Κεφάλαιο 10°
Όχι αλλες εντάσεις...
Γιατί;
Δε μπορώ άλλο...
Έλα... Μια τελευταία έμεινε...
Και μετά;
Μετά θα έρθω εγώ...
Και ποιος είσαι εσύ;
Το χάος...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
"Τι είναι αυτά;" Ο Λαέρτης έφερε και άπλωσε ένα μουσαμά. Έβαλε επάνω καμιά δεκαριά γεμάτα μπουκάλια, ένα άδειο και ποτήρια. Έφερε επίσης δοσομετρητες και ζυγαριά.
"Θέλω το κρασι να γίνει πιο γρήγορα... Τα σταφύλια δεν είναι έτοιμα. Θα αργήσει κάνα μήνα..."
"Ένα μήνα; Πολύ είναι ρε μαλάκα..."
"Το ξέρω. Για αυτό θα της φτιάξω κάτι εντελώς καινούριο. Κάτι δικό μου... Κάτι που ίσως μου θυμίζει τη γεύση της..." μονολογησε
"Την ποια;" Απόρησε ο Στάθης
"Την γεύση ρε μαλάκα. Ο παππούς πάντα έλεγε πως όταν βλέπεις μια γυναίκα, πρέπει να νιώθεις τη γεύση της χωρίς καν να την ακουμπήσεις. Έτσι φτιάχνεις το καταλληλο κρασί για εκείνη... Αυτό έκανε με τη γιαγιά μου! Στο γάμο τους έφτιαξε ένα κρασί μόνο για εκείνη..."
"Ωραία φάση... Μου αρέσουν αυτά"
"Πραγματικά... Έκανε ακριβώς αυτό. Πήρε μείγματα από όλα... Δοκίμαζε ένα ολόκληρο βράδυ και μόλις ένιωσε ότι πέτυχε αυτό που ήθελε, έβαλε τις δοσολογίες στα καζάνια και έβγαλε κάσες ολόκληρες. Εμάς μας φτάνει μια... Εκτός αυτού ένα μπουκάλι θέλω από όλα αυτά..."
Ο Στάθης τον κοίταξε σκεπτικός.
"Τι γεύση πιστεύεις θα ταιριάζει στην Αλίκη;"
Ο Λαέρτης αναστεναξε...
"Ξηρό... Θέλω Μπρούσκο. Ίσως με μερικές σταγόνες από ημίγλυκο αλλά μονάχα ένα τσακ... και...χμ..." Ο Λαέρτης σηκώθηκε. Πήγε προς τα πίσω και επιστρέφοντας έφερε κάτι πιο πηχτό μαζί του...
"Αυτό τι είναι;"
Ο Λαέρτης δάγκωσε τα χείλη του και ανοίγοντας το, το μύρισε...
"Αυτό Στάθη, είναι Φαίνυλο- Αιθανόλη..." είπε γεμίζοντας τα στήθη του.
"Με απλά ελληνικά;"
"Γιασεμί..." χαμογέλασε σχεδόν τρυφερά ακόμα και στο μείγμα... "Πώς δε το είχα σκεφτεί...; Ένα κρασί, με τα αρώματα της εκατό της εκατό..." αναστεναξε.
"Και τώρα τι κάνουμε ρε;"
"Τώρα θέλω τις αναλογίες... Είναι η ωραία φάση. Δοκιμάζουμε Σταθακο!"
"Είσαι σίγουρος ότι δε θα πάθουμε τίποτα ρε;" γέλασε πλησιάζοντας αλλά ο Λαέρτης ήταν τόσο απορροφημένος... Έβαζε έβγαζε, μύριζε, άφηνε σταγόνες στη γλώσσα του και έκλεινε συνεχώς τα μάτια...
Ένα τέταρτο αργότερα ο Στάθης ακόμα τον κοιτούσε έκπληκτος...
"Αυτό είναι..." είπε ξαφνικά και κρατώντας ένα ποτήρι, του έδωσε να δοκιμάσει...
"Είναι ασφαλές είπαμε με εκείνη την Φαίνυλολολολη.." σχολίασε και ο Λαέρτης γέλασε
"Πιες βρε μαλάκα!"
"Καλά... Αν πάθω κάτι εσύ θα φταις..." πριν καν σύρει το κρασί στα χείλη του σταμάτησε και τον κοίταξε. "Μοσχοβολαει..."
"Κάτσε να γίνει και η ένωση, στο ζυμωτηρι... Εκεί να δεις αρώματα..."
"Ρε φίλε αυτό είναι... Μαλάκα μου, είναι απίστευτο!" σαστισε δοκιμάζοντας το.
"Ωραίο έτσι;"
"Μόνο; Πότε θα έχουμε τη κάσα είπαμε;"
"Αύριο... Μια εικοσάδα θα βγει άνετα... Έλα, πάμε να ξεκινήσουμε σιγά σιγά..."
"Καλή φάση..."
"Το βράδυ θα μείνουμε στο ξύλινο σπίτι που είδες όταν ήρθαμε. Πάντα εκεί μένω όταν έρχομαι. Αύριο που θα τελειώσει η παραγωγή, θα είμαστε έτοιμοι... Αν θέλεις κοιμήσου. Εγώ πρέπει να κάτσω να ελέγξω και την εμφιάλωση..."
"Τρελάθηκες ρε; Για το Αλικάκι μας το κάνουμε!"
"Μας;"
"Λαέρτη καλά σου λέει... Αχ, περίμενε... Πώς το είπε να δεις..." Ο Στάθης τον κορόιδεψε "Α ναι! Έχεις πρόβλημα αγόρι μου;!"
"Στάθη έχεις κάνει μπάνιο ποτέ σε καζάνι που βράζει;" ρώτησε ο Λαέρτης
"Θα κάνω να φανταστώ;"
"Εσύ θα το αποφασίσεις αυτό... Και τώρα άντε! Πάρε το κωλο σου έχουμε δουλειά. Τώρα ξεκινάμε!"
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
"Ακόμα να ξαπλώσεις κόρη μου;" Ο Σπύρος μπήκε στη κουζίνα και την βρήκε να κάθεται μέσα στα σκοτάδια. "Έχει νυχτώσει..."
"Σάββατο είναι αύριο πατέρα... Ας κάτσω λίγο παραπάνω"
"Μέσα στα σκοτάδια;" ο Σπύρος τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε πλάι της. "Σεκλέτια έχεις..." παρατήρησε
"Σεκλέτια;" ρώτησε εκείνη
"Καημό, νταλγκά... Πώς να σου το πω ρε αγάπη μου... Υποφέρεις. Σε βλέπω..." Εκείνη αναστεναξε
"Μια χαρά είμαι μπαμπά... Τίποτα σοβαρό. Για το σχολείο είναι. Άγχη.."
"Εμένα, αυτό το μουτράκι σου, δεν με γελάει.... Όλο μαλώνεις με τον αδερφό σου. Αυτό φταίει έτσι;"
"Μπορεί ..." Παραδέχθηκε και εκείνος έπιασε το χέρι της και σέρνοντας το στα χείλη του το φίλησε. Η Αλίκη του χαμογέλασε τρυφερά
"Δεν έχεις ιδέα πόσο πολύ σ'αγαπαω παιδί μου...Ήρθες τόσο γρήγορα στη ζωή μας. Σαν να ήσουν εκεί, και περίμενες υπομονετικά να γίνω πατέρας σου..." της είπε.
"Μα είσαι..." σχολίασε εκείνη και ι Σπύρος αναστεναξε
"Το ξέρω... Σαν καρπός εννοώ..." Έκανε μια παύση και συγκινήθηκε "Ξέρω ότι δε μιλάμε ποτέ για το παρελθόν. Όχι ότι έχει σημασία, αλλά να με έχει ο Θεός καλά, κάποια στιγμή ίσως μιλήσουμε... Ξέρω ότι δεν μεγαλώσατε εύκολα. Ο Λαέρτης έγινε μάνα και πατέρας για σένα... Έχετε αδυναμία ο ένας στον άλλο. Μου ραγίζει τη καρδιά να σας βλέπω να μαλώνετε έτσι. Πάντα το κάνατε αλλά μετά τα βρίσκατε... Ξέρεις πόση χαρά έκανε όταν γεννήθηκες; Ξετρελαθηκε... Όλη μέρα ήταν πάνω από το κεφαλάκι σου. Αλλά αδέρφια θα ζήλευαν εκείνος ομως, δεν μας άφηνε ούτε να σε μαλώσουμε... Μεγάλωσες χωρίς να ξέρεις τι είναι φωνή εξαιτίας του. Σε λάτρευε και σε λατρεύει ακόμα κόρη μου... Μη το ξεχνάς αυτό..." Η Αλίκη είχε άγνοια ότι ο Λαέρτης ήταν παιδί του Σπύρου. Δεν είχε αναφερθεί και πότε αφού όσοι συγγενείς το ήξεραν τότε, ήταν λίγοι και δεν ζούσαν πια.
"Κι εγώ τον λατρεύω πατέρα... Απλά μερικές φορές δεν ξέρω τι με πιάνει..."
"Είναι φυσιολογικό. Μεγαλώνετε. Χτίζετε προσωπικότητα... Δε θέλω όμως ποτέ να ξεχάσετε ότι ήσασταν ένα... Από τόσο δα μικρά παιδάκια..."
"Στο υπόσχομαι... Όταν γυρίσει ίσως του μιλήσω. Εντάξει;"
"Δε θα γυρίσει σήμερα κόρη μου. Πήγε στο οινοποιείο και θα μείνει εκεί. Βρείτε τα όμως..." Η Αλίκη μελανχολησε αμέσως...
"Εκεί θα μείνει;"
"Ναι, είπε είχε δουλειές... Όπως και να έχει όμως, δεν αντέχει η καρδιά μου να είστε έτσι..."
"Εντάξει πατέρα... Σου υπόσχομαι να τα βρούμε..."
Ο Σπύρος σηκώθηκε. Της άφησε ένα φιλί στο κεφάλι και χαμογέλασε
"Να θυμάσαι... Κανένας δεσμός δεν είναι πιο ισχυρός από την ίδια την αγάπη... Ούτε καν αυτός του αίματος..." Της είπε τρυφερά και σκουπίζοντας στα κρυφά το δάκρυ που κύλησε από τα μάτια του , έφυγε και την άφησε μόνη...
Τα συναισθήματα της χαοτικά ενώ ύστερα από τη κουβέντα με τον πατέρα της, η ένταση αυξήθηκε. Ούτε εκείνη ήθελε να μαλώνει με τον Λαέρτη αλλά δε της ήταν εύκολο. Ο καυγάς ερχόταν σαν τη σπίθα στο σπίρτο και άναβε φωτιά χωρίς να τον προλαβαίνει.
Έψαχνε μέσα της απαντήσεις που τη πονούσαν. Τι άλλαξε; Γιατί παλλόταν έτσι η καρδιά της πλάι του; Πόσο φυσιολογικό ήταν να κοιτάζει τα χέρια του και να θέλει να τα αγγίξει; Ήταν τόσο μπερδεμένη. Σηκώθηκε και αποφάσισε να πάει στο μοναδικό μέρος του σπιτιού που κάθε της ανάμνηση ήταν μονάχα μια γλύκα...
Στον αχυρώνα...
Εκεί που έπαιζαν. Εκεί που κυνηγούσαν ο ένας τον άλλο, εκεί που της έλεγε παραμύθια, τη χτένιζε, της μιλούσε...
Εκεί που κάθε σκέψη της, θα εστιάζε μονάχα στην αγάπη της για εκείνον...
Σηκώθηκε σχεδόν αμέσως. Βήμα στο βήμα , βγήκε στην αυλή και πήγε στον αχυρώνα. Είχε πιάσει σκουριά το μάνταλο.
Από τότε που ο Λαέρτης έφυγε στο στρατό, η Αλίκη δεν μπήκε εκεί μέσα. Ήταν οι μόνοι που έμπαιναν άλλωστε αφού οι γονείς τους σπάνια το χρησιμοποιούσαν πια.
Η μυρωδιά ήταν ακριβώς ίδια ανοίγοντας τη πόρτα. Λίγη υγρασία, όχι όμως ενοχλητική, και βρεγμένη γη. Δεν χρειαζόταν καν να βρέξει για να μυρίζει έτσι εκεί μέσα και η Αλίκη τη λάτρευε εκείνη την ευωδία.
Περπάτησε στα σκοτάδια. Δεν είχαν βάλει λάμπα ποτέ εκεί μέσα. Ήξερε όμως απ' έξω τα μονοπάτια ακόμα και χωρίς φως. Έφτασε στο τέρμα , χαμήλωσε και αφήνοντας το χέρι της να αγγίξει το έδαφος, έπιασε αμέσως το φαναράκι. Πλέον λειτουργούσε με μπαταρίες αφού μια φορά κόντεψε με τον Λαέρτη να βάλει φωτιά στον αχυρώνα όταν είχαν τη Λαμία λαδιού. Πόσο ωραία ανάμνηση... Έτρεχαν σαν τρελοί και ούρλιαζαν φωνάζοντας τη μάνα τους για να τη σβήσει.
Πάτησε το διακόπτη και φως απλώθηκε ολόγυρα της. Ήταν τόσο όσο...
Μόλις ο αχυρώνας πήρε ζωή και φως, η μνήμη της ζωηρεψε...
°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°°•°•°°•°•
Επτά χρόνια πριν...
"Λαέρτη;" άνοιξε φοβισμένη τα μάτια της. Εκείνος δεν ήταν όμως στο κρεβάτι. "Λαέρτη που πήγες; Φοβάμαι!" φώναξε κάπως και βρίσκοντας θάρρος κατέβηκε. Ήταν μόνοι στο σπίτι. Περπάτησε στα σκοτεινά μα το κορδελακι από τα μαλλιά της πιάστηκε στην άκρη του κρεβατιού και εκείνη έβαλε τα κλάματα. "Λαέρτη;" τίποτα. Πήρε στα χέρια το κορδελακι μα πριν βγει από το δωμάτιο, το φως από τον αχυρώνα τράβηξε τη προσοχή της. "Τι κάνει εκεί τέτοια ώρα; Θεουλη μου καλέ είναι και σκοτεινά... Πώς θα πάω ως εκεί;"
Δεν είχε επιλογή όμως.
Βγήκε και άρχισε να τρέχει φοβισμένη ώσπου φτάνοντας στον αχυρώνα μπήκε μέσα και έτρεξε κατευθείαν πάνω του.
"Τι κάνεις ρε μικρό εδώ;! Έπρεπε να κοιμάσαι!"
"Λαέρτη νομίζω με κυνηγούσε ο μπαμπούλας..." είπε τρομαγμένα
"Ρε Αλίκη, δεν υπάρχει μπαμπούλας..."
"Είμαι σίγουρη..."
"Όχι μικρή μου. Στο λέω εγώ. Δεν με πιστεύεις;"
"Σε πιστεύω..." Έκανε μια παύση και τον κοίταξε στραβά "Γιατί έφυγες από το κρεβάτι; Τι κάνεις εδώ μέσα στη νύχτα; Και τι είναι αυτή η περίεργη μουσική;!"
"Εσύ πάλι γιατί είσαι ξεμαλλιασμενη;"
"Εσύ θα απαντήσεις πρώτος!"
"Αμάν ρε Αλίκη..., λοιπόν, εγώ ήρθα να ακούσω λίγη μουσική. Βρήκα προχθές αυτό το ραδιόφωνο. Δεν ήξερα αν λειτουργεί. Ήρθα να το δοκιμάσω, μου άρεσε και ξεχάστηκα. Και δεν είναι περίεργη η μουσική! Ο Παπάζογλου μου αρέσει .."
"Ο ποιος;"
"Παπάζογλου λέγεται ρε Αλίκη ο άνθρωπος. Άκου... Άκου στίχο να τρελαθείς..!" Ο Λαέρτης έκλεισε τα μάτια και άνοιξε τα χείλη του "Πως μπορώ... Να ξεχάσω, τα λυτά της μαλλιά..."
"Και τα δικά μου λυτά είναι!"
"Ρε Αλίκη... Μη με κόβεις πάνω στο αίσθημα!"
"Ποιο αίσθημα; Τι λες μωρέ;"
"Μικρή είσαι, δε καταλαβαίνεις! Ο άνθρωπος τραγουδάει και πονάει!"
"Ενώ εσύ είσαι μεγάλος και καταλαβαίνεις;"
"Εγώ βλέπω το μπαμπά. Κι εκείνος έτσι κάνει όταν του αρέσει κάτι... Άκου εδώ... Άκου! Θα πάω... Κι ας μου, βγει και σε κακοοοο... Ο άνθρωπος πονάει λέμε!"
"Και γιατί να ακούσω κάτι από κάποιον που πονάει;"
"Γιατί έτσι. Δεν έχει γιατί σε αυτά...!"
"Έχει όμορφο ρυθμο...Κοίτα! Μπορώ να το χορέψω..."
"Δε το χορεύεις αυτό ρε Αλίκη..."
"Γιατί όχι; Δες, κουνιέμαι..."
"Καλά, έτσι όπως είναι το κεφάλι σου και έτσι όπως πέφτει και η σκιά σου, σαν τέρας φαίνεσαι όχι σαν να χορεύεις..."
"Ρε Λαέρτη... Μη λες τέτοια με στεναχωρεί... Εσύ είσαι τέρας! Και αν δε θέλεις να είμαι, θα μου κάνεις τα μαλλακια μου; Τα έπιασα καταλάθος στο κρεβάτι, και χάλασαν όταν κατέβηκα..."
"Είσαι με τα καλά σου; Τώρα θέλεις να σου κάνω τα μαλλιά;"
"Έλα... Θα ακούμε και αυτό το χαζό σου τραγουδάκι..."
"Μη λες χαζό τον Αύγουστο! Στο απαγορεύω..."
"Καλά καλά..."
"Άντε ελα, και μετά πάμε για ύπνο. Και τσιμουδια μέχρι να τελειώσει το τραγούδι εντάξει;"
"Εντάξει..." Η Αλίκη κάθισε οκλαδόν μπροστά του.
"Η κορδέλα σου;"
"Εδώ περίμενε..." Έβγαλε μια και του την έδωσε.
"Γιατί είναι λευκή;"
"Δεν ξέρω... Σήμερα την είδα και μου άρεσε... Βγάζει κάτι το αγγελικό στα πλεγμένα μου μαλλιά λέει ο μπαμπάς..."
"Ναι, πολλές φορές που τα βλέπει... Έρχεται δύο μέρες και φεύγει μήνες. Τέλος πάντων. Άντε σταμάτα να σου κάνω τα μαλλιά και ύπνο μετά.."
"Μου αρέσει όταν μου κάνεις τα μαλλιά... Ηρεμώ"
"Χαίρομαι..." Ο Λαέρτης χώρισε στα δύο τα μαλλιά της, τράβηξε την μακριά λευκή κορδέλα, και άρχισε να πλέκει τις κοτσίδες της "Καθώς έσκυβε επάνω μου, χιλιάδες φιλιά... Διαμαντια που..."
"Ρε Λαέρτη... Αυτό μιλάει για... Για φιλάκια..."
"Τραγούδι είναι ρε Αλίκη! Για τι θέλεις να μιλάει. Όταν μεγαλώσεις θα κάνεις και εσύ φιλάκια. Τώρα είσαι μικρή"
"Γιατί εσύ κάνεις;;" ρώτησε σχεδον τρομαγμένη
"Όχι ακόμα. Στα δεκαπέντε όμως, θα κάνω!"
"Δε θέλω να κάνεις..."
"Τι λες μωρέ ζαβο;; Γιατί να μη κάνω;"
"Γιατί μόνο σε μένα κάνεις φιλάκια..."
"Όχι τέτοια φιλάκια!"
"Καλά..."
"Έτοιμη η μια κοτσίδα..."
"Λαέρτη; Τι εννοεί όταν λεει θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό; Γιατί να θέλει να πάει κάπου όταν ξέρει ότι είναι κακό;"
"Αυτή την απορία την είχα και εγώ αλλά ο μπαμπάς μου την έλυσε. Λοιπόν, άκου πως έχει το πράγμα, αυτός, αγαπάει πολύ μια κοπέλα αλλά δε μπορεί να είναι μαζί της..."
"Γιατί;"
"Δε ξέρω ρε Αλίκη... Ο μπαμπάς είπε ότι δε μπορούσε να είναι... Ε, αποφάσισε να φύγει μακριά της..."
"Αν έφυγε τότε πως πήγε; Δε καταλαβαίνω..."
"Πήγε μια τελευταία φορά... Πρώτη και τελευταία... Αλλά μετά βρήκε λέει τη λογική και έφυγε..."
"Εγώ δε θα έφευγα ποτέ από κάτι που αγαπάω..."
"Ο μπαμπάς είπε ότι καμιά φορά φεύγεις περισσότερο όταν αγαπάς κάτι για να μη το πληγώσεις..."
"Μα αν φύγεις πάλι το πληγώνεις..."
"Αυτό του είπα και εγώ!"
"Και τι σου είπε;"
"Είπε ότι καμιά φορά, οι πληγές διαφέρουν. Μερικές είναι πιο βαθιές... Αυτός έφυγε γιατί δε μπορούσε να μείνει και να την αγαπήσει... Θα πλήγωνε περισσότερους ανθρώπους..."
"Δεν ξέρω..."
"Ούτε εγώ κατάλαβα καλά αλλά μου είπε αν μεγαλώσω λίγο ακόμα, θα καταλάβω..."
"Πολύ χαίρομαι που μου πλέκεις τα μαλλιά..."
"Κι εγώ χαίρομαι μικρή μου. Τελείωσα ομως... Πάμε για νανι;"
"Λαέρτη; Αυτό το Σεπτέμβρη να τον ακούσουμε ξανά..."
"Αύγουστος λέγεται μωρέ Αλίκη!"
"Εντάξει. Μου άρεσε... Δε ξέρω..."
"Που να ακούσεις και τη πριγκιπέσσα!"
"Τι είναι πάλι αυτό; Έχεις ιππότες και δράκους;"
"Όχι ρε βλάκα. Αυτό ο μπαμπάς δε μου το εξήγησε. Αλλά μου αρέσει πολύ. Ίσως στο βάλω κάποια στιγμή. Τώρα πάμε για ύπνο καλά;"
"Πω πω... Πόσο όμορφες είναι!" έπιασε τις κοτσίδες της και χαμογέλασε. "Καλύτερες και από όταν τις πλέκει η μαμά..."
"Καλές είναι... Σου πάνε..."
"Αλήθεια; Εσύ όλο γκρινιάζεις για τα κορδελακια μου..."
"Τα λατρεύω ρε χαζό! Μη λες βλακείες. Άντε, πιάσε το χέρι μου να κλείσω τη λάμπα και πάμε σπίτι καλά;"
"Όχι! Μη κλείσεις το φως φοβάμαι!"
"Και τι θα κάνουμε ρε Αλίκη;"
"Να κοιμηθούμε εδώ;"
"Έχεις τρελαθεί; Στον αχυρώνα;"
"Σιγά! Δεν έχει κρύο.."
"Θα μυρίζουμε άχυρο!"
"Θα κάνουμε μπάνιο μωρέ Λαέρτη! Λείπει η μαμά και ο μπαμπάς. Ούτε που θα το μάθουν!"
"Πάλι μυστικά θα κρατήσουμε;"
"Ναι! Ο αχυρώνας θα είναι το καινούριο μας μυστικό..."
"Άντε καλά. Μια φορά όμως εντάξει;"
"Ναι ναι!"
"Έλα, κάτσε και ξάπλωσε τότε..."
°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°••°•°•°•°•°•°•°°•°°•°•°•°•°•°
Ήταν ίσως η πιο όμορφη ανάμνηση που είχε μαζί του μέσα σε χιλιάδες άλλες...
Και τι δε θα έδινε να λειτουργούσε εκείνο το σκουριασμένο πια ραδιόφωνο και να άκουγε πάλι εκείνο το κομμάτι. Πλέον καταλάβαινε διαφορετικά τα λόγια του... Ήξερε την ιστορία πίσω από αυτό. Απέφευγε να το ακούσει όμως. Κάθε φορά που τύχαινε να παίξει σε σταθμό το άλλαζε αμέσως. Μόνο όταν μαζί του ήθελε να το ακούει...
Πήρε τη λάμπα και σηκώθηκε. Κάπου είχαν εκείνο το ραδιόφωνο. Ακόμα και σκουριασμένο ήθελε να το ψάξει.
Έτσι όπως πάτησε όμως, το σανίδι τσακίστηκε κατω από τα πόδια της και η Αλίκη έσκυψε περίεργα να δει. Ένιωσε ότι πάτησε πάνω σε κάτι και δεν είχε άδικο.
"Τι είναι πάλι αυτό;" μονολογησε βλέποντας ένα παλιό σιδερένιο κουτί. Το σήκωσε και πρόσεξε ότι ήταν κλειδωμένο.
"Αλίκη;! Αλίκη;! Εκεί έξω είσαι;" Η φωνή της μάνας της, τη τρόμαξε. Έβαλε το κουτί στα γρήγορα μέσα στη πιτζάμα της έκλεισε το φως και έτρεξε έξω.
"Έρχομαι μαμά!"
"Τι κάνεις εκεί μέσα παιδί μου νυχτιατικα;"
"Τίποτα τίποτα. Κάτι ήθελα!" Έφυγε σφαίρα στο δωμάτιο της χωρίς να της πει λέξη για το κουτί. Ήθελε να ανακαλύψει μόνη της τι ήταν. Φτάνοντας στο δωμάτιο, το έβαλε κάτω από το κρεβάτι σίγουρη ότι η μάνα της θα ερχόταν από πίσω. Και δεν είχε άδικο... Η πόρτα άνοιξε ένα λεπτό αργότερα...
"Τι έπαθες;"
"Τίποτα μαμά"
"Σίγουρα;"
"Ναι, ναι... Έψαχνα ένα παλιό ραδιόφωνο... Δε το βρήκα όμως"
"Τι το ήθελες; Είναι χαλασμένο..."
"Δε το ήξερα ότι χάλασε..."
"Βασικά σκουριασαν λιγάκι τα ελατήρια από τις μπαταρίες. Θέλεις να στο φέρω; Στη κουζίνα είναι... Αλλά τι να το κάνεις βρε αγάπη μου; Ακόμα και η κασέτα που έχει μέσα δε ξέρω αν παίζει..."
"Έχει και κασέτα;!"
"Ναι... Του μπαμπά ήταν. Καμιά φορά την άκουγε και ο Λαέρτης αλλά έτσι όπως εξελίχθηκε η τεχνολογία, σταμάτησε..."
"Μαμά μπορείς να το φέρεις; Ίσως καταφέρω να το καθαρίσω..."
"Και τι να το κάνεις αγάπη μου;"
"Ενθύμιο είναι ρε μαμά.."
"Καλά, θα στο φέρω..." Η Μάρθα πήγε ως τη πόρτα αλλά σταμάτησε "Ξέχασα να σου πω, αύριο θα πάμε με το μπαμπά στο παππού. Μας πήρε και είπε θέλει να μας δεί. Μάλλον για το οινοποιείο είναι. Θέλεις να έρθεις;"
"Δε ξέρω μαμά. Δεν πήγα και σχολείο, έχω τα μαθήματα μου"
"Καλά, θα δούμε... Κάτσε να σου φέρω αυτό το μαραφετι και μετά να κοιμηθούμε. Τον ξέρεις τον παππού .. Δύσκολη μέρα έρχεται!" αστείευτηκε και κατέβηκε κάτω...
➿➿➿➿➿➿
"Δε το πιστεύω ότι βγάλαμε ένα ολόκληρο μπουκάλι! Το πρώτο μπουκάλι κρασί!" Αναφώνησε ο Στάθης κοιτώντας το και έπιασε ένα ποτήρι.
"Μη ρε μαλάκα!" Ο Λαέρτης του χτύπησε το χέρι και το άρπαξε. "Το πρώτο δικό της είναι!"
"Σιγά ρε... Ίδια γεύση αφού έχουν όλα!"
"Δεν ζει σημασία... Είναι το πρώτο..." Άναψε ένα τσιγάρο και το κοίταξε. Δεν είχε ούτε ετικέτα πάνω. Δεν ήξερε θα έβαζε...
Τι να βάλει, πως να το πει και τι όνομα να δώσει άλλωστε;
"Πώς θα το βγάλεις;" Ρώτησε ο Στάθης και ο Λαέρτης σήκωσε το φρύδι του.
"Στο κεφάλι μου ζεις;" είπε περίεργα
"Όχι ρε, αλλά πάντα υπάρχει ένα όνομα..."
"Δεν ξέρω..."
"Τι αγαπάει; Βάλε κάτι με νόημα... Μη μου πεις ότι θα της το δώσεις αύριο έτσι σκέτο. Μαλακία είναι .. Πήγαινε το ένα βήμα παραπέρα..."
"Αγαπάει πολλά πράγματα..." Απάντησε σκεπτικός
"Όπως;"
Ο Λαέρτης χαμογέλασε γλυκά κοιτώντας ακόμα το μπουκάλι και αναστεναξε βαθιά
"Αγαπάει τα παραμύθια..., αγαπάει τις κορδέλες της, τη βροχή, αγαπάει το γιασεμί, το χλιαρό γάλα, την απαλή κουβέρτα, μισεί να στεγνωνει μαλλιά της , σιχαίνεται να έχει βρεγμένα δάχτυλα στη κουζίνα, λατρεύει όμως το νερό... Δεν της αρέσει να τραγουδάει αλλά αγαπάει να της τραγουδω, καμιά φορά, δεν αντέχει τον ήχο των πουλιών, κι άλλες τον λατρεύει ενώ υπάρχουν στιγμές που λαχταράει να δοκιμάσει κάτι καινούριο και δειλιάζει... Λατρεύει επίσης, τη μυρωδιά του κάστανου στη σόμπα και απεχθάνεται κάθε τι που έχει να κάνει με το ρετσίνι, μικρή αγαπούσε πολύ το δάσος μα το έτρεμε και το φοβόταν συναμα... Αγαπάει επίσης το λευκό, μισεί το ροζ, και ποτέ δεν ήθελε ζάχαρη στο ρόφημα της... Λατρεύει τα λευκά γλυκά, αλλά αγαπάει τα μπισκότα κι ας έχουν σοκολάτα...
Αγαπάει και τα αρκουδάκια της πολυ και πάντα θέλει το αριστερό της μαξιλάρι να έχει διαφορετική μαξιλαροθήκη. Επίσης αγαπάει..."
"Μαλάκα σοβαρά τώρα;!" ο Στάθης τον κοίταξε έκπληκτος.
"Εσύ δεν με ρώτησες;"
"Έκθεση γράφεις ρε! Και δε νομίζω να σταματάει κι όλας..." παρατήρησε και ο Λαέρτης ξεροβηξε.
"Ε τι να κάνω... Προσπάθησα να σκεφτώ όσα αγαπάει και μισεί... Νομίζω όμως βρήκα τίτλο..."
"Για πες..."
"Λέω το βγάλουμε - Σαν παραμύθι...- Τι λες; Σκέφτηκα και το..."
"Μη σκεφτείς τίποτα άλλο! Τέλειο όνομα για κρασί! Έκλεισε! Μη σου πω, το κάνω και εικόνα στα μαγαζιά!" χαριτολογησε
"Ποτέ... Αυτά τα μπουκάλια θα είναι δικά της.."
"Ναι, κρατησε τα να τα ανοίξεις στο γάμο της! Πας καλά ρε;"
"Στο γάμο της, ε...;" είπε σιγανα και πήρε μια ανάσα χωρίς τελειωμό.
"Αδερφέ όλα εντάξει; Σκυθρωπιασες..."
"Όλα καλά... Έλα, το επόμενο είναι δικό σου και τα υπόλοιπα θα τα κλείσουμε όταν τελειώσουμε αύριο..."
"Λαέρτη;" Ο Στάθης τον κοίταξε σοβαρός "Είμαι εδώ για ότι κι αν περνάς... Να το θυμάσαι. Εντάξει;"
"Ευχαριστώ ρε..."
"Και όσο για χθες..."
"Γάμησε το, το χθες..."
"Ήθελα να εξηγηθω... Αυτό είναι όλο. Εγώ το είπα και το εννοώ... Την Αλίκη τη λάτρεψα μέσα από σένα. Δε θα έκανα ποτέ κάτι μαζί της. Τη σέβομαι. Ίσως δείχνω λίγο μαλάκας ώρες ώρες, αλλά έχω αρχές... Μεγάλωσα με αξίες κι ας μην έχω από πίσω κανέναν..." Ο Λαέρτης τον έπιασε από τον ώμο και τον τράβηξε , τον αγκάλιασε και τον χτύπησε ελαφρά στη πλάτη
"Έχεις εμάς πια..." είπε και τον έσφιξε
"Να σου πω κάτι, χωρίς παρεξήγηση;" αποκρίθηκε σαν χωρίστηκαν "Είστε σίγουρα αδέρφια;" είπε και ο Λαέρτης κούνησε το κεφάλι
"Ρε Στάθη, σταμάτα με τις μαλακίες να μου καις τον εγκέφαλο!"
"Άρα, είχα δίκιο... Στον καίω..." είπε έχοντας ένα νικητήριο χαμόγελο
"Έκφραση είναι! Τι κόλλας και εσύ σε λέξεις!"
"Φαντάζεσαι όμως ρε..;"
"Οχι. Και σταμάτα αυτο το πράγμα...!"
"Καλά... Καλά... Ο Στάθης βλέπει αγόρι μου!"
Ο Λαέρτης σημασία δε του έδωσε. Πήρε το μπουκάλι και κίνησε για τις ετικέτες...
Αύριο θα ξημέρωνε μια καινούρια μέρα...
Δεν ήθελε άλλους τσακωμούς.
Το μόνο που ήθελε, ήταν απλά να είναι καλά μεταξύ τους...
Να θυμηθούν, όσα έζησαν και να μη ξεχάσουν ποτέ πόση αγάπη και τρέλα είχαν ο ένας για τον άλλο...
Δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει πίσω και να ζητήσει ανακωχή και μάλιστα ήξερε ακριβώς που θα την κάνουν...
Στο μόνο μέρος που είχαν καταλήξει να ανοίγονται ο ένας στον άλλο, στο μέρος που έλυνε κάθε της απορία και εκείνη πάντα τον ενοχλούσε... Εκεί που έδενε τα μαλλιά της και μιλούσαν για ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς...
Στον αχυρώνα...
Τη δική τους μικρή φωλιά...
🖤🖤🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top