Κεφάλαιο 42
Κεφάλαιο 42
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε δύο συμμάχους, τους οποίους θα ονομάσουμε τυχαία 'κύριο Α' και 'κύριο Β'. Ας υποθέσουμε ότι και οι δύο βρίσκονται σε ένα απολύτως ασφαλές γι' αυτούς στρατόπεδο, γνωστό από εδώ και πέρα ως 'Βάση'. Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο κύριος Α φεύγει από τη Βάση, για να πάει να αναχαιτίσει, παραδείγματος χάρη, μια εξέγερση ιπτάμενων ερπετών που πετάνε φωτιές (στο εξής θα τη λέμε 'επικίνδυνη x κατάσταση'), ενώ ο κύριος Β μένει στη Βάση για να φροντίζει τα μωρά, να αλλάζει πάνες και γενικά να 'ναι αραχτός (ας το αποκαλέσουμε αυτό 'ακίνδυνη y κατάσταση'). Τέλος, ας υποθέσουμε ότι ο κύριος Α επιστρέφει στη Βάση, ταλαιπωρημένος κατά 60% από την επικίνδυνη x κατάσταση. Λογικότατο! Όμως, αν για κάποιον αδιευκρίνιστο μέχρι στιγμής λόγο, ο κύριος Β βρεθεί 89.64% πιο ταλαιπωρημένος σε σύγκριση με τον κύριο Α, όταν μάλιστα είχε να κάνει με μια ακίνδυνη y κατάσταση, αντί για μια επικίνδυνη x κατάσταση, τότε υποθετικά... Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΥΤΗ ΔΕ ΣΤΕΚΕΙ!
---
Κι αν ο παραπάνω συλλογισμός σας έχει κάψει τον εγκέφαλο, έστω λίγο, τότε θα καταλάβετε πώς ένιωσε ο Σάιτρους, όταν επιστρέφων στο Ντερένθ-Όνγκε, βρήκε τον Όμπερον σε χειρότερα χάλια απ' ό,τι ήταν ο ίδιος. Το θέαμα που καλωσόρισε τον Άρχοντα των Τζέργκα όταν μπήκε στα διαμερίσματά του ήταν τουλάχιστον απρόσμενο: ο Νεράιδος-σύμμαχός του διακρινόταν κουλουριασμένος κατάχαμα, ενώ οι Άνθρωποι-υπηρέτες του έστεκαν σκυμμένοι γύρω του, σαν ξεπαγιασμένοι ταξιδιώτες γύρω από μια φωτιά. Ο Σάιτρους στριφογύρισε με αποδοκιμασία τα μάτια του και πλησίασε περισσότερο, σπρώχνοντας έναν-δύο από δαύτους στην πορεία. Στο μέσο του κύκλου αντίκρισε τον Όμπερον, πιο ελεεινό και τρισάθλιο απ' ό,τι θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί: τα περίτεχνα μεταξωτά του ρούχα είχαν μετατραπεί σε καψαλισμένα κουρέλια, τα μαλλιά του ήταν ανάστατα και νεοαποκτηθέντα εγκαύματα διακρίνονταν τόσο στο πρόσωπο, όσο και στα χέρια του, ενώ έτρεμε και προσπαθούσε με δυσκολία να δεχτεί το ιαματικό φίλτρο που του προσέφερε ένας Νεραϊδοθεραπευτής. Ο τελευταίος κλήθηκε να δώσει τις βασικές απαιτούμενες εξηγήσεις στον Σάιτρους, μιας κι ο Ξωτικοβασιλιάς δεν ήταν σε θέση να μιλήσει.
«Μάλιστα», έκανε στο τέλος ο Τζέργκα. «Σαν να λέμε, έμεινες για λίγο μόνος και παραλίγο να σε χάσουμε», συνέχισε με ανέκφραστο ύφος. «Άρα να υποθέσω ότι αυτός ο συρφετός θα σε ακολουθεί μονίμως από εδώ και πέρα...», σχολίασε ειρωνικά γνέφοντας στους παρατεταγμένους Ανθρώπους στα αριστερά και στα δεξιά του, που είχαν μόλις έρθει από τον Λόγγο των Ονείρων για τη φύλαξη του κυρίου τους. «...μην τυχόν κάνεις ένα βήμα ασυνόδευτος κι ορμήσουν να σε φάνε, ε;»
Ο Όμπερον τον κοίταξε σαν να μην ήξερε για ποιο πράγμα μιλούσε. Αυτό που ήξερε, όμως, ήταν ότι έπρεπε οπωσδήποτε να διατηρήσει την ψυχραιμία και το επίπεδό του. «Δεν νομίζω, αγαπητέ, ότι βρίσκεσαι σε θέση ν' αντιληφθείς τη σοβαρότητα και τη δυσκολία της προηγούμενης κατάστασης-»
«Ενώ εσύ νομίζεις ότι είσαι», του αφαίρεσε το λόγο ο άλλος και μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια του κάτι στην Τζεργκική Γλώσσα, που μπορεί ο Όμπερον να μην κατάλαβε, μα ήταν βέβαιος πως δεν ήταν καθόλου κολακευτικό γι' αυτόν. «Άφησες να σε κάνει σκόνη μια γυναίκα που έπρεπε ήδη να 'χες βγάλει απ' τη μέση εδώ και καιρό! Τι άντρας είσαι εσύ;»
«Δεν καταλαβαίνεις!», διαμαρτυρήθηκε ο Όμπερον και στάθηκε με δυσκολία όρθιος, αγνοώντας τόσο τον πόνο απ' τα τραύματά του, όσο και την ασυγκράτητη επιθυμία του να υπενθυμίσει στον άγριο Φύλαρχο ότι κι εκείνος είχε κάποτε νικηθεί από γυναίκα. Και η Σενίτ δεν τον είχε νικήσει απλά: τον κατατρόπωσε! Του πήρε τις δυνάμεις και κόντεψε να τον εξαφανίσει δια παντός από προσώπου γης! Πώς θα του φαινόταν άραγε να του χτυπήσει κάποιος τη μελανή εκείνη ιστορία; Μα κρίνοντας από το τρομαγμένο κι ανήσυχο ύφος του θεραπευτή του, δεν ήταν καθόλου κατάλληλη στιγμή για κόντρες. «Είχε ξένη μαγεία μέσα της! Φλόγα Δράκου! Πώς μπορούσα να παλέψω μόνος μου με τέτοια αρχέγονη δύναμη; Τι άλλο ήθελες να κάνω;»
«Να σκότωνες τη σεληνιασμένη, αυτό να έκανες! Να ξεμπέρδευες μαζί της απ' την πρώτη στιγμή που την είχες μπροστά σου! Κοίτα τώρα πού μας οδήγησαν τα άσκοπα τερτίπια σου: ο αρχηγός των Δαμαστών μου νεκρός, ένα στράτευμα αφανισμένο και Δράκοι να κυκλοφορούν αδέσποτοι στους ουρανούς μας!»
«Πού να ξέρω για-»
«Να δρούσες, αντί να παίζεις παιχνιδάκια εκδίκησης! Άμα κανόνισες και την Τιτάνια το ίδιο καλά, ζήτω που καήκαμε... Ελπίζω να είσαι περήφανος, ω σοφέ Ξωτικοβασιλιά, γιατί οι βλακώδεις αποφάσεις σου μας οδηγούν κατευθείαν στο χείλος του γκρεμού!» Ο Όμπερον σώπασε για αρκετή ώρα ενώ η ντροπή του τον ανάγκασε να χαμηλώσει το βλέμμα, ανίκανος να αντικρίσει το σύμμαχό του στα μάτια. Ανάθεμα τους Δράκους και την πολύχρωμη φλόγα τους! Περιέργως, όταν ο Σάιτρους του μίλησε και πάλι, ήταν εμφανώς πιο ήρεμος. «Τουλάχιστον δε χάθηκαν όλα...», μουρμούρισε συνωμοτικά. «Η Κρυστέλ είναι κοντά. Έχουμε ακόμα πιθανότητες να επιτύχουμε».
«Τι πρέπει να κάνω;», ρώτησε ξερά ο Όμπερον, χωρίς να πάρει τα μάτια του απ' το πάτωμα.
«Χρησιμοποίησε το αγόρι. Ακόμα και χωρίς ονειροδυνάμεις, μπορείς να φέρεις βόλτα έναν ανήμπορο Άνθρωπο», πρότεινε ο Σάιτρους κι ετοιμάστηκε να φύγει. «Εκτός...», συμπλήρωσε γυρνώντας πίσω την τελευταία στιγμή, «...αν είσαι ανίκανος ακόμη και γι' αυτό...» Ο δυνατός θόρυβος της πόρτας που έκλεισε πίσω του σκέπασε σχεδόν το εκνευρισμένο ξεφύσημα του Νεράιδου.
---
Οι εκπλήξεις συνεχίζονταν για τον Ντάζεϊλτον, αφού εκτός από τη Λόλι, βρήκε κι έναν άλλο γνωστό: τον παλιό του δάσκαλο, που για ένα χρονικό διάστημα ερχόταν στο παλάτι και του μάθαινε πολλά για ένα σωρό πράγματα: τη φύση, τη μαγεία, τους άλλους Τόπους, τη βοτανολογία κι άλλα ακόμα. «Καθηγητά Καρπάθιλ, πώς βρεθήκατε εδώ;», ρώτησε μόλις βρήκε ευκαιρία.
«Εξοριστήκαμε, Υψηλότατε», απάντησε ο παχουλός Νεράιδος χαρούμενος για την αντάμωση, παρά το δυσάρεστο των λεγομένών του. «Η Μεγαλειότητά της, η μητέρα σας μας έστειλε στη Φυλακή, δια... ορισμένα αμελητέα παραπτώματα...», συνέχισε κομπιάζοντας λιγάκι. «Όμως εγώ ειλικρινά δεν ήθελα να κακοκαρδίσω τη Βασίλισσά μας. Άλλωστε μου είχε δώσει τη συγκατάθεσή της δια εκείνη τη μελέτη. Ποιος να το περίμενε ότι μια αθώα έρευνα περί αμφισβητήσεως και προτροπής καταργήσεως της Αριστοκρατικής τάξεως θα ενοχλούσε τόσο πολύ τη Βασίλισσα και το συμβούλιο των Ευγενών;», αναρωτήθηκε με αφέλεια, χωρίς να έχει κατανοήσει μέχρι και σήμερα τα αίτια της απομάκρυνσής του από το Νοβέλιαν. Βέβαια, αν το σκεφτόταν λίγο πιο εναλλακτικά, θα μπορούσε η Βασίλισσα να τον είχε στείλει εκεί, όχι για να τον τιμωρήσει (τι λόγο είχε, άλλωστε;), αλλά για να τον βοηθήσει να διευρύνει τους ορίζοντές του. Αν ήταν έτσι, τι καλή που ήταν η Τιτάνια! Πόσο καλό του έκανε! Πόσες νέες εμπειρίες, που δεν θα ζούσε ποτέ πίσω στην Ακαδημία, του είχε προσφέρει αυτό το ταξίδι! Η Μπελέρια, που πλέον μπορούσε να καταλάβει από το ύφος του πότε ο καλλιεργημένος συνταξιδιώτης της χανόταν στην κοσμάρα του, τον έσπρωξε ελαφρά στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Η κίνηση τον επανέφερε στην πραγματικότητα κι ο Καρπάθιλ απευθύνθηκε ξανά στον πρίγκιπα μπροστά του. «Και η δεσποινίς Μπελέρια, Υψηλότατε. Κι αυτή καταδικάστηκε ομοίως άδικα! Μην τη βλέπετε έτσι μουντρούχα και αδιάφορη. Κατά βάθος είναι ψυχούλ- Άουτς! Τι; Σε παινεύω».
"Θα σου πω καμιά κουβέντα...", μουρμούρισε η Μπελέρια, σπρώχνοντάς τον λιγάκι πιο δυνατά απ' την πρώτη φορά. Ωστόσο, ο Ντάζεϊλτον που φυσικά είχε καταλάβει τα Νεραϊδίσια λόγια της, χαμογέλασε αμήχανα στην εξόριστη.
«Παρακαλώ, μην τον παρεξηγείτε. Ο κύριος καθηγητής πάντα διέθετε μια... πρωτότυπη οπτική των πραγμάτων».
«Ναι, κάτι έχω αρχίσει να καταλαβαίνω», απάντησε αυτή. Μάθαμε τώρα κι όποιον είναι κουκουρούκου τον βαφτίζουμε 'πρωτότυπο' και τελείωσε η υπόθεση. Αυτά είναι, σκέφτηκε, μα αν και δεν θα το έλεγε ποτέ δυνατά, της άρεσε που ο συγκρατούμενός της ήταν αυτός που ήταν. Είτε κουκουρούκου, είτε πρωτότυπος, το γούστο του το είχε.
«Και για ποιο λόγο σας εξόρισαν;», ρώτησε ο Ντάζεϊλτον και σχεδόν αμέσως η Νεράιδα συνοφρυώθηκε.
«Έλα, Μπελέρια, αγαπητή μου. Πες του. Μην ντρέπεσαι...»
Σίγουρα δεν ήτανε καθόλου λογικό να κάτσει και να πει την ιστορία της σε κάποιον που γνώρισε πριν λίγη ώρα και η Μπελέρια δεν χώνευε ποτέ της τους γαλαζοαίματους, αλλά τούτος εδώ, θες το γεγονός ότι ήταν Ανολοκλήρωτος, θες η ευγενική του φυσιογνωμία, την έκανε να νιώσει ότι δεν ήταν τα ίδια χάλια με τους υπόλοιπους. Έπειτα από μια εισπνοή, η πρώην Ανιχνεύτρια άρχισε να μιλάει, σταράτα ως συνήθως. «Δεν εξορίστηκα για τις απόψεις μου», διευκρίνισε. «Τουλάχιστον... όχι στα ίσια. Ήμουν Ανιχνεύτρια για κάποια χρόνια και νεοφερμένη στο τμήμα της Ιχνηλασίας. Φιλόδοξη, ενθουσιώδης, έτοιμη να διακριθώ στον τομέα μου», είπε με ένα χαμόγελο που έβγαζε όντως σιγουριά και φιλοδοξία. «Εξερευνούσα τη βόρεια πλευρά του Ασημένιου Δάσους, όταν... το βρήκα», σταμάτησε για λίγο κι ο πρίγκιπας την κοίταξε με περιέργεια. Η κοπέλα ήξερε ότι η κατονομασία του ευρήματός της θα έκανε μάτια να γουρλώσουν και φρύδια να υψωθούν επικριτικά, αλλά συνέχισε έτσι κι αλλιώς: «Ήταν ένα Έγκελς, νεογέννητο Έγκελς. Δεν πρέπει να είχε πάνω από δυο μέρες που βγήκε απ' το κουκούλι του. Δεν ήξερα τι να κάνω, τρόμαξα. Θέλω να πω, όλοι μας έχουμε μεγαλώσει μ' αυτές τις τρομαχτικές ιστορίες, που το μεγάλο κακό Έγκελς κατασπαράζει το μικρό φτωχό Νεραϊδακι που τριγυρνάει μόνο του στο δάσος, παρ' όλο που οι γονείς του τού είπαν να μην το κάνει ποτέ αυτό!», αφηγήθηκε με έναν ασυνήθιστα εκφραστικό και ειρωνικό τόνο, ο οποίος κατάφερε να κάνει τον Ντάζεϊλτον να γελάσει, ενθυμούμενος αυτές τις ιστορίες. Βέβαια, σκοπός τους ήταν να διδάξουν στα παιδιά ν' ακούνε τους γονείς τους και να μην κάνουν αταξίες, ωστόσο η ζημιά στη φήμη των εν λόγω πλασμάτων ήταν σίγουρα υπολογίσιμη. «Μα... αυτό που είδα ήταν ένα μωράκι, ανήμπορο να βλάψει οποιονδήποτε. Έμοιαζε εγκαταλλελειμένο και πεινασμένο. Δεν μπορούσα να το παρατήσω όπως το βρήκα...»
«Τι είναι Έγκελς, παππού;», ρώτησε σιγανά η Λόλι, που στεκόταν λίγο πιο πέρα.
«Ένας συνδυασμός από λύκο, αρκούδα και κουνούπι... που φωσφορίζει κιόλας», απάντησε ο Έντελ, βέβαιος ότι θα ακουγόταν τρελός αν ξεστόμιζε αυτή τη φράση σε οποιονδήποτε άλλον Άνθρωπο.
«Ουάου»,
«...έτσι το άφησα στην κουφάλα και το επισκεπτόμουν καθημερινά. Το έβλεπα να μεγαλώνει, να μαθαίνει να πετάει, να κάνει κόλπα... ήμασταν φίλοι. Τον αγάπησα αυτόν τον μικρούλη», παραδέχτηκε γελώντας η Μπελέρια. Ήταν ένα βραχνό, αυθόρμητο γέλιο που σχεδόν υπερκάλυπτε το άνετο στυλάκι της.
«Του έβγαλες όνομα;», τη ρώτησε ο Ντάζεϊλτον.
«Έγκον. Έγκον το Έγκελς. Το θέμα είναι ότι δεν ήταν ούτε κακός, ούτε επικίνδυνος, όπως έλεγαν. Μπορούσα να το αποδείξω! Όταν... με τσακώσανε να τον επισκέπτομαι, όμως, τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Εγώ περίμενα οι άλλες Νεράιδες να χαρούν για την κίνησή μου να σώσω ένα πλάσμα της Φύσης, όπως υποσχεθήκαμε να κάνουμε εμείς οι Ανιχνευτές. Φανταζόμουν μέχρι κι ότι θα πάρω προαγωγή. Και την πήρα, δεν έχω παράπονο. Αν η παραπομπή σε δίκη και η εξορία στη Χώρα των Δράκων θεωρούνται προαγωγή», τελείωσε την ιστορία της πιο κατσουφιασμένη από ποτέ. «Μάλλον δεν τους άρεσε που μιλούσα εναντίον της Βασίλισσας και βρήκαν αφορμή να με στείλουν... Αλλά αυτός τι τους έφταιγε; Δεν έχω ιδέα τι απέγινε ο Έγκον μου. Πιθανότατα λιμοκτονεί κλειδωμένος σ' ένα κλουβί...» Μ' αυτό το τελευταίο, ο Καρπάθιλ, που άκουγε για δεύτερη φορά αυτή την ιστορία, πέρασε το χέρι του γύρω απ' τους ώμους της, προς ένδειξη παρηγοριάς. Η Μπελέρια δέχτηκε τη φιλική του κίνηση, μα δεν θα γινόταν ρεζίλι μυξοκλαίγοντας μπροστά σε όλους.
«Δεν σας το είπα; Ψυχούλα είναι! Αν δεν ήταν εκείνη, δεν θα βρισκόμασταν εδώ αυτή τη στιγμή!»
«Πράγμα που μου θυμίζει...», πετάχτηκε η Μπελέρια, σκύβοντας απότομα, ώστε να κάνει τον καθηγητή να τραβήξει το χέρι του ξαφνιασμένος. «...ότι δεν είναι κατάλληλη στιγμή για ψιλή κουβεντούλα, αλλά για δράση! Η κατάσταση μας παραμένει κρίσιμη. Ποιο θα 'ναι το επόμενό μας βήμα;», ρώτησε κι έμοιαζε να έχει ανακτήσει το αποφασιστικό ύφος της.
«Ω, ναι! Πείτε μας, αγαπητοί μου, πώς μπορούμε να σας βοηθήσουμε;»
«Φοβάμαι, κύριε καθηγητά, ότι κάπου εδώ η αποστολή σταματάει για εσάς», ανακοίνωσε η Λόλι, μπαίνοντας κι αυτή στη συζήτηση. «Τα πράγματα θα είναι πολύ ζόρικα από εδώ και πέρα και θα απαιτήσουν λεπτούς χειρισμούς».
«Υπονοείς κάτι; Νομίζεις ότι δεν είμαστε ικανοί για λεπτούς χειρισμούς;», ρώτησε η Μπελέρια έτοιμη να θυμώσει.
Η Λόλι την κοίταξε σχεδόν φοβισμένη. «Όχι, δεν υπονοώ τίποτα», είπε απολογητικά, νευριασμένη που για άλλη μια φορά είχε διατυπώσει λάθος τη σκέψη της και κινδύνευε να παρεξηγηθεί, όπως έκανε πολύ συχνά στο σπίτι. «Απλά νομίζω ότι δεν είστε υποχρεωμένοι να βρεθείτε σε τόσο μεγάλο κίνδυνο. Το είπατε από μόνοι σας, αυτή η υπόθεση έχει μεγάλο ρίσκο», συνέχισε αμολώντας ό,τι δικαιολογία της κατέβαινε από φόβο να ξεστομίσει την κυριότερη: εμένα θέλει ο Σάιτρους. Εγώ πρέπει να έρθω αντιμέτωπη μαζί του. Όσο λιγότερους πάρω στο λαιμό μου, τόσο το καλύτερο...
«Αυτή τη στιγμή, στο Νοβέλιαν σας χρειάζονται περισσότερο», άκουσε δίπλα της την ήρεμη φωνή του Ντάζεϊλτον. «Η κατάσταση εκεί έχει ξεφύγει. Πιστεύουμε ότι η βοήθειά σας θα είναι πολύτιμη».
«Μα, Υψηλότατε, τυπικά είμαστε ακόμη εξόριστοί».
«Και πώς θα γυρίσουμε πίσω; Από πού;»
«Θα μπορούσατε, ίσως, να χρησιμοποιήσετε την Πύλη απ' όπου πρωτοήρθατε», πρότεινε ο Έντελ. «Με το χάος που επικράτησε στη Φυλακή, λογικά η φύλαξή της είναι το τελευταίο που απασχολεί τους Τζέργκα αυτή τη στιγμή».
«Μέσα σε όλα αυτά που είπε ο πατέρας μου, το μόνο σωστό είναι πως δεν αξίζετε αυτή την τιμωρία. Μόλις φτάσετε στο Ξέφωτο, πηγαίνετε να βρείτε την Αρχιέρεια. Εκείνη θα ξέρει τι να κάνει».
Η ιδέα του Έντελ και η πρόταση του Ντάζεϊλτον φάνηκαν να τους βρίσκουν όλους σύμφωνους. Μέσα σε ένα τέταρτο, οι δύο εξόριστες Νεράιδες ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν το ταξίδι τους.
«Να έχετε καλή επιστροφή», τους ευχήθηκε ο Ντάζεϊλτον και μετά στράφηκε στην πρώην Ανιχνεύτρια. «Και Μπελέρια... σου υπόσχομαι ότι ο Έγκον δεν θα μείνει φυλακισμένος. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να τον αφήσουν ελεύθερο και πάλι».
Η Νεράιδα έμεινε άφωνη: σίγουρα δεν περίμενε ν' ακούσει κάτι τέτοιο από τον γιο της Τιτάνιας. «Ε-Ευχαριστώ πολύ, Πρίγκιπα», κατάφερε να πει, συγκινημένη.
---
Αν και κοντοπίθαρος και λεπτούλικος σαν οδοντογλυφίδα, ο Πουκ έκρυβε μεγάλη σωματική δύναμη μέσα του. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση είχε ο Έντι, αφού το Ξωτικό κατάφερνε να τον σέρνει πίσω του, ενώ ταυτόχρονα βάδιζε βιαστικά προς άγνωστη κατεύθυνση. «Είσαι σίγουρος ότι δεν τρέχει κάτι σοβαρό;», ρώτησε ο νεαρός Άνθρωπος μέσα στη φούρια του.
«Καλέ, ναι», έκανε ο Πουκ, ψιλοτσιρίζοντας για να μην φανεί το τρέμουλο που είχε ακόμα στη φωνή του. «Τι σοβαρό να τρέχει; Το μόνο που τρέχει αυτή τη στιγμή είμαι εγώ, γιατί εσύ πας σαν τη χελώνα. Κάνε πιο γρήγορα, ντε!»
«Άου! Πουκ, θα μου βγάλεις το χέρι!», γκρίνιαξε το αγόρι κι ο Πουκ σταμάτησε αμέσως και γύρισε να τον κοιτάξει. Κάπου ανάμεσα στην ανόητη απορία του αν στις μέρες μας τα ανθρώπινα μέλη όντως βγαίνουν και ξαναμπαίνουν και στο μπερδεμένο βλέμμα του Έντι, ο Πουκ βρήκε ευκαιρία να μιλήσει ελεύθερα για λίγο.
«Με συγχωρείς, Εντάκο μου», έκανε απολογητικά. «Η αλήθεια είναι ότι ο Πουκ είναι κομματάκι ταραγμένος».
«Αυτό το κατάλαβα. Αλλά γιατί αυτή η ταραχή; Μήπως άρχισες να πίνεις καφέ;»
«Καφέ; Γιατί στο καλό να πιώ καφέ; Το καφέ είναι άχαρο! Υπάρχουν τόσα άλλα ωραία χρώματα! Κόκκινο, μπλε, πράσινο, κίτρινο! Γιατί να μην πιώ κάποιο απ' αυτά; Βασικά, γιατί να πιώ ένα χρώμα; Τα χρώματα είναι για να τα βλέπουμε, όχι για να τα πίνουμε, κουτό Ανθρωπάκι!» Ο Έντι ανοιγόκλεισε μια-δυο φορές τα μάτια του με μια κενή έκφραση στο πρόσωπο κι ο Πουκ συνέχισε: «Έλα, έλα τώρα! Μπορούμε να αναλύσουμε αργότερα τα χρώματα που πίνονται και τρώγονται κι ακούγονται και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε ώρα για ψιλοκουβέντες. Ο Αφέντης περιμένει».
«Ο Αφέντης;», επανέλαβε παραξενεμένος ο Έντι, καθώς ο Πουκ άρχισε πάλι να του τραβά το χέρι, πιο μαλακά αυτή τη φορά. «Αφορά... αφορά την αδερφή μου; Μίλα, Πουκ. Εσύ πρέπει να ξέρεις».
«Ό,τι είναι να πείτε, θα το πείτε οι δυο σας», μουρμούρισε αμήχανα το αερικό, ενθυμούμενο τις ρητές εντολές του Βασιλιά: να μην πει απολύτως τίποτα στο Ανθρωπάκι, αλλιώς θα τον μεταμόρφωνε σε κουκουνάρι. «Ο Πουκ δεν ανακατεύεται στις ξένες τις δουλειές», δήλωσε υπερήφανα και κάτι μέσα του τού έλεγε πως πίσω στον Λόγγο των Ονείρων κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε.
Ο Έντι δεν είχε καλό προαίσθημα· είχε ακούσει τις εκρήξεις και τους ήχους μάχης και είχε προσέξει πόσο φοβισμένος ήταν ο Πουκ. Σίγουρα κάτι πολύ σοβαρό είχε συμβεί, αλλά απ' ό,τι φαινόταν, ο μόνος τρόπος να το μάθει ήταν να ρωτήσει τον ίδιο τον Όμπερον. Έτσι ακολούθησε τον ξωτικοτυπά μέσα στους ατέλειωτους διαδρόμους του στρατοπέδου, ώσπου έφτασαν σε μια φαρδιά αίθουσα.
Βλέποντας τον μικρόσωμο Νεράιδο να έρχεται από μακριά, τα αγόρια της συνοδείας του Όμπερον άρχισαν να ψιθυρίζουν ο ένας στον άλλο: «Είναι απαράδεκτος!»
«Ο Αφέντης κανονικά πρέπει να τον διώξει».
«Συμφωνώ. Να τον εγκαταλείψει μόνο του σε μια τόσο δύσκολη μάχη; Θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί!»
«Καλύτερα να σκοτωνόταν αυτός. Δεν θα έλειπε δα και σε κανέναν...»
«Ο μικρός φαφλατάς! Μόνο να χωρατεύει ξέρει!»
«Και να πεις ότι αρέσουν και σε κανέναν τα χωρατά του. Είμαι σίγουρος ότι ο Άρχοντας Όμπερον από λύπηση τον κρατάει κοντά του. Δεν αξίζει να είναι στην υπηρεσία του ένας άχρηστος-»
Ένας ξερόβηχας διέκοψε την τελευταία φράση. «Τι έγινε, κοπελιές; Τελειώσατε τα μποτέ σας και είπατε να πιάσετε το κουτσομπολιό;», ρώτησε ειρωνικά ο Πουκ, που στεκόταν τώρα μπροστά τους, έχοντας προφανώς ακούσει όλα όσα λέγανε γι' αυτόν. Αμέσως μετά έριξε ένα μακρύ και τσιριχτό γέλιο, το οποίο ήταν βέβαιος ότι τους εκνεύρισε όσο και το σχόλιό του. Άλλωστε, δεν έδειξαν να ντρέπονται για τη συμπεριφορά τους. Μόνο να ενοχλούνται από την παρουσία και την ατάκα του. «Ω, ελάτε τώρα, παλικαράκια! Δεν παίρνετε στα σοβαρά του Πουκ τα αστειάκια! Ε; Στο κάτω-κάτω ο Πουκ είναι ένας μικρός φαφλατάς που μόνο να χωρατεύει ξέρει!», συνέχισε αυτός, επαναφέροντας σταδιακά το σοβαρό του ύφος. Ο νεαρός Άνθρωπος πίσω του φαινόταν αρκετά αμήχανος, τόσο λόγω του σκηνικού, όσο και λόγω της παρουσίας αυτών των τύπων, που αν και είχε ξαναδεί στο μέρος όπου τον είχαν φυλακισμένο, τώρα τους παρατηρούσε καλύτερα.
Ήταν Άνθρωποι, όπως αυτός. Οι πρώτοι Άνθρωποι που έβλεπε από τότε που έφυγε απ' το σπίτι. Ήταν όλοι νεαροί σε ηλικία· κανείς τους δεν έμοιαζε πάνω από τριάντα, το πολύ τριανταπέντε ετών. Ήταν ντυμένοι με τα ίδια κομψά, αραχνοΰφαντα, Νεραϊδίσια ρούχα κι αν δεν πρόσεχε κανείς τα αφτιά τους και την έλλειψη φτερών, θα έλεγε πως είναι Νεράιδοι. Ένας λόγος παραπάνω για να το πιστέψει, θα ήταν και το αφ' υψηλού ύφος που διέθεταν. Φαινόντουσαν όλοι πολύ ξιπασμένοι κι απρόσιτοι. Ωστόσο, ο Έντι πρόσεξε πάνω σε μερικούς απ' αυτούς κάτι το παράξενο κι απόκοσμο. Ανατριχιαστικό ακόμη, θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του, καθώς ο Πουκ ξαναμίλησε:
«Έι, παιδιά, αυτός είναι ο Έντι! Είναι καινούριος! Πείτε όλοι ένα 'γεια'!», φώναξε εύθυμα, αλλά το μόνο που εισέπραξε ο Έντι ήταν τα υποτιμητικά, έως κι εχθρικά κοιτάγματά τους. «Χα, ό,τι να 'ναι», έκανε ο Πουκ ενοχλημένος από την αγενή τους αντίδραση και πιάνοντας ξανά το χέρι του Έντι, προχώρησε προς το δωμάτιο του Όμπερον. «Μη σώσετε και το πείτε. Σκασμένα! Ε, σκασμένα!», μουρμούρισε σαν να μιλούσε στον διπλανό του, αλλά με αρκετή ένταση, ώστε να είναι σίγουρος ότι θα ακούσουν και οι άλλοι. «Μην τους δίνεις σημασία», ψιθύρισε στον Έντι, που κοιτούσε απογοητευμένος προς τα πίσω. «Πάντα έχουν αυτό το ύφος δέκα Αρχιερειών, αλλά εσύ δεν τους έχεις ανάγκη!»
«Τι έχουν τα μάτια τους; Γιατί λάμπουνε έτσι;»
Ο Πουκ σταμάτησε για λίγο σαστισμένος. Υποτίθεται ότι κανείς πέρα από τις Νεράιδες δεν μπορούσε να δει αυτή τη λάμψη· το σημάδι ότι ένας Άνθρωπος υπηρετούσε τον Όμπερον υπό τη μαγεία του Ονειρονήματος. Βέβαια, είχε να κάνει με έναν Φύλακα της Κρυστέλ, επομένως κάτι τέτοιο λογικά θα ήταν φυσιολογικό. «Εεε... έτσι λάμπουν τα μάτια των Ανθρώπων που μένουν πολύ καιρό κοντά στις Νεράιδες. Θα το δεις και μόνος σου», του είπε ένα ψέμα στα γρήγορα.
«Τι θα δω;»
«Εννοώ... πήγαινε μέσα και θα σου εξηγήσει καλύτερα ο Αφέντης», απάντησε ο Πουκ καθώς φτάσανε μπροστά στην πόρτα και προέτρεψε τον Έντι να μπει μέσα. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω του, ο Πουκ αναστέναξε κι ευχήθηκε όλα να πάνε καλά, προτού κάνει μεταβολή κι επιστρέψει κοντά στους άλλους. Τους άκουσε να σχολιάζουν απροκάλυπτα πως αυτός ο καινούριος δεν τους γέμιζε το μάτι. «Όλα αυτά τα λέτε από τη ζήλεια σας!», τους αντιμίλησε ο Πουκ. «Αυτός ο μικρός είναι πολύ πιο έξυπνος και ικανός από εσάς!», συνέχισε θέλοντας να υπερασπιστεί τον φίλο του. «Ένα μόνο σας λέω: μπορεί και πίνει χρώματα! Πάω στοίχημα ότι κανένας από εσάς δεν μπορεί να το κάνει αυτό!»
---
Μέσα στο χώρο όπου φιλοξενούταν, ο Όμπερον σκεφτόταν γεμάτος θυμό κι άγχος την προηγούμενη συνάντηση με τον Φύλαρχο. Προφανώς η μανία του Σάιτρους δεν είχε εκτονωθεί όλη στο πεδίο της μάχης. Έπρεπε να ξεσπάσει πάνω του. Σαν να μην του έφταναν όλα αυτά που βίωσε σήμερα, έπρεπε να υποστεί κι αυτή την ταπείνωση. Παρά τον πόνο και την εξάντληση, ήταν ανάγκη να δράσει άμεσα! Να ανέβει και πάλι στα μάτια του συμμάχου του και ν' αποδείξει την αξία του. Κι αυτό είχε σκοπό να κάνει... Ακούγοντας το ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα, πήρε ένα ύφος πονεμένο και ψελλίσει με μια αδύναμη φωνή: «Πέρασε μέσα, Έντι».
Ο αδερφός της Κρυστέλ μπήκε στο μισοσκότεινο χώρο κι όταν τον είδε έμεινε άλαλος από το σοκ: η ψηλή και περήφανη φιγούρα του Ξωτικοβασιλιά, εμφανίστηκε μπροστά του κυρτή και μαζεμένη. «Κύριε; Μα τι πάθατε;», κατάφερε να αναφωνήσει ο Έντι κι έτρεξε κοντά του γεμάτος αγωνία.
«Μην ανησυχείς, Έντι... Δεν... είναι τίποτα», αποκρίθηκε ο Όμπερον ανάμεσα σε αγκομαχητά και δυσκίνητα βήματα, καθώς προσπάθησε να πάει να τον υποδεχτεί. «Μόνο μερικές γρατζουνιές από μια ύπουλη και βίαιη επίθεση. Τα φίλτρα του θεραπευτή όπου να 'ναι θα κάνουν τη δουλειά τους και θα είμαι καλύτερα», συνέχισε κι ο Έντι ένιωσε απερίγραπτη λύπη. Ως γιατρός που ήθελε να γίνει, του σκιζόταν η καρδιά μπροστά στον πόνο των άλλων. Τον βοήθησε να στηριχτεί στους ώμους του και σε λίγο ο Όμπερον σωριάστηκε στην καρέκλα του αποκαμωμένος.
«Ποιος σας το έκανε αυτό;», ρώτησε το αγόρι παρατηρώντας τα τραύματά του.
«Δεν έχει σημασία», απάντησε ο Όμπερον, σαν να μην ήθελε να δώσει έκταση στο θέμα.
«Φυσικά κι έχει. Εσείς πάντα βοηθάτε τους άλλους. Από τη στιγμή που σας γνώρισα, το μόνο που κάνετε είναι να προσφέρετε καλοσύνη. Γιατί να θέλει κανείς το κακό σας;»
Ακούγοντας τα λόγια του, ο Όμπερον χαμογέλασε αδιόρατα, διαπιστώνοντας ότι το ξόρκι που του έκανε στην αρχή εξακολουθούσε να δρα: ο μικρός έμοιαζε να του έχει τυφλή εμπιστοσύνη ακόμη και τώρα. «Έτσι είναι», είπε ήρεμα και σοβαρά. «Μερικοί, όμως, είναι τόσο καχύποπτοι απέναντι στην καλοσύνη, που πολλές φορές δεν την αξίζουν». Ο Έντι τον κοίταξε με απορία κι ο Νεράιδος εξήγησε: «Πίστεψέ με, το έχω δει αυτό χιλιάδες φορές· προσφέρεις ανιδιοτελώς τη βοήθειά σου σ' ένα πλάσμα που την έχει ανάγκη, όμως, αλίμονο! Είναι τόσοι οι κακοθελητές που θα βρεθούν στο δρόμο σου και θα σπιλώσουν την εικόνα σου με ψέματα!», συνέχισε και η απογοήτευση στη φωνή του έκανε τον Έντι να λυπηθεί ακόμα πιο πολύ. Ο Όμπερον ξεδίπλωσε αργά τα φτερά του στην προσπάθειά του να σταθεί. «Είσαι έξυπνο παιδί, Έντελ και είμαι βέβαιος ότι μπορείς να δεις καθαρότερα από τους άλλους Ανθρώπους. Γι' αυτό πιστεύω ότι θα με βοηθήσεις σε αυτόν μου τον αγώνα να σώσω ένα αθώο κορίτσι που κινδυνεύει».
«Πρόκειται για την αδερφή μου, σωστά;» ρώτησε ο Έντι και χωρίς να το καταλάβει, στάθηκε κι αυτός όρθιος.
«Σωστά», απάντησε ο Νεράιδος. «Η αδερφή σου, όπως σου έχω ξαναπεί, έχει την τύχη της κληρονομιάς των Μαγικών Κρυστάλλων, μα δυστυχώς... έχει και την ατυχία να περιτριγυρίζεται από άτομα που όχι μόνο δεν είναι ικανά να τη βοηθήσουν, αλλά που θα την οδηγήσουν στην καταστροφή».
«Αν η Λόλι ασχολείται όντως με τους κρυστάλλους, τότε ο παππούς θα είναι κι αυτός μαζί της».
«Μπορεί, όμως φοβάμαι πως ακόμα κι ο παππούς σου παίζει το λάθος ρόλο».
«Αποκλείεται. Ο παππούς δεν θα έθετε τη Λόλι σε κίνδυνο! Τη λατρεύει», διαμαρτυρήθηκε το αγόρι, μη θέλοντας ούτε να διανοηθεί όσα άκουγε «Και δεν θα την άφηνε μόνη, όπως δεν άφησε ποτέ ούτε τη γιαγιά».
«Και ποια ήταν η κατάληξη της γιαγιάς σου;» Τα συγκροτημένα, μα σκληρά λόγια του συνομιλητή του, έκαναν τον Έντι να κοκκαλώσει. Δεν ήξερε κάτω από ποιες συνθήκες ακριβώς πέθανε η Σενίτ κι εκεί ακριβώς θα πατούσε ο Όμπερον, «Με συγχωρείς», έκανε, παρατηρώντας την πληγωμένη του έκφραση. «Ο τρόπος μου ήταν αγενής κι απολογούμαι γι' αυτόν, αλλά πρέπει να ξέρεις πως πολλές φορές η αγάπη μας τυφλώνει και μας καθιστά ανίκανους να δούμε και να πράξουμε σοφά. Είναι πολύ πιθανό ο παππούς σου να θέλει να βοηθήσει, αλλά να μην μπορεί, καταλαβαίνεις;»
«Υποθέτω πως... ναι».
«Όσον αφορά την αδερφή σου, ο κίνδυνος στον οποίο βρίσκεται είναι πολύ μεγάλος. Σκευωρία ολόκληρη πλέκεται γύρω της. Ένας λαβύρινθος από απάτες που στήνεται εδώ και χρόνια», δήλωσε ο Όμπερον και η ανήμπορη εικόνα του άρχισε σιγά-σιγά να φεύγει και να γίνεται αυτός που ήταν, πράγμα που ο Έντι δεν αντιλήφθηκε, αφού ήταν προσηλωμένος στην κουβέντα τους. «Σίγουρα έχεις ακούσει για την Μυθυφήλιο. Και σίγουρα έχεις ακούσει τα χειρότερα για τους Τζέργκα και το πόσο επικίνδυνοι είναι». Ο Άνθρωπος έγνεψε καταφατικά. «Ειδικά για τον ηγέτη τους, τον Σάιτρους, ακούγονται πολλά. Μα ένα γνωμικό λέει να μην κρίνουμε ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του. Ο Σάιτρους υπήρξε σκληρός κι αδίστακτος, μέχρι που κόντεψε να χάσει τη ζωή του δέκα χρόνια πριν και αυτό τον συντάραξε. Από τότε κατάλαβε τα λάθη του και μεταμελήθηκε, αλλά κανείς δεν τον πίστεψε. Κανείς... εκτός από εμένα. Δεν ήταν εύκολο. Οι Νεράιδες και οι Τζέργκα είναι εχθροί από την απαρχή του κόσμου τούτου, μα οι Νεράιδες υπήρξαν πάντοτε φύλακες της ισορροπίας και προστάτες των αδυνάτων. Κι αυτές τις αρχές έκρινα ότι πρέπει να υπακούσω στην περίπτωσή του. Δεν θα συμμαχούσα μαζί του, εάν δεν ήμουν βέβαιος ότι υπηρετούμε τον ίδιο σκοπό», ολοκλήρωσε το συλλογισμό του, αφήνοντας μια δόση ειλικρίνειας να φανεί στο τέλος της σωρείας των ψεμάτων που είχε ξεστομίσει.
«Και ποιος είναι αυτός ο σκοπός;»
«Να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο με τη βοήθεια της Κρυστέλ. Να προστατέψουμε την Κρυστέλ από τις Σκοτεινές Δυνάμεις. Όμως η Λορελάι δεν θα μας πιστέψει. Με τόσα ψέματα που της έχουν πει, μπορεί και να μας κατηγορήσει ότι θέλουμε το κακό της. Μόνο εσύ μπορείς να τη βοηθήσεις να βγει από αυτό τον λαβύρινθο».
Ο νεαρός έσκυψε το κεφάλι του μπερδεμένος. Όσα άκουσε ήταν ακριβώς τα αντίθετα απ' όσα γνώριζε. Κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι δεν έβγαζε νόημα. «Ξέρω τι σκέφτεσαι, θνητό αγόρι», ξανάκουσε τη φωνή του άλλου και σχεδόν τρόμαξε. «Αναρωτιέσαι αν όσα σου είπα είναι αληθινά. Σε καταλαβαίνω. Ίσως περισσότερο απ' όσο φαντάζεσαι», είπε με συμπόνια ο Όμπερον και τον πλησίασε. «Η βοήθεια που μου προσέφερες έως τώρα μου στάθηκε ανεκτίμητη κι έτσι σε θεωρώ πλέον... δικό μου. Δεν ήθελα να σου φορτώσω ένα τέτοιο βάρος, αλλά μου έχεις δείξει πως είσαι αρκετά ώριμος ώστε να το σηκώσεις. Γνωρίζω πως αυτό που σου ζητώ δεν είναι εύκολο, είναι όμως για το καλό της Λορελάι και το καλό όλων μας». Ο Έντι ένιωσε μια ξαφνική ανατριχίλα, όταν ο Όμπερον ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του. Σήκωσε ξανά το κεφάλι του και είδε το πλάσμα του παραμυθιού να τον κοιτά κατάματα. Για μια στιγμή, κάτι σαν ένστικτο ούρλιαξε να φύγει, να τρέξει μακριά, όπως όταν ήτανε μικρός και φοβόταν το σκοτάδι. «Μπορώ να βασιστώ πάνω σου, Έντελ;», ρώτησε ο Όμπερον και καθώς το Ανθρωπάκι τον κοίταζε, οι αμφιβολίες του έγιναν θαμπές μέσα στην ομίχλη που τύλιξε το νου του. Αυτός ο Νεράιδος του έδειχνε εμπιστοσύνη, στηριζόταν σε αυτόν. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να βασιστεί σε αυτά τα μέρη. Δεν μπορούσε παρά να γνέψει ξανά. Ο Ξωτικοβασιλιάς χαμογέλασε.
---
Ο Ντάζεϊλτον εξακολουθούσε να παρακολουθεί τους συμπατριώτες του να πετάνε μακριά. Η Λόλι βρισκόταν λίγο πίσω του, ενώ ο Έντελ φύλαγε σκοπιά στην αντίθετη γωνία του πύργου. Παρά το μεγάλο άγχος της, η κοπέλα είχε προσέξει τον τρόπο του φίλου της και δεν θα τον άφηνε να περάσει απαρατήρητος. Ο Νεράιδος την είδε με την άκρη του ματιού του να πλησιάζει, αλλά δεν έκανε κάποια κίνηση. Ωστόσο σχεδόν αναπήδησε όταν ένιωσε τη ζεστασιά του χεριού της πάνω στο δικό του.
«Μπράβο», είπε χαμηλόφωνα εκείνη. «Έδειξες τόση καλοσύνη κι ευαισθησία σε αυτούς τους δύο. Και είπες ότι θα ελευθερώσεις το ζωάκι. Πραγματικά με συγκίνησες».
Αυτός χαμογέλασε. «Ευχαριστώ», είπε με αμηχανία κι ελαφρώς κόκκινα μάγουλα. «Δεν το είπα μόνο για να το πω. Εύχομαι να μπορέσω να το κάνω άμεσα».
«Το ξέρω», απάντησε η Λόλι. «Είσαι από αυτούς που δεν θέλουν να υποφέρει κανείς. Ένας καλός μέλλοντας βασιλιάς», σχολίασε χαμογελώντας, σαν να μιλούσε για κάποιον ήρωα από τις ιστορίες της. «Οι γονείς σου θα έπρεπε να είναι περήφανοι για το γιο τους». προς έκπληξή της, τον είδε να γυρίζει το κεφάλι του αλλού.
Ο Ντάζεϊλτον δεν στάθηκε τόσο στη λέξη 'βασιλιάς', όσο στις λέξεις που άκουσε μετά: 'οι γονείς σου θα έπρεπε να είναι περήφανοι για το γιο τους'. Τώρα πια ήξερε καλά ότι κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν ποτέ και δεν ήθελε να δει η Λόλι ότι τον στενοχωρούσε αυτό το συμπέρασμα. Κάνοντας μεταβολή, κάθισε σε ένα από τα χαμηλά τμήματα των πολεμιστρών. Για πρώτη φορά, η ταλαιπωρία από όλα όσα πέρασε τις τελευταίες ώρες φαινόταν να τον έχει καταβάλει. Καθώς τον έβλεπε έτσι, η Λόλι κατακλυζόταν από υποψίες. Όσο κι αν ήθελε να της το κρύψει, καταλάβαινε ότι κάτι τον βάραινε και δεν ήθελε ο φίλος της να το κρατάει μέσα του. Έτσι κάθισε κοντά του.
«Λοιπόν», έκανε ψάχνοντας να βρει πώς να εκφράσει αυτό που είχε κατά νου. «Η συνάντηση με τον πατέρα σου... δεν πήγε καλά... έτσι;» Ο Νεράιδος ξεφύσηξε απογοητευμένος και το ύφος της διατάραξε μια ξαφνική συνειδητοποίηση: «Μήπως σου έκανε κακό; Σε χτύπησε;», ρώτησε με αγωνία.
Μολονότι το πρόσωπο του Ντάζεϊλτον ήταν σκυθρωπό, δεν έμοιαζε να συμμερίζεται την αγωνία της. «Δεν θα το έκανε. Δεν είναι αυτός ο τρόπος του», είπε ανέκφραστα «Προτιμά να χτυπά με τα λόγια κι όχι με τα χέρια...»
Η Λόλι τον άκουγε λυπημένη. «Όταν μου μίλησες γι' αυτόν, ακουγόσουν σαν να τον αγαπούσες πολύ. Τώρα...», συνέχισε κομπιάζοντας από την αμηχανία που της έφερνε η κατάληξη του σκεπτικού της. «...τώρα μιλάς με τόση πίκρα. Τι σου έκανε που ήταν τόσο απαίσιο που σταμάτησες να τον αγαπάς;»
Ο Ντάζεϊλτον έστρεψε αργά το κεφάλι του προς το μέρος της, σαν να μην περίμενε ν' ακούσει τέτοια λόγια από το στόμα της. «Δεν σταμάτησα να τον αγαπάω... κι αυτό είναι το κακό», είπε και ήταν η σειρά της Λόλι να σοκαριστεί. «Έχει κάνει πολλά, Λόλι. Μακάρι να έβρισκα τη δύναμη να του τα συγχωρήσω όλα, να πω πως δεν συνέβησαν ποτέ και να συνεχίσουμε από εκεί που είχαμε μείνει κάποτε. Όμως συνέβησαν. Κι όταν τον ξαναείδα μέσα σ' εκείνο το δωμάτιο... δεν είδα τον πατέρα μου. Είδα έναν ξένο. Έναν ξένο που απλώς του έμοιαζε πολύ, μα... δεν ήταν αυτός».
«Κάποιες φορές...», πήγε να πει η φουξομάλλα, «...μας συμβαίνουν περίεργα πράγματα... κι οδηγούμαστε σε κακές συμπεριφορές που ποτέ δεν περιμέναμε να έχουμε. Ίσως να μην το ήθελε όλο αυτό. Ίσως...»
«Καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Όμως αν ήταν πράγματι έτσι... θα προσπαθούσε να το αλλάξει. Δεν είδα κάτι τέτοιο... δεν είδα κανένα ίχνος μετάνοιας στο φέρσιμό του. Ήθελε να πάρει τον λάθος δρόμο και τον πήρε, αυτό είναι όλο».
Η Λόλι δεν μπορούσε να κρύψει την απογοήτευσή της για το πώς μερικοί Άνθρωποι (ενίοτε και Ξωτικά και Νεράιδες) γνωρίζουν ότι κάνουν λάθη, αλλά δεν θέλουν καν να τα διορθώσουν. «Και πάλι, όμως...», ξαναείπε, «...τον ξαναείδες μετά από τόσον καιρό. Θα μπορούσες να έχεις την προσοχή και την αγάπη του, αυτά που σου στέρησε η μητέρα σου». Ήξερε πως η αναφορά της στην Τιτάνια θα εκλαμβανόταν ως καρφί γι' αυτόν, μα η δική της αντίστοιχη ιστορία ήταν πιο δυνατή από τη διακριτικότητά της. «Αυτό δεν είναι που ήθελες; Δεν ήθελες να τρέξεις κοντά του; Αν ο δικός μου πατέρας γύριζε, πιστεύω ότι παρά τα όσα γίνανε, θα ήθελα να τρέξω κοντά του», κατέληξε να μιλά πολύ σιγά, για να μην ακούσει ο Έντελ.
«Ναι... αυτό ήθελα», της απάντησε μιλώντας κι εκείνος σιγά. «Η αγάπη των γονιών μου ήταν το μόνο που ζητούσα στη ζωή. Ήμουν διατεθειμένος να κάνω οτιδήποτε γι' αυτούς. Ο πατέρας μου συμμάχησε με τους εχθρούς της πατρίδας μας. Δεν ήταν σωστό αυτό που έκανε, μα... μου προσέφερε μια θέση κοντά του. Μια ευκαιρία να έχω την αποδοχή του».
«Και τότε γιατί-»
«Δεν θα σε πρόδιδα ξανά, Λόλι», απάντησε σχεδόν απότομα ο Ντάζεϊλτον. «Δεν θα τον άφηνα να σου κάνει κακό. Ούτε αυτόν, ούτε κανέναν άλλον!», συνέχισε σε ένα ξέσπασμα. «Για μένα εσύ μετράς περισσότερο και θα μπορούσα να τα βάλω με ολόκληρο τον κόσμο, προκειμένου να είσαι ασφαλής. Είσαι πολύτιμη για μένα, Λόλι... νοιάζομαι για σένα...» Η φωνή του έσβησε, καθώς η κοπέλα τον κοίταγε παγωμένη. Όσα της έλεγε έμοιαζαν να είναι κάτι παραπάνω από τα λόγια ενός καλού φίλου κι εκείνος διαπίστωσε με τρόμο πως δεν συγκράτησε τη γλώσσα του και είχε εκτεθεί ανεπανόρθωτα. «Εγώ... ε-εγώ...», πήγε να πει, τρέμοντας ολόκληρος από ντροπή και υπερένταση, αλλά η κοπέλα έφερε το δάχτυλό της στα χείλη του.
«Σσσς», σφύριξε, κάνοντάς τον να σωπάσει και να την κοιτάξει τελείως ακίνητος. Η ίδια είχε σαστίσει. Ήταν συνηθισμένη να πνίγεται από αμηχανία και τρόμο σε κάτι τέτοιες εξομολογήσεις από αγόρια. Ήταν συνηθισμένη να έρχεται σε δύσκολη θέση, με το στομάχι της να καίει και τα μάτια της να κάνουν πουλάκια. Αλλά για κάποιο λόγο, αυτή τη φορά δεν ένιωθε έτσι. Δεν ήξερε πώς ένιωθε. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι δεν ήθελε να τον πληγώσει, ούτε να τον χάσει. Αυτή τη φορά ήταν ήρεμη κι ατάραχη. Λες κι αυτό που μόλις έγινε τόσο ξαφνικά και τόσο απρόσμενα ήταν γραφτό να γίνει. Τώρα μπορούσε να καταλάβει. Με το ελεύθερο της χέρι, κράτησε ξανά το δικό του, που τώρα ήταν παγωμένο από τον κρύο ιδρώτα που τον έλουζε. «Εμείς οι δύο θα πρέπει να μιλήσουμε», του είπε γαλήνια και καθησυχαστικά. «Όχι τώρα», ξαναείπε όταν εκείνος πήγε ν' ανοίξει το στόμα του «Δεν είναι κατάλληλη στιγμή, μα όταν ηρεμήσουν λιγάκι τα πράγματα, σου υπόσχομαι ότι εσύ κι εγώ θα τα δούμε όλα από την αρχή και θα βρούμε μιαν άκρη», συνέχισε γλυκά κι ο Ντάζεϊλτον σταμάτησε σιγά-σιγά να τρέμει, συνειδητοποιώντας ότι δεν την είχε διώξει από κοντά του. «Όλα θα πάνε καλά, εντάξει;», ρώτησε η Λόλι χαμογελώντας κι ο Νεράιδος ένιωσε μια αναζωογονητική ανακούφιση να απλώνεται στο νου του. Η Λόλι του ζούληξε μαλακά το χέρι κι αυτός έκανε το ίδιο. Αυτή τη στιγμή, όλα τα άλλα ήταν περιττά. Με ηρεμία κι αλληλοκατανόηση, όλα θα έπαιρναν το δρόμο τους.
---
Έχοντας πληροφορηθεί την επιτυχία της πρώτης φάσης του σχεδίου από τον Όμπερον, ο Σάιτρους συγκέντρωσε το Συμβούλιο των πολεμιστών του. «Δεν πρέπει να κάνετε λάθος», τόνισε. «Πρώτη φορά πλησιάζω τόσο κοντά. Πηγαίνετε στο Ντράνθρογκ και πιάστε τους!» Στο πρόσταγμά του, οι πολεμιστές ξέσπασαν σε κραυγές μάχης. «Τους άλλους κάντε τους ό,τι θέλετε», ήταν η τελευταία του διαταγή. «...μα να θυμάστε: την Κρυστέλ τη θέλω άθικτη».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top