Κεφάλαιο 5°
Ένα ψέμα ίσως...
Ίσως και μια αλήθεια...
Πολλά τα ίσως...
Πολλές και οι στιγμές...
°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°°°•°•°°•°•°•°•°•°°
Τα μαλλιά της ήταν ακόμα νωπά από το ντουζ και κρατώντας μια κούπα με ρούμι, βγήκε έξω. Ήταν νωρίς για να έρθει, τα κορίτσια ξαπλωσαν και αναζήτησε λίγο χρόνο με τον εαυτό της.
Παραδέχθηκε χωρίς φόβο, ότι ένιωσε περίεργα στο κοντέινερ. Εκείνο το -μωρο μου- έφτασε διαφορετικά στα αυτιά της και τη προβλημάτισε. Όχι πως ήταν μια δεδομένη λέξη αλλά η Ιφιγένεια ένιωθε τον Χριστόφορο πολύ πιο κοντά της από όσο ο ίδιος πίστευε. Θαρρείς και έβλεπε τον εαυτό της σε εκείνον.
Σε δύο ημέρες ο Πάνος κατέβαινε κάτω.
Η συμπεριφορά της δεν είχε αλλάξει αλλά είχε αρχίσει να αναρωτιέται για πολλά. Δεν ένιωθε καθόλου τύψεις. Αυτό ήταν το βασικό. Ακόμα και η σκέψη ότι τις ένιωθε ήταν εσφαλμένη. Το κατάλαβε όταν επιδίωξε να του δωθεί χωρίς εκείνος να διεκδικήσει άμεσα τη στιγμή τους.
Ανέβασε τα γόνατα στη καρέκλα και έστριψε ένα τσιγάρο. Λάτρευε το ρούμι. Ήταν ίσως το μόνο ποτό που έκανε το κεφάλι της να ταξιδεύει. Όλα τα άλλα δε την έπιαναν καθόλου.
Άναψε το τσιγάρο της και ανακαθισε όρος τα πίσω στη καρέκλα. Ο λαιμός της πονούσε τρομερά ενώ στο μπάνιο είδε και το μέγεθος της ζημιάς. Πάλι καλά που είχαν πιει αρκετά τα κορίτσια. Δεν ήξερε αν έφταναν δύο μέρες για να φύγει εντελώς. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι άμεσα. Ήταν τα αντίποινα του που τον γρατζουνησε; Παρόρμηση της στιγμής; Ώρες ώρες για αυτό έβλεπε τον εαυτό της σε εκείνον. Δε μπορούσε να τον καταλάβει. Όπως δεν καταλάβαινε και την ίδια την ύπαρξη της. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που ελευθέρωσε και ξεγύμνωσε το εγώ της μπροστά του. Σε κάθε περίπτωση έπρεπε να το λήξει.
"Σε δύο είμαι εκεί..." Εριξε το βλέμμα της στην οθόνη και ήπιε δυο καλές γουλιες από το ρούμι της. Μόλις είδε τα φώτα, κατέβηκε ήρεμη. Αποφασισμένη θα έλεγε κανείς.
Ο Χριστόφορος σταμάτησε και τη κοίταξε. Το βλέμμα της ήταν διαφορετικό.
Διάβασε την έκφραση της θαρρείς και είχε μπροστά του ένα καθρέφτη.
"Χωρίς σεξ... Έλα μέσα" δεν κατάφερε να συγκρατηθεί... Του χάρισε ένα χαμόγελο, έκανε το γύρω του αμαξιού και μπήκε μέσα.
"Δε με νοιάζει που πάμε.." τον πρόλαβε πριν μιλήσει
"Καθόλου;..."
"Καθόλου..."
Ήταν αρκετά σοβαρός εξίσου μα δεν της φάνηκε περίεργο. Όλοι οι άνθρωποι είχαν τις στιγμές τους. Η καλοπέραση είναι το μόνο εύκολο. Στα δύσκολα όμως έβλεπες ίσως αληθινά κάποιον.
Ο Χριστόφορος σταμάτησε σε ένα σταυροδρόμι. Ένα γνωστό για εκείνη πια σαν οδηγό σταυροδρόμι. Ευθεία κάτω έβγαζε στη παραλία και στη σπηλιά ενώ από την άλλη ήταν η χώρα των Κυθήρων.
Με το χέρι κολλημένο στο τιμόνι γύρισε και τη κοίταξε σιωπηλός.
"Πάμε όπου νιώθεις -εσύ-" Τόνισε τη λέξη της και εκείνος έκοψε το τιμόνι ευθεία κάτω και πήραν το χωματόδρομο.
Δεν άργησαν να φτάσουν στο μαγαζί.
"Μείνε εδώ..." ζήτησε και κατέβηκε. Ήταν πίσσα σκοτάδι έξω.
Πέντε λεπτά αργότερα η Ιφιγένεια είδε μικρά φωτάκια στη παραλία να ανάβουν ένα προς ένα σαν κεράκια.
Μόλις επέστρεψε , άνοιξε τη πόρτα της και κατέβηκε ενώ εκείνος πήγε στο πορτμπαγκάζ. Έβγαλε από μέσα μια μεγάλη ορθογώνια μαύρη τσάντα και εκείνη του γέλασε.
"Έχω ένα σκοινί μέσα, δύο μαχαίρια και μια μάσκα..." της απάντησε και χαμογέλασαν αυθόρμητα.
"Κλισέ..." του είπε ήρεμη.
"Ίσως..." είπε μονάχα και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. "Είναι σκοτεινά..." της είπε και εκείνη το έπιασε.
Κατηφόρισαν και φτάνοντας κοντά στα φωτάκια η Ιφιγένεια ένιωσε μια γλυκιά θερμότητα να αγγίζει τα μέσα της. Είχε στρώσει τον λευκό καναπέ, κατέβασε ολόγυρα του κουρτίνες και είχε ανάψει δεκάδες μικρά φαναράκια.
"Το κάνεις συχνά αυτό;" ρώτησε τη σκέψη της.
"Για όλα υπάρχει πρώτη φορά. Σωστά;"
"Σωστά..." Μπήκαν μέσα και εκείνη δεν άντεξε. Έσκασε ένα ρημάδι χαμόγελο μέχρι τα αυτιά της.
"Ελα, πες μου... Πώς είναι δυνατόν;" του είπε βλέποντας δύο ποτήρια και ένα μπουκάλι από το ρούμι που έπινε σπίτι νωρίτερα.
"Σε μύρισα...και αν θέλεις να ξέρεις, δύσκολα κάποιος ξεχνάει ένα από τα αγαπημένα του ποτά"
"Με ιντριγκάρεις.." του είπε χωρίς δισταγμό.
"Κάποια στιγμή, θα το έκανα και αυτό" Κάθισαν και εκείνος έβαλε τη τσάντα πλάι του. "Ακόμα δεν με ρώτησες τι έχει μέσα..."
"Δεν χρειάζεται. Θα έχει ένα σκοπό σωστά;"
"Σωστά..." μόλις την άνοιξε όμως, η Ιφιγένεια πετάχτηκε.
"Πες μου ότι μου κάνεις πλάκα σε ικετεύω!" σαν μωρό παιδί τον έκανε στην άκρη , χώθηκε ανάμεσα σε εκείνον και τη τσάντα και άρχισε να σκαλίζει με τα δάχτυλα της τα εργαλεία. "Χριστόφορε πες μου ότι δεν είναι αυτό που νομίζω..."
"Σου άρεσαν έτσι;" είπε και έτσι όπως καθόταν πίσω της, γύρισε ελαφρώς το σώμα του, και ανοίγοντας τα χέρια του τα έκλεισε γύρω της και έπιασε και εκείνος μερικά εργαλεία. "Τι σου είπα το απόγευμα;" έκανε στην άκρη τα μαλλιά της και άφησε ένα φιλί πάνω στη μελάνια της.
"Ότι θα τη φτιάξεις;"
"Άρα το θυμάσαι..."
"Ναι... Απλά δεν είχα φανταστεί το τρόπο .."
Η βαλίτσα ήταν γεμάτη με εργαλεία για κάθε λογής τατουάζ. Μικρές και μεγάλες βελονες, χρώματα και μερικά λευκά χαρτιά...
"Τελικά έπεσε εκείνο το άστρο;" ρώτησε βολεύοντας το κεφάλι του μέσα στο λαιμό της. Εκείνη ακόμα άγγιζε τα εργαλεία σαν μωρό που του έδωσαν παιχνίδι.
"Έπεσε..."
"Έκανες την ευχή σου;"
"Την άκουσες..." γύρισε ελαφρώς το κεφάλι της προς το δικό του και η ανάσα της, έπαιξε με τη δική του.
"Ξέρεις που έπεσε το αστρο σου;" έβγαλε τη γλώσσα του, εγλυψε το σημείο της μελανιας και εκείνη έκλεισε τα μάτια της. "Ακριβώς εδώ..."
"Θα μου κάνεις τατουάζ;"
"Ένα τόσο δα μικρό αστέρι... Αν θέλεις..."
"Και το ρωτάς;" γύρισε ολόκληρη προς το μέρος του και τον κοίταξε. "Πώς είναι δυνατόν..." η απορία στη φωνή της πηρε απάντηση μέσα στα μάτια του.
"Ίσως τελικά μοιάζουμε ένα τσακ παραπάνω. Δε νομίζεις;"
"Ίσως..."
"Πολλά τα -ίσως μωρό μου για δύο μέρες..."
"Και τα -μωρο μου, πολλά επίσης..."
Ο Χριστόφορος εσκυψε, χάιδεψε τα χείλη της με τα δικά του και τεντώνοντας το χέρι του πηρε ένα χαρτάκι και ένα ειδικό μολύβι.
"Αύριο, σηκώθηκες πρωί πρωί, πηγές στη παλιά πόλη και πλάι από ένα φούρνο που είναι στην εκκλησία, είδες ένα γωνιακό ημιυπόγειο...." ξεκίνησε να λέει ζωγραφίζοντας σιγά σιγά ένα περίτεχνο άστρο στο χαρτί "Δεν περίμενες τα κορίτσια .. είχαν πιει και ήθελες να κάνεις βόλτα... Αλλά..."
"Αλλά δεν κατάφερα να συγκρατηθω..."
"Ακριβώς..." μιλούσε τόσο σιγανα και αισθαντικά ενώ μέσα στο χώρο, άρχισε να απλώνεται η θερμότητα από τα σώματά τους και έπαψε να κρυώνει. "Μπήκες και ζήτησες ένα αστέρι... Στο λαιμό..."
"Χριστόφορε;" Η Ιφιγένεια τοποθέτησε τα χέρια της στο πρόσωπο του και εκείνος σήκωσε το υπέροχο γκρι του βλέμμα πάνω της. "Το ξέρεις ότι θα είναι πάντα εκει έτσι δεν είναι;" εκείνος εγυρε πάνω στα χείλη της. Τα φίλησε πεταχτά και μίλησε πάνω τους.
"Εγώ το ξέρω... Το θέμα είναι, εσύ θα μπορέσεις να το βλέπεις;"
"Θα το λατρέψω..." είπε αληθινά
"Το ξέρω... Για αυτό είμαστε εδώ σήμερα..." Τελείωσε το σχέδιο και μόλις της το έδειξε η Ιφιγένεια τα έχασε. Δεν ήταν κάτι τρομερο από θέμα πολυπλοκότητας. Δεν της άρεσαν άλλωστε τα περίεργα. Ήταν ένα άστρο με όλη τη σημασία της λέξης. Όμορφα δουλεμενο και άψογο.
"Είσαι έτοιμη;"
Έλαμπε ολόκληρη...
"Κοίτα να δεις χαρά που σου προσφέρει ένα τατουάζ... Ούτε όταν κάναμε σεξ δεν ελαμπες τόσο .." Σχολίασε χαρίζοντας της ένα στραβό χαμόγελο.
"Τα αγαπάω... Όλα. Κάθε ένα μια ιστορία. Ένα σημάδι... Δε ξέρω πως να σου το εξηγήσω..."
"Νομίζω είμαι ένα ζωντανό παράδειγμα. Δε χρειάζεται..." Πήρε λίγο οινόπνευμα , ετοίμασε το μελάνι και εκείνη μάζεψε τα μαλλιά της. "Ξάπλωσε..."
"Στα πόδια σου;"
"Ναι. Έχω σταθερό χέρι μη φοβάσαι..."
"Δε φοβάμαι..." Ξάπλωσε στα πόδια του έχοντας ελαφρώς το κορμί της προς το πλάι και εκείνος χάιδεψε το σημείο με τα δάχτυλα του πριν βάλει γάντια. Μόλις πέρασε το οινόπνευμα στη σάρκα της η Ιφιγένεια ανατριχιασε.
"Σε θέλω εδώ...." Όπως και το μωρό μου, έτσι και αυτό, ακούστηκε διαφορετικά στα αυτιά της μα δευτερόλεπτα αργότερα έπιασε το κεφάλι της, και το γύρισε ένα τσακ παραπάνω..."Εδω ακριβώς..." Η Ιφιγένεια πήρε μια βαθιά ανάσα.
"Έτοιμη; Δεν έχει πισωγυρισμα μετά..."
"Ξεκινα το επιτέλους..." είχε μια γλυκαδα η φωνή της. Μολις άνοιξε το μηχάνημα και η βελόνα άγγιξε τη σάρκα της, έκλεισε αμέσως τα βλέφαρα της. Δεν είχε στο λαιμό ούτε ένα. Όχι σε εκείνο το σημείο τουλάχιστον. Ήταν μικρό και διακριτικό αλλά ομορφο και κανένα.
Πονούσε κάπως...
"Είναι δύσκολο σημείο. Λεπτή σάρκα...Κοίτα όμως εμένα... Αύριο θα είσαι μια χαρά"
Όσο σχημάτιζε το αστέρι άλλο τόσο εκείνη παραδινόταν στα χέρια του. Ήταν τόσο περίεργο που τον εμπιστεύθηκε. Εκείνος ο άντρας που είδε στη μηχανή και που της προκάλεσε τόσο άσχημα συναισθήματα ήταν ο ίδιος άντρας που δύο μέρες αργότερα, της έκανε τατουάζ στο λαιμό...
Περίεργη αίσθηση...
Όμορφη όμως...
Ζωγράφιζε στο κορμί της και με τα χέρια του άγγιζε το λαιμό της. Πίεζε σε μερικά σημεία και ο πόνος χανόταν αν διαστήματα.
Όταν τελείωσε, έβαλε λίγο κρέμα πάνω ένα μικρό κομμάτι από ζελοφαν, και το έκλεισε.
"Έτοιμη..." Η Ιφιγένεια βολεύτηκε στα πόδια του, και γύρισε ανάσκελα. Ο Χριστόφορος έβγαλε τα γάντια, γέμισε τα ποτήρια με ρούμι και εγυρε προς τα πίσω έχοντας το κεφάλι της στο μπούτι του.
"Δεν ξέρω γιατί έκανα σεξ μαζί σου. Δε το μετανιώνω όμως" χάιδεψε για λίγο τα μαλλιά της και της χαμογέλασε τρυφερά.
"Θέλεις ένα τσιγάρο;"
"Καλύτερα όχι... Κάνω συγκεκριμένο καπνό και..."
Εβγαλε το καπνό από τη τσέπη του και εκείνη έκλεισε τα μάτια της
"Μήπως με παρακολουθείς"
"Γιατί;"
"Κάνουμε ίδιο καπνό με άλλη γεύση..."
"Κοίτα να δεις συμπτώσεις .." είπε και το εννοούσε. "Θες;"
"Αμέ..." Η Ιφιγένεια σηκώθηκε. Ήπιε λίγες γουλιες από το ρούμι και μόλις ο Χριστόφορος έστριψε ένα τσιγάρο της το έδωσε.
"Δε ξέρω γιατί πήγα μαζί σου πάνω από δύο φορές..."
"Στιγμές υποθέτω... Καλοκαίρι, θάλασσα. Λίγο πάθος. Ούτε εγώ κατάλαβα πως έγινε μα έγινε. Το μετάνιωσες;"
"Καθόλου"
Η Ιφιγένεια σηκώθηκε πριν εκείνος στρίψει το τσιγάρο του.
Έβαλε τα πόδια της δεξιά και αριστερά από το κορμί του και κάθισε πάνω του.
"Σε δύο μέρες έρχεται το αγόρι μου στο νησί..." του είπε και εκείνος πήρε το τσιγάρο της και το άναψε.
"Νόμιζα ότι ήρθες με τις φίλες σου διακοπές και θα έφευγες..."
"Θα μείνω στο νησί για λίγο..."
"Θέλω να τον δω..." εκείνη έμεινε έκπληκτη στα λόγια του
"Γιατί;"
"Για να δω ποιος σε κυκλοφορεί... Είμαι περίεργος"
"Πιστεύεις ότι θα είναι άνετη στιγμή να τον φέρω εδώ;"
"Δε ξέρω. Θα το μάθουμε υποθέτω..." Τράβηξε μια βαθιά τζούρα, την έπιασε από το λαιμό και μόλις εκείνη άνοιξε τα χείλη της, φύσηξε μέσα όλο το καπνό.
Τα στόματα τους έμειναν ανοιχτά να ενώνονται ώσπου η γλώσσα του, μπλέχτηκε με τη δική της και ακολούθησε ένα βαθύ φιλί.
"Το ξέρεις ότι είσαι ελεύθερος να κάνεις ότι θέλεις, έτσι δεν είναι;" του είπε σταματώντας το φιλί τους και παίρνοντας το τσιγάρο από τα χέρια του, κάπνισε εκείνη.
"Από τη πρώτη στιγμή ήμουν..." απάντησε ειλικρινά "Η ελευθερία όμως είναι υπερεκτιμημένη μερικές φορές και ουτοπική..."
"Ήξερες ότι θα κάνουμε σεξ εκείνη τη νύχτα έτσι δεν είναι;"
"Ναι... Όταν θέλω κάτι, το καταφέρνω. Ένα στοίχημα ήσουν με τον εαυτό μου μόλις είδα το δάχτυλο σου να υψώνεται για πάρτη μου..."
"Το ήξερα... Από την ώρα που αναδυθηκες μπροστά μου, το ήξερα. Άντρες σαν εσένα, έχουν έντονο εγωισμό. Βάζουν ένα δόλωμα και αν δε βγει το ψάρι δεν ηρεμούν..."
"Κάθε βράδυ πήγαινα με άλλη γκόμενα Ιφιγένεια..."
"Δεν είχα αμφιβολία..."
"Τρεις μέρες τώρα όμως, πάω με σένα..." παραδέχθηκε.
"Δύο..." του είπε σιγανα
"Ξημερώνει..." της ψιθύρισε και την έπιασε από τη μέση "Τρεις..." εγυρε προς τα χείλη της και εκείνη υποδέχθηκε τη γλώσσα του ξανά. Τα δάχτυλα της, γαργαλησαν το λαιμό του και η καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά.
"Δεν είναι το σεξ αυτό που σε κάνει να πας με κάποια μωρό μου... Είναι εκεί που βρίσκεται το κορμί σου... Είμαι εδώ. Άρα τρεις..." ο Χριστόφορος έσπασε πρώτος το φιλί.
"Έχεις αγαπήσει;"
"Βαριά λέξη Ιφιγένεια..."
"Εντάξει... Έχεις ποθήσει;"
"Ναι..."
"Βρήκες ανταπόκριση;"
"Ναι..."
"Γιατί είσαι ελεύθερος τότε;"
"Γιατί δεν ήθελα να της κάνω μαλακία... Αυτό είναι όλο. Δεν ήθελα να μπλέξω με κοπέλα από εδώ..."
"Σου αρέσει;"
"Ναι..." παραδέχθηκε και εκείνη χαμογέλασε γλυκά μα η απάντηση που ακολούθησε, την έκανε να νιώσει περίεργα "Άλλο όμως είναι το μου αρέσει , άλλο αγαπάω, άλλο λατρεύω, άλλο το ποθώ... Άλλο το γουστάρω και άλλο το δε μπορώ να πάρω τα χέρια μου πάνω από ένα κορμί..."
Υπήρχε μια ηρεμία διάχυτη στην ατμόσφαιρα και στο διάλογο τους.
Μια γαλήνη που ταίριαζε άψογα στο ήλιο που έβγαινε σιγά σιγά.
"Τι ευχή έκανες;" η Ιφιγένεια χάιδεψε το σχέδιο στο λαιμό του χωρίς να δώσει συνέχεια στα παραπάνω. "Θέλω να μου πεις, την ιστορία πίσω από κάθε σου τατουάζ..."
"Είναι πολλές..."
"Διάλεξε τις πιο έντονες..."
"Ευχήθηκα να μη γνωρίσω ποτέ μια γυναίκα που θα με κάνει να χάσω τον εαυτό μου..." απάντησε με ειλικρίνεια "Αγαπάω τον εαυτό μου. Με τα λάθη του, τα καλά και τα κακά..."
"Πληγωθηκες..."
"Ίσως...."
"Σε άφησε;" Ο Χριστόφορος της χαμογέλασε
"Ναι... Εδώ και δεκαοχτώ χρόνια... Με γέννησε αυτή η γυναίκα..." η Ιφιγένεια γλυκανε το βλέμμα της καταλαβαίνοντας αμέσως τι εννοούσε. "Ο πατέρας μου, ακόμα το παλεύει... Της είχε δωθεί. Ψυχή και σώμα.." ο αναστεναγμός της, κόπηκε όταν ένωσε τα χείλη του στα δικά της. "Περασμένα είναι αυτά..."
Η Ιφιγένεια ένιωσε ότι ήταν περίεργο να συζητήσει παραπάνω ένα τέτοιο θέμα.
"Αυτό...;" χάιδεψε ελαφρώς το στήθος του και έβαλε το δάχτυλο της λίγο πιο μέσα από τη μπλούζα.
"Ποιο;" της χαμογέλασε και εκείνη έπιασε τη μπλούζα του, τη τράβηξε προς τα πάνω και την έβγαλε...
"Αυτό..." άφησε το χέρι της σε ένα σημείο του κορμιού του κοντά στο στήθος.
"Ακριβώς εδώ με έπιασες όταν μου είπες να πάω στα βραχάκια να πνιγώ..." της θύμισε
"Είναι παλιό... Βγάζει μάτι"
"Το πρώτο τατουάζ που έκανα..."
"Βρήκες ότι έψαχνες;" ρώτησε αγγίζοντας τη πυξίδα που είχε ζωγραφισμένη στο στήθος.
"Όλη η ζωή είναι ένα ατέλειωτο ταξίδι. Ποτέ δε βρίσκεις κάτι. Ποτέ τίποτα δεν ειναι δεδομένο... Μέχρι να πεθάνουμε, ψάχνουμε..."
"Μου αρέσει το κεφάλι σου.." είπε σιγανα
"Εσύ;" ρώτησε αγγίζοντας τη μπλούζα της και πιάνοντας τη, την τράβηξε και την έβγαλε. Το στήθος της ήταν γυμνό μα η Ιφιγένεια δεν ένιωσε περίεργα. Άπλωσε τα δάχτυλα του και έκανε ένα κύκλο γύρω από το δεξι της στήθος. Ύστερα ακολούθησε τη γραμμή και έφτασε στο αριστερό. Σκιαγράφησε το σήμα του απείρου που είχε σχεδιασμένο ολόγυρα τους και τη κοίταξε.
"Άπειρα τα συναισθήματα, άπειρες και οι στιγμές... Άπειρα όλα..." τα χέρια του χαμήλωσαν στη μέση της και αλληλοκοιταχθηκαν.
"Σε θέλω..." της είπε θαρρείς και περίμενε από εκείνη το -ναι...
"Τελευταία φορά..." έκλεισε το κεφάλι του και το αγκάλιασε με τα χέρια της...
Ο Χριστόφορος φίλησε το λαιμό της προσεκτικά , έφτασε στο σαγόνι της, το δάγκωσε και σταμάτησε στα χείλη της.
"Συνέχεια η τελευταία είναι..."
"Το εννοώ..."
"Κι εγώ..."
Ακολούθησε ένα φιλί υγρό και αργό...
Γυμνωσαν τους εαυτούς τους και πιάνοντας την από τα οπίσθια, την ανασηκωσε και εκείνη βύθισε τον εαυτό του μέσα της.
Την άφησε να πάρει τις αποφάσεις μόνη της και η Ιφιγένεια του έδειξε ένα άλλο πρόσωπο. Κάθε της κίνηση ήταν αργή, κυκλική και το φιλί της ολοένα και ημερευε.
Έφτασαν να αγγίζουν τις γλώσσες τους τόσο σιγά που ήταν θαρρείς και σταμάτησε ο χρόνος.
"Μου κάνεις έρωτα;" τη ρώτησε δαγκώνοντας τα χείλη της...
"Θέλεις να σου κάνω;"
"Αυτό είναι κάτι που πρέπει να κάνω εγώ..."
"Θέλεις να μου κάνεις;" Παιχνιδισαν μεταξύ τους.
Ο Χριστόφορος τη γύρισε πάνω στο καναπέ και χώθηκε μέσα της, ακίνητος.
Έπιασε τα χέρια της, τα σήκωσε πάνω από το κεφάλι και άρχισε να αφήνει υγρά μονοπάτια σε όλο το πάνω μέρος του κορμιού της κάνοντας παράλληλα αργές κινήσεις μέσα της.
Ήξερε να δουλεύει τον εαυτό του αυτός ο άντρας και εκείνη του έδινε το ερέθισμα της απόλαυσης της.
Μόλις το ταξίδι των φιλιών του τελείωσε από το κορμί της και έφτασε στα χείλη της, μπήκε κάπως πιο βαθιά και απότομα. Χωρίς όμως να γρηγορεψει τη κίνηση. Στο τράνταγμα που της χάρισε, εκείνη ανασηκωσε το κεφάλι και τον φίλησε με πάθος.
Της έκανε έρωτα με όλο του το είναι εκείνη τη στιγμή. Στιγμές ήταν άλλωστε η ζωή και είχε χιλιοειπωθει μεταξυ τους.
Όταν ο ήλιος ανέβηκε ψηλά, τους βρήκε μπλεγμενους μέσα στις λευκές κουρτίνες, γυμνούς σώμα και ψυχή και ήρεμους...
Για την Ιφιγένεια ήταν τρομερά περίεργη η ηρεμία που της χάριζε. Ήταν εκείνη η λεπτή γραμμή που το επιφανειακό μεταμορφώνεται σε κάτι εντελώς προσωπικό και εκείνη αυτό, το απόλαυσε ως το τέρμα... Δεν είχαν άλλο χρόνο όμως... Αυτός ήταν ο μόνος που έτρεχε και τους τελείωνε ..
°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°
"Που πήγε δηλαδή πρωί πρωί αυτό το κορίτσι!"
Η Θάλεια με την Εύα έπιναν καφέ στη βεράντα. Είχε πιάσει δώδεκα. Όταν σηκώθηκαν βρήκαν ένα σημείωμα στη βεράντα πως πάει μια βόλτα στη παλιά πόλη, θα έφερνε πρωινό και έτοιμο καφεδάκι.
"Από χθες έλεγε ότι θέλει να πάει στη πόλη. Μίλησες με τον Σωτο;" η Εύα χαμογέλασε
"Ναι... Μου έστειλε καλημέρα το πρωί" η Θάλεια έλαμπε
"Και εμένα ο Νεκτάριος..."
"Φιληθήκατε χθες;"
"Ναι, όταν σε πήγε ο Σώτος στη θάλασσα..."
"Θα προχωρήσεις; Είναι κάπως περίεργο δεν είναι; Η Ιφιγένεια με το Πάνο και εμείς με τα αγόρια..."
"Ναι Θάλεια αλλά ξέρεις κάτι; Μου αρέσει .."
"Και εμένα... Έχει κάτι το μαγικό νομίζω. Ποιος να το έλεγε..."
"Έρχεται! Η Εύα σηκώθηκε βλέποντας το αμάξι να πλησιάζει μα μόλις η Ιφιγένεια σταμάτησε ασπρισε. "Θεέ μου, είχες ατύχημα;" όρμησε κατά πάνω της
"Θα ρίξεις τους καφέδες ηρέμησε!" Η Ιφιγένεια της χαμογέλασε μα μόλις η Εύα κοίταξε καλύτερα το λαιμό της, κούνησε το κεφάλι.
"Δε πας καλά!"
"Τι έγινε;" Η Θάλεια πλησίασε και εκείνη
"Βρήκε τατουατζιδικο. Αυτό έγινε!" αναφώνησε η Εύα και η Ιφιγένεια χαμογέλασε.
"Τι πήγες και εκανες ρε παλαβή; Στο λαιμό σου; Υποτίθεται ήθελες να κρύψεις κι όλας τα τατουάζ από τη πεθερά!" Κορόιδεψε η Θάλεια.
"Ένα αστεράκι έκανα... Το είδα και ξετρελαθηκα. Θα το καλύψω. Προλαβαίνω μέχρι να πάμε"
"Να το δούμε;"
"Όχι! Θέλει μια μέρα... Μελανιασε λιγάκι. Δε ξέρω γιατί..."
"Είναι το σημείο μάλλον..." αποκρίθηκε η Εύα και άρπαξε το καφέ της "Επιτέλους σωστός καφές! Γιατί μόνες μας αυτό που κάνουμε δε πίνεται..."
Χαμογέλασαν και ανέβηκαν στη βεράντα.
"Ακόμα δε πήγαμε για φαγητό με τα παιδιά..."
"Δε ξέρω ρε Θάλεια... Πηγαίνετε εσείς..."
"Έλα μωρέ Ιφιγένεια..."
"Καλά" μόλις την άκουσαν χαμογέλασαν σαν τρελές.
"Λοιπόν, ετοιμαστείτε και πάμε! Θα τους κάνουμε έκπληξη. Τους είπαμε χθες ότι δε θα πάμε στο μαγαζί..."
"Είστε τρελές..."
"Και εσύ περίεργα ήρεμη..." Παρατήρησε η Εύα και η Ιφιγένεια ανασηκωσε τους ώμους της.
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°
"Για τα κορίτσια έκλεισες το καναπέ κάτω;" ρωτησε ο Νεκτάριος "Δε νομίζω να έρθουν σήμερα..."
"Δε τον έκλεισα..."
"Έχει ένα ρούμι επάνω..."
"Μάλλον το ξέχασα από χθες..."
"Ρήγα είσαι καλά; Περίεργος είσαι..."
"Ναι ρε. Όλα καλά..."
"Παιδιά, η Πόπη!" Αναφώνησε ο Σώτος ερχόμενος από το κοντέινερ
"Α ρε τυχερέ... Μέρα παρά μέρα λιώνει το κορίτσι!" τον πείραξε ο Νεκτάριος
Ο Χριστόφορος συνέχισε να σκουπίζει τα ποτήρια.
"Δε βάζεις κανένα ωραίο τραγουδάκι;" γκρινιαξε ο Σώτος
"Δε ξέρω τι να βάλω..." Έσκυψαν πάνω από τον υπολογιστή.
"Να βάλω ξένα σήμερα;"
"Καλημέρα!" στη φωνή τους τα αγόρια γύρισαν και ο Νεκτάριος χοροπηδησε κάπως
"Δεν είπατε ότι δε θα έρθετε;" πλησίασαν στο μπαρ μα το βλέμμα τους έπεσε στην Ιφιγένεια"Τι έπαθες εσύ;" Ρώτησε ο Σώτος περίεργα
"Έκανε τατουάζ η βλαμμένη. Πήγε στη πόλη και το σκάλισε πρωί πρωί!" αναφώνησε η Θάλεια γελαστή
"Α δε πας καλά και εσύ..." σχολίασε ο Νεκτάριος "Έλα να κάνεις παρέα με τον Ρή... Χριστόφορή τόνισε κάπως ατσαλα..."
"Τι πάθατε και ήσασταν όλοι σκυμμένοι έτσι; Χάλασε τίποτα ηλεκτρονικό στο λαπ τοπ; Ο τομέας μου είναι..." σχολίασε η Εύα
"Ψάχναμε μουσική.... Όλο τα ίδια και τα ίδια..."
Η Ιφιγένεια χαμογέλασε
"Βάλτε της Vemily με τον Μάργαρη... Ωραίο ντουέτο και ταιριάζει στην ατμόσφαιρα..." είπε και την κοίταξαν "Γενικά θα σας βγάλει μετά ωραία κομμάτια..."
"Χριστόφορε τι λες;" είπε ο Σώτος και εκείνος έσμιξε τα φρύδια του κοιτώντας την...
"Δε το ξέρω αυτό..." απάντησε ήρεμος
"Ωραίο είναι... Έχει δίκιο η Ιφιγένεια" πήρε θέση η Εύα "Και ταιριάζει τόσο υπέροχα στο τοπίο..."
"Έλα ρε μαλάκα. Βάλτο. Για να λένε τα κορίτσια, ωραίο θα είναι! Ελάτε, κατεβείτε στο καναπέ αν είναι και ερχόμαστε..."
Τα κορίτσια κατέβηκαν και ο Ρήγας έψαξε τo κομμάτι και το έβαλε στα ηχεία...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top