεροί άνεμοι του Βορρά δεν ξεχνούσαν να φυσούν πότε πότε. Ο Άρχοντας του Γουίντεργουολ κατευθύνθηκε με γοργό βήμα στην Αίθουσα των Βασιλέων, χωρίς να αγνοεί να χαιρετίσει όποιον έβλεπε στον δρόμο του με το όνομά τους, αφού γνώριζε όλους τους κατοίκους του Οίκου τον Άνταλον, είτε ήταν συγγενείς του είτε υπηρέτες.

Η Αίθουσα των Βασιλέων βρισκόταν στο βορειότερο τμήμα του Οίκου, αυτού του τεράστιου κάστρου που στέγαζε την οικογένεια Άνταλον, αλλά και τους απλούς πολίτες της πόλης Γουίντεργουολ σε καιρούς πολέμου. Χωρούσε τέσσερις χιλιάδες καθήμενους ανθρώπους και σε γιορτές γέμιζε τραπέζια και καλεσμένους. Τώρα, σε καιρό που ακόμα πενθούσαν τη θετή αδερφή του, την Έμπερ, ήταν άδεια, αλλά είχε φιλοξενήσει τους γάμους δυο γιων του.

Τότε ήταν που μια ιδέα έλαμψε στο μυαλό του. Θα κρυβόταν πίσω από κάποια κολώνα, ώστε να παρατηρήσει ποιοί γιοί του θα έρχονταν πρώτοι και ποιοί θα αργοπορούσαν. Ευθύς, πραγματοποίησε το σχέδιο του.

Κρυμμένος πίσω από μια τεράστια, γκριζωπή κολώνα, αναρωτήθηκε πόσο γηραιά θα ήταν. Ίσως και να μετρούσε χιλιετίες ζωής. Ο Οίκος των Άνταλον είχε υποστεί τα πάνδεινα στα πέντε χιλιάδες χρόνια ύπαρξης του. Είχαν συμβεί λεηλασίες, πόλεμοι, πυρκαγιές, παγίδες. Η Αίθουσα των Βασιλέων ήταν η μόνη όπου ποτέ εχθρός δεν είχε φτάσει, ούτε φωτιά είχε αγγίξει. Αυτό το γιγαντιαίο πέτρινο δωμάτιο είχε σωθεί από όλα αυτά και ταυτόχρονα είχε διασώσει και πολλούς αθώους ανθρώπους, μαζί με συζύγους και αρσενικούς διαδόχους Άνταλον. Ήταν σχεδόν σαν αυτό το μέρος να προστατευόταν από τους Θεούς.

Τις σκέψεις του διέκοψε ένας σιγανός, μα στείρος βηματισμός, που γινόταν όλο και πιο ηχηρός. Ο Ριχάρδος Άνταλον δε χρειάστηκε καν να γυρίσει, επειδή είχε ήδη αναγνωρίσει τον μικρότερό του γιο, τον Ριχάρδο.

Αυτός ήταν το τελευταίο του παιδί και από ό,τι φαινόταν το πιο συνετό. Αν και εξασκούνταν στις πολεμικές τέχνες για όσο έπρεπε, περνούσε τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο του μελετώντας, με σκοπό να διευρύνει τις γνώσεις του.

"Πατέρα μου, το κάνω πρωτίστως διότι γνωρίζω το καθήκον μου. Ως έβδομος γιος σου, δε μου αναλογεί κανένα μέρος της περιουσίας σου. Άρα, θα πρέπει να κάνω έναν προσοδοφόρο και συμφέρων γάμο για το Γουίντεργουολ και την οικογένειά μας. Για αυτό, οφείλω να προετοιμαστώ για μια σύζυγο με εξαιρετική μόρφωση, ακόμα και για μια βασίλισσα," ήταν η απάντηση του μικρού Ριχάρδου, όταν τον είχε ρωτήσει για ποιό λόγο περνούσε τόσο χρόνο στα βιβλία και όχι στα όπλα.

Η συνείδηση, η ευφυΐα και η προνοητικότητα του στερνού του παιδιού δεν έπαυε ποτέ να τον εκπλήσσει θετικά. Κι ο Ριχάρδος ήταν μόλις δεκατριών ετών.

Τώρα, ο νεαρός διανοούμενος στεκόταν σκυφτός και σιωπηλός, καρτερώντας υπομονετικά την εμφάνιση κάποιου μέλους της οικογένειάς του.

Λίγο αργότερα, κατέφθασε ο τρίτος γιος του, ο Γκρίφιθ. Τα μαύρα του μαλλιά κολλούσαν στο πρόσωπό του από τον ιδρώτα και το λευκό του ένδυμα είχε σκονιστεί. Αυτό το παιδί ήταν τόσο παράξενο· πάντοτε εξαφανιζόταν και εμφανιζόταν σε ανύποπτους χρόνους κι όταν επέστρεφε πάντα ήταν λερωμένος με σκόνη ή λάσπη. Ήταν είκοσι δύο χρονών ήδη και ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί να βρει μια σύζυγο, μεγαλώνοντας τον φόβο του πατέρα του για αιώνια μοναξιά, κάτι το οποίο απευχόταν, θεωρώντας την οικογένεια τη μεγαλύτερη εγκόσμια ευτυχία.

Επόμενος φάνηκε ο Γουίλφρεντ, ο εκτός του γιος. Εκείνος φαινόταν από πολύ μικρός ότι διέθετε μια σπάνια στρατιωτική κλίση και για αυτό του είχε εμπιστευθεί την κομητεία του Πισκ, το νοτιότερο κάστρο του βασιλείου του, αυτό που συνόρευε με το Ιωδέως, από όπου με βεβαιότητα θα έβρισκε και την κατάλληλη σύζυγο. Παρά τα γεγονός ότι ήταν δεκαοχτώ ετών, ο Γουίλφρεντ έδειχνε ωριμότερος και συμπεριφερόταν με αρχοντική ευγένεια και ιπποτισμό σε όλους. Ο νεαρός έφτασε και στάθηκε κοντά στους αδερφούς του, χαιρετώντας τους χαμογελαστά.

Επόμενος ο Αίων, ο τέταρτος γιος του, κρατώντας το χέρι της συζύγου του, Φίλιντα Όντορ, μοναχοκόρης του Άρχοντα Νίρων του γειτονικού Βέργκον. Ο Αίων υπήρξε ο πιο υπάκουος γιος του, αυτός που πάντοτε λογάριαζε τη γνώμη του πατέρα του και αναγνώριζε την πείρα του. Είχε παντρευτεί τη Φίλιντα στα δεκαεπτά του χρόνια και ήδη μετρούσαν τέσσερα χρόνια ευτυχισμένου γάμου, αν και η νεαρή κοπέλα ήταν ιδιαίτερα μελαγχολική. Ο Αίων είχε λάβει την κομητεία του Ρέθμπουρ, ενός μικρού νησιού με πεντακόσιους κατοίκους στα νότια της Επικράτειας. Ωστόσο, τον τελευταίο χρόνο, είχε επιστρέψει στο Γουίντεργουολ, μια που η οικογένεια Άνταλον προσπαθούσε να εντοπίσει την χαμένη πριγκίπισσα, τη Φοίβη.

Ο Αίων και η σύζυγος του χαιρέτησαν τους παρευρισκόμενους νέους και λίγο αργότερα η Φίλιντα ζήτησε συγγνώμη και αποσύρθηκε, θέλοντας να πάει κοντά στην Άγκνες Ροσφόρ, κόρη του Άρχοντα Ερρίκου Ροσφόρ, η οποία ήταν σύζυγος του πρωτότοκου γιου του, του Ίθαν. Η πανέμορφη Άγκνες και ο Ίθαν ήταν παντρεμένη σχεδόν οχτώ χρόνια και τώρα περίμεναν το πρώτο τους παιδί, με την αρχοντόπουλα να βρίσκεται αισίως στον έβδομο μήνα της κύησης.

Μετά από ελάχιστη ώρα, κατέφθασαν μαζί ο διάδοχος Ίθαν, είκοσι εφτά χρονών κι όμως έδειχνε ακόμα έφηβος, και ο Ρούβιν, ο πέμπτος γιος που πριν λίγες μέρες είχε κλείσει τα είκοσι κι έμοιαζε να είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή στα πτηνά και στο κυνήγι. Από εκεί είχαν επιστρέψει οι δυο τους.

"Μας φέρατε τίποτα ή θα γευματίσουμε με αγριόχορτα;" Αστειεύτηκε ο Γκρίφιθ στους δυο κυνηγούς.

"Όταν κυνηγώ με τα γεράκια μου, ποτέ δεν έρχομαι με άδεια χέρια!" Απάντησε θριαμβευτικά ο Ρούβιν. "Σήμερα, πριν καν το εντοπίσουν τα σκυλιά του Ίθαν, τα γεράκια μου βρήκαν και εγκλώβισαν ένα αρσενικό ελάφι, τεράστιο σαν χρονιάρα αρκούδα. Πρέπει να ήταν γηραιό. Κι εκείνα τα κέρατά του είναι αριστούργημα. Θα τα βάλω να στολίζουν τον τοίχο έξω από την κάμαρά μου."

"Πρέπει να μάθεις επιτέλους να εκτιμάς τη συνεισφορά μου στο κυνήγι, Ρούβιν," του είπε βλοσυρά ο Ίθαν. "Αν δεν ήμουν εγώ, ποιός θα σε ξυπνούσε πριν το ξημέρωμα; Όλοι ξέρουν ότι ούτε όλοι οι κόκορες του Γουίντεργουολ δε σε ξυπνούν!"

Τα έξι αδέρφια γέλασαν με το αστείο του.

"Ο αυτός πού είναι;" Ρώτησε ο Γουίλφρεντ, όταν έπαψαν να γελούν.

"Ποιός αυτός;" Απόρησε ο Γκρίφιθ.

"Ξέρετε καλά ποιόν εννοώ," επέμεινε ο Γουίλφρεντ. "Ο πατέρας ζήτησε τους εφτά του γιούς εδώ κι εμείς είμαστε έξι."

"Έχεις δίκιο, Γουίλφρεντ," συμφώνησε ο Άρχοντας Ριχάρδος ο Μαυρογέννητος και βγήκε από την κρυψώνα του. Οι γιοί του τον κοίταξαν έκπληκτοι. "Ο γνωστός τεμπέλης δε φάνηκε ακόμα και ούτε θέλω να σκέφτομαι πού μπορεί να βρίσκεται." Ύστερα, στράφηκε εντελώς προς τον μικρό Ριχάρδο, που καθόταν ανίκητος και αμίλητος. "Ριχάρδε, σε παρακαλώ, τρέξε, βρες τον αδερφό σου και φέρε τον εδώ σε οποιαδήποτε κατάσταση και να βρίσκεται."

Ο Ριχάρδος υποκλίθηκε ισχνά και έτρεξε να υπακούσει στην παράκληση του πατέρα του.

Δε χρειάστηκε να ψάξει πολύ, μια που όλα τα αδέρφια γνώριζαν το αγαπημένο στέκι του δεύτερου μεγαλύτερου αδερφού τους, του Βενέδικτου. Ο εικοσιπεντάχρονος νέος περνούσε σχεδόν όλη του την ημέρα σε διαφορα πανδοχεία και καπηλειά, πίνοντας ασύστολα και γλεντοκοπώντας με γυναίκες επαγγελματίες και καλοπληρώνοντας τα πάντα με τα χρήματα του Άρχοντα Άνταλον. Ωστόσο, κάθε μέρα για μία ή δυο ώρες, εντελώς νηφάλιος, καθόταν με τον μικρό του αδερφό, τον Ριχάρδο, και μελετούσαν βιβλία, μια που αυτός ήταν ο μόνος που δεν τον κοιτούσε απογοητευμένα και δεν τον κατέκρινε.

Τον βρήκε στο πανδοχείο "Ο Ζεστός Πάγος", να πίνει ζέστη μπίρα και να φωνάζει για περισσότερο. Ο μικρός Ριχάρδος σταμάτησε με το χέρι του τον πανδοχεία από το να του γεμίσει ξανά την κούπα και πλησίασε τον αδερφό του.

"Βενέδικτε, σε αναζητά ο πατέρας," του ψιθύρισε ήρεμα. "Μας ζήτησε όλους στην Αίθουσα των Βασιλέων. Έχει κάτι πολύ σημαντικό να μας ανακοινώσει."

"Φύγε, μικρέ," γρύλισε ο Βενέδικτος, με τρεμάμενα χέρια, που έπεισαν τον αδερφό του να του πάρει την κούπα από το χέρι. "Άσε με ήσυχο. Αυτό το μέρος δεν είναι για σένα. Φύγε από εδώ κι άφησέ με, γιατί δε με ενδιαφέρει να ακούσω τι έχει να μας πει ο τρελόγερος που ακόμα ψάχνει μια κατά πάσα πιθανότητα νεκρή."

"Μη μιλάς έτσι!" Τον επέπληξε ο μικρός Ριχάρδος. "Ο πατέρας μας αγαπά και μας εκτιμά όλους."

Και αφού είπε αυτό, έσκαγε στην τσέπη του, βρήκε χρήματα και πλήρωσε τον λογαριασμό στον πανδοχέα.

"Τι στον δαίμονα κάνεις;" Ρώτησε θυμωμένα ο Βενέδικτος. "Πληρώνεις; Αφού δε θέλω να φύγω!"

"Ο πατέρας απαιτεί την παρουσία σου, όπως και να είναι αυτή," επέμεινε ο αδερφός του και πέρασε απαλά το χέρι του κάτω από τις μασχάλες του, για να τον κουβαλήσει ως τον Οίκο. "Έχω χρέος να υπακούσω, με ή χωρίς τη συγκατάθεσή σου."

"Πανάθεμά τον," έβρισε ο Βενέδικτος και σηκώθηκε απρόθυμα. "Μπορεί να αγαπά εσένα και τους υπόλοιπους, εμένα όμως με συχαίνεται."

"Έχεις άδικο," ανταπάντησε ο Ριχάρδος. "Δε σε συχαίνεται."

"Τι ξέρεις εσύ;" Του είπε με πικρία ο Βενέδικτος, ενώ ο μικρός προσπαθούσε να αγνοήσει την ανυπόφορη μυρωδιά μιας μίξης ποτών. Εύχονταν μόνο να μην ξεράσει πάνω του. "Εσύ ούτε τη μητέρα μας δε γνώρισες."

Ο Ριχάρδος προσποιήθηκε ότι αγνόησε τα λόγια του, αν και τον πόνεσαν βαθιά. Ωστόσο, ήταν βέβαιος ότι για αυτή την κακεντρέχεια ευθυνόταν μόνο το διαολεμένο ποτό και όχι ο χαρακτήρας του μεγάλου αδερφού του.

Μέσα σε λιγότερο από είκοσι λεπτά, διένυσαν όλη την απόσταση κι έφτασαν στον Οίκο των Άνταλον. Ο μικρός αδερφός περπατούσε αργά και κρατούσε έναν τεράστιο όγκο του μεγάλου αδερφού, ο οποίος τρέκλιζε, ενώ παράλληλα τον κρατούσε με την ομιλία, μια που θα ήταν άκρως ντροπιαστικό να αρχίσει να τραγουδάει δυνατά, την ώρα που ο ήλιος δεν είχε καν μεσουρανήσει.

Με πολλή προσπάθεια ανέβηκαν μαζί τα πεντακόσια περίπου σκαλιά που οδηγούσαν στην Αίθουσα των Βασιλέων από το ισόγειο και ο Ριχάρδος ένιωσε να αναπνέει ξανά, όταν μπήκαν στο τεράστιο δώμα, όπου περίμεναν πέντε αδερφοί κι ένας αφηνιασμένος πατέρας.

Με το που τους είδαν, ο Ίθαν και ο Αίων έτρεξαν κι έφεραν ένα κάθισμα για τον Βενέδικτο και ο Γκρίφιθ με τον Γουίλφρεντ και τον Ρούβιν βοήθησαν τον μικρό Ριχάρδο να εναποθέσουν τον σχεδόν αναίσθητο αδερφό τους εκεί. Μόλις ο μικρός ελευθερώθηκε από το βάρος του αδερφού του, ένιωσε έναν οξύ πόνο σε όλο του το σώμα, μα δεν το έδειξε, γιατί φοβόταν ότι θα φούντωνε τον θυμό του πατέρα τους, ο οποίος τόση ώρα κοιτούσε τον Βενέδικτο με ένα δολοφονικό βλέμμα.

"Παραμερίστε," διέταξε τους γιούς του, που απρόθυμα έφυγαν από τον δρόμο του και του επέτρεψαν να φτάσει πολύ κοντά στον ημιλιπόθυμο Βενέδικτο. Ο δευτερότοκος γιος του είχε σκυμμένο το κεφάλι, όχι από ντροπή, αλλά επειδή δε διέθετε αρκετή δύναμη για να το κρατήσει ψηλά.

Χωρίς να το καταλάβει κανείς τους, ο Ριχάρδος ο Μαυρογέννητος σήκωσε απροειδοποίητα το χέρι του και χαστούκισε δυνατά τον Βενέδικτο στο πρόσωπο. Μετά την κραυγή έκπληξης και πόνου, ο γιος του σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε άχρωμα, ενώ αίμα έσταζε από τη μύτη και το μάγουλό του, στα σημεία όπου τον είχαν βρει τα δαχτυλίδια του πατέρα του.

"Άθλιε, άχρηστε, νωθρέ," του φώναξε και του προκάλεσε προφανή πονοκέφαλο, από τον τρόπο που κράτησε το κεφάλι του. "Πώς τολμάς να αγνοείς τη διαταγή του Άρχοντά σου, του πατέρα σου; Είσαι τόσο αναίσθητος και ανεύθυνος που αντί να ασχοληθείς με την Λευκή Πεδιάδα, που ρημάζεται εξαιτίας της δικής σου αδιαφορίας, μπεκροπίνεις σαν αποτυχημένος γέρος! Για όνομα, Βενέδικτε, είσαι εικοσιπέντε ετών κι ακόμα ανύπαντρος· δέκα χρόνια παλεύω να σου βρω σύζυγο και εσύ μέχρι τώρα έχεις απορρίψει τριάντα νύφες, που θα επέφεραν μεγάλα οφέλη για το Γουίντεργουολ. Αλλά φυσικά, εσύ προτιμάς τις πόρνες στα καταγώγια που συχνάζεις! Δε σκέφτηκες ποτέ ότι έτσι ντροπιάζεις εμένα, τον Οίκο και κυρίως τους αδερφούς σου, οι οποίοι έχουν άρτια συμπεριφορά; Μα ήθελα να ήξερα, δε λυπήθηκες τον εντελώς αθώο αδερφό σου, τον Ριχάρδο, που σε κουβάλησε μόνος και ανέβηκε πεντακόσια σκαλιά για να σε φέρει εδώ; Ειλικρινά, ντρέπομαι που είσαι γιος μου! Σε λυπάμαι, γιατί σε λίγο θα ασπρίσουν τα μαλλιά σου και θα συνειδητοποιήσεις ότι είσαι μόνος και ότι δεν έχεις καταφέρει τίποτα στη ζωή σου, πέρα από το να φέρνεις αισχύνη και λύπη στην οικογένειά σου!"

Ο Βενέδικτος του απάντησε με ένα μακρόσυρτο γέλιο, που στην αρχή φάνταζε φυσικό και στο τέλος εξελίχθηκε σε παρανοϊκό.

"Σοβαρά, τόσα χρόνια που μου λες τα ίδια και τα ίδια δε βαριέσαι; Υπάρχουν και άλλοι τρόποι να μου πεις ότι σου είμαι μισητός."

"Μη με προσβάλεις, μικρέ," τον προειδοποίησε ο Άρχοντας Ριχάρδος, "γιατί η τιμωρία σου θα είναι αβάσταχτη."

Και τότε, σήκωσε τα χέρι να τον χτυπήσει ξανά.

Ο μικρός Ριχάρδος, μην αντέχοντας τον εξευτελισμό του αδερφού του, όρμησε και έπεσε στο ελάχιστο κενό που χώριζε τον πατέρα και τον Βενέδικτο, ορθώνοντας το σώμα του σαν ασπίδα.

"Πατέρα μη!" Παρακάλεσε. "Ο Βενέδικτος δεν εννοεί όσα λέει. Η μπίρα και το κρασί μιλούν, όχι αυτός. Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν είναι κακός στην ψυχή, όσο κι αν προσπαθεί να μας πείσει για το αντίθετο."

"Ριχάρδε φύγε από τη μέση," διέταξε ο Άρχοντας Άνταλον.

Ο μικρός δεν απάντησε, ούτε όμως κουνήθηκε. Οι υπόλοιποι αδερφοί παρακολουθούσαν σαν πετρωμένοι, με κομμένη την ανάσα. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο πατέρας τους θα χτυπούσε τον μικρότερό τους.

Το χέρι του κινήθηκε αστραπιαία και μια στιγμή πριν ακουμπήσει το πρόσωπο του μικρού Ριχάρδου, τραβήχτηκε και έπεσε απότομα, χωρίς να φτάσει ποτέ τον αρχικό του στόχο.

Ο Ριχάρδος ο Μαυρογέννητος γύρισε προς τον δευτερότοκο γιο του βλοσυρά.

"Είσαι απίστευτα αναίσθητος. Στα αλήθεια θα μου επέτρεπες να χτυπήσω τον ανήλικο αδερφό σου;"

Αμέσως, κάλεσε τη φρουρά του Οίκου και διάταξε τη φυλάκιση του Βενέδικτου, μέχρι να αποφάσιζε ο ίδιος για την αποφυλάκισή του. Δε θα τρέφονταν με τίποτα παρά με νερό.

"Πατέρα, αυτή σου η κίνηση ήταν υπερβολική," προσπάθησε να τον συνετίσει ο Ίθαν, ο διάδοχος, με τους υπόλοιπους αδερφούς δίπλα του να έχουν μείνει εμβρόντητοι από το γεγονός.

"Οι σκληροί καιροί απαιτούν σκληρά μέτρα, Ίθαν," δικαιολογήθηκε ο Άρχοντας Ριχάρδος. "Τώρα, που ετοιμαζόμαστε για πόλεμο, πρέπει να είστε και οι εφτά στην καλύτερη δυνατή σας κατάσταση."

"Μα τι λες; Ποιός ετοιμάζεται για πόλεμο;" Απόρησε ο Γκρίφιθ.

"Όχι μόνο εμείς, καλέ μου Γκρίφιθ," απάντησε αινιγματικά ο Ριχάρδος ο Μαυρογέννητος. "Όλα τα Βασίλεια της Επικράτειας διαλέγουν την πλευρά τους."

"Μα γιατί;" Ρώτησε μπερδεμένος και ο Αίων.

"Σήμερα έλαβα μηνύματα από το Βέργκον, το Ιωδέως, το Ροσφόρ και τη Ρέισαν," εξήγησε ο Άρχοντας του Γουίντεργουολ. "Όλα τους μου ανακοίνωναν ότι ο βασιλιάς Δάντης πέθανε στον ύπνο του και στη Διαθήκη του ευχήθηκε στις έξι διαδόχους του να πάρει τον θρόνο η καλύτερη. Επομένως, αυτή τη στιγμή όλες οι επίδικες βασίλισσες συγκεντρώνουν όσες περισσότερες δυνάμεις μπορούν για τη διεκδίκηση του Στέμματος."

"Πραγματικά λυπάμαι που πέθανε ο βασιλιάς," είπε ειλικρινά ο Ίθαν, "αν και δεν ξεχνώ όσα υποφέραμε από αυτόν, από την εκτέλεση της θείας Έμπερ αλλά και τους πολέμους του στην Ανατολή."

"Εγώ έχω μια απορία," αναφώνησε δειλά ο μικρός Ριχάρδος.

"Πες μας, Ριχάρδε," τον προέτρεψε ο Ίθαν.

"Όταν μίλησες, πατέρα, για έξι διαδόχους εννοούσες και την θετή μας εξαδέλφη, την Φοίβη; Είναι και αυτή στη Ρέισαν τώρα, όπως και οι υπόλοιπες;" Εξήγησε ο μικρότερος αδερφός.

Έξι ζευγάρια αυτιά περίμεναν καρτερικά την απάντηση του πατέρα τους, μια που γνώριζαν ότι ίσως υπήρχε ελπίδα για την κόρη της λατρεμένης τους θείας, που εδώ και τόσα χρόνια αναζητούσαν.

"Λοιπόν, δεν έχω λαβή γραφή από την ίδια," απάντησε ο Άρχοντας Άνταλον. "Όμως, την περιμένω άμεσα και κάτι μου λέει ότι θα τη δούμε και εδώ. Η θετή σας ξαδέλφη έχει αδιάσειστα δικαιώματα στον θρόνο των Πορφυρογόνων."

"Κι εμείς θα κάνουμε τα πάντα για να τη βοηθήσουμε να τον κατακτήσει," συμπλήρωσε ο Γουίλφρεντ, έχοντας φουντώσει μέσα του ο πολεμοχαρής πολεμιστής.

"Φυσικά," συμφώνησαν ομόφωνα όλοι οι αδερφοί και ο πατέρας τους.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μια ελαφριά ψιχάλα είχε πέσει την ώρα του ξημερώματος στην Ελιθέα, την πρωτεύουσα του Βασίλειου του Πέντοκρατ. Ακόμα κι αυτός ο απαλός ήχος είχε κατορθώσει να ξυπνήσει τον Άρχοντα Θέξον Λάντοβερ και να μην του επιτρέψει να κοιμηθεί ξανά. Ήταν αυτή η ενοχλητική ψιχάλα και το αλλόκοτο προαίσθημα στο στομάχι του, που τον προειδοποιούσε για κάποιο συμβάν. Η τελευταία φορά που το είχε νιώσει ήταν πριν τέσσερα χρόνια περίπου, όταν όδευαν με τον στρατό προς τις Αρχαίες Γαίες και λίγο αργότερα έχασε τον πρωτότοκο γιο του, τον Ρέσεν, από μια πληγή που καλοφόρμισε και μολύνθηκε ανεπανόρθωτα.

Το προαίσθημά του επιβεβαιώθηκε ξανά, όταν διάβασε το μήνυμα που του έφερε ένα γεράκι από τη Ρέισαν. Ο βασιλιάς Δάντης, ο πιο στενός του φίλος, είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στον ύπνο του και επιθυμούσε να βυθίσει την Επικράτεια στο χάος του εμφυλίου πολέμου, παρά να ορίσει μια διάδοχο από τις έξι που είχε.

Ο Άρχοντας Θέξον κούνησε το κεφάλι κουρασμένα και αναστέναξε. Έρχονταν πολύ δύσκολες μέρες. Η στιφνή και αποκρουστική μυρωδιά του πολέμου πλανιόταν στον αέρα. Αναρωτιόταν ποιάς πριγκίπισσας το μέρος θα επέλεγε. Δεν είχε στενή σχέση με καμιά τους, παρά με τον βασιλιά.

Ωστόσο, από το δίλημμα του τον έβγαλε ένα γράμμα ερχόμενο με έναν γερανό από το Ποσπέριους, γραμμένο από την ίδια την Αρχόντισσα της Δύσης, την Αζέλια Άραγκον, μητέρα του Άρχοντα Βέρνον.

Στο γράμμα, του απαντούσε σχετικά με την πρότασή του για γάμο του μοναχογιού του Έινταν με την πρωτότοκη κόρη του γιου της, την Ελοντί. Η γηραιά Άραγκον θεωρούσε αυτή την ένωση καίρια, όμως πρότεινε κάτι πολύ καλύτερο, το οποίο θα ευχαριστούσε και τις δύο πλευρές πολύ περισσότερο. Πρότεινε τον γάμο του νεαρού Έινταν όχι με την Ελοντί, αλλά με την εγγονή της τη Γκαέλ, η οποία ήταν ανάμεσα στις διαδόχους του θρόνου. Υπήρχε μια διαφορά ηλικίας, αλλά δεν είχε σημασία, εφόσον θα ήταν ταιριαστό ζευγάρι. Αυτή η ιδέα δεν είχε περάσει από το μυαλό του Άρχοντα Λάντοβερ και έμοιαζε να του αρέσει ήδη πολύ.

Αμέσως, έγραψε τη θετική του απάντηση στην Αρχόντισσα της Δύσης και την έδωσε στους γραμματείς του για σβέλτη αποστολή.

Αργότερα, συνάντησε τα τέσσερα παιδιά του στο μεσημεριανό δείπνο. Ο Έινταν καθόταν στα δεξιά του, φορώντας μια πουκαμίσα που κάποτε ήταν λευκή, ενώ τώρα είχε λερωθεί από χίλια δυο χρώματα, από τις άσκοπες ασχολίες του. Ο διάδοχος του, όταν δεν ασχολούνταν με κάποια υποχρέωση που του είχε ανατεθεί, εργάζονταν με τις ώρες μέσα ή έξω από το κάστρο, σε έναν καμβά με μια τεράστια παλέτα χρωμάτων, ζωγραφίζοντας ό,τι τον εντυπωσίαζε.

Στα αριστερά του καθόταν η μεγάλη του κόρη, η Ζεφύρα, η οποία είχε γεννηθεί την ίδια ημέρα με την Βίνας, την τέταρτη κόρη του καλού του φίλου. Εκείνη την εποχή, ο βασιλιάς έμοιαζε πανευτυχής και είχε δώσει εντολή οι δυο νεογέννητες να βαπτιστούν την ίδια ημέρα και τίμησε τον Άρχοντα Θέξον με το να γίνει πνευματικός πατέρας της Ζεφύρα. Η κόρη του ήταν η μόνη που είχε την τιμή να γίνει βαφτισιμιά του βασιλιά Δάντη.

Τώρα, η πανέμορφη Ζεφύρα, έτρωγε σιωπηλά, ενώ σιγομουρμούριζε έναν σκοπό και δίπλα της κρατούσε τη λύρα της. Ο πατέρας της την είχε φέρει από την αγορά των Αρχαίων Γαιών, όπου το είχε αγοράσει μετά την παταγώδη αποτυχία του πολέμου του βασιλιά. Ένα πραγματικό έργο τέχνης· φτιαγμένο από ξύλο ελιάς, λαξευμένο από περιβόητο τεχνίτη, διακοσμημένο με μικρά φύλλα χρυσού εδώ και εκεί και οι χορδές της ήταν από ουρά άγριου αλόγου. Εδώ και τέσσερα χρόνια, από τότε που της το είχε φέρει, η Ζεφύρα το είχε ερωτευτεί και συνεχώς είτε το μελετούσε είτε έπαιζε και η θεία μουσική του γέμιζε τους τοίχους του μουντού κάστρου.

Απέναντι του, αντίκρισε τις δίδυμες κόρες του, την Φία και την Έκκα, μόλις δεκατεσσάρων ετών. Τα δυο κορίτσια έμοιαζαν ήδη να ξεπερνούν την αδερφή τους στην ομορφιά κι ακόμα είχαν αναπτύξει μια αξιοζήλευτη μορφή πειθούς, που άλλαζε γνώμη και στο πιο αγύριστο κεφάλι. Είχε αποφασίσει σε δύο χρόνια που θα ενηλικιώνονταν, να τις διόριζε στο δικαστήριο του Πέντοκρατ ή αν τα κατάφερνε στης Ρέισαν. Δε θα επέτρεπε στο ταλέντο τους να χαραμιστεί.

"Λοιπόν, παιδιά μου," είπε δυνατά, για να στέψει την προσοχή τους πάνω του. "Σκέφτομαι να ταξιδέψω στη Ρέισαν για μερικές ημέρες."

"Πώς και το αποφάσισες, πατέρα;" Απόρησε η Ζεφύρα. "Μήπως ο βασιλιάς διοργανώνει κάποια γιορτή;"

"Για την ακρίβεια, ο βασιλιάς και πολύ καλός μου φίλος πέθανε σήμερα το πρωί," εξήγησε με λύπη ο Θέξον Λάντοβερ. "Θεωρώ τουλάχιστον χρέος μου να παρευρεθώ στην κηδεία του, που θα γίνει μεθαυριό. Κι ελπίζω ότι θα με ακολουθήσετε, σωστά;"

"Εάν αυτό επιθυμείς, πατέρα," απάντησε αμέσως η Φία.

"Όχι εσείς οι δίδυμες," πρόφτασε τον ενθουσιασμό τους ο Άρχοντας του Πέντοκρατ. "Το πιο σωστό είναι να με συνοδεύσει ο διάδοχος μου, ο Έινταν και η μοναδική βαφτισιμιά του βασιλιά, η Ζεφύρα. Εσείς θα μείνετε πίσω και θα προσέχετε το Πέντοκρατ για χάρη μου. Θα είστε τα μάτια και τα αυτιά μου."

"Πατέρα, στα αλήθεια πιστεύεις ότι είναι απαραίτητη η παρουσία μας;" Αναρωτήθηκε βαριεστημένα ο Έινταν. "Εγώ νομίζω ότι θα κουραστούμε από τη διαδρομή."

"Αντιθέτως, Έινταν, σκέψου τα προνόμια αυτού του ταξιδιού," του απάντησε με αυτοπεποίθηση ο πατέρας του. "Μια πόλη διαφορετική από το Πέντοκρατ, γνωριμία με το Βασιλικό Συμβούλιο και τις έξι πριγκίπισσες διαδόχους, νέα μέρη να ζωγραφίσεις, νέα μοντέλα να ζωγραφίσεις."

Ο Άρχοντας Θέξον έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη λέξη μοντέλα, έχοντας ακόμα στο μυαλό του την εξαιρετική πρόταση της Αρχόντισσας Αζέλια.

"Αν μας χρειάζεσαι, φυσικά και θα έρθουμε μαζί σου," αποκρίθηκε μαλακά η Ζεφύρα. "Ακόμα κι αν ταλαιπωρήσουμε λίγο στο ταξίδι," πρόσθεσε, αγριοκοιτάζοντας τον αδερφό της.

"Εξαιρετικά," είπε εύθυμα ο Άρχοντας του Πέντοκρατ κι ύστερα έστρεψε πλήρως την προσοχή του στον Έινταν.

"Γιε μου, η παραμονή μας στο παλάτι είναι η τέλεια ευκαιρία να βρεις επιτέλους μια κατάλληλη σύζυγο. Για αυτό, σε συμβουλεύω να κρατάς τα μάτια σου ανοιχτά και να ρωτάς ευθέως για οποία κοπέλα σου τραβήξει την προσοχή. Ειδικότερα, θα σου πρότεινα να παρατηρήσεις τις πριγκίπισσες. Υπάρχουν πέντε ανύπαντρες και αδέσμευτες. Σίγουρα κάποια από αυτές θα εκτιμήσει την εξωτερική σου ευμορφία, για την εσωτερική ούτε λόγος, είναι προφανές."

"Πατέρα, άφησε τις κολακείες και μη με πιέζεις," τον επέπληξε ήρεμα ο μοναδικός γιος του. "Στο έχω ξαναπεί· δεν πρόκειται να παντρευτώ ποτέ, αν δεν εγκρίνω τη νύφη με την καρδιά και με το πνεύμα."

"Εσύ άσε τους πολλούς ρομαντισμούς," του ανταπάντησε ο Θέξον Λάντοβερ. "Με ιδεολογίες ελάχιστοι πρόκοψαν. Αυτό που χρειάζεται είναι δράση και αποφασιστικότητα."

Τότε, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το ρολόι του τοίχου.

"Θα φύγουμε πριν το βραδινό δείπνο," ανακοίνωσε στα παιδιά του. "Ετοιμάστε μερικές αποσκευές και κατεβείτε στην πύλη πριν την ώρα που οι κηπουροί ποτίζουν τους κήπους. Οριακά προλαβαίνουμε να προσκυνήσουμε τη σωρό πριν την κηδεία."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δεν ήμουν πάρα πολύ καλή;

Και το Γουίντεργουολ -που το υπερψηφίσατε- αλλά και το Πέντοκρατ -γιατί αρκετές ζητήσατε ένα μικρό βασίλειο και κάποιο που είχε στενές σχέσεις με τον βασιλιά.

Λοιπόν, στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε την κηδεία του Δάντη, πολλές συζητήσεις μεταξύ των πριγκιπισσών και τη Στέψη (ω ναι) της διαδόχου του!

Οπότε, ετοιμαστείτε για ένα τεράστιο κεφάλαιο με πάρα πολλές εξελίξεις και ανατροπές!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top