Κεφάλαιο 2

Οι γονείς μου ο Πέτρος Παλαιολόγου και η Μαρίνα Μοναστηριώτου γνωρίστηκαν πολύ νέοι, μόλις δεκαοχτώ χρονών, την πρώτη ημέρα φοιτητές στην ιατρική σχολή Αθηνών. Εκείνος προέρχονταν από ευκατάστατη οικογένεια ενώ εκείνη από μεσοαστή, έδεσαν αμέσως, στην αρχή σαν δύο καλοί φίλοι και αργότερα σαν ζευγάρι. Ο Πέτρος ερωτεύτηκε τη Μαρίνα με την πρώτη ματιά αλλά και οι δύο ήταν ντροπαλοί και χαμηλών τόνων γι' αυτό στην αρχή την προσέγγισε σαν φίλος και για να μη τη τρομάξει αλλά και επειδή φοβόταν μη τον απορρίψει. Πέρασαν 6 ολόκληροι μήνες πριν της ζητήσει να βγουν ραντεβού και από τότε ήταν μαζί, για όλους ήταν το τέλειο ζευγάρι και οι δύο αριστούχοι, με όνειρα να διαπρέψουν στον κλάδο της ιατρικής. Στο τρίτο έτος ανακάλυψαν ότι η Μαρίνα ήταν έγκυος στο μοναδικό παιδί που απέκτησαν ποτέ, εμένα την Ηλέκτρα Παλαιολόγου, αποφάσισαν να με κρατήσουν και να παντρευτούν αφού οι γονείς τους αμφότεροι τους διαβεβαίωσαν ότι θα έκαναν ότι μπορούσαν για να τους βοηθήσουν, όπως και έκαναν. Η Μαρίνα μέχρι και τον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης πήγαινε στη σχολή και όταν γέννησε μόλις σαράντησε ξεκίνησε και πάλι να πηγαίνει στη σχολή, τα πρώτα μου χρόνια μεγάλωσα ανάμεσα στο σπίτι μας και τα σπίτια των παππούδων μου, κυριώς στα δικά τους, ειδικά στις εξεταστικές έμενα και τα βράδια εκεί για να μπορέσουν να διαβάσουν οι γονείς μου. Μεγάλωσα με πολλή αγάπη από όλους, μοναχοπαίδι η μητέρα μου άρα το μοναδικό εγγόνι για τους γονείς της και φρόντιζαν να με κακομαθαίνουν, δυστυχώς τους έχασα νωρίς και τους δύο, μέσα σε ένα χρόνο. Όταν ήμουν έντεκα χρονών ο παππούς διεγνώστει με επιθετικό καρκίνο στους πνεύμονες και μέσα σε λίγους μήνες έφυγε, ενώ και η γιαγιά μου που τον υπεραγαπούσε έφυγε έναν χρόνο αργότερα από έμφραγμα στον ύπνο της. Ο μπαμπάς μου έχει μία αδερφή πέντε χρόνια μεγαλύτερη, εργασιομηχανής που δουλεύει σαν χημικός σε μεγάλη φαρμακοβιομηχανία ενώ δεν παντρεύτηκε ποτέ της, δεν ήταν αυτά για εκείνη έτσι έλεγε και από αυτή την πλευρά τόσο οι παππούδες μου όσο και η θεία μου με υπεραγαπούσαν. Ήμουν ένα ευτυχισμένο παιδί που είχα τα πάντα και οι γονείς μου φαινόντουσαν να έχουν ότι ποθούσαν, μία αξιόλογη καριέρα στην ιατρική και μια αξιοζήλευτη οικογένεια ή τουλάχιστον έτσι πιστεύαμε όλοι.

Ο πατέρας μου είχε ακολουθήσει την ειδικότητα της ορθοπεδικής και είχε διοριστεί σε μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο και ασχολούταν και με το ερευνητικό κομμάτι σε συνδυασμό με το πανεπιστήμιο, ενώ η μητέρα μου της γενικής ιατρικής σαν παθολόγος και διατηρούσε δικό της ιατρείο οπού εκεί γνώρισε και τον άνθρωπο που έμελε να είναι μοιραίος για την οικογένεια μας.

Όλα ξεκίνησαν περίπου πριν 3,5 χρόνια όταν ο πατέρας μου δούλευε πυρετωδώς πάνω σε μία έρευνα για τα προσθετικά μέλη σε ανθρώπους με ακρωτηρισμένα άκρα, τον τελευταίο καιρό έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι αφου μετά τη βάρδια του στο νοσοκομείο πήγαινε στο πανεπιστήμιο για την έρευνα του, πολλές φορές τον βλέπαμε στην ουσία μόνο τις Κυριακές, αλλά τουλάχιστουν αυτές φρόντιζε να τις αφιερώνει ολόκληρες σε εμάς και να κάνουμε διάφορες δραστηριότητες μαζί καθώς αισθανόταν τύψεις που μας άφηνε όλη τη βδομάδα μόνες, ενώ μας ζητούσε συνέχεια συγγνώμη και μας έλεγε ότι σύντομα θα επανέλθουμε στους ρυθμούς μας. Εγώ τότε μόλις είχα κλείσει τα 15 και είχα μπει για τα καλά στην εφηβεία οπότε ήμουν απασχολημένη στο μικρόκοσμο μου, με τις φίλες μου και τα αγόρια. Στο σχολείο ήμουν άριστη μαθήτρια, σκόπευα να μπω και γω στην ιατρική, θαύμαζα τους γονείς μου και ειδικά τη μητέρα μου που παρόλο τη ξαφνική εγκυμοσύνης της δε τα είχε παρατήσει και είχε πετύχει τους στόχους της, θυμάμαι απ' οταν ήμουν παιδάκι τους άκουγα να μιλάνε ή να διαβάζουν ιατρικά βιβλία και πήγαινα στην αγκαλιά τους για να ακούσω και γω, στην αρχή δεν καταλάβαινα τίποτα αλλά με τον καιρό άρχισα να καταλαβαίνω και να συμμετέχω στις συζητήσεις τους, με φώναζαν ''η μικρή τους γιατρός''.

Το ιατρείο της μητέρας μου λειτουργούσε κυρίως απογεύματα, εγώ με το διάβασμα για το σχολείο, τα φροντιστήρια και τα μαθήματα αυτοάμυνας που έκανα δεν είχα αντιληφθεί ότι η μητέρα μου έλειπε όλο και περισσότερο από το σπίτι, κάθε βράδυ γυρνούσε όλο και πιο αργά από το ιατρείο της. Θυμάμαι ήταν τέλη Ιουνίου είχα μόλις τελειώσει το γυμνάσιο και από τότε που έκλεισε το σχολείο έβγαινα κάθε μερα με τις φίλες μου, πηγαίναμε για μπάνιο στην παραλία ή βόλτες στον μικρολίμανο και την Πειραϊκή.

Τα γενέθλια της μαμάς μου ήταν σε τρεις ημέρες, θα γινόταν 38 και ο μπαμπάς μου ανακοίνωσε ότι τελείωσε με το κομμάτι της έρευνας που του απορροφούσε τόσο χρόνο αλλά δεν είπε τίποτα στη Μαρίνα καθώς ήθελε να της κάνουμε έκπληξη για τα γενέθλια της, θα παίρναμε μία τούρτα και θα πηγαίναμε στο ιατρείο της κατά τις 10:00 το βράδυ που έκλεινε για να την αιφνιδιάσουμε και αφού έσβηνε τα κεράκια θα βγαίναμε για φαγητό, ήταν Παρασκευή βράδυ και δε θα είχε ανοιχτό το ιατρείο την επόμενη ημέρα, ενώ και ο μπαμπάς είχε ζητήσει να μην έχει βάρδια ούτε το Σάββατο. Έφτασε λοιπόν η Παρασκευή και εγώ όλη την ημέρα είχα ένα ανεξήγητο προαίσθημα αλλά δεν έδωσα σημασία, πίστεψα ότι ήταν από το άγχος να πάνε όλα καλά, της είχα πάρει για δώρο ένα κόσμημα για το λαιμό που έλεγε mamma, ενώ ο μπαμπάς της είχε αγοράσει μία όμορφη τσάντα που τις λάτρευε και για να της ανακοινώσει ότι δε θα ξαναργούσε να γυρίσει είχε κλείσει ταξίδι μία βδομάδα για τους δυο τους στο Μπαλί, εγώ θα έμενα στους παππούδες μου, γενικά πηγαίναμε συχνά διάφορα μικρά ταξίδια στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, αλλά φέτος λόγω της δουλειάς του μπαμπά δεν είχαμε πάει κανένα, τον Αύγουστο θα πηγαίναμε και όλοι μαζί κάπου αλλά τώρα δικαιούνταν να μείνουν για λίγο μόνοι τους. Ανυπομονούσα να δω την έκφραση της, είχα αγοράσει και καινούργιο φόρεμα για την περίσταση, ενώ όλη την ημέρα δε της ευχηθήκαμε για τα γενέθλια της, παριστάναμε ότι για πρώτη φορά το ξεχάσαμε αλλά και εκείνη δεν είπε τίποτα. Κατά τις 9:30 ξεκινήσαμε από το σπίτι για το ιατρείο της που ήταν στην Καλλιθέα, έπρεπε να περάσουμε από το ζαχαροπλαστείο να πάρουμε και τη τούρτα που είχαμε παραγγείλει και έλεγε: ''Η πιο όμορφη μαμά του κόσμου''. Ανησυχούσαμε λίγο λόγω της κίνησης που έχει Παρασκευή βράδυ και μάλιστα το καλοκαίρι μη τυχόν δε την προλάβουμε και φύγει από το ιατρείο, αλλά όταν φτάσαμε κάτω από την πολυκατοικία που στέγαζε το ιατρείο της και είδαμε φώτα πάνω ανασάναμε ξανά. Η ώρα είχε πάει 10:15 ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο, ανάψαμε τα κεράκια και μπήκαμε στο ιατρείο αθόρυβα με τα κλειδία που είχαμε στο σπίτι για ώρα ανάγκης, στον προθάλαμο δεν περίμενε κανείς, ενώ από μέσα από το δωμάτιο που γινόταν οι επισκέψεις των ασθενών ακουγόταν τζαζ μουσική, δε μας φάνηκε περίεργο αφού της άρεσε πολύ να ακούει μουσική ιδίως μετά από μία δύσκολή ημέρα, ξαφνικά ακούστηκαν κάποια τριξίματα από έπιπλα και επειδή φοβηθήκαμε ότι σύντομα θα βγει έξω για να φύγει τρέξαμε στην πόρτα του εξεταστηρίου για να την προλάβουμε, χαμογελάσαμα ο ένας στον άλλον με τον μπαμπά μου, μετρήσαμε αθόρυβα μέχρι το 3 και ανοίξαμε την πόρτα φωνάζοντας: ''ΕΚΠΛΗΞΗ!!!'' και μετά το χάος.  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top