Κεφάλαιο 28 - Άβυσσος

Ο Ντάνιελ στεκόταν μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του στο γραφείο του νοσοκομείου, έχοντας ακόμα έντονο τον απόηχο της ομολογίας του Κλάους στο μυαλό του.

Είχε υποσχεθεί στην κυρία Μισέλ να ξεκινήσει από την επόμενη κιόλας μέρα, να κάνει επαφή με την Έμμα. Συνέχισε να ασχολείται με την προετοιμασία της συνεδρίας, που πάλευε να τελειώσει μέρες τώρα και ο θόρυβος στο κεφάλι του δεν τον άφηνε να την ολοκληρώσει. Όμως έπρεπε να ξεκινήσει. Έπρεπε να κάνει επαφή με την Έμμα. Με τα γεγονότα που είχαν συμβεί, είχαν περάσει μέρες χωρίς να την συναντήσει. Κάτι μέσα του, τού έλεγε ότι η Έμμα θα τον αναζητούσε. Δεν μπορούσε να αφήσει κι άλλο χρόνο να περάσει. Άλλωστε είχε δώσει και μια υπόσχεση που έπρεπε να τηρήσει.

Έχοντας συνέχεια δίπλα του πολύτιμη βοηθό του την Λορέν, ξεκίνησε την προετοιμασία. Η κοπέλα τον βοήθησε με τις συνδέσεις και τα ηλεκτρόδια, καθώς το δεμένο του χέρι τον δυσκόλευε στις κινήσεις του. Της έδειξε τις ρυθμίσεις που είχε κάνει και τι θα έπρεπε να παρακολουθεί και έγειρε κλείνοντας τα μάτια του, στο πλάι της Έμμα. Ο ύπνος δεν άργησε να έρθει να τον συναντήσει.

.

Βρέθηκε σε μια γκρίζα εικόνα που έδειχνε σαν να λιώνει γύρω του. Τα περιγράμματα από τα σχέδια, έχαναν το σχήμα τους. Ξεθωριασμένα χρώματα τρέχανε από τα σχέδια και μπλέκονταν μεταξύ τους, δημιουργώντας ρυάκια από χρώματα καφέ, γκρι και κόκκινα της σκουριάς. Του φάνηκε λες και βρισκόταν έξω από κάποιο σφαγείο, που μέσα ξέπλεναν το χώρο ρίχνοντας νερό με πίεση και αυτό κύλαγε προς τα έξω. Μαύρο αίμα ανακατεμένο με βρωμιές και νεκρωμένα χώματα. Ανασήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό. Γκρίζα, σκοτεινά χρώματα απλώνονταν όσο έφτανε το μάτι του. Βαριά σύννεφα σε σκούρο χρώμα, μετακινούνταν με ταχύτητα, έτοιμα να συγκρουστούν μεταξύ τους και να εκραγούν, πνίγοντας το τοπίο σε βρώμικο νερό. Ένα αίσθημα δυσφορίας τον κατέλαβε. Κοίταξε γύρω του αναζητώντας την Έμμα. Είδε στο βάθος ένα δέντρο να λιώνει και να κυλάει ανακατεύοντας τα χρώματά του με το βρώμικο ρυάκι. Εκεί, πάνω σε ένα κλαρί που στεκόταν ακόμα, καθόταν η Σμέτι. Είχε τα χέρια της στο πρόσωπό της και έκλαιγε σιγανά. Την πλησίασε γεμάτος αγωνία.

-Σμέτι, τι συμβαίνει εδώ; Πού βρίσκεται η Έμμα;

-Γιατί το έκανες αυτό χαζούλη; Της γέμισες το κεφάλι με περίεργες ιδέες, της μίλησες για μοναξιά και αγάπη, την ξεσήκωσες να αντιμετωπίσει ότι πάσχιζε να κρύψει και να ξεχάσει τόσον καιρό και μετά εξαφανίστηκες.

-Τι λες Σμέτι; Πού είναι η Έμμα; Γιατί ο κόσμος της καταρρέει; Πες μου, πού θα τη βρω;

-Σε περίμενε αλλά δεν ερχόσουν. Έτσι ξεκίνησε μόνη της, αποφασισμένη να διανύσει το ξεχασμένο μονοπάτι, να ξαναβρεί και να περάσει τον οργισμένο δρόμο. Την παρακάλεσα να σταματήσει, δεν θα τα καταφέρει μόνη της τής έλεγα, αλλά αυτή δεν με άκουγε, του απάντησε μεταξύ λυγμών.

Πανικός τον κυρίευσε. Το ότι η Σμέτι είχε μείνει πίσω, δεν είχε ακολουθήσει, δεν είχε γίνει ένα με την Έμμα, ένα πράγμα μόνο μπορεί να σήμαινε. Η Έμμα δεν ήταν σίγουρη γι' αυτό που πήγαινε να κάνει. Η αμφιβολία της ότι δεν θα τα καταφέρει, είχε μείνει πίσω γαντζωμένη σε έναν κόσμο που δεν μπορούσε να σταθεί πια, με τη μορφή της Σμέτι. Την έπιασε με τα δυο του χέρια και την ταρακούνησε. 

-Σμέτι πρέπει να με καθοδηγήσεις. Πες μου πού θα βρω την Έμμα; Προς τα πού πήγε; Πρέπει να τη βρούμε, να τη  βοηθήσουμε, να σταθούμε δίπλα της. Μόνη της δεν θα τα καταφέρει. Θα χαθεί στα μονοπάτια των φόβων της.

Η Σμέτι γύρισε και κοίταξε στο βάθος, εκεί που οι σκιές πνίγονταν μέσα στην ομίχλη, χάνονταν πίσω από μαυρίλα και καταχνιά. Ένας κεραυνός έσκισε τη σκοτεινιά κάνοντας έναν υπόκωφο θόρυβο. 

-Εκεί, ψέλλισε. Πετάρισε τα φτερά της και πέταξε προς την ομιχλιασμένη εικόνα.

-Στάσου, δεν σε προλαβαίνω, δεν έχω φτερά να σε ακολουθήσω. Σμέτι, περίμενε..

Ξεκίνησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κάνοντας αγωνιώδη προσπάθεια να την ακολουθήσει. Όμως ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Το έδαφος δεν ήταν σταθερό κάτω από τα πόδια του. Κουνιόταν, βυθιζόταν και παλλόταν σε κάθε πάτημά του, λες και περπατούσε πάνω σε ένα στρώμα νερού. Πάσχιζε να διατηρήσει την ισορροπία του, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να μη διακόψει το γρήγορο ρυθμό στο περπάτημά του, για να μη χάσει από τα μάτια του τη Σμέτι. Συνέχισε να παλεύει, όμως ο δρόμος μπροστά του δυσκόλευε ακόμα περισσότερο. Έπαιρνε ανηφορική κλήση και έκανε ακόμα πιο δύσκολα τα βήματά του. Έπεσε γονατιστός και προσπάθησε γαντζώνοντας τα χέρια του στο χώμα, να κρατηθεί για να προχωρήσει. Είδε με έκπληξη το έδαφος να μεταμορφώνεται. Τα χέρια του βυθίστηκαν σε σωρούς από ανθρώπινα οστά. Προσπαθούσε να κρατηθεί αλλά τα οστά μετακινούνταν, και κυλούσαν γύρω του. Ώσπου η ανηφόρα μπροστά του έγινε τόσο μεγάλη, που δεν κατάφερε να κρατηθεί από πουθενά και άρχισε να γλιστράει προς τα πίσω, παρασέρνοντας μαζί του κόκαλα και κρανία.

-Σμέτι... φώναξε μέσα σε απόγνωση, βοήθησέ με.

Άκουσε ένα πετάρισμα και τη φωνή της Σμέτι από κάπου στο βάθος.

-Δεν είναι της Έμμα αυτή η εικόνα χαζούλη, είναι δική σου, εσύ τη δημιουργείς. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω... άκουσε τη φωνή της σιγανή και απόμακρη, μέχρι που έσβησε τελείως.

Η ανάσα του επιτάχυνε καθώς πάσχιζε να κρατηθεί από κάπου, αλλά δεν τα κατάφερνε. Ένα ποτάμι από ανθρώπινα οστά τον παρέσυρε σε μιαν άγνωστη και τρομακτική άβυσσο. Ψίθυροι και φωνές πόνου ακούγονταν γύρω του. Ένιωσε να κυλάει, να παρασύρεται από το ασταθές, κινούμενο χαλί από κόκαλα και να κατρακυλάει σε βάθη όλο και πιο σκοτεινά, όλο και πιο έρημα. Άκουσε τους ψίθυρους να δυναμώνουν, να γίνονται φωνές πόνου, κραυγές απόγνωσης. 

Ήταν δική του αυτή η άβυσσος και ήταν βαριά και χωρίς τέλος. Ένα χαλί φτιαγμένο από τα απομεινάρια νεκρών παιδιών, που δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Το βάρος τους έχτιζε στο μυαλό του δρόμους από φρίκη και βάραθρα απόγνωσης και πόνου. Τον ρούφαγε σε έναν εφιάλτη που είχε μεταφέρει μέσα σε ένα ξένο όνειρο, που δεν μπορούσε να ελέγξει, που δεν ήξερε πώς να διακόψει. 

Αφέθηκε εξαντλημένος να τον παρασύρει μια πτώση που δεν σταμάταγε, μέχρι που δεν υπήρχαν πια κόκαλα, δεν ακούγονταν ψίθυροι και οι φωνές πόνου σιώπησαν τελείως. Βυθιζόταν μέσα σε σκοτεινό νερό τώρα. Σε έναν ωκεανό μέσα στη νύχτα. Μια ασέληνη νύχτα. Κοίταξε ψηλά και είδε κάποιες φυσαλίδες να ανεβαίνουν στην επιφάνεια, που όλο και ξεμάκραινε. 

Ήταν ήσυχα εδώ. Δεν ακουγόταν απόγνωση. Δεν υπήρχε πόνος και βεβήλωση. Ένιωσε ανακούφιση από αυτή την απόλυτη ανυπαρξία. Από αυτό το ήσυχο σκοτάδι του τίποτα, που τον κατάπινε. Έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε...

.

Η Λορέν παρακολουθούσε με προσοχή τα μόνιτορς με τα ζωτικά της Έμμα. Ο σταθερός ρυθμός της καρδιάς της, δημιουργούσε πάνω στην οθόνη μικρές γωνίες μια πάνω μια κάτω, ανάμεσα από ελαφρά  διαταραγμένες ευθείες. Μια πράσινη, φωτεινή, τεθλασμένη γραμμή πάνω σε μαύρη οθόνη και γύρω γύρω, αριθμοί που κατέγραφαν πίεση, οξυγόνο και θερμοκρασία σώματος. Όλα ήρεμα, τα νούμερα όλα σωστά. Κοίταξε τον Ντάνιελ. Ξαπλωμένος δίπλα στην Έμμα, κοιμόταν ήσυχος βαστώντας της το χέρι, ενώ καλώδια και ηλεκτρόδια ένωναν τα κεφάλια τους, το λαιμό και το στήθος τους. Βρισκόταν σε απόλυτη ακινησία, όταν ξαφνικά τράβηξε το χέρι του απότομα, αφήνοντας το χέρι της Έμμα να κρεμάσει στο πλάι του κρεβατιού. Η ξαφνική κίνηση έκανε τη Λορέν να αναπηδήσει. Πλησίασε κοντά του και τον κοίταξε προσεκτικά. Τα κλειστά βλέφαρά του τρεμόπαιζαν ελαφρά. Βρισκόταν σε φάση REM όπως της είχε εξηγήσει. Όμως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το ένστικτο της Λορέν άρχισε να χτυπάει καμπανάκια στο κεφάλι της. 

Τα κλειστά μάτια του Ντάνιελ άρχισαν να κινούνται όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο έντονα. Η κίνηση λες και απλωνόταν σε όλο το κεφάλι του, που άρχισε να τρέμει ανεπαίσθητα. Το τρέμουλο άρχισε να επεκτείνεται και να απλώνεται στο κορμί του, τα χέρια και τα πόδια του. Ξαφνικά άρχισε να χτυπιέται ολόκληρος. Το σώμα του έκανε έντονους σπασμούς. Τα χέρια και τα πόδια του κινούνταν μπρος πίσω με γρήγορες κοφτές κινήσεις.

-Ντάνιελ, τι έπαθες; Τι συμβαίνει; ΘΕΕ ΜΟΥ! ΝΤΑΝΙΕΛ! ΝΤΑΝΙΕΛ! Σε παρακαλώ, ξύπνα, με τρομάζεις! ΝΤΑΝΙΕΛ! ΝΤΑΝΙΕΛ!

Η Λορέν έβλεπε τον Ντάνιελ να χτυπιέται μπροστά της λες και περνούσε μια ισχυρή επιληπτική κρίση. Τον έπιασε από τους ώμους και προσπαθώντας να τον σταθεροποιήσει, του φώναζε απεγνωσμένα να ξυπνήσει, να επανέλθει. Κοίταξε με τρόμο τα μόνιτορς. Όλα φαίνονταν ήρεμα, σωστά. Μα τα μόνιτορς ήταν συνδεδεμένα με την Έμμα και όχι με τον Ντάνιελ. Με γρήγορες κινήσεις τράβηξε τα καλώδια που συνδέανε την Έμμα μαζί του και έκοψε κάθε επαφή τους. Ο Ντάνιελ σταμάτησε να χτυπιέται. Έμεινε τελείως ακίνητος με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και κλειστά τα μάτια.

-Έλα Ντάνιελ, γύρνα πίσω, τελείωσε. Άνοιξε τα μάτια σου. Δεν είσαι πια συνδεδεμένος με την Έμμα. Ώρα να ξυπνήσεις. Ντάνιελ, ΝΤΑΝΙΕΛ!

Έμεινε να κοιτάζει ανήμπορη να κάνει κάτι. Ο χρόνος της υπναγωγίας δεν ήταν παρά μερικά δευτερόλεπτα όπως της είχε εξηγήσει. Είχε περάσει τόση ώρα και ο Ντάνιελ δεν επανερχόταν. Του έβρεξε το πρόσωπο με ένα μουσκεμένο μαλακό πανί, του μίλησε, τον παρακάλεσε, τον ταρακούνησε ξανά. Τελικά ηττημένη, του ψιθύρισε:

-Συγνώμη Ντάνιελ, δεν ξέρω τι άλλο να κάνω και δεν μπορώ να περιμένω άλλο να ξυπνήσεις. Χωρίς άλλη καθυστέρηση πάτησε το κουδούνι του συναγερμού. Δεν πέρασαν παρά μερικά λεπτά και στο δωμάτιο μπήκε τρέχοντας ο παθολόγος του νοσοκομείου, μαζί με δύο νοσοκόμους.

-Τι συμβαίνει Λορέν; Χρειάζεστε βοήθεια; Γιατί χτύπησες συναγερμό; Κοίταξε γύρω του σκανάροντας τα πάντα. Πρώτα την Έμμα που κοιμόταν γαλήνια στο κρεβάτι της. Μετά τα μόνιτορς με τις ενδείξεις των ζωτικών της και τέλος η ματιά του στάθηκε στον Ντάνιελ, που βρισκόταν σωριασμένος δίπλα της με κλειστά μάτια.

-Τι έπαθε ο Ντάνιελ; Γύρισε και κοίταξε την Λορέν όλο απορία.

-Δεν ξέρω γιατρέ, βρίσκεται σε ακινησία αρκετή ώρα, δεν ξυπνάει, δεν επανέρχεται, δεν ήξερα τι να κάνω.

Ο δόκτορ Γκίλιαν πλησίασε και έπιασε το χέρι του Ντάνιελ. Αναζήτησε τον σφιγμό του. Έβγαλε από το τσεπάκι της ρόμπας του ένα φακό, άνοιξε τα βλέφαρα του Ντάνιελ με τα δάχτυλά του και έριξε φως στα μάτια του.

-Οι παλμοί του είναι πεσμένοι και οι κόρες του τελείως διεσταλμένες χωρίς ανταπόκριση. Είναι σε κωματώδη κατάσταση. Τι συνέβη Λορέν; Πόση ώρα είναι έτσι;

Η Λορέν τον κοίταξε με τρόμο. Πώς να του απαντήσει στις ερωτήσεις που της έκανε, χωρίς να του μιλήσει για την επικοινωνία του με την Έμμα. Όμως κάτι είχε πάει λάθος και ο Ντάνιελ κινδύνευε. Δεν μπορούσε να κρύψει από το γιατρό στοιχεία.

-Κάτι δοκίμαζε με την ασθενή του, πρέπει να σας τα πω αναλυτικά, του είπε και έκανε ένα νεύμα κοιτώντας τους δύο νοσοκόμους που στέκονταν στην πόρτα, περιμένοντας οδηγίες.

Ο δόκτορ Γκίλιαν κατάλαβε πως η Λορέν ήθελε να του μιλήσει εμπιστευτικά. Γύρισε στους δύο νοσοκόμους που τον συνόδευαν και άρχισε να δίνει εντολές να στηθεί ένα δεύτερο κρεβάτι δίπλα στην Έμμα και να μεταφέρουν με προσοχή τον Ντάνιελ. Να συνδεθεί άμεσα με οξυγόνο και να του τοποθετήσουν ενδοφλέβιο ορό. Μόλις οι νοσοκόμοι έφυγαν από το δωμάτιο για να εκτελέσουν τις εντολές, γύρισε στη Λορέν και την κοίταξε με προσμονή.

-Γιατρέ, ο Ντάνιελ εφαρμόζει μια δική του μέθοδο με την Έμμα. Συνδέεται μαζί της με ηλεκτρόδια και σε κατάσταση ύπνωσης προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί της. 

-Μα, η Έμμα βρίσκεται σε βαθύ κώμα εδώ και τέσσερα χρόνια. Τι είδους επικοινωνία προσπαθεί να πετύχει; Δεν καταλαβαίνω.

-Κι όμως, κατάφερε να εντοπίσει κάποια... δραστηριότητα στον εγκέφαλό της. Είχε ξανακάνει αυτού του είδους την επικοινωνία αρκετές φορές, αλλά σήμερα κάτι συνέβη. Εκεί που κοιμόταν, άρχισε να κάνει σπασμούς, κάτι σαν επιληπτική κρίση και μετά..., μετά έμεινε ακίνητος όπως τον βλέπετε. Προσπάθησα να τον ξυπνήσω, είδα ότι δεν είχε ανταπόκριση και σας ειδοποίησα.    Ο γιατρός έδειξε προβληματισμένος. 

-Και με ποιο τρόπο συνδέεται με την ασθενή του; Μίλησες για ηλεκτρόδια. Πού είναι, μπορώ να τα δω;

-Τα αφαίρεσα λίγο πριν σας ειδοποιήσω, νομίζοντας ότι θα βοηθήσω το γιατρό να επανέλθει. Εδώ είναι, τα έχω τοποθετήσει σε αυτό το κουτί.

Ο δόκτορ Γκίλιαν πήρε με προσοχή στα χέρια του τα ιδιότυπα καπέλα από ηλεκτρόδια και αισθητήρες και τα περιεργάστηκε με προσοχή. Έκανε ένα σφύριγμα θαυμασμού καθώς παρατηρούσε κάθε λεπτομέρεια. Εκείνη την ώρα μπήκαν οι δύο νοσοκόμοι μέσα στο δωμάτιο, μεταφέροντας ένα νοσοκομειακό κρεβάτι. Σταμάτησαν να μιλάνε και ασχολήθηκαν όλοι με το στήσιμο, τη μεταφορά του Ντάνιελ και την καλωδίωσή του με ορό και οξυγόνο. Μόλις τελείωσαν, ο γιατρός είπε στους νοσοκόμους να φύγουν για να συνεχίσουν τη δουλειά τους. Τα δυο παλικάρια έφυγαν από το δωμάτιο, ο γιατρός τράβηξε μια καρέκλα, κάθισε δίπλα στο κρεβάτι που είχαν ξαπλώσει τον Ντάνιελ και κάλεσε τη Λορέν να κάτσει κι αυτή κοντά του.

-Λορέν, δεν έχω ιδέα τι έκανε ο Ντάνιελ με την Έμμα, αλλά αυτό που μου λες, ότι κατάφερε να εντοπίσει δραστηριότητα στον εγκέφαλό της, είναι συναρπαστικό. Όλοι θεωρούσαμε ξεγραμμένη υπόθεση αυτό το κορίτσι και είναι πολύ ευχάριστο αν ανίχνευσε κάτι, όμως η κατάσταση που έχει έρθει αυτή τη στιγμή ο Ντάνιελ με ανησυχεί πάρα πολύ. Δείχνει να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με την ασθενή του. Αδυνατώ τα κατανοήσω πώς συνέβη αυτό. Δεν έχω ιδέα πώς λειτουργεί και τι ακριβώς κάνει αυτή η περίεργη επικοινωνία, που έχει αναπτύξει. Αναρωτιέμαι όμως μήπως διακόπηκε κάποια διαδικασία με την αποσύνδεση που έκανες και ο Ντάνιελ έμεινε εγκλωβισμένος στον κόσμο της Έμμα. 

Η Λορέν τον κοίταξε έντρομη γουρλώνοντας τα μάτια της.

-Γιατρέ, έκανε σπασμούς, χτυπιόταν ολόκληρος. Προσπάθησα να τον ξυπνήσω αλλά δεν ανταποκρινόταν. Τρόμαξα πάρα πολύ. Έκανα την αποσύνδεση και ησύχασε, αλλά μετά δεν ξυπνούσε. Έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό της και ξέσπασε σε κλάματα. Λέτε πως φταίω εγώ για την κατάστασή του;

-Όχι Λορέν, δεν είπα κάτι τέτοιο. Δεν έχω καμία γνώση πάνω σε αυτό που συμβαίνει εδώ ώστε να αποδώσω και ευθύνη. Υποθέσεις κάνω, γιατί δεν μπορώ να κατανοήσω, πώς βρέθηκε σε κωματώδη κατάσταση από τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν ξέρω καν, πώς δουλεύουν και τι κάνουν αυτά εδώ τα μαραφέτια. Έμεινε για λίγο προβληματισμένος, κοιτάζοντας τα ηλεκτρόδια που κρατούσε στα χέρια του. Εσύ, αν χρειαστεί, γνωρίζεις πώς να τους ξανασυνδέσεις; 

Η Λορέν με βουρκωμένα μάτια, του απάντησε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της.

-Κάντο λοιπόν. Ας επαναφέρουμε τη σύνδεσή τους. 

Η Λορέν ξεκίνησε να συνδέει ξανά αισθητήρες και ηλεκτρόδια πάνω στο κεφάλι και το στήθος του Ντάνιελ και της Έμμα. Βεβαιώθηκε ότι είχε συνδέσει τα πάντα σωστά, όπως είχε κάνει πριν λίγο μαζί με τον Ντάνιελ και γύρισε προς τον δόκτορ Γκίλιαν.

-Αυτή είναι η σύνδεση γιατρέ. Τι κάνουμε τώρα;

-Περιμένουμε παρακολουθώντας και τους δύο, να λειτουργεί σωστά ο οργανισμός τους. Όπως έκανες τόσα χρόνια με την Έμμα. 

Το κινητό του Ντάνιελ άρχισε να χτυπάει μέσα από την τσέπη την ιατρικής ρόμπας του. Ο γιατρός και η Λορέν κοιτάχτηκαν.

-Ίσως πρέπει να απαντήσεις εσύ, Λορέν. 

Της είπε κάνοντάς της νεύμα να πάρει το κινητό από την τσέπη του Ντάνιελ. Η Λορέν το πήρε στα χέρια της και κοίταξε την οθόνη. Ήταν η Έλενα. Πρέπει να είχε έρθει να πάρει τον Ντάνιελ και τον έπαιρνε να τον ενημερώσει ότι περιμένει απ' έξω. Ενημέρωσε το γιατρό ποιος καλούσε. Ο γιατρός της είπε να να την καλέσει μέσα στο δωμάτιο. Ίσως η παρουσία της μπορούσε να βοηθήσει τον Ντάνιελ της είπε. Χωρίς δισταγμό η Λορέν απάντησε στην κλήση.

-Καλησπέρα Έλενα, είμαι η Λορέν.

-Καλησπέρα Λορέν, πού είναι ο Ντάνιελ; Είναι απασχολημένος;

-'Ελενα, κάτι συνέβη... Καλύτερα να έρθεις μέσα, να σού εξηγήσω από κοντά.

Η Έλενα έκανε μια παύση δευτερολέπτων, προσπαθώντας να επεξεργαστεί αυτό το "κάτι συνέβη" που άκουσε από τα χείλη της Λορέν και την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη.

-Έρχομαι, απάντησε. Χωρίς να κλείσει τη σύνδεση βγήκε γρήγορα από το αυτοκίνητο και ρώτησε τη Λορέν, προς τα πού να κατευθυνθεί.

-Θα σε περιμένω στην είσοδο της πτέρυγας της Έμμα, της είπε το κορίτσι. Έκλεισε το τηλέφωνο και έφυγε με κατεύθυνση την είσοδο. Είδε έξω από την τζαμένια πόρτα την Έλενα να έχει ήδη φτάσει. Στεκόταν και κοίταζε ανήσυχη προς τα μέσα. Η Λορέν πληκτρολόγησε τον κωδικό για να ανοίξει η πόρτα και συνόδευσε την Έλενα στο λευκό δωμάτιο. Την καθοδήγησε να βγάλει τα ρούχα της και να φορέσει αποστειρωμένη ρόμπα και παπούτσια.

-Πες μου τι συνέβη Λορέν, με τρελαίνει η αγωνία, της είπε η Έλενα καθώς ντυνόταν με τα αποστειρωμένα ρούχα.

-Μακάρι να ήξερα Έλενα. Ο Ντάνιελ έκανε άλλη μια επικοινωνία με την Έμμα, αλλά κάτι δεν πήγε καλά.

-Τι δεν πήγε καλά; Τι συμβαίνει; Πού είναι ο Ντάνιελ;

-Ακολούθησέ με, καλύτερα να δεις μόνη σου.

Μπήκαν στο δωμάτιο της Έμμα. Η καρδιά της Έλενας χτύπαγε τόσο δυνατά, που νόμιζε ότι θα βγει έξω από το στήθος της. Η εικόνα που αντίκρισε μπροστά της, την έκανε να κοκαλώσει. Είδε δυο κρεβάτια στημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Στο ένα κοιμόταν γαλήνια η Έμμα, που η Έλενα την έβλεπε για πρώτη φορά. Στο διπλανό κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ο Ντάνιελ της. Το κεφάλι του γεμάτο καλώδια και ηλεκτρόδια που ενώνονταν με την Έμμα. Φορούσε μάσκα οξυγόνου και στο γερό χέρι του, είχε περασμένο ορό. Ένας γιατρός στεκόταν όρθιος από πάνω του και τον αφουγκραζόταν με το στηθοσκόπιό του. Ο Ντάνιελ έδειχνε σαν να βρίσκεται σε βαθύ ύπνο, αφού δεν είχε καμία αντίδραση προς το περιβάλλον του.

Έτρεξε δίπλα του και με βουρκωμένα μάτια έσκυψε από πάνω του.

-Ντάνι, αγάπη μου, τι συμβαίνει; Ντάνι, άκουσέ με, είμαι εδώ για σένα. Γύρνα κοντά μου αγάπη μου...


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top