Κεφάλαιο 2°

Η επιμονή , η τρέλα και μια στιγμή...

°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°°°•°••°°•°•°•°°°•°•°•°•°•°

Πριν πάμε στο κεφάλαιο, θα σας παρουσιάσω το μέρος που θα εξελιχθούν οι σκηνές μας... Να έχετε μια εικόνα όπως και εγώ ❤️ πως είναι το μαγαζί, η παραλία, το μέρος και η μαγεία...

Η τοποθεσία είναι στο Μελιδόνι Κυθήρων 🥰
Βρίσκεται κοντά στα Κύθηρα και πας με το αυτοκίνητο...

°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°°•

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε και η Ιφιγένεια έβγαλε το κινητό της αμέσως.

"Δε θα μας σκοτώσεις. Ακόμα κουνιέται. Περίμενε λίγο δηλαδή!" εσκουξε η Εύα μα η Ιφιγένεια ανασηκωσε τους ώμους τους. Άνοιξε το τηλέφωνο, έστειλε ένα μήνυμα στον Πάνο και το έβαλε στη θέση του.

"Κάνεις θαρρείς και δε τους ξέρεις ρε Εύα. Πάει, προσγειώθηκαμε. Όλα καλά"

"Τέλος πάντων. Είστε τυχερές που έχω καλή διάθεση"

"Το ξενοδοχείο και το αμάξι είναι όλα έτοιμα" είπε η Ιφιγένεια

"Έχει δρόμο; Που είναι αυτό το μέρος;" τα κορίτσια ξεκίνησαν να κατεβαίνουν σιγά σιγά.

"Είκοσι λεπτά είναι με το αμάξι. Θα μείνουμε Κύθηρα βέβαια. Αλλά ο Πάνος είπε πως έχει ένα τέλειο μαγαζί στο Μελιδόνι και φυσικές σπηλιές. Βραχάκια και τέτοια..." ενημέρωσε η Ιφιγένεια

"Τρελαίνομαι! Νομίζω θα είναι οι καλύτερες διακοπές μας. Και θα γεμίσω και με φωτογραφίες κάνω στα κρυστάλλινα νερά και τα βράχια!" Η Θάλεια ενθουσιάστηκε

"Να πάμε όμως κι αλλού. Να γυρίσουμε λίγο ρε κορίτσια το νησί!"

"Θα το γυρίσουμε ρε Ιφιγένεια αλλά για να λέει ο Πανούλης ότι εκεί είναι ωραία, κάτι θα ξέρει. Εδώ είναι ο τόπος του" πετάχτηκε η Εύα

"Έχεις ενα δίκιο σε αυτό..."

Τα κορίτσια πήραν τις αποσκευές τους και έκαναν όλες τις διαδικασίες στο αεροδρόμιο για το αυτοκίνητο.

"Κορίτσια θυμήθηκα το ξέχασα!" αναφώνησε ξαφνικά η Ιφιγένεια. "Το χάρτη...γαμώτο!"

"Θα πάρουμε από εδώ έναν τι σκας;" η Εύα ήδη βολεύτηκε στο πίσω κάθισμα

"Ο Πάνος μου είχε σημειώσει τοποθεσίες... Τέλος πάντων. Θυμάμαι μερικές. Θάλεια θα μπεις;" Η Θάλεια κοιτούσε ολόγυρα της στα χαμένα

"Ρε παιδιά... Δεν έχω παράπονο στην Αθήνα ούτε στη Θεσσαλονίκη αλλά..."

"Αλλά;" ρώτησε η Εύα βγάζοντας το κεφάλι της από το παράθυρο

"Ένας κι ένας είναι όλοι..." Η Θάλεια σπάνια εξέφραζε τα συναισθήματα της προς το ανδρικό φύλο τόσο έντονα. "Δε ξέρω τι να διαλέξω!" κορόιδεψε και μπήκε στο αμάξι.

"Κάτι θα βρεις. Άντε πάμε σας ικετεύω... Κουράστηκα. Θέλω να κάνουμε ένα ντουζ και να πάμε θάλασσα!" Γκρινιαξε η Εύα.

"Έχει δίκιο. Και εγώ θέλω να ξεκουραστούμε λίγο..." Η Ιφιγένεια κάθισε στην θέση του οδηγού και έβαλε μπροστά.

"Λίγο όμως! Μετά θα πάμε σε αυτό το χελιδόνι!"

"Μελιδόνι ρε Θάλεια!" Τη διορθωσε η Ιφιγένεια και γέλασαν όλες μαζί. Ήταν αχώριστες. Ήταν από την ίδια πόλη, πέρασαν μαζί στην Αθήνα και η γνωριμία τους ήταν ότι καλύτερο τους συνέβη τα τελευταία χρόνια.

"Όπως και να λέγεται... Ελπίζω να κάνουν ωραία κοκτέιλ. Όχι τίποτα άλλο αλλά δεν έχει και κανένα άλλο μαγαζί εκεί. Θα ξεμείνουμε σε εκείνο"

"Για να είπε ο Πάνος να πάμε, αξίζει" είπε η Εύα και ξεκίνησαν. "Τέλος πάντων. Έβαλα το σπιτάκι στο κινητό. Θα μας οδηγήσω και κάποια στιγμή θα πάρουμε κάθε να χάρτη.

"Κορίτσια;" η Ιφιγένεια ξεκίνησε και αναστεναξε. "Λέτε να πάει καλά όλο αυτό;'

Ίσως τα κορίτσια έκαναν συνέχεια πλάκες μεταξύ τους μα υπήρχαν και οι στιγμές που η μία στήριζε την άλλη, μέχρι αηδιας.

"Ιφιγένεια, μην ανησυχείς. Και στη τελική ξέρεις κάτι;" πήρε το λόγο η Θάλεια "Αν δε τους κάνεις αγάπη μου, κάνεις για το Πάνο. Αυτό πρέπει να σου είναι αρκετό..."

"Συμφωνώ" η Εύα ανασηκώθηκε και έβαλε τους αγκώνες της στα καθίσματα. "Και έχεις εμάς... Μη το ξεχνάς ποτέ. Αν χρειαστεί φεύγουμε αύριο κι ολας. Στα τσακιδια και οι διακοπές και όλα. Πάμε Θεσσαλονίκη και τέλος" η Ιφιγένεια χαμογέλασε γλυκά.

"Σας αγαπάω..." είπε και τα κορίτσια ένωσαν τα κεφάλια τους.

"Θα το προχωρήσετε;"

"Δε ξέρω Θάλεια. Σήμερα πριν φύγουμε μου πέταξε κάτι περίεργα. Θέλει να μείνουμε μαζί.."

"Εσύ;"

"Εννοείται πως θέλω... Δε λέω. Είναι μεγάλο βήμα. Θέλει οργάνωση και θέληση... Μα νομίζω θα τα καταφέρουμε"

"Αυτό εννοείται κοριτσάκι μου .." η Εύα τη σκουντησε ελαφρά "Εσείς είστε ο ένας για τον άλλο. Μη κοιτάς που σας κοροϊδεύω. Καταβαθος ειλικρινά στο λέω, σας θεωρώ αξιοζηλευτους. Ένα τέτοιο θέλω να βρω και εγώ και κάτι μου λέει πως βρίσκεται στο νησί..." είπε χαμογελώντας.

"Κορίτσια φτάσαμε νομίζω..." Η Ιφιγένεια έστριψε σε ένα στενό δρομάκι και σταμάτησαν μπροστά από κάτι που έμοιαζε με μικρό θέρετρο.

"Αυτό είναι;" η Θάλεια έχασε το σαγόνι της.

"Αυτό είναι..." Τα κορίτσια κοίταξαν έξω από το παράθυρο σαστισμένες.

"Α ρε Πανούλη.... Ζωγράφισες αγόρι μου!" Η Εύα βγήκε έξω τρελαμενη. Το σπίτι ήταν υπέροχο. Κουρτίνες ανέμιζαν, δεν υπήρχε κανένα άλλο ολόγυρα , είχε βεράντα και μια μικρή πισίνα στο πλάι. "Κορίτσια δε το πιστεύω!" τσιριξε πλησιάζοντας και άρχισε να τρέχει προς τη πισίνα.

"Όχι με τα ρούχα ρε Εύα!" φώναξε η Θάλεια αλλά ήταν αργά... Είχε ήδη πέσει μέσα...

°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•

"Ρήγα θέλω δύο Μαλιμπού! Τρεις Καρίμπ και ένα Τζακ σκέτο!" αναφώνησε ο Σώτος αφήνοντας του το χαρτάκι πάνω.

"Έλα σε δύο" ο Ρήγας πήρε το χαρτί και έσκυψε αδειάζοντας το πάγο.

"Τρεις σκετους!" ο Νεκτάριος ήρθε και εκείνος και ο Ρήγας ξεφυσησε.

"Πρέπει να βρω άτομο. Δε παίζει να τα βγάζω μόνος τη τρέλα μου..."

"Εμ, στο είπα! Τόσες έρχονται στο νησί. Βάλε μια αγγελία ρε Ρήγα!"

"Έχεις δίκιο. Θα το σκεφτώ..."

"Το είδες το μωρό στο δύο;"

"Νεκτάριε δεν εχω χρόνο ούτε να αναπνεύσω..."

"Φυσάει..."

"Δική σου τότε. Θα βρω κάτι μετά να ασχοληθώ... Μόλις σπάσει λίγο το απόγευμα"

Το μαγαζί το μεσημέρι μάζευε πάντα κόσμο. Ήταν ένας προορισμός κοντά στα Κύθηρα ενώ η τοποθεσία του το έκανε μοναδικό στο είδος του. Ήταν ακριβώς πλαι στα σπήλαια και δεν υπήρχε κανένα άλλο beach bar στη περιοχή. Τουλάχιστον όχι σε ακτίνα τριών χιλιομέτρων. Πράγματι όμως η δουλειά ανέβαινε κάθε χρόνο. Έπρεπε να βρει μόνιμο προσωπικό ή έστω κάτι για να βγαίνει η δουλειά.

Ετοίμασε τις παραγγελίες , σέρβιρε κάνα δυο ακόμα άτομα στο μπαρ και βλέποντας ότι τελειώνει ο πάγος έψαξε για τους άλλους αλλά μιλούσαν.

"Όλα μόνος πρέπει να τα κάνω..." σκέφτηκε φωναχτα και βγήκε για να πάει στο κοντέινερ πίσω στο πάρκινγκ.

"Ρήγα!" μια κοπέλα τον πλησίασε και τον αγκάλιασε.

"Καλώς την. Πώς και απο δω;"

"Είπαμε να ερθουμε για μια βουτιά με τα κορίτσια..."

"Α μπα; Έτσι ξαφνικά;"

"Κακό είναι;"

"Όχι ρε Πόπη, απλά δε σε περίμενα. Αυτό είναι όλο.."

"Λοιπόν, θα κάτσουμε κι αν είναι έρχεσαι μετά εντάξει;"

Η Πόπη ήταν ένα κορίτσι που πάντα γουσταρε αλλά δεν έκανε κίνηση. Ήταν από τα αβγαλτα όπως τα έλεγε, του χωριού. Υπήρχε πάντα στην ατμόσφαιρα ένα φλερτ αλλά δεν ήθελε να της κάνει μαλακία. Όταν ο Ρήγας ήξερε ότι θα έκανε μαλακία, το ήξερε.
Παρόλα αυτά το τελευταίο χρόνο εκείνη όλο και τον πλησίαζε. Μεγάλωνε και έπαυε να είναι κοριτσάκι. Γινόταν μάλιστα μια αρκετά όμορφη γυναίκα.

"Ήρθε το αίσθημα;" ο Σώτος τον πλησίασε και ο Ρήγας του έριξε ένα άγριο βλέμμα.

"Δε πας να φέρεις πάγο και να αφήσεις τις μαλακίες λέω εγώ;"

"Σπάει η κίνηση. Επιτέλους θα κάτσουμε όλοι. Όλοι πίνουν, όλα είναι καλά... Θα πας στη Πόπη;"

"Θα πάω να δω τι θέλουν και ίσως κάνω κανένα τσιγάρο. Θα δω..."

"Έγινε αδερφέ. Πάω για πάγο. Ο Νεκτάριος έχει δουλειά όπως βλέπεις..."

"Ναι, να προσπαθεί να πείσει τη τουρίστρια να τη ξεναγήσει στο νησί. Το βλέπω αυτό..."

"Κάνει και τίποτα άλλο; Τέλος πάντων, εκτός από πάγο θέλουμε κάτι;"

"Φέρε και ένα Τζόνι μπλε. Έχει ένα μαλάκα στο έξι που άδειασε ένα μπουκάλι..."

"Τι είναι αυτό ρε μαλάκα...." Ο Σώτος ξεροκαταπιε κοιτάζοντας προς την είσοδο.

"Ποιο ρε;" ο Ρήγας γύρισε και κοίταξε τρεις κοπέλες που πλησίαζαν.

"Α ρε νησί μου με τα ωραία σου... Αυτό το ξανθό, θα το βγάλω σήμερα... Τι λες;" ο Ρήγας έμεινε να κοιτάζει "Ζεις ρε μαλάκα;"

"Ναι... Σιγά τις γκόμενες ρε..."

"Ήρθε η Πόπη και χαζεψες;" Τον κορόιδεψε "Καλά μη φας, θα το πάρω πάνω μου..."

Ο  Σώτος έφυγε και ο Ρήγας χώθηκε μέσα από το μπαρ. Τις είδε να πηγαίνουν τέρμα κάτω στο σταντ. Δεν έλεγε ψέματα ο Σώτος. Απέφευγε να ρίξει γκόμενα μπροστά στη Πόπη. Ίσως επειδή ήταν από το ίδιο νησί και υπήρχε πάντα αυτή η ένταση μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, η μια από αυτές, ήταν το κάτι άλλο... Είχε στα μπούτια της όμορφα στολισμένα δύο τατουάζ , στα χέρια της επίσης και ήταν σίγουρος ότι θα υπήρχαν αρκετά και στο κορμί της. Ήταν περίεργος και ηθελε να τα δει από κοντά. Από χαγκομενες είχε πάρει ένα σωρό μα όταν έριχνε γυναίκες σαν αυτή πάντα έκαναν το καλύτερο σεξ. Ήταν ψαγμενες. Ήξεραν να δουλέψουν το κορμί τους.

"Να πάω στο πέντε;" ο Σώτος άφησε το Τζόνι και το πάγο στο μπαρ.

"Περίμενε να φέρω λίγο το καπνό από τη μηχανή γιατί τελείωσε. Μην έρθει κανείς και ζητήσει τίποτα, και πάνε μετά..."

Ο Ρήγας βγήκε στο πάρκινγκ μα σύντομα άρχισε να μαλώνει με τη σέλα που δεν άνοιγε.
"Τη τρέλα μου μέσα! Τι σε έπιασε τώρα..." Με την άκρη του ματιού του , είδε εκείνη τη κοπέλα να βγαίνει. Έπιασε αμέσως το βλέμμα της πάνω του. Ο Ρήγας δαγκωθηκε. Το καυτό της τζιν, το κορμί της... Τα οπίσθια της. Ήταν ότι έπρεπε για να βγάλει τη μέρα και να έχει κάτι να παίζει κι ας ήταν η Πόπη στο μαγαζί. Θα έβρισκε τρόπο. Πήρε το καπνο μα δεν έφυγε...
"Πάλι μάζεψε άμμο... Θα τρελαθώ μα το θεό!" Φώναξε παραπάνω για τον ακούσει. Πάλι τον κοίταξε. Είχε μάθει πια να νιώθει κάθε βλέμμα. Την είδε να ανοίγει το πορτμπαγκάζ και να γδυνεται. Τα πόδια του πλησίασαν μόνα τους. Και για άλλη μια φορά βγήκε σωστός. Η πλάτη, η κοιλιά... Ακόμα και γύρω από το στήθος της, το δέρμα της ήταν ζωγραφισμένο.

"Με συγχωρείς..." της είπε και μόλις γύρισε και την είδε από κοντά, σκαλωσε στα μάτια της. Ήταν καταπράσινα.  "Παίζει να έχεις κινητό πάνω σου; Να κάνω μια κλήση; Κόλλησε η μηχανη και ήρθα απλά για να πάρω ποτά..." χιλιοφορεσε μια φράση στα χείλη του. Εκείνη τον επεξεργάστηκε. Ένιωσε το βλέμμα της να κολλάει στο πρόσωπο του τονώνοντας το εγώ του ακόμα πιο πολύ.

"Εμ... Ναι, έχω. Μισό λεπτό..." σήκωσε το φόρεμα της ξανά μα εκείνος τη χαζεψε για λίγο.

"Και χωρίς αυτό πάντως, κορμάρα έχεις..." είπε σιγανα τη σκέψη του.

"Ορίστε;" Το πρόσωπο της άλλαξε. Συνήθως κοκκίνιζαν στο κομπλιμέντο. Εκείνη όμως έσμιξε τα φρύδια της και σήκωσε το ένα  έντονα.

"Λέω ότι κρίμα είναι να κρύψεις τα τατουάζ σου..."

"Καμιά φορά, επιβάλεται..." Η φωνή της ήταν πιο μαζεμένη από ότι η έκφραση του προσώπου της.  "Δώσε μου μισό..." μπήκε στο αμάξι και βγαίνοντας του έδωσε το τηλέφωνο της. Δεν ήθελε κάτι άλλο. Του ήταν αρκετό.
"Ορίστε. Κάλεσε όποιον θέλεις..."

"Ευχαριστώ..." το πήρε , έγραψε τον αριθμό του, το αποθήκευσε και ύστερα κάλεσε...

"Έχεις κινητό; Με δουλεύεις;"

"Τώρα έχω και τον αριθμό σου..." της έκλεισε το μάτι και της έδωσε πίσω το κινητό της όπως έκανε κάθε άλλη φορά.

"Δε πας καλά αγόρι μου! Και εγώ νόμιζα ότι χρειάζεσαι βοήθεια..." η γκόμενα αγριεψε και του προκάλεσε το ενδιαφέρον του ακόμα πιο πολύ. Καμιά δε του έκανε τη δύσκολη. Μερικές φορές συνέβαινε αλλά πάντα τις έριχνε στο τέλος.

"Μα χρειάζομαι... Ίσως όχι τώρα, αλλά το βράδυ..." Της πέταξε το υπονοούμενο απτόητος

"Βλέπεις εκείνα τα βραχάκια;" Τον πλησίασε και άγγιξε το στήθος του. Άνετα θα τη πετούσε μέσα στο αμάξι να της αλλάξει τα φώτα. Το χαμόγελο της δε, προκάλεσε τον ανδρισμό του χωρίς αναστολές.
"Μπορείς να πας να πνιγείς; Για να με γλιτώσεις από το κόπο να σε βρίσω κι όλας..." τράβηξε το χέρι της , απομακρύνθηκε και έκλεισε το πορτμπαγκάζ. Ο Ρήγας χαμογέλασε. δε τη περίμενε την απάντηση της. Τον ιντριγκαρε..

"Χριστόφορος..." συστήθηκε και φόρεσε το πιο γοητευτικό του χαμόγελο.

"Μπράβο σου Χριστόφορε. Χαίρομαι που ξέρεις να λες το όνομα σου!" του είπε και τον προσπέρασε αφήνοντας τον κάγκελο.

"Θα το μάθω και το δικό σου μη σκας!" της φώναξε μα εκείνη ύψωσε το μεσαίο της δαχτυλο χωρίς να γυρίσει και μπήκε στο μαγαζί. "Μου αρέσουν τα δύσκολα παναθεμα σε..." ψέλλισε "Μέχρι το βράδυ, θα σε έχω όμως..." έβαλε ένα στοίχημα με τον εαυτό του και μπήκε μέσα.

Ο Σώτος είχε ήδη πιάσει τη κουβέντα με τη φίλη της στο μπαρ. Είχε ετοιμάσει και τα ποτά και εκείνη τα πήρε και εφυγε προς το σταντ.

"Εκατό ώρες έκανες...!" γκρινιαξε "Αλλά δεν έχω παράπονο... Σου είπα ότι το ξανθό , το θέλω... Εύα με το όνομα... Θα γίνω ο Αδάμ και  η νύχτα θα κυλήσει σαν όνειρο..."

"Καλά μη παίρνεις κι όρκο..." ο Ρήγας μπήκε μέσα από το μπαρ

"Γιατί; Έλιωσε σαν παγωτό το μωρό..."

"Η Πόπη πήρε τίποτα;"

"Ναι. Ήρθε και εκείνη... Τρία καφεδάκια. Χαλαρά πράματα. Για τη Πόπη μιλάμε.."

"Τι γίνεται ρε παιδιά;!" ο Νεκτάριος τους πλησίασε και ο Ρήγας τον άγριοκοίταξε

"Αποφάσισες να εμφανιστείς;"

"Όσο να ναι... Άλλαξα το ενδιαφέρον μου..." είπε δείχνοντας προς το σταντ.

"Μαλάκα μου, ζεις μέσα στο κεφάλι μου!" Πετάχτηκε ο Σώτος. "Μακριά από το ξανθό όμως μη γαμηθουμε. Το μελαχροινό δε το κόβω να σου κάθεται... Σε κανένα βασικά. Δύσκολο γκομενάκι. Το σγουρομαλλικο όμως ίσως..."

"Μίλα ρε ηλίθιε πιο όμορφα...!" Απηυδησε ο Νεκτάριος. "Γυναίκες είναι!"

"Μα δεν είπα κάτι κακό ρε φίλε..!" Υπερασπίστηκε τον εαυτό του αμέσως

"Όπως και να έχει, πάλι καλά έχουμε διαφορετικά γούστα..." Ο Ρήγας σήκωσε το φρύδι και τον κοίταξε "Το σγουρό μου άρεσε και εμένα... Το άλλο το θεωρώ εκτός ορίων. Δε ψήνομαι να παλεύω εκατό ώρες. Αυτά τα κάνει ο Ρήγας!"

"Ο Ρήγας έχει τη Πόπη σήμερα!" πετάχτηκε ο Σώτος.

"Ήρθε η Πόπη;" ο Νεκτάριος έριξε ένα βλέμμα ολόγυρα και την είδε. "Άντε τυχερουλη! Λιώνει για σένα το κορίτσι!"

"Δε φτάνει;" ο Ρήγας έβαλε ένα ποτό και έστριψε ένα τσιγάρο όταν ξαφνικά την είδε να σηκώνεται.

"Αμάν... Το άγριο έρχεται..." ο Σώτος ξεροβηξε.

"Κρατάει το κοκτέιλ;"  απόρησε ο Νεκτάριος

"Τι μαλακία έκανες πάλι ρε;" ρώτησε ο Ρήγας σίγουρος ότι το γυρίζει πίσω.

"Τίποτα ρε. Όπως τα είπες έτσι τα έκανα!" 

"Σίγουρα ρε; Δε τη βλέπω να έρχεται με καλές προθέσεις..." Πετάχτηκε ο Νεκτάριος μα σώπασαν όταν η Ιφιγένεια έφτασε στο μπαρ. Έριξε ένα έντονο βλέμμα στο Ρήγα και άφησε το ποτό στο πάγκο.

"Αυτό δεν είναι Μάι-Τάι..." είπε σιγανα

"Εγώ μια χαρά το βλέπω..." της απάντησε αμέσως κοιτώντας το ο Ρήγας.

"Το βλέπεις! Θέλεις να το γευτείς;" ο Νεκτάριος έφυγε με ελαφρά πηδηματακια το ίδιο όμως και ο Σώτος που έφτιαξε τα κοκτέιλ. "Το ρούμι είναι εντάξει, το Κουρασάο επίσης γιατί σκεπάζει τη γεύση, μα δεν έχει σιρόπι μέσα... Μόνο ροδονερο ..."

Η Ιφιγένεια σπάνια έκανε παράπονο για ποτό. Ίσως ποτέ. Μα την εκνεύρισε ο τύπος και ήθελε να του τη πει με κάθε τρόπο μόλις κατάλαβε ότι δουλεύει εκει. Το κοκτέιλ ήταν παράδεισος και ευκαιρία αφού πράγματι έλειπε το αμύγδαλο από μέσα.

Ο Ρήγας σήκωσε το φρύδι, πήρε το ποτό της και δοκίμασε. Το βλέμμα του αμέσως έψαξε το Σώτο μα ήταν άφαντος.

"Βλέπω ξέρεις από κοκτέιλ..." είπε και γυρίζοντας πήρε ένα άδειο ποτήρι.
"Θα σου φτιάξω άλλο... Κερασμενο..."

"Δεν χρειάζεται. Δε θέλω τίποτα κερασμενο"

"Περάσαμε τόσο όμορφα εκεί πίσω..." είπε πονηρά και βάζοντας τα χέρια του πάνω στο πάγκο, τη κοίταξε έντονα "Ένα ποτάκι να μη κεράσω;"

"Να κεράσεις... Φυσικά και να το κάνεις. Έχεις ένα ολόκληρο μαγαζί με γκόμενες που περιμένουν ανυπόμονα. Εγώ το δικό μου θα το πληρώσω. Και κάνε γρήγορα γιατί βλέπω ότι αργεις..."

"Αουτς..." είπε πονηρά...

"Ούτε το ύφος του εραστή πιάνει..." η Ιφιγένεια ήταν ετοιμόλογη.

"Με πληγώνεις μωρό μου .." Της είπε και εκείνη γέλασε

"Και σίγουρα δεν είμαι ούτε το μωρό σου... Αργείς όμως..." τα πονηρά της μάτια του προκάλεσαν ανάμεικτα συναισθήματα ενώ η γλώσσα της, έπαιζε άσχημο παιχνίδι με την ιδιοσυγκρασία του.

"Μπορώ τουλάχιστον να μάθω το όνομα σου; Ή μήπως είναι επτασφράγιστο μυστικό;"

"Όχι δε μπορείς..." είπε κοφτά

"Ιφιγένεια άντε κορίτσι μου!" φώναξε η Θάλεια και εκείνη ξεφυσησε. Ο Ρήγας από την άλλη,  χαμογέλασε με ύφος νικητή.

"Νομίζω μόλις σε πρόδωσαν οι φίλες σου... Τώρα το ξέρω..."

"Μπράβο σου. Το κοκτέιλ;"

"Ορίστε και το κοκτέιλ..." Της το άφησε και εκείνη το πήρε και έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα.

"Δε με ξέρεις καλά...Καθόλου μα καθόλου καλά..." ψέλλισε βλέποντας τη να φεύγει, "Το βράδυ θα μου έχεις ήδη κάτσει... Κι ας έχεις ίδιο όνομα με το βρακί του Πάνου..."

Ο Ρήγας ούτε ήθελε να ακούει αυτό το όνομα. Παρόλα αυτά, της ταίριαζε. Έβγαζε ένα δυναμισμό πάνω της. Ήταν σίγουρος πως η κοπέλα του Πάνου θα ήταν από εκείνα τα ήρεμα αβγαλτα κοριτσάκια που νομίζουν ότι με μια εξυπνάδα, πατάνε τον άλλο. Αυτή ομως πράγματι πατούσε... Εννοούσε τα λόγια της. Με τόσες γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή και το κρεβάτι του , έμαθε να το διαχωρίζει καλά...

°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°

"Ρε Θάλεια! Είπαμε θα πάμε στη σπηλιά..." γκρινιαξε η Ιφιγένεια

"Ρε κορίτσια... Το ξέρω αλλά..."

"Αλλά τι;" νευριάσε η Ιφιγένεια "Φίλε έπεσες στα κόλπα του; Αυτοί στο νησί μένουν. Περιμένουν πώς και πώς φρέσκο αίμα..."

"Ρε Ιφιγένεια είναι κούκλος..." η Θάλεια κοίταξε τον Νεκτάριο που ήταν στο μπαρ και εκείνος της έκλεισε το μάτι. Είχε πιάσει αργά το απόγευμα πια. Ο κόσμος είχε χαλαρώσει εντελώς.

"Συμφωνώ..." πετάχτηκε και η Εύα διστακτικά

"Όχι και εσύ ρε φίλε..." η Ιφιγένεια ξενέρωσε τη ζωή της.

"Έλα μωρέ... Ένα ποτάκι θα πιούμε με τα παιδιά. Εκτός αυτού, δες και εκείνον στο μπαρ..."

"Σοβαρά τώρα;" απηυδησε η Ιφιγένεια

"Ας μην είχες τον Πάνο και θα σου έλεγα εγώ αν δε το τσιμπουσες..." της είπε η Θάλεια

"Φυσικά και όχι. Σιγά μην έπεφτα για έναν σαβουροπηδ..."

"Ιφιγένεια γλώσσα!" τη κορόιδεψε η Εύα.

"Τέλος πάντων... Κάντε θέλετε. Θα πάω στα βραχάκια μόνη μου και κανονίστε να είστε εδω όταν ερθω. Μη σας ψάχνω!"

"Είσαι τέλεια ειλικρινά!" αναφώνησε η Θάλεια η οποία ήταν η πιο χαρούμενη. Τα αγόρια τους πρότειναν να μείνουν για ένα ποτό το βραδάκι και είχαν ήδη περάσει δύο ώρες που ήταν εκεί.

"Μαλάκας είμαι αλλά τέλος πάντων. Απλά να μη σας ψάχνω, οκ;"

"Ούτε εμείς εσένα!" της είπε η Εύα. "Μη πας εκεί και σε πάρει ο ύπνος!"

"Μην ανησυχείς. Κάντε εσείς το φλερτ σας και εγώ μια χαρά θα είμαι..." Πήρε τα πράγματα της, και τις άφησε πίσω.

Δεν είχε θέμα που φλέρταραν. Μα μόλις κατάλαβε ότι δουλεύουν όλοι εκεί, η Ιφιγένεια δεν ήθελε να μπλέξει σε αυτό το τρίο ούτε όμως να τους κρατάει και φανάρι.
Το βραδυνό μπάνιο άλλωστε ήταν αδυναμία για εκείνη. Θα τους άφηνε καμιά ώρα και θα επέστρεφε.

Αποφάσισε να περπατήσει. Δεν είχε ήλιο πια και θα απολάμβανε τη βόλτα στην παραλια.
Εκείνη η σπηλιά φάνταζε μαγική στο κεφαλάκι της. Από το μεσημέρι ήθελε να κολυμπήσει στα νερά της. Ηταν σίγουρη πως ισως θα είχε κόσμο μα όσο πλησίαζε στο κολπακι έβλεπε ότι ήταν έρημα.
Με το Πάνο δεν είχαν μιλήσει ακόμα. Του είχε στείλει μήνυμα αλά δεν απάντησε αμέσως ως συνήθως.

Η Ιφιγένεια έφτασε και σιγά σιγά έκανε το γύρω από τα βράχια. Η σπηλιά δεν ήταν μεγάλη. Ήταν όμως αρκετή για εκείνη. Μπαίνοντας μέσα έμεινε άναυδη...
Ήταν καλύτερα από ότι φανταζόταν. Δεν υπήρχε ψυχή. Ένα άνοιγμα ψηλά στην οροφή, άφηνε τον έναστρο ουρανό να σκάει στα μάτια της και πέταξε αμέσως τα πράγματα της κάτω. Δεν είδε κανένα στη διαδρομή, αλλά αποφάσισε να ελέγξει λίγο το μέρος. Μόλις σιγουρευτηκε ότι δεν ήταν κανένας, έβγαλε το φόρεμα της, ύστερα έβγαλε και το μαγιό και τα άφησε όμορφα στην άκρη. Και κάποιος να ερχόταν θα άρπαζε αμέσως το φόρεμα. Ήθελε να νιώσει εκείνα τα νερά σου έπακρο. Να ξεγυμνωθει στη φύση και να απολαύσει την αίσθηση.

Μπήκε στο νερό και αμέσως βούτηξε το κεφάλι της μέσα... Ήταν ζεστά ακόμα...
Βγαίνοντας, πέρασε τα χέρια της στο πρόσωπο της, καθάρισε τα νερά και απλώνοντας τα στα βράχια πίσω της, ξάπλωσε ελαφρά κοιτάζοντας προς το άνοιγμα. Τα πόδια της επέπλεαν ήρεμα, το κεφάλι της εγυρε προς τα πίσω και κοίταξε τα αστέρια...
Χάθηκε τόσο που ούτε αντιλήφθηκε το μακροβουτι που έκανε κάποιος στο άνοιγμα της σπηλιάς μέχρι που πρόσεξε μια κίνηση κάτω από το νερό και σαστισε...

🥰❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top