Κεφάλαιο 16°
Δεν ήτανε για εμάς τα παραμύθια...
Δεν έπρεπε να ζήσουμε ποτέ...
Μάγισσες δράκοι και αγρίμια...
Κει εμείς ανάμεσα να πολεμάμε τις σκιές...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿
"Θα αρχίσω να πιστεύω ότι με παρακολουθείς..." Η Αλίκη του έριξε μια πονηρή ματιά βλέποντας τον να την ακολουθεί στον αχυρώνα. "Πώς είσαι από αυτούς που παθαίνουν εμμονές..." Ο Λαέρτης έκλεισε τη πόρτα πίσω του έβαλε το εσωτερικό μάνταλο και δάγκωσε τα χείλη του. Η Αλίκη περπάτησε προς τα μέσα και φτάνοντας κοντά στη στοίβα με τα άχυρα, ανασηκωσε το φόρεμα της.
Το βλέμμα του γυαλισε αμέσως.
Άνοιξε το βήμα βρέθηκε μπροστά της και πιάνοντας τη από το φόρεμα, την τράβηξε πάνω του.
"Έχεις βαλθεί να με τρελάνεις;" χώθηκε αμέσως στο λαιμό της. Τα χέρια του κατέβασαν το κιλοτακι της, ξεκουμπωσε το παντελόνι του και σηκώνοντας την αγκαλιά, την έβαλε κόντρα στο ξύλινο στύλο πίσω τους.
"Εγώ; Μα εγώ δεν κάνω τιπ..." Η μιλιά της κόπηκε μόλις βυθίστηκε μέσα της. Η ανάσα της βάρυνε αμέσως και τα μάτια της έκλεισαν. Είχαν λυσσαξει ο ένας για τον άλλο. Τον είχε αρπάξει από το λαιμό, εκείνος τη κρατούσε σταθερά και οι ωθήσεις του ήταν γρήγορες και βαθιές. Την έπιανε από τα οπίσθια, την έσπρωχνε με δύναμη πάνω του , τη δάγκωνε και τη φιλούσε χωρίς σταματημό... Το τελευταίο δίμηνο , άλλαξε όλη τη ζωή τους. Μόλις η Αλίκη τελείωσε και έδωσε το τελευταίο μάθημα , κάθε πρωί πριν φύγει για το οινοποιείο, πήγαιναν στο δάσος. Η ένωση τους, ήταν το καλημέρα τους... Ο αχυρώνας η καλησπέρα και το δωμάτιο του, η καληνύχτα...
Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει ο ένας από τον άλλο ούτε λεπτό όταν ήταν σπιτι.
Παρόλα αυτά μπροστά στους γονείς τους μάλωναν καμία φορά, έκαναν μούτρα... Τα έβρισκαν. Προσπάθησαν να είναι φυσιολογικοί μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα και να κάνουν το μπαμ. Πλέον ανάμεσα τους δε χωρούσε αμφιβολία.
Δεν έβλεπαν ότι ήταν αδέρφια. Είχαν σχέση. Ήταν ζευγάρι. Ερωτευμένοι...
"Μωρό μου δεν αντέχω .." ο Λαέρτης τη πιεσε δυνατά επάνω στο δοκάρι και εκείνη βογγηξε στα χέρια του. Του είχε ήδη δωθεί λεπτά νωρίτερα. Οι ανάσες τους είχαν χαθεί. είχαν ιδρώσει ολόκληροι ώσπου αύξησε τόσο τη ταχύτητα του που άρχισε να πέφτει σκόνη από τα ξύλα της οροφής.
Λίγο πριν βγάλει την ένταση στο μουγκρητό του, η Αλίκη τον ζουπηξε από τα μάγουλα και τον φίλησε. Ο Λαέρτης τραβήχτηκε αμέσως. Τα χείλη της κόλλησαν τόσο αισθησιακά πάνω στα δικά του που τρέλανε μυαλό και κορμί.
"Τι θα κάνω με τη πάρτη σου... Δε σε χορταινω..." της ψιθύρισε και εκείνη τον φίλησε πάλι.
"Ούτε εγώ..." την κατέβασε απαλά , την ξάπλωσε στα άχυρα και κουμπωθηκε. Ξάπλωσε αμέσως πλάι της και εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του.
"Λαέρτη δεν άργησαν τα αποτελέσματα; Έπρεπε να βγουν..."
"Ίσως περιμένουν να γίνουν δώρο για τα γενέθλια σου μάτια μου..." είπε σιγανα μπλέκοντας τα δάχτυλα του με τα δικά της.
"Τότε θα είναι το καλύτερο δώρο..."
"Νόμιζα ότι εγώ θα ήμουν το καλύτερο δώρο..." τη πείραξε και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε
"Εσύ είσαι δώρο ζωής..." σπάνια η Αλίκη εξέφραζε συναισθήματα και έλεγε τέτοια λόγια και ο Λαέρτης σαστισε κάπως.
"Το εννοείς;"
"Τα πάντα εννοώ...Μόλις γίνω δεκαοχτώ επιτέλους θα καταφέρουμε να φύγουμε..."
"Αυτό είναι το μόνο σίγουρο μωρό μου... Τίποτα και κανένας πια δε θα μας σταματήσει... Μια εβδομάδα έμεινε... Όλα τελείωσαν..."
Η Αλίκη βολεύτηκε στην αγκαλιά του και έκλεισε τα βλέφαρα της...
"Θα μου πεις ένα παραμύθι;"
"Θα με δέσεις κι όλας;" Ο τόνος της φωνής του άνοιξε αμέσως τα μάτια της.
"Ρε Λαέρτη;"
"Τι έκανα τώρα;"
"Το είπες πονηρά!"
"Υπερβολές... Κάτσε να φύγουμε και θα δεις μετά παραμύθια και κορδέλες..." είπε φιλώντας την πεταχτά "Ελα ξάπλωσε... Θα σου πω ένα..."
"Τι παραμύθι;" τον ρώτησε και εκείνος αναστεναξε
"Το δικό μας μωρό μου..." της ψιθύρισε και εκείνη έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε...
➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰
"Αντρέα τι λες;"
"Νίκο τι να σου πω... Έλειπα και εγώ σε αναρρωτική. Τώρα τα είδα..."
"Είσαι σίγουρος; Τα δικά μου εγγόνια;"
"Απόλυτα. Λαέρτης και Αλίκη Φρατζή. Έκαναν αίτηση αμφισβήτησης συγγένειας. Έχω και.... Έχω και τα αποτελέσματα..." ο Αντρέας χαμήλωσε τη φωνή του και ο Νικόλας κατάλαβε αμέσως. Δεν υπήρχε λόγος να προσπαθήσει να κρυφτεί. Είχε εξοργιστεί.
"Πόσα θες;" Είπε σοβαρός
"Νίκο τι λες;"
"Αντρέα πληρώνω όσα ζητήσεις. Αυτά τα αποτελέσματα δε πρέπει να φτάσουν στα χέρια τους. Θα χαλάσουν ένα σπίτι. Θα σου δώσω ότι ζητήσεις για να αλλάξεις..."
"Νίκο αυτό απαγορεύεται! Τρελάθηκες; Ίσως χάσω την άδεια μου!"
"Κανένας δε θα το μάθει. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Λέγε πόσα θες..."
➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰
Το ακουστικό έμεινε κολλημένο στο αυτί της ενώ ο Σπύρος από απέναντι, τη κοιτούσε περίεργα. Η Μάρθα είχε ασπρίσει.
"Ναι πατέρα... Ναι, κατάλαβα. Εντάξει. Θα το φροντίσω εγώ. Κατάλαβα..." έκλεισε και ο Σπύρος σηκώθηκε και τη πλησίασε
"Γυναίκα τι έπαθες; Σε τάραξε πάλι;"
"Όχι Σπύρο μου..." κατάφερε να πει "Κάτι με τα περιουσιακά... Είχε μείνει ένα τελευταίο χωράφι. Είπε να υπογράψει ο Λαέρτης και για αυτό..."
"Και για αυτό έχασες το χρώμα σου;" ο Σπύρος δεν καταλάβαινε. Η Μάρθα ήταν σαν φάντασμα.
"Είναι άρρωστος λιγάκι..."
"Το ξέρουμε αυτό..."
"Όχι, είπε ότι πονούσε λίγο η καρδιά του. Όσο σκληρός κι αν είναι, στεναχωρέθηκα. Αυτό είναι όλο..."
"Έλα βρε αγάπη μου όμορφη... Ακόμα νεος άνθρωπος είναι... Ούτε εβδομήντα πέντε. Τι σκας; Μια χαρά θα είναι. Δε παθαίνει τίποτα αυτός!"
"Έχεις δίκιο Σπύρο μου... Με συγχωρείς... Καμιά φορά σκέφτομαι χαμοζορες..."
"Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά να ηρεμήσεις... Όλα θα πάνε καλά..."
"Ναι άντρα μου... Όλα θα πάνε..."
Η Μάρθα είχε χασει πάσα ιδέα για όλα γύρω της. Ναι μεν είχε καταλάβει ότι κάτι συμβαίνει αλλά δεν πίστευε ότι θα έφταναν ως εκεί. Για να έφτασαν όμως, η κατάσταση σίγουρα προχώρησε μεταξύ τους και αυτό της έφαγε αμέσως τη ψυχή. Ο μπαμπάς της ήταν ξεκάθαρος. Ήταν η τελευταία φορά που κρατούσε τα πράγματα σε τάξη. Η Μάρθα πλέον δε φοβόταν για εκείνον. Περισσότερο φόβο ένιωθε μη χάσει το Σπύρο παρά τον πατέρα της και τις απειλές του.
Έπρεπε να δράσει και μάλιστα γρήγορα...
Η Αλίκη έκλεινε τα δεκαοχτώ σε λίγες μέρες... Χώθηκε στην αγκαλιά του Σπύρου, και έμεινε εκεί...Ήρεμη να προσπαθεί να βρει μια λύση πριν καταστραφούν όλα...
➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰
Πάρκαρε το αμάξι και ο Στάθης πήρε τα τσίπουρα και κατέβηκε. Η απόσταξη πήγε καλά. Έβγαλαν και μια καινούρια πιο βαριά ποικιλία.
"Έχω ενθουσιαστεί!" αναφώνησε πηγαίνοντας στο σπιτάκι.
"Εγώ να δεις. Πολύ ελαφριά ήταν όλα μας τα προϊόντα. Καιρός ήταν να βγει κάτι βαρύ στην αγορά. Νομίζω θα κάνει θραύση." Ο Λαέρτης άνοιξε και μπαίνοντας μέσα ο Στάθης άφησε στο τραπέζι τα τσίπουρα και άρπαξε δύο ποτήρια.
"Δε πιστεύω να φύγεις πάλι; Μαλάκα μόνο στη δουλειά σε βλέπω! Κατσε να πιούμε ένα τσίπουρο!"
"Αμάν ρε παραπονιάρη... Αμάν!" τον κορόιδεψε
"Μη με δουλεύεις. Έρχεσαι σπίτι και όλο κάπου χάνεσαι..." είπε με υπονοούμενο "Δεν έχετε το θεό σας!" κορόιδεψε και ο Λαέρτης γέλασε
"Φίλε, έρωτας... Τόσο όμορφος. Δε φταίω. Τη βλέπω να περπατάει και λιώνω. Δεν ξέρω πως να σου το περιγράψω!"
"Αυτό ήταν αρκετό. Έλα, στην υγεία μας!" τσούγκρισαν ποτήρια τους και ήπιαν άσπρο πάτο.
"Πωωω καίει..." ο Λαέρτης έσφιξε κάπως τα χείλη του.
"Γάμησε τα... Ποιος θα μου το έλεγε ότι θα ήμουν εδώ σήμερα με τον ψαρακα να φτιάχνω τσιπούρα!" αστείευτηκε
"Ελα βάλε ακόμα ένα και πολλά μη λες. Τραυματικά ήταν αυτά τα δύο χρόνια μαζί σου εκεί κάτω!"
"Κάνε πως σε χάλασε κι όλας..."
"Δε μπορώ να πω. Να σε βλέπω κάθε πρωί ήταν η φαντασίωση μου...!" Ο Λαέρτης έβγαλε ένα τσιγάρο και ο Στάθης έβαλε ακόμα ένα ποτηράκι.
"Μαλάκα , δε βλέπω την ώρα..." Άλλαξε αμέσως τόνο η φωνή
"Όλα θα πάνε καλά... Μη το σκέφτεσαι" ο Στάθης πάντα σκεφτόταν θετικά αλλά ο Λαέρτης όσο περνούσαν οι μέρες ένιωθε το άγχος να τον πνίγει.
"Φτάσαμε στο τέλος. Γιατί αργούν τόσο τα καταραμένα;"
"Δύσκολα είναι ρε... Όλες αυτες οι εξετάσεις παίρνουν χρόνο. Κάνε λίγη υπομονή..." του εξήγησε ήρεμα
"Δε μπορώ άλλο! Σε λίγες μέρες έχει γενέθλια. Σκέφτηκα να τη πάρω και να φύγουμε..."
"Μαλάκα είσαι σοβαρός; Ήρθα εδώ για να φύγεις;"
"Για λίγο ρε... Μέχρι να ηρεμήσει το πράγμα..."
"Τι εννοείς;"
"Εννοώ ότι θα τους τρίψω στη μούρη τα αποτελέσματα και μέχρι να το χωνέψουν θα τη πάρω και θα φύγουμε. Δε γίνεται αλλιώς... Θα κάτσεις και θα αναλάβεις εσύ το οινοποιείο μέχρι να γυρίσουμε"
"Ξέχασε το... Να σκάσει μύτη και ο παππούς σου καμιά μέρα και να με πάρει με τις πέτρες! Μαλάκα τον φοβάμαι!"
"Μη γίνεσαι βλαμμένος ρε! Γέρος άνθρωπος τι να σου κάνει; Εκτός αυτού σε συμπαθεί πολύ και στο εγγυώμαι!"
"Ε, για να το λες... Θα φοβάμαι λιγότερο τώρα..."
"Ε είσαι ηλίθιος!" ο Λαέρτης γέλασε όταν ξαφνικά είδε την οθόνη του κινητού να ανάβει
"Δεκα, εννιά οχτώ... Επτά..."
"Μαλάκα πας καλά; Τι λες;" Απόρησε κοιτώντας τον
"Δε λέω. Μετράω τα δευτερόλεπτα μέχρι να τρέξεις και να φύγεις!" είπε και ο Λαέρτης σηκώθηκε. "Εμ, είδες;"
"Κορόιδευε εσύ! Κάτσε να βρεις καμιά Σουλιώτισσα, να σου πάρει τα μυαλά και βλέπουμε!"
"Δεν κάνω τέτοια λάθη εγω!" Φώναξε μα ο Λαέρτης ήταν ήδη στη πόρτα...
➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰
Άκουσε τη κάτω πόρτα να ανοίγει και γέλασε. Επικρατούσε σιγή στο σπίτι. Πώς και πώς τον περίμενε να επιστρέψει από το οινοποιείο. Ήταν χωμένη κάτω από τα σεντόνια του.
Τα βήματα του ήταν γρήγορα στη σκάλα...
Η Αλίκη χαμογέλασε... Ακουγόταν βιαστικος και ήταν φυσικά...
Μόλις είδε το χερούλι της πόρτας να κατεβαίνει, ζωγραφίστηκε όλη η πονηραδα στα χείλη της.
"Τι είναι αυτά που μου στέλνεις; Θέλεις να τρελαθώ;" μπήκε στο δωμάτιο και κλείδωσε αμέσως.
"Την αλήθεια..." η Αλίκη τιναξε το σεντόνι και εκείνος αναστεναξε
"Λυπήσου με θεέ μου..." Ήταν ολόγυμνη όπως ακριβώς του έλεγε στο μήνυμα της.
"Μωρό μου, έχουμε γίνει σαν τα κουνέλια... Το αντιλαμβάνεσαι;"
"Έλα στο κρεβάτι γιατί δε καταλαβαίνω τι λες... Ίσως καταφέρεις να μου εξηγήσεις..." Δάγκωσε πονηρά τα χείλη της και μόλις ανασηκώθηκε εκείνος της όρμησε. Ούτε τα ρούχα του δεν έβγαλε. Τη ξάπλωσε και εκεινη άρχισε να γελάει.
"Ρε θα σε φάω!" τα φιλιά του απλώθηκαν στο κορμί της και έτρωγε απαλά τη σαρκα της. Σημείο στο σημείο, η Αλίκη τον έπιασε ξαφνικά από το πρόσωπο και τον κοίταξε έντονα
"Σε θέλω... Τώρα. Αυτή τη στιγμή" Ζήτησε προκαλώντας την έκπληξη του.
"Διεκδικούμε κι όλας;" τη κορόιδεψε
"Σε περιμένω ώρες... Θέλω να σε νιώσω..." κοκκίνισε ολόκληρη. Ήταν αυτές οι μαγικές στιγμές που προσπαθούσε να γίνει λιοντάρι αλλά κατέληγε γατούλα...
"Όταν κοκκινίζεις... Νομίζω χάνομαι. Με ανάβει. Δε ξέρω... Τρελαίνεται το κεφάλι μου..." έσκυψε στα στήθη της και βολευοντας τη καλύτερα από κάτω του , ξεκουμπωσε το παντελόνι του. Το έβγαλε και εκείνη του αφαίρεσε τη μπλούζα. Μόλις τα χέρια άγγιξαν το μποξερακι του, ο Λαέρτης τη κοίταξε. "Μη βιάζεσαι... Θέλω να σε χορτάσω διαφορετικά σήμερα... Θέλω να σε γεμίσω σημάδια. Να κοκκινισω το δέρμα σου... Να σε φάω... Το εννοούσα... Θέλω να σε φάω ειλικρινά..." άνοιξε τα χείλη του, δάγκωσε τη κοιλιά της και άφησε τη γλώσσα του να ταξιδέψει από κάτω, μέχρι πάνω όταν ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε και πάγωσαν.
Γύρισαν και οι δύο ,και είδαν τη Μάρθα με το δεύτερο κλειδί στο χέρι να τους κοιτάζει καταχλωμη.
Ο Λαέρτης σκέπασε αμέσως την Αλίκη και σηκώθηκε.
"Τι... Τι κάνετε εδω;" Η Μάρθα έπιασε τη κάσα της πόρτας και παραπάτησε "Θεέ μου... Αδέρφια είστε..."
"Δεν είμαστε!" ο Λαέρτης πήρε αμέσως επιθετική στάση
"Λαέρτη ηρέμησε... , μαμά να σου εξηγήσουμε... Κάθισε κάτω... Εμείς..." Η Αλίκη άρπαξε τη μπλούζα του, τη φόρεσε και τη πλησίασε αλλά η Μάρθα έκανε ένα βήμα πίσω
"Αδέρφια είστε..." Ξαναειπε " Ίδιο αίμα έχετε... Τι λέτε; Τι ανωμαλίες είναι αυτές..." Η Μάρθα μιλούσε με το ζόρι. "ΑΔΈΡΦΙΑ ΕΙΣΤΕ ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΣΑΣ!" τσιριξε ξαφνικά αφού ήταν μόνοι σπίτι
"Δεν είμαστε αδέρφια!" της είπε έντονα ο Λαέρτης και εκείνη έπιασε τη καρδιά της. Τα μάτια της άρχισαν να κλείνουν και τους κοίταξε με δυσκολία "Το ήξερα ότι κάτι κάνατε... Το κατάλαβα όταν ήρθε αυτό..." η Μάρθα άρχισε να κλαίει και έβγαλε από τη τσέπη της ένα φάκελο. "ΤΕΣΤ; ΚΑΝΑΤΕ ΤΕΣΤ; ΟΡΙΣΤΕ! ΠΆΡΤΕ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΈΣΜΑΤΑ ΣΑΣ!" τους πέταξε στα μούτρα το φάκελο και αρχίζοντας να ουρλιάζει, έπεσε στα γόνατα
"Μαμά;" η Αλίκη έτρεξε κοντά της πανικόβλητη
"Δεν είμαι καλά... Θα, θα... Θα πεθάνω..." η Μάρθα σωριάστηκε κάτω και η Αλίκη τρελάθηκε. Έπιασε μια βερμούδα του αμέσως, τη φόρεσε και τον κοίταξε έντονα.
"Ντύσου. Πάω να καλέσω ασθενοφόρο!" του είπε σοβαρη και έφυγε...
➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰
Καθόταν σε μια γωνιά και έκλαιγε.
Εκείνος ήταν κάτω με το Στάθη.
Η μάνα τους ήταν μέσα με τους γιατρούς και ο Σπύρος στο δρόμο.
Τον φάκελο τον πήρε ο Λαέρτης φεύγοντας ενώ εκείνη, έμεινε με τη Μάρθα μέχρι που έφτασαν.
Κάτι μέσα της όμως, της έλεγε ότι τελικα, έκαναν το μεγαλύτερο από όλα αμάρτημα...
"Δεσποινίς Φρατζή;" Μια κοπέλα τη πλησίασε
"Παρακαλώ..." Η Αλίκη σκούπισε τα μάτια της και τη κοίταξε
"Είμαι η γιατρός που εξέτασε τη μητέρα σας. Ελαφρύ εγκεφαλικό... Θα γίνει όμως καλά. Μην ανησυχείτε. Απλά έχει αρκετές αρρυθμίες. Η καρδιά της, δεν είναι σταθερή. Θα της γράψουμε και κάποια φάρμακα..." Η Αλίκη έβαλε τα κλάματα. Η κοπέλα αναστεναξε. Τόσα της είπαν να πει, τόσα είπε...
"Μπορώ να τη δω;"
"Ναι... Ελάτε μαζί μου..." την οδήγησε στο δωμάτιο και έφυγε. Η Αλίκη δεν έβρισκε δύναμη να ανοίξει τη πόρτα.
Το έκανε όμως...
Έπρεπε να το κάνει πριν φτάσει ο Σπύρος και το ήξερε.
Μοιάζοντας την είδε με ορό. Ακόμα κάτασπρη ήταν... Η Μάρθα γύρισε από την άλλη το κεφάλι.
"Μάνα μη κλαίς... Δε κάνει..." κατάφερε να της πει πλησιάζοντας.
"Πώς μπορέσατε... Που πήγε η ντροπή σας..." ψέλλισε καταβεβλημένη
"Μάνα;"
"Πάψε Αλίκη! Πάψε!"
"Μη ταραζεσαι σε ικετεύω..."
Η Μάρθα γύρισε και τη κοίταξε έντονα.
"Πώς είναι δυνατόν , να σε φιλάει και να σου κάνει έρωτα ο αδερφός σου;!" είπε τρελαμενη και η Αλίκη ένιωσε το πρώτο καρφί στη ψυχή της "Πως νομίζατε ότι δεν είστε αδέρφια; Αυτό είναι άρρωστο!" είπε και έβαλε τα κλάματα. Μα και η Αλίκη έκλαιγε... Κάθε στιγμή τους. Κάθε χαμόγελο. Κάθε ελπίδα...
Όλα τσακίστηκαν πια...
"Πήγαινε να δεις το τεστ..." η Μάρθα γύρισε το κεφάλι από την άλλη "Δε θέλω να σας βλέπω. Αηδιάζω... Πώς είναι δυνατόν;"
"Μάνα.. Είσαι σίγουρη ότι..."
"Αλίκη υπάρχουν χαρτιά! Υπάρχουν οι εξετάσεις! Πώς τολμήσατε;! Τι θα πει ο κόσμος... Θεουλη μου αν το μάθει ο πατέρας σας, θα πεθάνει!" Χτύπησε τα χέρια της στο κρεβάτι και η Αλίκη αναπήδησε στη θέση της "Δεν ντρέπεστε; Που να πάρει και να σηκώσει! Θα μας κάψει ο θεός!"
"Μάνα δεν..."
"Πάψε! Πάψε ανάθεμα σε , πάψε!" η Μάρθα χτύπησε ξανά τα χέρια της. "Πήγαινε να τον βρεις! Λέξη μη μάθει ο πατέρας σας γιατί αν πάθει κάτι το κρίμα στο λαιμό σας!! Και αυτή η ανωμαλία, αυτή η άρρωστη κατάσταση σταματάει εδώ!!! Να φύγεις ήθελες; Εμπρός! Φύγε! Στην ίδια στέγη δε θα μείνετε ύστερα από όσα κάνατε! Δεν ντρέπεστε... Θεουλη μου..." η Μάρθα έβαλε τα κλάματα πιο γοερά "Φύγε να μη σε βλέπω... Αηδιάζω σαν μάνα..." ψέλλισε και η Αλίκη άνοιξε τη πόρτα και βγήκε τρέχοντας.
Έτρεχε ώσπου βρέθηκε κάτω. Ήταν χαμένη.
Μέσα της επικρατούσε πανικός.
Μόλις βγήκε έξω, ακριβώς απέναντι από την είσοδο , στεκόταν εκείνος. Είχε αλλαγμένη έκφραση.
Μόλις την ειδε ετρεξε αμέσως αλλά εκείνη άπλωσε τη παλάμη της.
"Μη με πλησιάζεις!" φώναξε δακρυσμένη
"Αλίκη ανάθεμα σε, δε πιστεύω λέξη από αυτό το κωλοχαρτο! Δεν είναι σωστό!"
"Τολμάς μετά από όλα αυτά να αμφιβάλεις ακόμα;! Για το Θεό! Κατάφερες και με έπεισες ρε!" Βαρεσε τις γροθιές της στο στήθος του "Σε πίστεψα καταραμένε!" άρχισε να τον βαράει με μανία ώσπου ένιωσε δύο χέρια να τυλίγονται γύρω της.
"Θα τη πάω σπίτι. Πήγαινε επάνω!"
"ΑΣΕ ΜΕ! ΤΙ ΚΑΝΑΜΕ!"Η Αλίκη έπαθε παρακρουση. Χτυπιοταν μανιακά και ο Στάθης με το ζόρι τη κρατούσε "ΜΕ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ ΜΟΥ! ΨΕΥΤΗ! ΓΕΜΙΣΕΣ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ ΜΕ ΑΥΤΑΠΆΤΕΣ!" ούρλιαζε μέχρι που ο Στάθης την έβαλε στο αμάξι και έκλεισε τις ασφάλειες. Πάλευε με τα χέρια και τα πόδια της, ώσπου μόλις ξεκίνησε, η Αλίκη ξέσπασε σε λυγμούς. Τα αναφιλητα της ήταν τόσο δυνατά και τόσο έντονα που ο Στάθης , όχι μόνο τη λυπήθηκε, αλλά κόντεψε να κλάψει μαζί της...
"Εγώ του γέμισα το κεφάλι με θεωρίες... Μη τον κατηγορείς..." της είπε μα εκείνη δεν έλεγε να ακούσει...
"Αν το μάθει ο μπαμπάς θα πεθανει... Η καρδιά του δε θα αντέξει... Πρέπει να φύγω. Πήγαινε με σπίτι να φύγω!" τσιριξε ξαφνικά πιάνοντας το κεφάλι της.
"Ηρέμησε..."
"Έκανα σεξ με τον αδερφό μου!!! Πώς να ηρεμήσω;!"
"Μη φωνάζεις. Δε βγαίνει πουθενά!"
"Πρέπει να φύγω. Πρέπει να φύγω Στάθη! Τώρα αμέσως!! Δε θέλω δευτερόλεπτο να μείνω εκεί μέσα!"
"Είσαι σε κρίση... Σε ικετεύω , ηρέμησε..."
"Πρέπει να φύγω! Να φύγω... Να φύγω να χαθώ όσο πιο μακρια του μπορώ... Θεέ μου τον αγαπάω..." στις τελευταίες της λέξεις, η Αλίκη έσπασε και κατέρρευσε πλάι στο κάθισμα. "Βοήθησε με... Πρέπει να φύγω... Δε μπορώ ούτε να τον βλέπω..." ψιθύρισε τσακισμένη και εκείνος έσφιξε τα χέρια στο τιμόνι.
"Θα φύγεις... Αν το θέλεις θα φύγεις. Αύριο κι όλας... Αλλά σε ικετεύω για το Θεό, πάρε μια ανάσα..."
"Δεν μπορώ να αναπνεύσω... Τελείωσα..." είπε και έβαλε πάλι τα κλάματα...
➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰
Δύο ημέρες μετά...
Η Μάρθα ξάπλωνε στο δωμάτιο της.
Ο Σπύρος είχε έτοιμο το αμάξι, και η Αλίκη ήταν ακόμα στο δωμάτιο με τη βαλίτσα της.
Ότι κι αν της είπαν δεν άλλαζε γνώμη.
Ο Σπύρος δε μπορούσε να δεχθεί ότι αποφάσισε τόσο ξαφνικά πριν καν έρθουν τα γενέθλια της, να φύγει στην Αγγλία...
Κανένας δε του είπε τι έγινε και ο Λαέρτης είχε δύο μέρες να πατήσει το πόδι του στο σπίτι... Το μόνο που ήξερε ήταν ότι η Μάρθα ξύπνησε με έντονους πόνους την πήγαν στον νοσοκομείο και την επόμενη μέρα η Αλίκη του ανακοίνωσε ότι παρουσιάστηκε μια ευκαιρία που δε θα έχανε. Θα έπαιρνε το απολυτήριο της από τη πρεσβεία. Του έφερε μέχρι και χαρτιά να υπογράψει γιατί ήταν ακόμα δεκαεπτά και εκείνος, με παρότρυνση της Μάρθας τα υπέγραψε.
Όλο το κορμί της έκαιγε...
Κράτησε τη βαλίτσα της και ανοίγοντας τη πόρτα είδε τον πατέρα της να περιμένει στο τελείωμα της σκάλας. Πνιγόταν μέσα σε εκείνο το σπίτι... Δεν άντεχε ούτε λεπτό παραπάνω...
"Κόρη μου; Για τελευταία φορά, είσαι σίγουρη;"
"Ναι πατέρα... Είμαι σίγουρη. Σε παρακαλώ. Θα με κάνει τόσο ευτυχισμένη... Θα έρχομαι να σας βλέπω"
"Μα θα πας σε ξένο τόπο μόνη σου;"
"Η θέση είναι καλή. Την έχω ανάγκη. Θα κάνω και τις σπουδές μου εκεί... Σε παρακαλώ... Μη με στεναχωρείς..." Ήταν δακρυσμένη. Ο Σπύρος όμως δεν ήθελε να τη πιέσει. Πήρε τη βαλίτσα της και τη κοίταξε
"Πάω μέχρι το αμάξι. Θα σε περιμένω..."
Η Αλίκη αναστεναξε. Ούτε στη μάνα της πήγε. Κοίταξε τη πίσω πόρτα της κουζίνας και χωρίς να το οριζει, βγήκε και περπάτησε ως τον αχυρώνα. Εκεί θα του έλεγε το αντίο της δίχως να τον έβλεπε... Δεν ήθελε να τον βλέπει...
Μπήκε μέσα και αμέσως οι παλμοί της εκτοξεύθηκαν...
Ένιωθε τόσο βρώμικη...
Τόσο ηλίθια που αφέθηκε σε κάτι τόσο άρρωστο. Ο μεγαλύτερος της πόνος όμως, ήταν ότι τον αγαπούσε. Ότι τον ποθουσε. Ότι τον ήθελε τόσο πολύ που δεν άντεχε τη παρουσία του. Δεν ήταν πια φυσιολογικό. Δεν ήταν παραμύθι...
Ήταν η ωμή πραγματικότητα που χτυπούσε καμπανάκια αληθινού κινδύνου και η Αλίκη έπρεπε να εξαφανιστεί πριν ξεφύγει η κατάσταση...
Γονάτισε για μια στιγμή πάνω στα άχυρα και άφησε τα δάκρυα της να χυθουν από τα μάτια ντροπιασμένα...
"Έτσι θα έφευγες...;" η φωνή του την τρόμαξε και σηκώθηκε.
"Μη με πλησιάσεις..." παρακάλεσε σχεδόν γεμάτη πόνο.
"Μη φύγεις... Δε θα το αντέξω. Δε ζω χωρίς εσένα. Δεν μπορώ... Δε ξέρω τι μου συμβαίνει.. Δε μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο. Το μόνο που σκέφτομαι, είσαι εσύ..." Ο Λαέρτης έκανε δύο βήματα προς το μέρος της χωρίς να μπορεί να κρατηθεί μακριά της.
"Λαέρτη σταμάτα..." Η Αλίκη έβαλε τα κλάματα "Παρασύρθηκαμε από μια άρρωστη βούληση!" του φώναξε
"Ψέμα είναι;! Πες μου ότι δε το ήθελες. Πες μού ότι δε το ψάχνεις ακόμα... Πες μου ότι, δεν ήταν τίποτα για σένα!" ξέσπασε έξαλλος
"Έχεις τρελαθεί; Αδέρφια είμαστε! Τι λες;!" η Αλίκη έκανε ένα βήμα μακριά του.
"Αυτό δε το σκέφτηκες νωρίτερα! Που ήταν αυτές οι καταραμένες σκέψεις πριν μου δώσεις το κορμί σου μου λες;! Δεν ήταν πουθενά! Γιατί ακόμα πιστεύω ότι δεν είμαστε..." άπλωσε το χέρι μα εκείνη τινάχτηκε προς τα πίσω
"Άσε με! Δε θέλω να με αγγίζεις!"
"Μη φύγεις ρε Αλίκη... Θα βρούμε μια άκρη, σε ικετεύω..." ο Λαέρτης έβαλε τα κλάματα και έπεσε στα πόδια της αλλά εκείνη έκανε ένα ακόμα βήμα προς τα πίσω. Ήθελε τόσο να ουρλιάξει... Ήθελε τόσο να τσιριξει και να βγάλει από μέσα της το πόνο μα δε το έκανε. Η πληγή να τον βλέπει πεσμένο στα γόνατα , χαράχτηκε στη ψυχή της. Τη μάτωσε..
"Είναι αργά πια για αυτό..." Τα μάτια γέμισαν δάκρυα που πάλευε να κρατήσει
"Έχω ήδη φύγει...
Πάει η κλωστή, πάει και το παραμύθι... Τα σβήσαμε όλα.." του είπε και αδυνατώντας να τον κοιτάξει, έφυγε πριν βάλει τα κλάματα...
"Σαγαπαω... Μη φεύγεις..Ανάθεμα τους όλους..." Ο Λαέρτης έπεσε καταχαμα και άρχισε να βγάζει κραυγές χωρίς να τον ενδιαφέρει κανένας και τίποτα. Μόλις άκουσε το αμάξι σηκώθηκε και έτρεξε σαν τρελός αλλά το μόνο που του είχε μείνει πια, ήταν η σκόνη από τα λάστιχα...
🖤🥹
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top