Κάποιος περπατάει πάνω στα ξερά φύλλα
Ο δυνατός, πρωινός ήλιος διαπερνά τα βλέφαρα μου και φτάνει μέχρι τα μάτια μου καταφέρνοντας έτσι να με ξυπνήσει. Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό όταν σηκωθώ από το κρεβάτι μου είναι η βραδινή μου συνάντηση με την Νικολέτα και τον Λουκά. Αφού ετοιμάζομαι κατεβαίνω κάτω στην κουζίνα και αντικρίζω την μαμά και τον μπαμπά μου να τρώνε πρωινό.
Μαμά Ήβη: Κάθισε να φας μαζί μας Ήβη.
Ήβη: Δεν πεινάω.
Λέω κάπως απότομα και φεύγω. Από τον φόβο μου δεν μπορώ να φάω ούτε μπουκιά. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ, ότι θα έφευγα κρυφά από το σπίτι μου για να πάω να κυνηγήσω έναν ληστή. Όσο το σκέφτομαι μου έρχεται να τα παρατήσω και να μην πάω, αλλά δεν μπορώ με τίποτα να αφήσω μόνους τους την Νικολέτα και τον Λουκά είναι πολύ επικίνδυνο. Φτάνω στο σχολείο μου και εκεί βλέπω την Τζούλια και την Νάταλι να με πλησιάζουν περπατώντας λες και κάνουν πασαρέλα. Ωχ! Αυτές μου έλειπαν τώρα. Τι να θέλουν άραγε;
Νάταλι: Ήβη, θα ήθελα να σε προσκαλέσω στο πάρτι γενεθλίων μου.
Ήβη: Α, αλήθεια!
Προσπαθώ να κάνω την χαρούμενη, ενώ δεν είμαι καθόλου. Πραγματικά δεν έχω καμία όρεξη να πάω στο πάρτι της. Είμαι σίγουρη πως θα είναι απαίσιο.
Νάταλι: Φυσικά και θα ήσουν καλεσμένη Ήβη μου. Όλο το σχολείο είναι.
Ήβη: Πότε θα γίνει;
Λέω παίρνοντας την πρόσκληση που μου δίνει η Τζούλια.
Νάταλι: Όλες τις πληροφορίες που θα χρειαστείς τα γράφει μέσα η πρόσκληση. Εμείς πρέπει να φύγουμε για να ειδοποιήσουμε και τους υπόλοιπους. Τα λέμε στο πάρτι!
Είπε και απομακρύνθηκαν από εμένα. Εγώ κρατώντας την πρόσκληση που μου είχε δώσει κατευθύνθηκα προς τον Λουκά και την Νικολέτα στην άλλη πλευρά της αυλής.
Λουκάς: Γεια σου Ήβη. Σήμερα γράφουμε ξανά την πρώτη ώρα δεν πιστεύω να μην έχεις διαβάσει;
Ήβη: Όχι έχω διαβάσει.
Νικολέτα: Τι έχεις Ήβη δεν μου φαίνεσαι και πολύ καλά.
Ήβη: Δεν είναι κάτι το σημαντικό. Απλώς είμαι αγχωμένη για το βράδυ.
Λουκάς: Μα δεν χρειάζεται τα έχουμε κανονίσει όλα.
Ήβη: Ναι δεν είναι αυτό απλά...
Νικολέτα: Απλά τι;
Ήβη: Φοβάμαι το σκοτάδι.
Λέω και κοιτάω ντροπιασμένη το πάτωμα. Είμαι σχεδόν 15 ετών και φοβάμαι το σκοτάδι.
Λουκάς: Μην ντρέπεσαι όλοι φοβόμαστε κάτι, εσύ φοβάσαι το σκοτάδι.
Νικολέτα: Θα έχουμε φακούς μαζί μας. Δεν θα μείνουμε ούτε μία στιγμή στο απόλυτο σκοτάδι στο υπόσχομαι.
Μου είπε και σήκωσα το κεφάλι μου για να την κοιτάξω στα μάτια και της χαμογέλασα αχνά.
Λουκάς: Τώρα νιώθεις καλύτερα;
Ήβη: Ναι.
Είπα και τους κοίταξα απαλλαγμένη πια από το άγχος.
Ήβη: Μάθατε για το πάρτι της Νάταλι.
Τους ρώτησα χαρούμενη πια.
Νικολέτα: Ναι με έχει πρήξει από το πρωί η αδερφή μου. Το καλύτερο πάρτι της χρονιάς και το καλύτερο πάρτι της χρονιάς.
Λέει φανερά εκνευρισμένη η Νικολέτα.
Λουκάς: Θα πάμε;
Ήβη: Δεν ξέρω.
Νικολέτα: Θα πάμε. Άκουσα τόσα πολλά για αυτό το πάρτι που μου έχουν κινήσει την περιέργεια και θα ήθελα να δω αν όντως ισχύουν.
Λέει η Νικολέτα παίρνοντας την απόφαση και για τους τρεις μας.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Είναι εννιά η ώρα το βράδυ και εγώ έχω ήδη ξαπλώσει στο κρεβάτι μου. Πότε δεν ξαπλώνω τόσο νωρίς αλλά σήμερα είναι ξεχωριστή περίπτωση. Κοιτάζω κατά διαστήματα το ρολόι μου στο κομοδίνο και βλέπω πως η ώρα έχει αρχίσει να πλησιάζει. Σηκώνομαι από το κρεβάτι μου σιγά, σιγά χωρίς να ανάψω φως.
Η πόρτα είναι ανοιχτή αφήνοντας μία δέσμη φωτός μόνο να περνάει από μέσα της. Από έξω ακούγονται ομιλίες πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουν κοιμηθεί ακόμα. Έγινε αυτό που φοβόμουνα. Τώρα που δεν έχουν κοιμηθεί θα πρέπει να το σκάσω από το παράθυρο.
Πλησιάζω το παράθυρο διστακτικά και το ανοίγω. Κοιτάζω κάτω και υπολογίζω το ύψος που απέχει από το έδαφος. Είναι γύρω στο ένα μέτρο. Παίρνω το σακίδιο που ετοιμάσαμε μαζί με τα παιδιά όταν ήταν στο σπίτι μου, το περνάω στους ώμους μου και στέκομαι στην άκρη του παραθύρου.
Κάθομαι πάνω του και παίρνω μία βαθιά ανάσα. Με το βλέμμα μου γυρισμένο προς τον ουρανό παίρνω φόρα και πηδάω κάτω. Πέφτω πάνω στο μαλακό χόρτο και φεύγω από εκεί μόνο με μερικές γρατσουνιές.
Κατευθύνομαι προς το σχολείο καθώς ο κρύος αέρας με χτυπάει, με μοναδικό φως το φως μερικών φώτων που υπάρχουν διάσπαρτα εδώ και εκεί σε όλη την πόλη. Σε λίγο είμαι έξω από το σχολείο όπου εκεί με περιμένουν η Νικολέτα και ο Λουκάς. Έχουν ανοιχτούς τους φακούς τους και φωτίζουν το πάτωμα.
Ήβη: Νικολέτα, Λουκά!
Νικολέτα: Γεια σου Ήβη.
Λουκάς: Δεν έχει εμφανιστεί ακόμα κανείς. Τι ώρα είναι;
Κοιτάζω το ρολόι μου για να του απαντήσω.
Ήβη: 10 και τέταρτο.
Εκείνη την στιγμή ακούμε έναν θόρυβο. Κάποιος περπατάει πάνω στα ξερά φύλλα.......
Γεια σας! Συγγνώμη που άργησα να ανεβάσω καινούργιο κεφάλαιο,αλλά δεν είχα έμπνευση και αρκετό χρόνο. Θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο!
Κριστιάνα Πάλλη
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top