Αυτή την φορά θα τον πιάσουμε
Όλοι στραφήκαμε προς το μέρος από το οποίο ακουγόταν ο ήχος, ενώ συνεχίζαμε να είμαστε κρυμμένοι. Ο Λουκάς μας κάνει νόημα να τον ακολουθήσουμε. Μέσα στο λιγοστό φως προσπαθώ να μην χάσω τους φίλους μου αλλά και την ψυχραιμία μου, καθώς περπατάω. Πλησιάσαμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε ώστε να μην μας αντιληφθεί.
Μία λεπτή φιγούρα περνάει ξυστά από τα κάγκελα, δεν μπορούμε να διακρίνουμε όμως σχεδόν κανένα από τα άλλα χαρακτηριστικά του. Φοράει κουκούλα και το φως είναι σχεδόν ανύπαρκτο, είναι αδύνατον να αναγνωρίσουμε αν έχει μακριά ή κοντά μαλλιά ακόμα και αν είναι αγόρι ή κορίτσι. Όταν η φιγούρα προσπαθεί να ανέβει στο σχολείο κανείς μας δεν κρατήθηκε και κατευθείαν τρέξαμε προς το μέρος της. Τα πόδια μου πονάνε από το ξαφνικό γρήγορο τρέξιμο. Αλλά δεν με ενδιαφέρει.
Λουκάς: Ε! Εσύ στάσου εκεί που είσαι.
Σιγά που θα στεκότανε... Σκαρφάλωσε με μεγάλη ευκολία τα κάγκελα και βρέθηκε μέσα στο σχολείο.
Νικολέτα: Και τώρα τι κάνουμε;
Λέει λαχανιασμένη και φανερά αγχωμένη.
Ήβη: Φυσικά και ανεβαίνουμε.
Λέω και πριν προλάβουν να μου φέρουν αντίρρηση, μπαίνω μέσα στο κτήριο προσέχοντας μην χτυπήσω το ήδη πληγωμένο μου χέρι. Οι άλλοι δύο με ακολουθούν.
Νικολέτα: Που είναι τώρα;
Ήβη: Που θες να ξέρω;
Λουκάς: Ας δούμε κοντά στις πόρτες.
Πάμε κοντά στην κύρια είσοδο του σχολείο. Είναι ανοιχτή!!!
Μπαίνουμε μέσα και βλέπουμε τον χώρο. Τίποτα διαφορετικό. Ξαφνικά ένας ήχος σκίζει την σιωπή, κάτι έπεσε κάτω.
Σιγά,σιγά φτάνουμε κοντά στην πηγή του ήχου. Ήρθε από το γραφείο του διευθυντή. Υπάρχει φως μέσα.Μένουμε από έξω και ο Λουκάς κοιτάζει μέσα.
Λουκάς: Δεν είναι κανείς μέσα.
Ψιθυρίζει.
Ακούμε και πάλι έναν ήχο, διαφορετικό αυτήν την φορά. Η Νικολέτα με μία γρήγορη κίνηση παίρνει το κλειδί μέσα από την πόρτα και το βάζει από έξω. Στο τέλος την κλείνει με δύναμη.
Λουκάς: Δεν ακούστηκε από εδώ αυτός ο ήχος.
Νικολέτα: Τότε από πού!
Λουκάς: Από έξω.
Μέσα σε ένα λεπτό οι σειρήνες της αστυνομίας διαλύουν απότομα την απόλυτη ησυχία.
Ήβη: Τι έγινε τώρα; Γιατί ήρθε η αστυνομία.
Λέω και τρέχω γρήγορα να δω από τα παράθυρα. Έχουν έρθει τρία περιπολικά και από ένα βγαίνουν οπλισμένοι οι γονείς μου, μαζί με τον διευθυντή μας. Πλησιάζουν προς το σχολείο.
Τρέχω στο γραφείο για να τους ειδοποιήσω .
Ήβη: Οι γονείς μου και ο διευθυντής έρχονται!
Λουκάς: Που!;
Ήβη: Εδώ που αλλού.
Του λέω νευριασμένη. Ακούμε ήχο από τα κλειδιά και την φωνή του διευθυντή να γεμίζει το χώρο.
Διευθυντής: Ελάτε από εδώ. Αυτή την φορά θα τον πιάσουμε.
Ο Λουκάς μας τραβάει μέσα στο γραφείο και κλείνει σιγά την πόρτα.
Λουκάς: Εδώ μπορεί να μην μας δουν.
Λέει σιγά. Τότε θυμήθηκα κάτι.
Ήβη: Νικολέτα! Άφησες το κλειδί έξω από την πόρτα!!!!!!!
Γεια σας. Συγγνώμη που δεν ανέβαζα για τουλάχιστον ένα μήνα αλλά δεν προλάβαινα. Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο.
Κριστιάνα Πάλλη
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top