Δεύτερος Χρόνος-31
Και οι μέρες περνούσαν κάπως έτσι. Με την Μιρέλα να αποφεύγει μανιωδώς τον Άγγελο και ο δεύτερος να προσπαθεί να την πλησιάσει πάλι.
Δεν παίζει να ρίχνω τόσο χαμηλά τον εαυτό μου. Έλεγε με κάθε χτύπο του κινητού. Πριν κλείσει το κινητό αποφάσισε να το σηκώσει.
"Τι θες ρε μαλάκα πρωί πρωί" η ώρα εκεί ήταν δεν ήταν οκτώ το πρωί. Κατά τα άλλα, καθόλου δεν τον ένοιαζε. Ήταν ανάγκη να του μιλήσει.
"Νομίζω έχω κάνει μαλακία χωρίς να έκανα" είπε κοιτάζοντας τον άσπρο τοίχο του γραφείου του. Άκουσε τον Λάζαρο να ξεφυσάει απο την άλλη γραμμή.
"Περίοδο θα έχει" μουρμούρισε και έχωσε το πρόσωπο του στο μαξιλάρι.
"Ακούς τι λες;" αν μπορούσε θα τον ταρακουνούσε να ξυπνήσει.
"Για μαλακίες με ξύπνησες, μαλακίες θα σου λέω. Τι έκανες πάλι. Γιατί έκανες, είμαι σίγουρος για αυτό" συνέχιζε να έχει το κεφάλι του στο μαξιλάρι.
"Στο ορκίζομαι. Τίποτα. Απλά σταμάτησε να μου μιλάει στο ξαφνικό. Ενώ την προηγούμενη μέρα ήμασταν μια χαρά, μέχρι και ταινία είδαμε"
"Τι ταινία;"
"Ρε μην με δουλεύεις. Σου λέω δεν μιλάει. Ούτε τις σπόντες της δεν πετάει!" είπε απεγνωσμένα. Ο Λάζαρος ανασηκώθηκε.
"Ούτε τις σπόντες;" ρώτησε λες και αυτό για την Μιρέλα ήταν αδύνατο.
"Οχι! Και δεν ξέρω και τι έκανα"
"Καλά, όλο και κάτι θα έκανες"
"Εσύ με ποιανού το μέρος είσαι;"
"Με της Μιρέλας φυσικά, σιγά μην είμαι με το δικό σου" ήξερε πως δεν είχε κάνει κάτι αλλά όλο και κάτι θα έγινε. Μπορεί να έκανε κάποια κίνηση και αυτό να την τρόμαξε. Ξέρει και αυτός;
Πήρε πάλι τον λόγο αφού δεν του απαντούσε. "Τσακωθήκατε; Μήπως της είπε κάτι που δεν κατάλαβες εκείνη την στιγμή που την πείραξε;"
"Οχι. Βέβαια, λίγο πριν αρχίσει να με αποφεύγει είδα την μάνα μου να βγαίνει από το σπίτι" τον άντρα στην άλλη γραμμή τον έπιασε νευρικό.
"Πες το έτσι! Ποιος είδε την κύρια Χριστιάννα και δεν φοβήθηκε! Θα της είπε τίποτα και τρόμαξε μάλλον" ρόλαρε τα μάτια του. Ναι, εντάξει, η Χρίστη δεν φημιζόταν για την καλοσύνη της ώρες ώρες.
"Θα μου το έλεγε είτε η μία είτε η άλλη. Κάτι περίεργο συμβαίνει" απλά δεν ήξερε τι. Στον Λάζαρο ήρθε αναλαμπή.
"Κάνε την να ζηλέψει" πεταξε. Ο Άγγελος ρόλαρε τα μάτια του για εικοστή φορά. Ηξεραν πολύ καλά και οι δύο πως η Μιρέλα δεν είναι τέτοια.
"Εγώ φταίω που σου ζητάω και συμβουλές" του είπε δήθεν ενοχλημένος.
"Α να σου πω! Δεν φτάνει που με ξύπνησες θες και συμβουλές για το πως να πηδήξεις το αφεντ-"
"Καλημέρα Λάζαρε!" του έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα. Είχε ρίξει όντως πολύ χαμηλά τον εαυτό του για να τον πάρει τηλέφωνο. Μπορεί να είχε να του μιλήσει για τέτοιο θέμα από την Μαρίνα.
Ήταν κάτι καινούργιο για τον Άγγελο. Ένιωθε σαν έφηβος που πρέπει πρώτα να πάρει την έγκριση του κολλητού. Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση, ο κολλητός συμπαθεί πιο πολύ την κοπέλα πάρα τον ίδιο.
Η αλήθεια ήταν πως έβρισκε χαζή την ιδέα του Λάζαρου. Πλέον έχουν μεγαλώσει λίγο για να κάνουν τέτοια παιδικά πράγματα.
Μπορούσαν να το συζητήσουν σαν άνθρωποι για να καταλάβει και ο ίδιος τι ακριβώς συμβαίνει.
Άνοιξε την πόρτα του γραφείου του πηγαίνοντας δύο ορόφους πιο κάτω για να βάλει ένα ποτήρι νερό. Εκεί καθόταν η Ζέτα με το κινητό της.
Σήκωσε το κεφάλι της και χαμογέλασε. "Γειά σου Άγγελε"
1990
Το σπίτι ήταν μικρό αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου. Άφησε και την τελευταία κούτα πάνω σε ένα έπιπλο. Κοίταξε γύρω γύρω.
Ω ναι, τα κατάφερε. Πήρε δικό της σπίτι!
Και, εν τέλει, θα πάει κανονικά στην σχολή. Όσο και να μην της αρέσει αυτό δεν κατάφερε να βγάλει άκρη με την γραμματεία. Τσακωνόταν μέρες να την βγάλουν από την λίστα, αλλά όπως κατάλαβε, δεν έφταιγε αυτή.
Καλά όχι πως μπορείς να συνεννοηθείς με τις γραμματείες τις σχολής, αλλά σίγουρα είχε εντολές. Δεν είχε καταλάβει πως αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να το κάνει αυτό.
Οριακά ο Αποστόλης της βρήκε σπίτι. Έψαχνε μανιωδώς όλο το καλοκαίρι μαζί με την Αθηνά μέχρι που απλά ήρθε και τους άφησε δύο κλειδιά.
"Του πατέρα μου ήταν. Δεν το χρησιμοποιεί κανένας εδώ και χρόνια. Είναι και κοντά στις σχολές σας, θα σας βολεύει μια χαρά"
Μήνες μετά έμαθε πως όχι μόνο το χρησιμοποιούσαν, αλλά έδιωξε και όσους έμεναν εδώ για μείνουν αυτές. Τουλάχιστον τους πήγε σε άλλο σπίτι και δεν τους άφησε στον δρόμο τους ανθρώπους.
"Αλήθεια δεν ξέρουμε πως να σε ευχαριστήσουμε" είπε η Αθηνά και μου έκανε νόημα να χαμογελάσω. Αυτός ο ανθρώπος μου έβγαζε κάτι το διαφορετικό. Λογικά να τον χτυπήσω. Αλλά δεν μπορούσα να μην εκτιμήσω αυτή του την κίνηση.
Χαμογέλασα και πήρα τα κλειδιά από το τραπέζι. "Αντε θα μας δείξεις το σπίτι;" τον ρώτησα με ανυπομονησία. Μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι.
Ξανακάντο και το κλειδί θα σου έρθει στο κεφάλι.
"Αλήθεια δεν ξέρω πως μπορούμε να τον ευχαριστήσουμε. Μας βρήκε ολόκληρο σπίτι!" φώναξε η Αθηνά μόλις βγήκε από την κουζίνα. Έφτιαξε ήδη το ένα δωμάτιο.
"Μπορεί να έρθει να πιούμε κάνα καφέ" μουρμούρισε ανοίγοντας την επόμενη κούτα. Δεν της άρεσε η καλοσύνη του. Σίγουρα θα ήθελε ένα αντάλλαγμα.
"Πες του το ετσι και όχι απλώς δεν θα έρθει θα πει συγγνώμη που προσφέρθηκε κιόλας" την ειρωνεύτηκε βάζοντας ένα πράγμα στην θέση του.
"Ρε Αθηνά, δεν γίνεται να μην σου φαίνεται περίεργη όλη αυτή η καλοσύνη! Ποιος άνθρωπος που δεν σε ξέρει σε βάζει σε μια σχολή και μετά σου δίνει και σπίτι;! Σκέψου λογικά. Δεν πιστεύεις πως κάτι μπορεί να ετοιμάζει;" οριακά φώναξε. Δεν μπορούσε να καταλάβει την χαλαρότητα της.
"Νομίζω πως απλά υπερβάλεις. Ο άνθρωπος όντως, είναι πολύ ευγενικός. Αλλά και εσύ δεν γίνεται να μην βλέπεις πως δεν σε βλέπει φιλικά! Προσπαθεί να σε κερδίσει... με τον τρόπο του μεν" της εξήγησε το σκεπτικό της. Το οποίο δεν ήταν και ψέματα.
Ρόλαρε τα μάτια της."Χάθηκε ένα 'Είσαι πολύ όμορφη, θες να βγούμε;' από ποτέ ένας φυσιολογικός άνθρωπος παίρνει σπίτι;" της φαινόταν τρελό το πως έτσι ανοίχτηκε από το να της ζήτηση ένα ραντεβού. Και ας έτρωγε και άκυρο.
"Γιατί αν σε ρώταγε αυτό θα έλεγες ναι;"
"Όχι"
"Σε είδε από μακρυά και κατάλαβε" της χαμογέλασε αθώα και εκείνη την ώρα, χτύπησε το κουδούνι. Η Χριστιάννα κοιτάζοντας την επιθετικά άνοιξε την πόρτα.
"Χίλια χρόνια θα ζήσεις" στην πόρτα της στεκόταν ο Αποστόλης κοιτώντας την με ένα μεγάλο χαμόγελο. Ε, δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει και η ίδια.
"Τακτοποιηθήκατε;" ρώτησε βλέποντας τον χώρο αφού μπήκε μέσα. Κρατούσε κάτι λουλούδια, ηλιοτρόπια. Τα οποία, εν τέλει, τα έδωσε στην κοπέλα μπροστά του.
"Διάβασα κάπου πως φέρνουν την λάμψη όπου βρίσκονται, οπότε το έφερα σαν γούρι για το σπίτι" ήταν σίγουρη πως ήξερε πως ήταν τα αγαπημένα της λουλούδια.
Ένευσε ως ευχαριστώ και εξαφανίστηκε στην κουζίνα για να βάλει τα λουλούδια σε ένα βάζο. Που σκατά έχουμε βάζο;
Παρόν
"Κοπέλα μου είσαι με τα καλά σου; Τι κοπανάς την πόρτα; Μπορεί να ήταν κάποιος μεσα-" η Αγάπη καπανούσε την πόρτα μανιωδώς.
Δεν την άφησε όμως να μιλήσει παραπάνω. "Στο κουζινάκι του έβδομου είναι ο δικός σου με την Ζέτα του μάρκετινγκ" της είπε γρήγορα αλλά σιγά για να μην την ακούσουν απέξω.
Ανασήκωσε τους ώμους."Εντάξει ρε Αγάπη και με τρόμαξες. Μιλάνε οι άνθρωποι, στην ίδια εταιρεία δουλεύουν" καθησύχασε τον εαυτό της αφήνοντας ένα απαλό γελάκι.
"Μιρέλα" την κοίταξε σοβαρά και προσπάθησε να μην χάσει το χαμόγελο από τα χείλη της.
"Ο,τι είχαμε με τον Άγγελο τελείωσε. Για το καλό της εταιρίας και τον ανθρώπων που δουλεύουν εδώ, δεν θα κάνω κάτι για να προκαλέσω" μίλησε τόσο σοβαρά, κάτι που έκανε την Αγάπη να τρομάξει.
"Ναι αλλά όχι και να σου φέρει την γκόμενα μέσα στο σπίτι" έκλεισε την πόρτα πίσω της και έκατσε στον καναπέ που έχει το γραφείο. Ευτυχώς που η Μιρέλα είχε της ανέσεις της στο γραφείο.
Έκατσε δίπλα της παίζοντας το άνετη. Στην πραγματικότητα δεν ήταν. "Δεν θα φέρει καμία μέσα στο σπίτι. Ο,τι και να γίνει θα με ρωτήσει πρώτα" η κολλητή της την κοίταξε ερωτηματικά.
"Μιρελάκι, μην μου το παίζεις εμένα άνετη γιατί σε ξέρω" της χτύπησε απαλά το μάγουλο κοιτάζοντας την αθώα. Την κοίταξε με δολοφονικό βλέμμα.
"Έλα μωρή, λεγε, πόσο καιρό έχουμε να μιλήσουμε για τα δικά σου γκομενικά;" ρώτησε μη περιμένοντας απάντηση.
"Αγάπη σήκω, έχουμε δουλειά" Δεν θα το συζητούσε. Στο κάτω κάτω είχε δίκιο. Στην ίδια εταιρία δούλευαν, όλο και κάτι μπορούσαν να συζητήσουν.
"Έλα μωρεεε. Μην νευριάζεις. Στο κάτω κάτω εσύ τον αποφεύγεις. Αυτός τι να κάνει, να κάτσει να σε περιμένει μια ζωή; Άσε που σε λίγο έχουμε διακοπούλες"
"Τον είδες απλά να μιλάει με μια κοπέλα. Θέλω να ηρεμήσουμε, πενήντα κοπέλες έχει η εταιρία" άρχιζε να την κουράζει αυτή η κουβέντα.
"Όχι οποιαδήποτε κοπέλα" ένωσε τα φρύδια της συνωμοτικά. Εντάξει, ναι, το ήξεραν πως η Ζέτα του είχε μια μικρή αδυναμία.
"Στο κάτω κάτω ακόμα νομίζουν πως είμαστε μαζί, αν βγει με κάποια-" η πόρτα χτύπησε και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η Μιρέλα έστρωσε λίγο τα μαλλιά της και τα ρούχα της ενώ η Αγάπη σηκωνόταν όρθια.
"Περάστε" φώναξε με ένα επαγγελματικό χαμόγελο νομίζοντας πως είναι κάποιο ραντεβού που είχε ξεχάσει ή κάποιος συνάδελφος.
Άνοιξε την πόρτα ο Αγγελος. "Γειά σου Αγάπη" της είπε απαλά και γύρισε να κοιτάξει το αφεντικό του. "Εγώ σχολάω. Ήθελα απλά να ρωτήσω αν έχετε κλειδιά" αυτός ο πληθυντικός την σκότωνε.
Κοίταξε ασυναίσθητα στο σημείο που είναι η τσάντα της προσπαθώντας να θυμηθεί. "Ναι έχω. Γιατί;" Δεν άντεξε και ρώτησε.
"Γιατί δεν θα γυρίσω σπίτι" Δεν είπε τίποτα παραπάνω πριν κλείσει και πάλι την πόρτα. Και οι δύο τους έμειναν άφωνες με αυτό που είπε.
Ήξεραν καλά πως δεν είχε τίποτα προγραμματισμένο για μετά την δουλειά και αν τύγχεναι κάτι θα της το έλεγε. Οπότε μόνο ένα ήταν το σίγουρο.
"Αν σου πω στα λεγα θα με βρίσεις;"
"Μην πεις τίποτα καλύτερα" η φωνή της πρόδιδε αυτοπεποίθηση. Αυτό η κολλητή της το κατάλαβε και πήγε και την αγκάλιασε από πίσω.
"Πάμε για παγωτό;" Δεν ήθελε καν απάντηση.
Ημερολόγιο
11/9/17
Γεια σου Αγάπη,
Έχω καιρό να σου γράψω. Όλο το καλοκαίρι ήμασταν μαζί, μια Αθήνα, μια στην Ρόδο, και μια Χαλκιδική. Όσο ήμουν Αθήνα δεν με κατάλαβες. Χαίρομαι.
Πριν τρεις μέρες έφυγες. Και δεν περίμενα να μου λείπεις τόσο. Άλλαξες, αλλάξαμε. Το ξες πως χάνουμε τα καλύτερα μας χρόνια χώρια; Αν ήσουν εδώ θα σου έλεγα εγώ. Δεν θα μας έβλεπε το σπίτι.
Ήταν υπέροχο καλοκαίρι απλά έχω ένα προαίσθημα πως ήταν το τελευταίο μας καλό.
Όταν γνώρισες τον Ηλία και μετά μου είπες ψιθυριστά ήθελα να γελάσω. Είναι λες και διαβάζεις τους ανθρώπους που είμαι μαζί. Ξες όμως κάτι; Μπορεί σε όλους να είναι μαλάκας αλλά εμένα με αγαπάει.
Ακομα και αν δεν το πιστεύεις. Καλά να σου πω την αλήθεια, ούτε εγώ θα με πίστευα. Ήταν λίγο ξινός, αλλά ούτε εσύ πήγαινες πίσω.
Πάντως την Μαρίνα χαίρομαι που την συμπάθησες. Και αυτή, έχει ακούσει τόσα πολλά για σένα, να ξες σε συμπαθεί πάρα πολύ.
Κρίμα που δεν γνώρισες τον Βασίλη. Την επόμενη φορά θα στον γνωρίσω. Είναι λίγο παρόμοιος σε χαρακτήρα με τον Ηλία αλλά χαμογελάει πιο εύκολα.
Όλοι όμως είμαστε υπέροχοι υποκριτές δεν μπορείς να πεις. Όλοι σου κρύψαμε τέλεια το τι κάνουμε. Ακόμα και τις φορές που έπρεπε να πάω και εγώ σε αποστολές δεν κατάλαβες τίποτα.
Νιώθω άσχημα για αυτό. Δεν έχεις ιδέα πόσες φορές θέλησα να σου πω την αλήθεια. Αλλά δεν θέλω να σε μπλέξω. Νιώθω πως δεν θέλω να στα πω πότε.
Θα διαβάσεις αυτό και θα τα καταλάβεις όλα.
Ελπιζω να μην με μισήσεις.
Σήμερα ήταν φυσιολογικά. Δεν είχε καμία διαφορά από την προηγούμενη χρονιά. Αν εξαιρέσεις το ότι πλέον ήξερα τους πάντες εκτός από τα πρωτάκια και κάνα δυο νέα παιδιά.
Το ένα είναι στην τάξη μου. Πρώτη μέρα αποφάσισε να μου μιλήσει. Εγώ δεν έχω θέμα να κάνω καινούργιους φίλους! Σε αντίθεση με τον Ηλία.
Δεν μου επιτρέπεται πλέον να κάνω φίλους και αυτό είναι το κακό. Δεν ξέρω πως θα ζω την υπόλοιπη ζωή μου έτσι.
Δεν έχω άλλο χρόνο. Πρέπει να φύγω, ο Ηλίας μόλις μου κόρναρε. Αρχίσαμε κιόλας.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top