Κεφάλαιο 19: Η αποκάλυψη
Όλη την μέρα η Εβελίνα κοιτούσε τον Άλεξ περίεργα, όσες φορές βρίσκοταν στον ίδιο χώρο δηλαδή, γιατί όποτε ο Άλεξ ερχόταν στο σαλόνι η Εβελίνα πήγαινε στην κουζίνα, οπότε ο Άλεξ ερχόταν στην κουζίνα η Εβελίνα πήγαινε ξανά στο σαλόνι και αυτό γινόταν ολόκληρη την μέρα.
Την ρώτησα αν συμβαίνει κάτι και είπε "όλα καλά" και με έδιωξε από το δωμάτιο της.
"Ξέρεις τι έχει η Εβελίνα;" έκλεισε ο Άλεξ γρήγορα το τηλέφωνο του αλλά πριν το προλάβει, έπεσε το βλέμμα μου στην επικεφαλίδα με την μαύρη μεγάλη γραμματοσειρά στο πάνω μέρος του άρθρου, είδα ότι διάβαζε κάτι...κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου.
Δεν έχω πλέον χρόνο.
Σήμερα πρέπει να τελειώσει.
Πριν να είναι πλέον αργά.
"Και εμένα μου φάνηκε λίγο περίεργη."
Φαινόταν προβληματισμένος και σκεπτικός.
Μείναμε καθισμένοι στον καναπέ. Εγώ να κοιτάω το κενό και ο Άλεξ να παίζει ένα παιχνίδι στο τηλέφωνο του. Για να μην δω εκείνο που διάβαζε. Αλλά το είχα ήδη δει και θα έκ-
Κατέβηκε η Εβελίνα με μια βαλίτσα στο χέρι. Την κόκκινη της βαλίτσα, εκείνη που της είχα δώσει κάποτε στα γενέθλια της. Εκείνη που είχε φέρει όταν ήρθε να μείνει σπίτι μας. Φεύγει; φεύγει.
Τειναχθήκαμε όρθιοι αμέσως και οι 2 "φεύγεις; γιατί" αφού δεν είχαν φτιαχτεί τα υδραυλικά της. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
"Μίλησα με τους υδραυλικούς του σπιτιού μου..." ωχ. "...φαίνεται ότι τα υδραυλικά φτιάχτηκαν εδώ και 3 μέρες..." ωχ. "...είπαν ότι μίλησαν με κάποιο άτομο που τους τηλεφώνησε και το ενημέρωσαν ότι το σπίτι είναι έτοιμο..." ωχ. "...αλλά αρνούνται να πουν με ποιο" ευτυχώς. Αλλά δεν γίνεται να φύγει.
Όχι ακόμα.
Ο Άλεξ είχε μείνει ακίνητος, άφωνος να την κοιτάζει. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι σκεφτόταν, αλλά μπορούσα να το νιώσω.
Το άρθρο.
Πως να την χωρίσω
Θα με χώριζε για να είναι με εκείνη.
Αλλά τώρα εκείνη φεύγει.
Και εγώ πρέπει να την καθυστερήσω.
Η Εβελίνα στεκόταν και εκείνη ακίνητη και μας κοίταζε, ίσως να περίμενε την αντίδραση μας, όταν όμως κανένας δεν έκανε κάτι, ακούμπησε το πόμολα της πόρτας και το έσπρωξε.
"Περίμενε" πάγωσε το χέρι της στο πόμολο και γύρισε αργά να με κοιτάξει. "Μείνε για βραδινό" ξαφνιάστηκε, σαν να μην το περίμενε. Κοίταξε τον Άλεξ για δευτερόλεπτα όμως φάνηκαν για ώρες.
"Το φαΐ είναι έτοιμο. Μείνε." Είπε ο Άλεξ και τώρα είχε 4 μάτια καρφωμένα πάνω του. Τα μάτια της Εβελίνας γεμάτα έκπληξη και τα δικά μου γεμάτα από θυμό.
Η Εβελίνα δίστασε, νόμισα πως θα αρνηθεί αλλά δεν το έκανε.
Ένιωσα μια μικρή ανακούφιση.
Και μια μεγάλη μαχαίρια.
Όταν τελειώσαμε το βραδινό έβαλα σε όλους κρασί. Τρώγαμε σιωπηλά χωρίς να μιλάμε, αλλά η σιωπή μας ήταν αρκετή για να αποκαλύψει όλα όσα βασάνιζαν τον κάθε ένα από εμάς.
Περίμενα να δράσει το υπνωτικό αλλά η ώρα δεν περνούσε. Κάθε λεπτό περνούσε αργά, σταθερά και βασανιστικά. Κάθε φορά που ο δείκτης του ρολογιού κτυπούσε τειναζόμουν, ένιωθα να ανατριχιάζω.
20 λεπτά μετά κοιμήθηκαν.
25 λεπτά μετά ήμουν έξω από το σπίτι. 40 λεπτά μετά τα φρένα του αυτοκινήτου της Εβελίνας είχαν χαλάσει.
45 λεπτά μετά ήμουν στο σαλόνι ξανά. 55 λεπτά μετά είχαν ξυπνήσει.
Σκέφτηκαν πως τους πήρε ο ύπνος έτσι ξαφνικά. "Ίσως από την κούραση" τους πρότεινα και έδειξαν να συμφωνούν.
1 ώρα μετά η Εβελίνα είχε βγει έξω από την πόρτα μας. Σε λίγο θα είχε πεθάνει. Ή τουλάχιστον θα τραυματιζόταν, τόσο που πλέον δεν θα την ένοιαζε ο Άλεξ, ο δικός μου άντρας.
"Βέρα, Βέρα, έλα να παίξουμε στην πισίνα" φώναζε χαρούμενα η Εβελίνα. Είχε κάτσει έξω από την πισίνα στα γόνατα της και περίμενε να έρθω να παίξουμε. Όπως κάναμε κάθε σαββατοκύριακο στην πισίνα του σπιτιού της. Οι γονείς της ήταν μέσα και δούλευαν και εμείς ήμασταν έξω και παίζαμε.
Περπάτησα στις μύτες των ποδιών μου, προσπαθώντας να μην γλιστρήσω από τα νερά που είχαν βγει έξω από την πισίνα. Η Εβελίνα ήταν απασχολημένη να πλατσουρίζει τα πόδια της στην πισίνα, αλλά πριν το καταλάβει είχε πέσει μέσα στην πισίνα.
Την έσπρωξα
Πνιγόταν
Χτυπούσε τα χέρια της
Χτυπούσε τα πόδια της
Φώναζε
Προσπαθούσε να βγάλει έξω το κεφάλι της
Δεν ήξερε ακόμη καλά να κολυμπάει
Θα πέθαινε
Δεν ξέρω γιατί την έσπρωξα.
Δεν μπορούσα να το εξηγήσω.
Σαν μια φωνή μέσα μου να με προκαλούσε να το κάνω.
Πρέπει όμως να την βοηθήσω, πριν την ακούσουν οι γονείς της.
Πήγα στο κρεβάτι μου και ξάπλωσα στο πλάϊ, κλείνοντας τα μάτια μου με την ελπίδα πως αύριο όλα μου τα προβλήματα θα είχαν τελειώσει. Πέρασαν 20 λεπτά αλλά δεν με έπαιρνε ο ύπνος και ο Άλεξ ακόμη δεν είχε έρθει στο κρεβάτι μας.
"ΒΕΡΑ, ΒΕΡΑ!' Άνοιξαν απότομα τα μάτια μου όταν άκουσα της φωνές της Εβελίνας.
Κτυπούσε μανιωδώς την πόρτα του σπιτιού και φώναζε σαν τρελή.
Έτρεξα κάτω και άνοιξα την πόρτα. Η Εβελίνα είχε λαχανιάσει και έκλαιγε. Αλλά αν η Εβελίνα είναι εδώ και όχι στο αυτοκίνητο της, τότε ποιος ξεκίνησε το αυτοκίνητο που άκουσα πριν;
"Ο Άλεξ!" φώναζε τρομαγμένη. Άρχισα να ίδρωνω και ένιωσα το αίμα μου να παγώνει μέσα στις φλέβες μου.
"Ο Άλεξ...ήθελε να με πάει σπίτι μου και μπήκε στο αμάξι για να οδηγήσει εκείνος αλλά εγώ δεν ήθελα γιατί...τέλος πάντων είπε πως θα βάλει βενζίνη γιατί δεν είχε αρκετή μέχρι εγώ να-"
"Σταμάτα!" Φώναξα και ξαφνιάστηκε, ξαφνιάστηκα ακόμη και εγώ από την φωνή που έβγαλα. Δεν με ένοιαζαν οι λεπτομέρειες, ήξερα ότι μπήκε στο αμάξι, δεν έπιαναν τα φρένα, τράκαρε και...
Πριν ξανά προλάβει να μιλήσει έτρεξα έξω. Έτρεχα στον δρόμο χωρίς παπούτσια, τα πόδια μου μάτωναν αλλά δεν δεν ένοιαζε, έτρεχα μέχρι να τον βρω. Και τον βρήκα. Ήταν εκεί, μέσα στο άσπρο αυτοκίνητο που είχε γεμίσει γρατζουνιές και αίματα.
Σπασμένα τα μπροστινά παράθυρα, τα γυαλιά τους είχαν πεταχτεί σε ολόκληρο τον δρόμο. Το αυτοκίνητο είχε αναποδογυριστεί, μερικά κομμάτια του είχαν ξεκολλήσει και ήταν σκορπισμένα και εκείνα στον δρόμο και στο πεζοδρόμιο δεξιά. Μπροστά από το αυτοκίνητο, στο σημείο που κτύπησε ένα κτίριο, ένα άκτιστο σπίτι στο οποίο το αυτοκίνητο θα είχε συγκρουστεί. Μέσα στο αυτοκίνητο, μέσα από το σπασμένο παράθυρο στη θέση του οδηγού ένα σώμα καλυμμένο από αίματα. Ο Άλεξ. Και όλα αυτά για ένα φρένο. Όλα αυτά εξαιτίας μου. Δεν έπρεπε να μπει εκείνος στο αυτοκίνητο. Δεν έπρεπε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top