Κεφάλαιο 46

Κεφάλαιο 46

Ο Έντι καθόταν μόνος στο δωμάτιό του για ακόμη μια φορά. Όσες φορές προσπάθησε να κλείσει τα μάτια του για έναν ολιγόλεπτο ύπνο, το δυστυχισμένο πρόσωπο της Λόλι εμφανιζόταν μπροστά του και τον έκανε να τινάζεται αναστατωμένος. 'Ο παππούς μας είναι νεκρός, Έντι!', άκουγε μεταξύ άλλων απελπισμένων φράσεων και η καρδιά του κόντευε να γίνει κομμάτια. Τώρα πια μπορούσε κι ο ίδιος να καταλάβει ότι δεν έπραττε με τη δική του βούληση κι εξαιτίας αυτού του γεγονότος η αδερφή του βρισκόταν κάπου μακριά του, αιχμάλωτη κι ανήμπορη. Στο τέλος έβγαλε μια κραυγή θυμού. «Εγώ είμαι υπεύθυνος για όλο αυτό! Πώς ήμουν τόσο βλάκας;», αναρωτήθηκε δυνατά και η συνέχεια του σκεπτικού του έμοιαζε πολύ τρομακτική για να την ακολουθήσει. Ευτυχώς ένας θόρυβος απ' έξω του τράβηξε την προσοχή. Μα όταν είδε την πόρτα να ανοίγει με τη βία και τους Ανθρώπους της συνοδείας του Όμπερον να στέκονται στο κατώφλι, είπε από μέσα του ότι καλύτερα θα ήταν να έλεγε 'δυστυχώς' αντί για 'ευτυχώς'. «Τι γίνεται, παιδιά;», ρώτησε προσπαθώντας να μη φαίνεται ο θυμός και η τρομάρα του. «Μάρκο, Άρτιν, Ινίτιο, Σέντρικ; Τι θέλετε εδώ;», συνέχισε χρησιμοποιώντας τα ονόματα των παιδιών που είχε προλάβει να μάθει.

«Συγγνώμη για την ενόχληση, Έντι», έκανε ο Άρτιν, μα το ύφος του δεν ήταν διόλου απολογητικό. «Θέλαμε απλά να σου πούμε ότι... η νέα σου στολή δεν σου πάει καθόλου», σχολίασε δείχνοντας τη νεραϊδίσια φορεσιά του αγοριού.

«Κι αυτό για εμάς είναι πρόβλημα», πήρε το λόγο ένας άλλος. Ο Έντι ούτε που θυμόταν τ' όνομά του, μα δεν τον ένοιαζε καν. «Βλέπεις, δεν μπορούμε να έχουμε στην ομάδα μας ένα μέλος που δεν ταιριάζει στην καλή της εικόνα».

«Πολύ ωραία», είπε ωμά ο Έντι και σηκώθηκε όρθιος. «Υποθέτω τότε ότι μπορώ να φύγω και να σας αφήσω την καλή σας εικόνα».

«Δεν νομίζω», είπε ο Μάρκο εμποδίζοντάς τον. «Είσαι μεγάλος μπελάς, καινούριε. Ακόμα κι ο Αφέντης το πιστεύει αυτό. Εμείς το ξέραμε, μα επιτέλους το κατάλαβε κι εκείνος. Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να σε ξεφορτωθούμε». Ο Έντι ήταν έτοιμος να μιλήσει, μα δεν πρόλαβε, καθώς τα υπόλοιπα αγόρια του επιτέθηκαν για να τον χτυπήσουν. Ευτυχώς ήταν γρήγορος κι έτσι πρόλαβε να τους ξεγλιστρήσει πριν φάει πολλές μπουνιές.

«Δειλοί!», τους φώναξε απ' τον διάδρομο. «Τα βάζετε όλοι μαζί με έναν, αυτό είναι κλεψιά».

«Α, ο κύριος συνήγορος ξέρει κι από δύσκολες υποθέσεις!», φώναξε ο Μάρκο. «Αυτά δεν θα σε σώσουν, σπασικλάκι!», συνέχισε κι ο Έντι σκέφτηκε πως κάπως έτσι θα ένιωθε και η Λόλι όταν της κάνανε σχολικό εκφοβισμό. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση δεν μπορούσε να τρέξει στον διευθυντή για βοήθεια, όπως έκανε εκείνη. Έτσι απλώς έτρεξε.

«Γύρνα πίσω, ανόητε!», άκουσε κάποιον να του φωνάζει. Έτρεξε με φόρα, μα οι άλλοι δεν σταμάτησαν να τον κυνηγούν και να του φωνάζουν. Βρίσκοντας ένα μεγάλο πήλινο κανάτι γεμάτο παγωμένο νερό στο τέλος του διαδρόμου, το έριξε προς το μέρος τους, σπάζοντάς το στην πορεία. Όλοι σταμάτησαν κι έκαναν πίσω στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τα θραύσματα, μα το μπουγέλο δεν το απέφυγαν. Αυτές οι κινήσεις έδωσαν στον Έντι χρόνο για να ξεφύγει.

Συνέχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μα δυστυχώς δεν ήταν συνηθισμένος στη γυμναστική, με αποτέλεσμα να λαχανιάσει και να κουραστεί. Σύντομα οι άλλοι τον έφτασαν. «Α-Αν...», προσπάθησε να πει. «Αν μάθει ο Άρχοντας Όμπερον τι πάτε να κάνετε, θα έχετε μεγάλο πρόβλημα. Βρίσκομαι υπό την προστασία του».

«Έτσι νομίζεις;», απάντησε ο Σέντρικ. «Αν θες να ξέρεις, χάρη θα του κάνουμε που θα σε σκοτώσουμε», δήλωσε, κάνοντας τον Έντι να γουρλώσει τα μάτια του. «Ο ίδιος είπε ότι θέλει να βγεις από τη μέση και θα χαρεί πάρα πολύ όταν μάθει ότι το κάναμε εμείς γι' αυτόν, πριν καν προλάβει να μας το ζητήσει. Σίγουρα θα-» Πριν προλάβει να τελειώσει τα λόγια του, μια κίτρινη ομίχλη απλώθηκε γύρω τους και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχαν όλοι πέσει στο πάτωμα αποκοιμισμένοι. Ο Έντι κοίταξε έκπληκτος γύρω του και είδε ένα κοντό Ξωτικό να προσγειώνεται μπροστά του.

«Καληνύχτα, μικροί ανόητοι. Όνειρα γλυκά, τα λέμε σε πέντε ωρίτσες», έκανε γελώντας υστερικά.

«Εσύ πάλι», είπε ο Έντι κοιτάζοντας τον Πουκ θυμωμένα και το άφτερο αερικό μαζεύτηκε φοβισμένο. «Εσύ φταις για όλα αυτά».

«Ο Πουκ το ξέρει αυτό, Εντάκο... και ζητάει ταπεινά συγγνώμη», έκανε με το κεφάλι σκυμμένο. «Πες ότι είμαστε ακόμα φίλοι».

«Φίλοι; Χα! Μήπως θέλεις να σ' ευχαριστήσω κιόλας;»

«Εμ... δεν θα 'ταν και κακή ιδέα. Μόλις σ' έσωσα, οπότε-»

«Πουκ!», φώναξε αυστηρά ο Έντι. «Οι φίλοι βοηθούν και προστατεύουν ο ένας τον άλλο! Οι φίλοι σε υπερασπίζονται κι εσύ δεν έκανες τίποτα απ' τα δυο. Δεν είσαι, λοιπόν, φίλος μου!»

«Δεν ήθελα να σε ξεγελάσω, Εντάκο... τουλάχιστον όχι από ένα σημείο και μετά... ούτε να κινδυνεύσεις», κλαψούρισε ο ξωτικοτυπάς. «Θα σε βοηθήσω να φύγεις από εδώ. Αλήθεια!»

Ο Έντι τον κοίταξε δύσπιστα. «Γιατί να σ' εμπιστευτώ;»

Ο Πουκ δεν αντέδρασε στον σκληρό τρόπο του αγοριού. Μονάχα κοίταξε δεξιά κι αριστερά, προτού πλησιάσει και του πει στο αυτί: «Πρώτον, γιατί σου χρωστάω χάρη και δεύτερον... γιατί θα σε πάω εκεί που έχουν τους κρυστάλλους...»

---

«Δεξιά... δεξιά ντε! Όχι αυτό το δεξιά, τ' άλλο».

«Με δουλεύεις τώρα; Ένα δεξιά υπάρχει! Κι είναι από 'δώ».

«Αχ... Ανθρώποι. Ουδεμία αίσθηση προσανατολισμού. Δεν σας μπορώ».

«Ναι, ε; Γι' αυτό μας απαγάγεις και μας βάζεις να υπηρετούμε τον Αφέντη σου; Φαντάσου να μας μπορούσες κιόλας».

«Είσαι εκτός θέματος, Εντάκο», μουρμούρισε νευριασμένα ο Πουκ, που εδώ και ώρα ήταν αόρατος. «Και εκτός διαδρομής», συμπλήρωσε, παρατηρώντας τα βήματα του αγοριού στα δεξιά του. «Είπαμε, δεξιά. Ορίστε... άκου από πού έρχεται η φωνή μου. Από εδώ θα πάμε».

Ο Έντι ξεφύσηξε ενοχλημένος κάτω από την κουκούλα του. «Συγγνώμη, αλλά εμείς αυτό εδώ και χρόνια το λέμε 'αριστερά', όχι δεξιά».

«Εσείς εδώ και χρόνια δεν ξέρετε πού σας πάν' τα τέσσερα. Αφού νομίζετε, καλέ, ότι οι Νεράιδες είναι μούφα», απάντησε το αερικό και ξέσπασε σε υστερικά γέλια, κάνοντας τον Έντι να του φωνάξει να σωπάσει, για να μην τους πάρουν χαμπάρι. Το στρατόπεδο έμοιαζε έρημο, μιας και όλοι γιορτάζανε πρόωρα τη νίκη τους και την απόκτηση των κρυστάλλων, με διαταγή του Σάιτρους. Μουσικές και φωνές ακούγονταν στο βάθος. Όσο για την πτέρυγα όπου έμενε ο Έντι, αλλά κι ο Όμπερον με τους υπηρέτες του, ήταν τελείως άδεια από Τζέργκα, γεγονός που εμπόδισε από το να καταλάβει κανείς τη φασαρία που είχε γίνει πριν λίγο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έπρεπε να κάνουν κι άλλη φασαρία. Μετά από πολλή ώρα περιπλάνησης σε υπόγειους, σκοτεινούς διαδρόμους, τελικά φτάσανε σε μια περίτεχνη πόρτα. «Εδώ είμαστε», ανακοίνωσε ο Πουκ σχεδόν υπερήφανα.

Ο Έντι προσπάθησε να ανοίξει, μα διαπίστωσε πως η πόρτα ήταν κλειδωμένη. «Και τώρα τι;», ρώτησε, κοιτάζοντας καχύποπτα τον Πουκ, ή τουλάχιστον κατά την κατεύθυνση που υπέθετε ότι θα ήταν ο Πουκ.

«Όπου να 'ναι έρχεται ο επόμενος φρουρός που έχει βάρδια», εξήγησε ο Νεράιδος, τραβώντας ελαφρά τον γιακά του Έντι. Το αγόρι αναπήδησε διαπιστώνοντας πως ο Πουκ στεκόταν ακριβώς δίπλα του κι όχι απέναντί του όπως υπέθετε. «Δεν έχει και το πιο κοφτερό μυαλό, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ», συνέχισε. «Εσύ βάλε καλά την κουκουλίτσα σου, μην τυχόν σε δει. Κατέβασέ την μέχρι το πιγούνι-»

«Αν την κατεβάσω μέχρι το πιγούνι, δεν θα βλέπω τίποτα!», διαμαρτυρήθηκε το αγόρι. «Θα πέσω και θα χτυπήσω».

«Μην μου είσαι με την αντίρρηση στο στόμα, Εντάκο», τον μάλωσε το αερικό. «Θεραπευτής θες να γίνεις. Ε, να μια ευκαιρία να θεραπεύσεις τον εαυτό σου, αν τύχει και πέσεις». Ο Έντι έριξε ένα αγριωπό κοίταγμα πίσω απ' τον ώμο του, μα όταν ξανακούστηκε η φωνή του Πουκ, βρισκόταν κιόλας πολύ μακριά. «Έρχεται, έρχεται!», τον άκουσε να σφυρίζει. «Την κουκούλα εσύ, την κουκούλα!». Πανικόβλητος, ο Έντι έκανε όπως του είπε και τράβηξε την κουκούλα όσο πιο κάτω μπορούσε, ώστε να κρύψει όλο το πρόσωπό του.

Σε ένα λεπτό, ένας φρουρός Τζέργκα κατέφτασε με βαριά βήματα και στάθηκε έξω από την κλειδωμένη πόρτα σταυρώνοντας τα χέρια του και μουρμουρίζοντας μερικές γκρινιάρικες φράσεις στη γλώσσα του. Με ένα σάλτο, ο Πουκ βρέθηκε πίσω από τον Έντι κι αόρατος ακόμα άρχισε να φωνάζει, με μια φωνή μπάσα και βροντερή. «Φρουρέ! Φρουρέ! Μέργκερε!»

Το ξαφνικό κάλεσμα βρήκε τον εν λόγω φρουρό απροετοίμαστο και τον έκανε να τιναχτεί έτσι που το κράνος του αναπήδησε πάνω στο κεφάλι του και του προκάλεσε ένα καρούμπαλο. «Ποιος μίλησε;», ρώτησε σαστισμένος.

«'Ποιος μίλησε;' 'Ποιος μίλησε!;'», απάντησε ο Πουκ ακόμα πιο βροντόφωνα κι ο Έντι μπροστά του κάλυψε τα αφτιά του. «Μα πώς γίνεται, άχρηστο σκουλήκι, να μην αναγνωρίζεις τη φωνή εμέ, του Μεγάλου Άρχοντα Σάιτρους!; Μήπως θέλεις να σε στείλω σε κάνα κλουβί, παρέα με κάνα Δράκο!;»

Τα δόντια του Τζέργκα άρχισαν να χτυπάνε μεταξύ τους, τόσο που ακούγονταν μέχρι εκεί που στέκονταν ο Άνθρωπος κι ο Νεράιδος. «Ό-Ό-Όχι, μεγάλε και τρανέ Άρχοντα!», έσκουξε τρομοκρατημένος. «Φυσικά κι αναγνώρισα τη φ-φ-φωνή σας! Απλά... δεν σας βλέπω. Πού είσαστε;»

«Πού είμαι;» Ο Πουκ μπλόκαρε για λίγο, απροετοίμαστος γι' αυτή την ερώτηση. «Να μη σε νοιάζει πού είμαι, ζωντόβολο!», βροντοφώναξε πάλι. «Σημασία δεν έχει πού είμαι, αλλά ότι είμαι! Και είμαι... εεε... είμαι...»

«Εδώ», του ψιθύρισε ο Έντι για να τον βοηθήσει. «Είσαι εδώ».

«Ναι! Είμαι εδώ! Εδώ ακριβώς είμαι! Και σε βλέπω!»

«Μ-Μάλιστα», έκανε ο Μέργκερε, τρέμοντας τώρα ολόκληρος. «Τι μπορώ να κάνω για εσάς;»

Ο Πουκ πήρε μια βαθιά, διαφραγματική αναπνοή, για να μπορέσει να συνεχίσει, χωρίς να κλείσει η φωνή του. «Άκουσε προσεκτικά!», φώναξε και πάλι. «Εγώ, ο Σάιτρους, ο μεγαλύτερος μα-»

«Πουκ, πιπέρι

«Τι πιπέρι; 'Μαχητής θα 'λεγα. Ο μεγαλύτερος μαχητής που έζησε ποτέ στα απαίσια... εεε, θεσπέσια χώματα της Γκρίζας Γης των Τζέργκα, έχω να σου δώσω μία διαταγή! Θέλω να μου δώσεις τους Μαγικούς Κρυστάλλους!»

«Τους κρυστάλλους;», αναρωτήθηκε πολύ μπερδεμένος ο Μέργκερε. «Μα Αφέντη, είχατε πει να μη βγουν απ' αυτή την αίθ-»

«Τολμάς να με παρακούς!;»

«Όχι βέβαια!»

«Μάλλον θα πρέπει να το συζητήσω αυτό με τον συνεργάτη μου, τον Βασιλιά Όμπερον», απάντησε δήθεν προβληματισμένος ο Πουκ κι άλλαξε τη φωνή του, κάνοντας μια εντυπωσιακή μίμηση του Ξωτικοβασιλιά. «Ω, νομίζω ότι πρέπει να τον ξεφορτωθείς αυτόν τον χαζοβιόλη, αγαπητέ μου. Ούτε μια απλή διαταγή δεν ξέρει να υπακούει. Άσ' τον σ' εμένα. Θα μπω στα όνειρά του με τις δυνάμεις μου, θα ανακαλύψω όλα όσα φοβάται και θα κάνω όλους του τους εφιάλτες να βγουν αληθινοί, γιατί...» Για μια στιγμή ξέμεινε από λόγια, μα στη συνέχεια κάτι βρήκε. «...γιατί τέτοιες τσαρλατανιές κάνουμε εμείς, οι μύγες!»

Στο μεταξύ, ο καημένος ο Μέργκερε είχε μείνει κάγκελο και τον έλουζε κρύος ιδρώτας. «Α όχι! Όχι, σας παρακαλώ!», άρχισε να τσιρίζει κι ο Πουκ κρατήθηκε να μη σκάσει στα γέλια με το θέαμα ενός απ' τους Τζέργκηδες να κάνει σαν μικρό μωράκι. «Δεν αντέχω τους εφιάλτες! Δεν τους αντέχω! Σας παρακαλώ, θα κάνω ό,τι μου πείτε!», ξεστόμισε μεταξύ άλλων κι όταν ο Πουκ είχε χορτάσει πια αυτό το αστείο, ξαναμίλησε ως Σάιτρους.

«Πολύ καλά, λοιπόν! Σου δίνω μία τελευταία ευκαιρία! Ξεκλείδωσε την πόρτα κι άφησέ την ανοιχτή!». Αμέσως μετά συνέχισε ως Όμπερον. «Μην πας εσύ, φίλε μου! Θα στείλω εγώ έναν άξιο υπηρέτη μου, ο οποίος θα φέρει τους κρυστάλλους κατευθείαν σ' εμάς, χωρίς να κινδυνεύσουμε αγγίζοντάς τους. Εμπρός, μικρέ, εμφανίσου».

Με αυτά τα λόγια, ο Έντι έβγαλε την μπέρτα του κι έγινε για πρώτη φορά ορατός. Τρέμοντας ακόμα, ο φρουρός ξεκλείδωσε την πόρτα κι άφησε το αγόρι να μπει στο θησαυροφυλάκιο. Ο Άνθρωπος θαμπώθηκε από τα χρυσαφικά και τα διαμάντια που είδε εκεί μέσα και η επιθυμία να πάρει λίγα απ' αυτά (ή όχι και τόσο λίγα) ήταν πολύ δυνατή για μερικές στιγμές. Όμως όταν ο φρουρός μπήκε κι αυτός μέσα για να σιγουρευτεί πως ο 'απεσταλμένος' είχε βρει αυτό που έψαχνε, ο Έντι τρόμαξε και θυμήθηκε το σκοπό του. Δεν άργησε να εντοπίσει τους κρυστάλλους μέσα σε ένα διαφανές βάζο. Με μεγάλη προσοχή, ξεκαπάκωσε το βάζο και τους τράβηξε έξω έναν-έναν. Μα πού βρισκόταν το περιδέραιο; Όταν στράφηκε στον φρουρό για να τον ρωτήσει, τον είδε να τον αγριοκοιτάζει και πανικοβλήθηκε.

«Δεν μ' αρέσει η φάτσα σου, Ανθρωπάκι», γρύλισε ο τύπος, ξάφνου πολύ πιο τρομακτικός από πριν. «Πού ξέρω εγώ ότι θα πας τους κρυστάλλους στον Αφέντη και δεν θα τους κρατήσεις για πάρτη σου;» Το αγόρι ξεροκατάπιε, την ίδια στιγμή που ο Πουκ απ' έξω είχε αρχίσει ν' ανησυχεί. Γιατί δεν είχε βγει ο Έντι ακόμα;

«Ε...», προσπάθησε να πει ο έφηβος. «Ξέρετε... δεν πρόκειται να κρατήσω τους κρυστάλλους». Ο Τζέργκα δεν φαινόταν καθόλου πεπεισμένος κι ο Έντι κατάλαβε ότι αν δεν του έλεγε σύντομα κάτι, όλο το σχέδιο θα πήγαινε στράφι. Θυμήθηκε πανικόβλητος τα λόγια του Πουκ: Και μην ανησυχείς για τους Τζέργκηδες. Δεν δαγκώνουν... πολύ. Αλλά ο ειρμός της σκέψης του ευτυχώς πήγε πιο πίσω, στο χρόνο που πέρασε ο Άνθρωπος και το Ξωτικό μέσα στην αίθουσα αναμονής, κάνοντας ταχυδακτυλουργικά κόλπα. «Για... για την ακρίβεια, δεν θα τους κρατήσω καν», συμπλήρωσε τη φράση του, με ελαφρώς περισσότερη αυτοπεποίθηση. «Θα τους τηλεμεταφέρω άμεσα εκεί όπου βρίσκονται ο Βασιλιάς Όμπερον κι ο Άρχοντας Σάιτρους».

Ο Μέργκερε συνέχισε να τον κοιτά δύσπιστα. «Μίλα ξεκάθαρα, Άνθρωπε», απαίτησε κι ο Έντι ευχαρίστησε την τύχη του που αυτή τη στιγμή εξακολουθούσε να φορά έναν νεραϊδίσιο χιτώνα με πολύ φαρδιά κι ελαστικά μανίκια.

«Είναι απλό», δήλωσε. «Θα βάλω τους κρυστάλλους ανάμεσα στα χέρια μου, θα τα τρίψω και ωπ! Οι κρύσταλλοι θα πάνε εκεί που πρέπει».

Ο φρουρός σήκωσε τα φρύδια του σκεπτικός. «Δε γίνονται αυτά. Οι Άνθρωποι δεν κάνουν μαγικά».

«Οι υπηρέτες του Ξωτικοβασιλιά κάνουν», απάντησε ο Έντι κινδυνεύοντας να χάσει την ψυχραιμία του. «Λοιπόν, θα με αφήσεις να κάνω τη δουλειά μου, ή θα βλέπεις εφιάλτες όλη σου τη ζωή;»

Στην τελευταία φράση, ο Μέργκερε μαζεύτηκε πάλι κι αφού ζήτησε μια γρήγορη συγγνώμη, έμεινε να παρακολουθεί το αγόρι με ενδιαφέρον. Ο Έντι ακούμπησε τους τρεις κρυστάλλους προσεκτικά στην δεξιά του παλάμη και καλύπτοντάς τους με την αριστερή, άρχισε να τρίβει επίμονα τα χέρια του. Ο Τζέργκα κοιτούσε καχύποπτα, αλλά και με μια δόση θαυμασμού. Μετά από ένα περίπου λεπτό, ο Έντι άνοιξε τα χέρια του και οι κρύσταλλοι είχαν εξαφανιστεί. «Ορίστε, βλέπεις;», έκανε ο έφηβος ανακουφισμένος.

Ο Μέργκερε έμεινε να κοιτάει σαν βλάκας και στο τέλος σφύριξε επιδοκιμαστικά. «Καλό!», αναφώνησε. «Πιστεύεις ότι με λίγη εξάσκηση θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ;», ρώτησε και το μάτι του έπεσε σε μερικά χρυσά νομίσματα, που είχε σταμπάρει εδώ και βδομάδες.

Ο Έντι γέλασε αμήχανα. «Με λίγη προσοχή κι εξάσκηση... νομίζω ότι ο καθένας θα μπορούσε να το κάνει. Θα σου δείξω μια άλλη φορά, γιατί τώρα πρέπει να φύγω», ολοκλήρωσε κι έφυγε τρεχάτος έξω από την αίθουσα, αφήνοντας το φρουρό έκπληκτο.

---

Το ξόρκι που έκανε ο Πουκ για να γίνει αόρατος είχε μόλις εξαντληθεί και ο μανδύας που μάγεψε για τον Έντι έγινε και αυτός ξανά συνηθισμένος, όταν τον βρήκε στη γωνία του διαδρόμου. «Τους πήρες;», ρώτησε με αγωνία. «Μα πού είναι;»

Ο Έντι τον πήρε παράμερα, για να είναι βέβαιος ότι ο φρουρός ούτε θα τους έβλεπε, ούτε θα τους άκουγε κι όταν σιγουρεύτηκε ανέβασε το δεξί του μανίκι, αποκαλύπτοντάς του τον κίτρινο, τον κόκκινο και τον γαλάζιο κρύσταλλο. Ο Πουκ φάνηκε εντυπωσιασμένος κι έτοιμος να ξεσπάσει σε ένα ενθουσιώδες γέλιο, αλλά ο Έντι έβαλε το χέρι του μπροστά στο στόμα του, εμποδίζοντάς τον. «Σσσς...», έκανε. «Δεν τελειώσαμε ακόμα».

«Ναι, ναι, το ξέρω, αλλά είσαι πραγματικά φοβερός!», έκανε ο Πουκ προσπαθώντας να ψιθυρίσει. «Ε ρε πλάκα που θα πάθουν οι Τζέργκηδες όταν μάθουν πως τους την έφερε ένα Ανθρωπάκι χωρίς καμιά απολύτως μαγική δύναμη! Θα πέσει πολύ γέλιο».

«Άσ' τα τώρα αυτά», τον είπε κάπως αυστηρά ο Έντι. «Πρέπει να βρούμε το περιδέραιο. Έχεις ιδέα πού μπορεί να είναι;»

Το παιχνιδιάρικο χαμόγελο του Ξωτικού κατέρρευσε μεμιάς. «Ουπς...», αναφώνησε, διαπιστώνοντας ότι δεν είχε ιδέα..

---

Ο Ντάζεϊλτον προχωρούσε διστακτικά στον άδειο εξωτερικό χώρο του στρατοπέδου, έχοντας καταφέρει να μπει χωρίς να τον πάρουν είδηση. Με δύο μάχες στη σειρά και θεωρώντας πως τώρα που είχαν την Κρυστέλ, είχαν κερδίσει, υπέθετε ότι η φύλαξη δεν τους απασχολούσε ιδιαίτερα. Συνέχισε να προχωρά ψάχνοντας μια είσοδο στα ενδότερα, όταν το είδε: ήταν κάτι πεταμένο στην αυλή. Παραξενεμένος, πλησίασε και δεν άργησε να αναγνωρίσει το καφετί περιδέραιο με τις τρεις εσοχές που φορούσε η φίλη του. Ο Ανολοκλήρωτος άπλωσε το χέρι του και το κράτησε προσεκτικά, σαν να επρόκειτο να σπάσει αν το έπιανε άγαρμπα. Μην ξέροντας τι να κάνει, αποφάσισε να το φορέσει. Ίσως ένα κομμάτι μέσα του να ήθελε με αυτόν τον τρόπο να νιώσει τη Λόλι πιο κοντά του. Για μια στιγμή, έφερε στο νου του το φιλί τους στην Ακβέλια. Ήταν μια τόσο μικρή στιγμή κι όμως τόσο σημαντική για εκείνον, που θα έδινε τα πάντα για να την ξαναζήσει. Να ακουμπήσει τα χείλη της κοπέλας με τα δικά του και να νιώσει το ίδιο τρέμουλο και την ίδια ζεστασιά που τον συνεπήρε. Με μία μικρή διαφορά: αυτή τη φορά θα ήθελε να είναι ένα αληθινό φιλί, χωρίς να προσπαθεί η Κρυστέλ να τον κάνει να αναπνεύσει κάτω από το νερό, όπως τότε. Ένα μικρό μέρος του εαυτού του σκέφτηκε αμυδρά πως ίσως τελικά κάτι τέτοιο να ήθελε κι αυτή. Έτσι συνέχισε το δρόμο του και κατάφερε τελικά να μπει μέσα.

---

Είχε ήδη φτάσει στην κεντρική σάλα κι αναρωτιόταν για ώρα προς τα πού να ψάξει. Ξαφνικά, άκουσε φωνές και κρύφτηκε πίσω από ένα βάθρο. Δεν άργησε να αναγνωρίσει τη φωνή του Πουκ να λέει: «Πρέπει να το βρούμε γρήγορα. Πόση ώρα θα κάνουν να καταλάβουν ότι λείπουν οι κρύσταλλοι;»

«Πουκ;», έκανε ο πρίγκιπας, βγαίνοντας από την κρυψώνα του και το Ξωτικό αναπήδησε τρομαγμένο.

«Φιου! Εσύ είσαι, Νταζεϊλάκο! Πότε γύρισες;», ρώτησε ξαφνιασμένος.

«Μόλις τώρα. Ψάχνω τη Λόλι», απάντησε εκείνος. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι είναι καλά».

«Π-Πολύ θα ήθελα να σ' το πω, μα... δεν ξέρω. Την έχουν πάρει στον κόσμο των Ανθρώπων για κάποιες 'εξετάσεις', λέει-»

«Τότε πρέπει να πάμε κι εμείς εκεί», τον διέκοψε ο Ντάζεϊλτον. «Μπορείς να με οδηγήσεις στην Πύλη που χρησιμοποίησαν;», ρώτησε, μα τότε πρόσεξε το αγόρι που στεκόταν δίπλα του. Το πρόσωπό του τού φάνηκε γνωστό. Σκέφτηκε για λίγο και ύστερα θυμήθηκε: το 'χε ξαναδεί στη φωτογραφία που του έδειξε η Λόλι! «Είσαι ο Έντι!», αναφώνησε. «Ο μικρός αδερφός της Λόλι! Πώς βρέθηκες εδώ;»

«Τι να σου λέω», απάντησε το αγόρι περνώντας το χέρι του από τα καστανόξανθα μαλλιά του. «Βασικά, κάτσε. Εσύ ποιος είσαι;»

«Είμαι ο Ντάζεϊλτον, είμαι... φίλος της αδερφής σου».

«Κι όχι μόνο», παρενέβη ο Πουκ. «Είναι και γιος του Αφέντη και μιας και τον αναφέρω, πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε και με αυτόν».

«Η Λόλι πρέπει να πάρει πίσω τους κρυστάλλους. Δεν ξέρω πού βρίσκονται, βρήκα όμως το περιδέραιό της».

Βλέποντας το περιδέραιο, ο Έντι ανακουφίστηκε. Δεν ήξερε αν μπορούσε να δείξει εμπιστοσύνη στον γιο του Όμπερον, μα κάτι μέσα του, κάτι σαν ένστικτο του έλεγε πως ναι, μπορούσε να το κάνει. «Η αδερφή μου θα είναι έξαλλη μαζί μου και με το δίκιο της», είπε χαμηλόφωνα. «Μου είπε ότι... ο παππούς μας σκοτώθηκε κι εγώ-»

«Ο παππούς σας είναι ζωντανός!», βιάστηκε να πει ο Ντάζεϊλτον. «Από εκείνον έρχομαι. Βρίσκεται σώος στην Πολιτεία των Δράκων».

«Λες... λες αλήθεια;», ρώτησε ο Έντι. Ο Ντάζεϊλτον έγνεψε κι ο Έντι σιγουρεύτηκε για τις καλές προθέσεις του Νεράιδου απέναντί του. «Αφού είναι έτσι κι αφού είσαι φίλος της Λόλι... καλύτερα... καλύτερα να της τους δώσεις εσύ», είπε, δίνοντας τους κρυστάλλους στον Ντάζεϊλτον.

Ο Ντάζεϊλτον κοίταξε τα πολύχρωμα πετράδια με ένα χαμόγελο ανακούφισης. «Δ-Δεν μπορώ να το κάνω αυτό».

«Σε παρακαλώ. Από εσένα θα τους δεχθεί πιο πρόθυμα. Εσύ δεν την πρόδωσες όπως εγώ».

Πού να 'ξερες, σκέφτηκε ο Ανολοκλήρωτος, μα τελικά τους πήρε και με τρεμάμενα χέρια τους τοποθέτησε πίσω στις εσοχές, σίγουρος ότι ήταν ο πρώτος Νεράιδος που έκανε κάτι τέτοιο. Μέσα του ένιωσε μια σπίθα περηφάνειας, μα τώρα δεν ήταν η στιγμή για τέτοιες σκέψεις. «Πάμε να βρούμε τη Λόλι», είπε αποφασιστικά αφού το Ξωτικό τους εξήγησε πού θα έβρισκαν την Πύλη και μαζί με τον Έντι γύρισαν να φύγουν. Ο Πουκ τους κοίταξε λυπημένα.

«Ελπίζω να μπορέσετε μια μέρα να συγχωρήσετε τον Πουκ», τους είπε με παράπονο. Τα αγόρια γύρισαν και τον κοίταξαν.

«Δεν είσαι κακός Πουκ», του είπε ο Ντάζεϊλτον. «Ποτέ δεν ήσουν κακός, μα αν θες να κάνεις κάτι για σένα, πρέπει ν' απομακρυνθείς απ' τον πατέρα μου», του εξήγησε ήρεμα. «Δεν σου αξίζει να σου φέρεται έτσι, ούτε να σε βάζει να κάνεις τις βρωμοδουλειές του».

«Μ-Μα... δεν έχω κανέναν άλλον», παραδέχτηκε το αερικό.

«Έχεις τη Ζάιλα, που σ' αγαπάει», του είπε ο Ντάζεϊλτον, νιώθοντας πολύ άσχημα για το μικρό πλάσμα.

«Ό-Όχι πια. Της φέρθηκα άσχημα και δεν με θέλει».

Ακούγοντας την κουβέντα, ο Έντι αποφάσισε να παρέμβει: «Όταν ήμουν μικρός, έκανα κάτι πολύ κακό κι ο καλύτερός μου φίλος βρέθηκε με σπασμένο χέρι εξ αιτίας μου. Όταν το κατάλαβα ένιωσα απαίσια! Πίστευα πως δεν θα με συγχωρέσει ποτέ, μα η Λόλι μου είπε να τον βοηθάω και να του δείχνω ότι έχω πραγματικά μετανιώσει. Αυτό έκανα».

«Και τώρα; Είστε ακόμα φίλοι;»

«Κολλητοί».

«Κι εμείς; Είμαστε ακόμα φίλοι;», ρώτησε τον Έντι και το αγόρι δεν ήξερε τι να πει.

«Είμαστε ακόμα φίλοι», του είπε και το αερικό αναθάρρεψε. Οι δυο τους έφυγαν κι ο Πουκ σκέφτηκε πως το πρώτο πράγμα που θα έκανε με το που θα γυρνούσε στον Λόγγο των Ονείρων θα ήταν να επιστρέψει στα σπίτια τους όλα τα μωρά που είχε αρπάξει. Έπειτα, θέλοντας να γλιτώσει όσο γινόταν την οργή του Αφέντη του και να κερδίσει λίγο έξτρα χρόνο στους δύο φίλους του, έπεσε στο πάτωμα, δήθεν χτυπημένος κι άρχισε να στριγγλίζει:

«Βοήθεια! Βοήθεια! Μου επιτέθηκαν! Άτιμοι Άνθρωποι! Βοήθεια! Κλέφτεεεες!». Σύντομα η προσοχή όλου του στρατοπέδου στράφηκε πάνω του, δίνοντας στον Έντι και τον Ντάζεϊλτον την ευκαιρία να το σκάσουν.

---

Ο Έντελ είχε αποκοιμηθεί όταν ο Εθίρ με τους άλλους ελεύθερους Δράκους τον βρήκαν. Ο Υψηλός Δράκος τον αναγνώρισε αμέσως κι όταν ο Άνθρωπος ξύπνησε κι άρχισε να του μιλά για την Κρυστέλ και το Ντερένθ-Όνγκε, ο Εθίρ ήξερε τι έπρεπε να κάνει αυτός και οι σύντροφοί του, για να ελευθερώσουν και τα υπόλοιπα αδέρφια τους.

---

«Λόλι», αναφώνησε ο Νεράιδος βλέποντας μια γυναικεία μορφή να εμφανίζεται μέσα από την Πύλη, λίγο μετά την άφιξή αυτού και του Έντι στη μεγάλη αίθουσα.

«Ντάζυ!», φώναξε η κοπέλα και τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Είσαι καλά», μουρμούρισε εκείνος. «Ο παππούς σου ανησυχούσε πολύ για σένα».

«Ο παππούς μου; Ντάζυ, ο παππούς μου ζει; Είναι καλά;», ρώτησε γεμάτη αγωνία κι όταν αυτός κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, η κοπέλα έβγαλε ένα επιφώνημα χαράς και τον αγκάλιασε ακόμη πιο σφιχτά έτοιμη να δακρύσει από ανακούφιση. Τότε πρόσεξε πίσω του τον Άνθρωπο που στεκόταν ανήσυχος. «Έντι», έκανε αυστηρά και το αγόρι την κοίταξε στα μάτια.

«Λόλι... συγγνώμη», μπόρεσε να πει. Η αδερφή του τον κοίταξε παραξενεμένη. «Είχες δίκιο απ' την αρχή, μα... δεν είμαι πια μαγεμένος, σου λέω την αλήθεια».

Η Λόλι δεν ήξερε τι να πιστέψει. Τον κοίταξε στα μάτια και πράγματι δεν έλαμπαν πια, μα πώς θα μπορούσε να είναι σίγουρη; «Άκουσέ τον», της είπε ο Ντάζεϊλτον. «Ήταν όλα ένα τέχνασμα του πατέρα μου, δεν φταίει ο αδερφός σου. Ίσα-ίσα, διακινδύνευσε τη ζωή του για να πάρει πίσω τους κρυστάλλους και να μπορέσει να σου τους δώσει».

Παρατηρώντας το πληγωμένο βλέμμα της, ο Έντι ένιωσε πολύ άσχημα. Ξάφνου, θυμήθηκε κάτι που τον είχε ρωτήσει: «Λόλι; Το θυμάμαι το τετράδιο», δήλωσε, κερδίζοντας κατευθείαν ένα βλέμμα από την αδερφή του. «Ήταν μια ιστορία για ένα κοριτσάκι κι έναν ξυλοκόπο. Έγραψες την πρώτη τους περιπέτεια μόνη σου κι έπειτα έγραψες κι άλλες που φανταστήκαμε και παίξαμε μαζί. Ζωγράφισες κι ένα σκίτσο στο εξώφυλλο... κι εγώ το χρωμάτισα... βγήκα κι έξω απ' τις γραμμές». Όσο μιλούσε ήλπιζε με όλη του την καρδιά να της αποδείξει πως ήταν ακόμη ο ίδιος. Το λιγότερο που θα μπορούσαμε να πούμε για τη Λόλι είναι πως ξαφνιάστηκε με τις λεπτομέρειες που άκουγε, μα ήταν πια σίγουρη: ο αδερφός της, ο μικρός της Έντι είχε γυρίσει πίσω. Έτρεξε και τον πήρε στην αγκαλιά της. «Πάμε σπίτι μας», την παρακάλεσε εκείνος. Εκείνη τη στιγμή, ο Ντάζεϊτον αισθάνθηκε μεγάλη λύπη. Ήταν λογικό μετά απ' όλα αυτά να θέλουν τα δυο αδέρφια να πάνε στον Τόπο τους. Η Λόλι θα έφευγε και δεν ήξερε πότε θα την ξαναδεί.

«Λόλι, ορίστε», έκανε, δείχνοντάς της το περιδέραιο με τους κρυστάλλους που είχε στο χέρι του. «Αυτό είναι δικό σου», είπε προσπαθώντας να κρύψει εντελώς τη λύπη του.

Η κοπέλα κοίταξε τα πολύχρωμα πετράδια με μια αβέβαιη έκφραση, μα δεν τα πήρε. Αντ' αυτού, του άπλωσε το δικό της άδειο χέρι. «Έλα μαζί μας», του είπε.

«Ο-Ορίστε;»

«Έλα μαζί μας στο Όβινστερ. Εκεί θα είσαι ασφαλής μέχρι να περάσει η μπόρα στο Νοβέλιαν. Δεν θέλω να μείνεις εδώ μόνος σου», ξαναείπε η Λόλι, χωρίς να πάρει το χέρι της πίσω. Ο Νεράιδος χαμογέλασε κι ετοιμάστηκε να το πιάσει, όταν το έδαφος σείστηκε και θόρυβοι από όπλα ακούστηκαν τριγύρω, καθώς όλοι οι ελίτ πολεμιστές με επικεφαλής τον Σάιτρους και τον Όμπερον εμφανίστηκαν μπροστά τους, έχοντας αντιληφθεί την κίνηση στην Πύλη.

«Ντάζεϊλτον, ώστε εσύ κρύβεσαι πίσω απ' όλα αυτά. Συνεχίζεις να με απογοητεύεις, γιε μου», δήλωσε ο τελευταίος.

«Όχι όσο εσύ εμένα, πατέρα», απάντησε ατρόμητα ο νεότερος Νεράιδος. Ο Όμπερον έστρεψε τότε το βλέμμα του στον Έντι.

«Κρίμα κι ήταν τόσο πιστός και υπάκουος», έκανε κουνώντας με απογοήτευση το κεφάλι του. «Πολύ καλύτερος γιος από σένα», σχολίασε κι ο Ντάζεϊλτον πήρε χωρίς να το θέλει ένα απογοητευμένο ύφος.

Ο Έντι έτρεμε και η Λόλι το πρόσεξε, αλλά η ίδια ήταν ήδη απασχολημένη να κοιτάζει και πάλι κατάματα τον Σάιτρους. «Γύρισες πίσω μόνη σου, Κρυστέλ», έκανε αυτός αντιλαμβανόμενος για ακόμα μια φορά τον φόβο της. «Μάλλον ανυπομονούσες να εκπληρώσεις την προφητεία μας».

Σε αυτό το σημείο η Λόλι βρήκε το μυαλό της αδειανό από λόγια. Βλέποντας την αγωνία της, τόσο ο Έντι όσο κι ο Ντάζεϊλτον έκαναν ένα βήμα μπροστά.

«Δεν θα πειράξεις την αδερφή μου, κτήνος», έκανε το αγόρι κι ο Σάιτρους γέλασε.

«Φτυστός ο παππούς του», είπε ανάμεσα στα γέλια του. «Ο μικρός Φύλακας της Κρυστέλ είναι το ίδιο πρόθυμος να θυσιαστεί όσο ήταν κι ο προκάτοχός του. Τι κρίμα που δεν ζει να τον καμαρώσει. Ή μήπως δεν το ήξερες ότι είσαι ο επόμενος Φύλακας της αδερφής σου, μικρέ;». Τα λόγια του έκαναν τη Λόλι να ταραχτεί, παρ΄ όλο που ήξερε ήδη από τον Ντάζεϊλτον ότι ο Έντελ ζούσε. Ο Σάιτρους ξαναμίλησε πιο σοβαρά κι αποφασιστικά. «Θα σου δώσω δύο επιλογές, Λόλι. Ή παραδίνεσαι μαζί με τους κρυστάλλους σου, ή αυτοί οι δύο θα πρέπει να πεθάνουν», κατέληξε δείχνοντας τον αδερφό και τον φίλο της. «Είμαστε περισσότεροι κι εσύ είσαι ακόμα αδύναμη. Δεν έχετε καμία ελπίδα».

Η Λόλι ήξερε ότι είχε δίκιο, ότι ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε τους κρυστάλλους δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει ενάντια στον ίδιο και τον Όμπερον κι όλους αυτούς τους ελίτ. Ωστόσο αυτό δεν θα εμπόδιζε ούτε αυτήν, ούτε τους άλλους δύο από το να παλέψουν. Σαν να είχαν οι τρεις συνεννοηθεί με τα μάτια, η Λόλι έκανε ένα θαρραλέο βήμα μπροστά. «Δεν θα παραδοθώ», δήλωσε κι ο Σάιτρους χαμογέλασε ενθουσιασμένος για την επικείμενη μάχη.

«Ας είναι», είπε απλά κι ετοιμάστηκε, μα ένας ισχυρός όγκος μαγείας τάραξε και πάλι την αίθουσα, καθώς ένας τεράστιος άσπρος Δράκος, κλεμμένος κατ' ευθείαν απ' τα κελιά του στρατοπέδου, μπήκε μέσα, διαλύοντας έναν τοίχο. Πάνω του ήταν σκαρφαλωμένη μία Νεράιδα με γαλάζια μαλλιά κι αφέλειες που ανέμιζαν γύρω από τα ψυχρά, ασημίζοντα μάτια της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top