Ώρα συνάντησης 10
Ήβη: Λουκά, οι γονείς μου!
Λουκάς: Τι κάνουν εδώ;!
Ήβη: Δεν ξέρω.
Λουκάς: Πήγαινε να μάθεις.
Λέει και με σπρώχνει προς το μέρος τους.
Ήβη: Δεν μπορώ να πάω, φοβάμαι.
Λουκάς: Μην φοβάσαι μπορεί να ήρθαν για το διαγώνισμα της Ιστορίας.
Ήβη: Και είναι καλό τώρα αυτό;
Λουκάς: Προτιμάς να έχουν έρθει για την αποθήκη;
Ήβη: Όχι! Αλλά αν έχουν έρθει για αυτό;
Λουκάς: Δεν θα μάθουμε αν δεν πας.
Ήβη: Καλά.
Λουκάς: Επιτέλους, πήγαινε εσύ και εγώ σε ακολουθώ.
Λέει και ξεκινάμε να περπατάμε.
Ήβη: Μαμά, μπαμπά τι κάνετε εδώ;
Λέω και προσπαθώ να μην φανώ τρομοκρατημένη καθώς κρύβω το χτυπημένο μου χέρι πίσω από την πλάτη μου.
Μπαμπάς Ήβη: Μας κάλεσε ο διευθυντής γιατί παραλίγο να γίνει ακόμα μία κλοπή.
Ήβη: Κλοπή;
Μαμά Ήβης: Συγγνώμη Ήβη, αλλά πρέπει να βιαστούμε να πάρουμε αποτυπώματα από την αποθήκη.
Ήβη: Καλά.
Είπαν και άρχισαν να απομακρύνονται.
Λουκάς: Τι έγινε;
Ήβη: Τους κάλεσε ο διευθυντής για την αποθήκη που παραβιάστηκε.
Λουκάς: Εντάξει, αποτυπώματα δεν αφήσαμε αφού φορούσαμε γάντια οπότε δεν θα μας κατηγορηθούμε για τίποτα.
Ήβη: Εντάξει.
Οι υπόλοιπες ώρες πέρασαν με εμάς να παρακολουθούμε, διακριτικά πάντα, την κυρία Σουζάνα. Μετά από το σχολείο, χαιρετήσαμε την Νικολέτα και αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς το σπίτι του Λουκά. Ενώ εγώ αφηρημένη κοιτούσα το πεζοδρόμιο.
Λουκάς: Λοιπόν, το χέρι σου δεν έχει κάτι σοβαρό. Απλά θα πρέπει να το απολυμάνουμε με οινόπνευμα... Ήβη με προσέχεις, ΉΒΗ!!!
Πετάχτηκα και έστρεψα το βλέμμα μου στον Λουκά όταν κατάλαβα πως μου μιλούσε.
Ήβη: Τι είπες συγγνώμη δεν σε πρόσεξα.
Λουκάς: Το κατάλαβα. Τι σκεφτόσουν;
Ήβη: Τίποτα συγκεκριμένο. Φτάνουμε;
Λουκάς: Ναι σε πέντε λεπτά θα είμαστε εκεί.
Πράγματι μετά από πέντε λεπτά ήμασταν έξω από το σπίτι του. Με την πρώτη ματιά βλέπεις μία απλή μικρή μονοκατοικία τίποτα περισσότερο, αλλά όταν μπήκαμε μέσα από τον φράκτη μία γλυκιά μυρωδιά λουλουδιών εισχώρησε στην μύτη μου και παρατήρησα τον υπέροχο κήπο! Έμεινα άλαλη στο θέαμα. Ήταν στρωμένος παντού με χορτάρι και γύρω από το γρασίδι υπήρχαν φυτά και όμορφα λουλούδια. Ήταν σαν να είχε βγει από παραμύθι!
Λουκάς: Σου άρεσε ο κήπος;
Ρώτησε ο Λουκάς βλέποντας την αντίδραση μου.
Ήβη: Είναι πανέμορφος!
Λουκάς: Ναι, ο πατέρας μου έχει κόλλημα με τα λουλούδια και τα φυτά. Κάθεται με τις ώρες και τα φροντίζει, όταν έχει χρόνο από την δουλειά του.
Ήβη: Τι δουλειά κάνει;
Λουκάς: Είναι δικηγόρος.
Μπαίνουμε μέσα στο σπίτι και κάθομαι στον καναπέ του σαλονιού ενώ περιμένω το Λουκά να φέρει το οινόπνευμα και μία γάζα.
Λουκάς: Ορίστε τα έφερα.
Λέει και αναποδογυρίζει το μπουκάλι με το οινόπνευμα σε ένα κομμάτι βαμβάκι. Το κρατάει εκεί αρκετή ώρα μέχρι το βαμβάκι να ποτίσει καλά από το οινόπνευμα. Κάθεται δίπλα μου και αφού αφαιρεί το πανί με το οποίο τύλιξε την πληγή στο σχολείο, ακουμπάει το βαμβάκι απαλά πάνω στην πληγή. Εκείνη τσούζει αλλά το προσέχω ελάχιστα, απομακρύνει το βαμβάκι από την πληγή και την δένει προσεκτικά με μία γάζα.
Λουκάς: Είναι εντάξει τώρα.
Ξαφνικά θυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει στο αρχείο της υπόθεσης.
Ήβη: Λουκά, θυμάσαι πότε έγιναν οι κλοπές;!
Τον ρώτησα ενθουσιασμένη.
Λουκάς: Όχι και τόσο καλά. Προς τι όμως όλος αυτός ο ενθουσιασμός;
Ήβη: Όλες έχουν ένα κοινό.
Λουκάς: Ποιο είναι αυτό;
Ήβη: Έχουν γίνει όλες βράδυ.
Λουκάς: Ναι αυτό είναι το λογικό.
Ήβη: Γιατί είναι λογικό;
Λουκάς: Ο κλέφτης πρέπει να κρυφτεί για να μπει μέσα και άσε που τις περισσότερες μέρες έχουμε σχολείο το πρωί.
Ήβη: Και έχω δει μερικούς δασκάλους να κυκλοφορούν στο σχολείο και το μεσημέρι και το απόγευμα.
Λέω απογοητευμένη γιατί στην ουσία δεν ανακάλυψα τίποτα.
Ήβη: Πρέπει να φύγω, οι γονείς μου θα με περιμένουν.
Λουκάς: Εντάξει. Τα λέμε αύριο.
Με πηγαίνει μέχρι έξω από το σπίτι και ύστερα αποχαιρετιόμαστε και φεύγω.
Μετά από δύο ώρες....
Είμαι στο δωμάτιο μου εδώ και μισή ώρα, οι γονείς μου λείπουν και εγώ διαβάζω ιστορία. Έχω κουραστεί αλλά πρέπει να διαβάσω. Μεθαύριο γράφουμε ξανά ιστορία ο Λουκάς και εγώ και πρέπει να πάρουμε 20. Μετά από πέντε λεπτά αποφασίζω να κάνω ένα διάλειμμα και να συνεχίσω αργότερα.
Κάθομαι στο κρεβάτι μου και σκέφτομαι. Το βλέμμα μου πέφτει στις φωτοτυπίες της υπόθεσης και τις παίρνω για να τους ξαναρίξω μία ματιά. Βλέπω όλες τις κλοπές και ψάχνω να βρω κάποιο κοινό ανάμεσα τους. Κοιτάζω την κάθε φωτοτυπία ξεχωριστά ξανά και ξανά αλλά δεν βρίσκω τίποτα.
Ξαφνικά παρατηρώ ένα κοινό ανάμεσα τους. Σηκώνομαι ταραγμένη από το κρεβάτι μου και στέλνω μήνυμα στην Νικολέτα.
Εγώ
Πέρνα να πάρεις τον Λουκά από το σπίτι του και
ελάτε τώρα στο δικό μου είναι επείγον!!!!!!!
Λέτα
Ερχόμαστε αμέσως.
Τους περιμένω ανυπόμονη περπατώντας πέρα δώθε στον διάδρομο. Η πόρτα χτυπάει και βλέπω μία λαχανιασμένη Νικολέτα να μπαίνει με φόρα μέσα.
Νικολέτα: Τι έγινε, είσαι καλά;
Με ρώτησε φοβισμένη.
Ήβη: Μία χαρά.
Λέω ενώ τραβάω αυτή και τον Λουκά από το χέρι στο δωμάτιο μου για να τους δείξω τι ανακάλυψα.
Ήβη: Κοιτάξτε εδώ. Όλες οι κλοπές έχουν γίνει μεταξύ 10 το βράδυ και 1.
Λουκάς: Ναι είναι αλήθεια.
Λέει ο Λουκάς παρατηρώντας το και αυτός.
Ήβη: Επίσης οι κλοπές έχουν γίνει κάποιες συγκεκριμένες μέρες. Μόνο την Τρίτη και την Πέμπτη.
Λουκάς: Άρα η επόμενη κλοπή θα γίνει αυτή την Τρίτη μεταξύ 10 και 1 το βράδυ.
Νικολέτα: Κάτι πρέπει να κάνουμε δεν μπορούμε να την αφήσουμε να πραγματοποιηθεί.
Ήβη: Τι όμως;
Λουκάς: Δεν είναι προφανές; Αφού δεν μπορούμε να ειδοποιήσουμε την αστυνομία θα πάμε το βράδυ έξω από το σχολείο και θα πιάσουμε τον ληστή πριν προλάβει να κλέψει.
Ήβη: Δεν ξέρω, είναι αρκετά επικίνδυνο.
Λουκάς: Θα προσέχουμε. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Νικολέτα: Συμφωνώ με τον Λουκά. Εμείς θα πάμε έρθεις δεν έρθεις.
Ήβη: Φυσικά και θα έρθω.
Λέω αποφασιστικά.
Λουκάς: Οπότε την Τρίτη θα συναντηθούμε στις 10 έξω από το σχολείο.
Στις 10 λοιπόν.....
Γεια σας. Τι κάνετε; Συγγνώμη που άργησα να ανεβάσω τόσο πολύ αλλά δεν είχα καθόλου έμπνευση. Θα ήθελα να σας ξαναευχαριστήσω που ψηφίζετε, σχολιάζετε και διαβάζετε την μπερδεμένη υπόθεση. Με κάνετε πραγματικά πολύ χαρούμενη.
Κριστιάνα Πάλλη
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top