Κεφάλαιο 18

Κεφάλαιο 18

«Θα πάρεις έναν μεζέ, υπηρέτη της Κρυστέλ;» Ο εν λόγω 'υπηρέτης' κοίταξε με παραξενιά το πλάσμα με την πράσινη δελφινίσια ουρά. «Τι; Μην το σκέφτεσαι!», ξαναέκανε το αγόρι, που πρέπει να ήταν κάπου έντεκα ετών. «Ο φύλαρχος είπε να ταΐσουμε κι εσένα».

Ο Ντάζεϊλτον άπλωσε με αβεβαιότητα το χέρι του, παίρνοντας τον αποκαλούμενο 'μεζέ', που πέρασε κι αυτός την επιφάνεια της φούσκας, χωρίς να τη σπάσει. «Ε-Ευχαριστώ, εεε... ψαράκι», έκανε, προσπαθώντας να ακουστεί φιλικός.

«Ψαράκι; Ψαράκι!;» έκανε το αγόρι, αγριοκοιτάζοντάς τον θιγμένο. «Σου μοιάζω εγώ για ψαράκι; Δεν είμαι ψαράκι!», φώναξε πολύ εκνευρισμένο και οι δικαιολογίες που προσπαθούσε να ξεστομίσει ο Ντάζεϊλτον ούτε που έφταναν στα αυτιά του. «Άκου να σου πω, Στεριανέ, σου μοιάζει αυτό εδώ για ψαρίσια ουρά!;»

«Τζούμπαλ! Γιατί φωνάζεις έτσι;»

«Μητέρα, αυτός ο Στεριανός νομίζει ότι είμαι ψάρι. Μοιάζω με ψάρι;», ρώτησε ο Τζούμπαλ τη μητέρα του με μια δόση παραπόνου στη φωνή.

«Όχι, κοραλλένιε μου, δεν μοιάζεις με ψάρι. Ησύχασε και πάρε βαθιά ανάσα. Κάποιοι είναι τόσο αδαής που ό,τι έχει ουρά και λέπια το λένε ψάρι και δεν ξέρουν ούτε να ξεχωρίζουν τα θηλαστικά, μη δίνεις σημασία», απάντησε εκείνη αγριοκοιτάζοντας επίσης τον Νεράιδο, προτού απομακρυνθεί με τον γιο της, αφήνοντάς τον μόνο κι αποσβολωμένο, να αναρωτιέται αν είπε κάτι κακό. Συμπεραίνοντας ότι η κοινωνική του αμηχανία ήταν αδιάβροχη, δεν μπορούσε παρά να αποδεχθεί ότι για άλλη μια φορά ήταν ολομόναχος, μιας και η Άνθρωπος-συνταξιδιώτισσά του δεν του έδωσε καμία σημασία από τη στιγμή που την υποδέχθηκαν οι Γοργόνες. Μάλιστα, την οδήγησαν στο καταφύγιό τους, όπου έστησαν ολόκληρη γιορτή για να την υποδεχθούν.

«Ξέρεις, κάποιες φορές θα πρέπει να είμαστε γενναίοι και να βγαίνουμε από τη φούσκα μας!», φώναξε μια ελαφρώς μεθυσμένη και απρόσμενα ευδιάθετη Λόλι προς τον Νεράιδο που την αγριοκοίταξε μέσα από το υδάτινο κλουβάκι του. Το βλέμμα του την έκανε να σωπάσει και να χαμηλώσει τα μάτια με ντροπή· το γεγονός πως την θεωρούσαν ηρωίδα και Κρυστέλ και υπέρτατη σωτήρα του κόσμου από εκεί που ήταν απλά μια φαντασιόπληκτη κοπέλα με χαμηλή αυτοπεποίθηση και ανέφικτους στόχους πρέπει να την είχε χτυπήσει λιγάκι στο κεφάλι. Αυτό, ή το ότι εκείνη τη στιγμή τα έτσουζε με μια φυλή γοργονανθρώπων σε ένα καλά θωρακισμένο ύφαλο στο βυθό της θάλασσας και σχεδόν είχε ξεχάσει την υδροφοβία της. Ο Ντάζεϊλτον πάλι ένιωθε το ακριβώς αντίθετο καθώς, φυλακισμένος στη φούσκα του όπως ήταν, ούτε να κοινωνικοποιηθεί καθόλου μπορούσε (πράγμα που δεν τον πείραζε ιδιαίτερα, βλέποντας το ασφαλώς κατώτερο πολιτισμικό επίπεδο της κομπανίας), αλλά ούτε αισθανόταν χρήσιμος στο ελάχιστο. Προσπαθούσε σκληρά να το κρύψει, αλλά ένα κενό είχε δημιουργηθεί στην καρδιά του, προερχόμενο τόσο από τη μητέρα του όσο και από τη Λόλι και την εδώ και ώρα αδιάφορη συμπεριφορά της.

«Τελικά ίσως η φούσκα μας να είναι και το όριο του κόσμου μας, Λόλι», απάντησε σιγανά, όταν ήταν σίγουρος πως η κοπέλα είχε αποστρέψει την προσοχή της στον πλουσιοπάροχο μπουφέ με θαλασσινά εδέσματα που είχαν ετοιμάσει για χάρη της. Κολυμπούσε ψιλοάγαρμπα εδώ κι εκεί, αλλά τα κατάφερνε αρκετά καλά και ο Ντάζεϊλτον σκέφτηκε πως θα της πήγαινε ίσως να είναι Γοργόνα. Μασούλησε διστακτικά το καβούρι με φύκια που του είχε προσφέρει ο νεαρός και ξεκίνησε να σκιτσάρει τον μαγικό νέο κόσμο που έβλεπε γύρω του: περίεργες φιγούρες, άξιες να αποτυπωθούν στο μπλοκ του, το οποίο, λόγω της υποβρύχιας προστασίας του, ευτυχώς δεν είχε μουσκέψει καθόλου. Το όριο του κόσμου μας, που λέγαμε...

Ξαφνικά, οι φωνές και τα πλαταγίσματα σταμάτησαν και μια σχεδόν απόλυτη σιγή πλημμύρισε τον εορταστικό χώρο και οι γοργονάνθρωποι άρχισαν να προσκυνούν ευλαβικά για μια ακόμα φορά. Μια μορφή ξεπρόβαλε από τα βάθη του υφάλου, μυστήρια και σκοτεινή. Πρέπει πάντοτε να κάνουν δραματική είσοδο;, σκέφτηκε η Λόλι και ρουθούνισε υποτιμητικά προς την όλη επίδειξη ισχύος που είχε συναντήσει τον τελευταίο καιρό. Όλοι τους γεμάτοι λόγια και φανφάρες και κανένας τους άξιος να κάνει κάτι σοβαρό... Η φιγούρα πάντως που έκανε την εμφάνισή της δεν ήταν ούτε μεγαλοπρεπής, ούτε τρομακτική και το ρουθούνισμα της Λόλι σχεδόν γύρισε σε ελαφρό χαχάνισμα. Μέσα από το ημίφως και τις μπουρμπουλήθρες φάνηκε ένας γερασμένος Σαμάνος με μακριά λευκή γενειάδα που επέπλεε κάποια μέτρα πάνω από αυτόν κι ελάχιστες άσπρες τριχούλες σε ένα καραφλό κεφάλι στολισμένο με κοχυλένιο στέμμα πιο μεγάλο κι απ' τον ίδιο, σκελετωμένο σώμα με κρεμασμένο δέρμα και χιλιάδες λαμπυριστά φυλαχτά περασμένα από το λαιμό και τους γοφούς του. Τέλος, μια γερασμένη κεραμιδί ουρά, σχεδόν σερνόταν από κάτω του. Παρ' όλη τη μαραμένη του εμφάνιση, όταν μίλησε στη φυλή του, η φωνή του βγήκε σταθερή και σίγουρη και τα μάτια όλων ήταν στραμμένα με εμπιστοσύνη πάνω του.

«Λαέ της Ακβέλιας...», άρχισε και κάτι σαν συλλογικό τρεμούλιασμα διαπέρασε τους παρευρισκόμενους, «...να είστε ευλογημένοι από τα Πνεύματα του Ωκεανού... να είστε ευτυχισμένοι που οι ψυχές των παιδιών μας έχουν γίνει ένα με τα νερά, τις ανεμώνες, τα φύκια και θα μας περιτριγυρίζουν πάντοτε, όπου σταθούμε και όπου κολυμπήσουμε! Και πάντοτε θα μας βλέπουν, γιατί είμαστε και εμείς μέρος του Ωκεανού όπως είναι πλέον και αυτά...». Ένας λυγμός διέκοψε τα λόγια του, προερχόμενος από μια νεαρή Γοργόνα με μαύρα μαλλιά και ασημί ουρά· κατευθείαν πολλές άλλες γυναίκες κολύμπησαν προς το μέρος της και την πήραν αγκαλιά, κάποιες από αυτές ψάλλοντας μια σιγανή, παρηγορητική μελωδία. Καταλαβαίνοντας πως κάτι τρομερό είχε συμβεί, η Λόλι ένιωσε ξαφνικά πολύ-πολύ μικρή και μαζεύτηκε κοντά στη φούσκα του Ντάζεϊλτον· οι δυο σύντροφοι αντάλλαξαν ένα ανήσυχο βλέμμα και ο Νεράιδος χαμογέλασε μαλακά για να δώσει κουράγιο στην κοπέλα. Ο γερο-Γοργόνος όμως δεν φάνηκε να θέλει να δώσει μεγαλύτερη έκταση στο συμβάν και αφού κούνησε το στολισμένο κεφάλι του τρεις φορές, χτύπησε τα κρόταλα που κρέμονταν από το λαιμό του μεταξύ τους. Ησυχία επήλθε και πάλι στον ύφαλο και όλοι ανταποκρίθηκαν στο σήμα του σηκώνοντας τα χέρια πάνω από το κεφάλι τους και χτυπώντας τα και αυτά τρεις φορές. «Η ώρα του θρήνου έχει περάσει. Τα Πνεύματα μου ψιθύρισαν από τις πέτρες και τα πλουμιστά κοράλλια πως η Κρυστέλ είναι εδώ!», φώναξε ο γέρος και κοίταξε διαπεραστικά τους μαζεμένους γοργονανθρώπους, ψάχνοντας με τα μάτια του τη Λόλι. Ποιος ξέρει τι περίμενε να δει. Η κοπέλα το κατάλαβε, μα δεν κουνήθηκε· η γενναία της πλευρά είχε κρυφτεί κάπου στα βάθη της φούσκας μαζί με τον Νεράιδο. Εξάλλου, όπως επίσης ήταν προφανές, ο γέρος ήταν αδιαμφισβήτητα τυφλός.

Μετά από λίγες αγωνιώδεις στιγμές, ο κόσμος ξέσπασε σε ιαχές και τραγούδια και με πρώτο τον Υρζούλ, ξεχύθηκαν πάνω στη Λόλι και την μετέφεραν σηκωτή προς τον σεβάσμιο γέροντα που κουνούσε το κεφάλι πέρα-δώθε μανιασμένα, κάνοντας τα φυλαχτά να κροταλίζουν ρυθμικά. Μόλις στάθηκε μπροστά του, οι γοργονάνθρωποι την ελευθέρωσαν από τις λαβές τους και κολύμπησαν γύρω τους δημιουργώντας έναν κλοιό. Ωραία, τώρα βλέπω μόνο ουρές..., σκέφτηκε ο Ντάζεϊλτον, κατσούφιασε ακόμα παραπάνω, και έκανε μια προσπάθεια να κυλήσει τη φούσκα προς τα πάνω για να βλέπει τι επρόκειτο να διαδραματιστεί. Τα κατάφερε και η ανάσα του πιάστηκε στο λαιμό του: ο γέρος είχε ακουμπήσει τις παλάμες του από τη μια και την άλλη πλευρά του κεφαλιού της Λόλι, ροδαλές ανταύγειες να προεξέχουν ανάμεσα στα ρυτιδιασμένα δάχτυλά του, ενώ φαινόταν να είναι φοβερά συγκεντρωμένος. Η κοπέλα πάλι είχε ακινητοποιηθεί πλήρως και ο Ντάζεϊλτον φοβόταν τα χειρότερα.

Η σιωπηλή τελετή έληξε προτού ο Νεράιδος προλάβει να ελευθερώσει την ανάσα που κρατούσε, και η Λόλι έπεσε ελαφρά προς τα πίσω ζαλισμένη. Ο Σαμάνος έστρεψε απότομα το κεφάλι του προς τον Υρζούλ, σχεδόν μπλέκοντας τη μακριά του γενειάδα γύρω από το λαιμό του και φώναξε απειλητικά: «Τα Πνεύματα... δεν επικοινωνούν! Οι Κρύσταλλοι δεν ανταποκρίνονται στο κάλεσμά τους!» Το πρόσωπο του νεαρού Φυλάρχου πήρε μια ανοιχτή πράσινη απόχρωση και κοίταζε μια το γέρο και μια τη Λόλι με γουρλωμένα χρυσωπά μάτια.

«Δε-Δεν είναι δυνατόν... τους έχει τους Κρυστάλλους, Ζαλ-Ταλέν... αυτή πρέπει να είναι...», τραύλισε και η απόγνωσή του αντικατοπτρίστηκε στο σιγανό μα λυπημένο βούισμα που άρχισε να βγαίνει συγχρονισμένα από τα στήθη των μαζεμένων γοργονανθρώπων. Ο γέρος σήκωσε την παλάμη του προς αυτόν, μα δεν απάντησε κατευθείαν.

«Μπορεί. Δεν... γνωρίζω. Τα Πνεύματα έχουν μπερδευτεί κι άλλες φορές, μουδιασμένα όπως είναι από τον πολύ πόνο...», είπε και έφερε και τα δυο του χέρια στην καρδιά του.

«Να μας το αποδείξει!» ακούστηκε μια φωνή από την αριστερή μεριά του κλοιού, αυτή που ήταν πιο κοντά στον Ντάζεϊλτον· μπόρεσε να διακρίνει τη νεαρή μαυρομάλλα που είχε ξεσσπάσει σε θρήνους προηγουμένως να σηκώνει τη γροθιά της στο νερό με πάθος και να επαναλαμβάνει την πρότασή της. Σε ταχύτητα αστραπής, οι υπόλοιποι μαζεμένοι γοργονάνθρωποι την ακολούθησαν και το 'να μας το αποδείξει!' ακουγόταν πλέον σε ολόκληρο τον ύφαλο. Η Λόλι εν τω μεταξύ είχε συνέλθει από το ό,τι ήταν αυτό που είχε κάνει ο γέρος και το βλέμμα της έτρεχε από δω και από κει σπασμωδικά.

«Ακούστε με, Γοργόνοι!», φώναξε, θαυμάζοντας και η ίδια την γενναιότητά της, «Εγώ είμαι η Κρυστέλ... το έχω ήδη αποδείξει μαζεύοντας αυτούς εδώ τους κρυστάλλους», συνέχισε και έβγαλε τους κρυστάλλους από την τσέπη της, κάνοντας τους γοργονανθρώπους να τιναχτούν προς τα πίσω, «...και θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να σωθείτε από το Μαύρο Πετράδι», είπε και σώπασε. Ένιωθε αδύναμη μπροστά σε μια ολόκληρη πονεμένη φυλή, και δεν είχε άλλα λόγια καθησυχασμού ή συμπόνιας να τους δώσει.

Εκείνη τη στιγμή, ο ύφαλος σείστηκε από ένα δυνατό τράνταγμα κι όλοι κοίταξαν προς τα πάνω πανικοβλημένοι. Ένας μεγάλος όγκος σαν πολύχρομη ουρά χαρταετού εισέβαλε από το δεξί τοίχωμα, καταστρέφοντας ολοσχερώς την είσοδο του καταφυγίου και παίρνοντας κάμποσους φρουρούς μαζί του. Προς μεγάλη έκπληξη της Λόλι, δεν ακούστηκε ούτε άχνα από τους γοργονανθρώπους, μονάχα η προειδοποιητική κραυγή του Υρζούλ «Οι Άλλοι!». Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, οι Γοργόνοι και οι Γοργόνες είχαν οπλιστεί με τις λόγχες και τα μαχαίρια τους και ξεχύθηκαν έξω περνώντας από τις ρωγμές στα τοιχώματα του υφάλου. Ο γέρος είχε εν τω μεταξύ μαζέψει τα παιδιά και τα οδηγούσε με βιασύνη προς τα βάθη της σπηλιάς. 'Οσο για τη Λόλι, κολύμπησε ενστικτωδώς προς τον Ντάζεϊλτον, προσπαθώντας να μετακινήσει τη φούσκα προς την κατεύθυνση εκείνη, προτού τους έβρισκε μεγαλύτερο κακό. Ναι καλά, σκέφτηκε η κοπέλα, καθώς την ουρά του χαρταετού, που φαινόταν πλέον να είναι μια αληθινή και πολύ δυνατή ουρά, ακολούθησε μέσα στον ύφαλο το τεράστιο κεφάλι και μετά το τεράστιο σώμα ενός πλάσματος αγριωπού και ξεκάθαρα τσατισμένου. Θα μπορούσε να μοιάζει με δελφίνι, αν η μούρη του δεν θύμιζε τόσο πολύ σκυλόψαρο. Ανοίγοντας το στόμα του για να βρυχηθεί, μπορούσε κανείς να μετρήσει τις σειρές των κοφτερών λεπίδων που είχε για δόντια. Γκέλντερον, σκέφτηκε η Λόλι αναγνωρίζοντας το είδος του κι έσπρωξε τη φούσκα ακόμα πιο δυνατά καθώς όλες της οι αισθήσεις είχαν τεθεί σε πλήρη κινητικότητα. Ο παππούς της είχε αντιμετωπίσει κάποτε ένα τέτοιο. Για την ακρίβεια, παραλίγο να τον φάει ζωντανό ένα τέτοιο. Το πλάσμα κούνησε το κεφάλι του από δω και από κει, μυρίζοντας τα νερά για φρέσκια Γοργόνα για βραδινό· μια διαφορετική όμως οσμή έφτασε στα ρουθούνια του και βρυχήθηκε ξανά, φανερά ενοχλημένο για την αλλαγή του μενού. Ευτυχώς τα Γκέλντερον δεν φημίζονταν για την οξεία τους όραση, έτσι δεν είχε δει ακόμα την Άνθρωπο ή την φούσκα. Φτάνοντας προς τη σπηλιά, η Λόλι παρατήρησε πως η είσοδος είχε κλείσει με κάποιον άγνωστο τρόπο· πλέον στον ύφαλο που κατέρρεε βρίσκονταν μόνο αυτή, ο Νεράιδος, και το τέρας.

«Λόλι, οι κρύσταλλοι», ψιθύρισε ο Ντάζεϊλτον μέσα από τη φούσκα, για να μην τους πάρει είδηση το πλάσμα, «Χρησιμοποίησέ τους».

«Δεν μπορώ», απάντησε σαστισμένα η κοπέλα. «Δεν έχω και τους τρεις. Άκουσες τι είπε ο Σαμάνος. 'Οι κρύσταλλοι δεν ανταποκρίνονται'. Σίγουρα φταίει που είναι μόνο δύο. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα».

«Μπορείς! Δεν έχεις πια τις χειροπέδες», της είπε απελπισμένα ο Νεράιδος. «Προηγουμένως παρίστανες την ηρωίδα, μίλησες σαν αληθινή Κρυστέλ. Τώρα πρέπει να κάνεις τα λόγια σου πράξεις. Γίνε η αληθινή Κρυστέλ, λοιπόν!», της φώναξε και μαζεύτηκε, σκεπτόμενος αμέσως-αμέσως ότι δεν μέτρησε τα λόγια του και μίλησε με αγένεια. Ωστόσο, άλλο ήταν το πρόβλημα και δεν το προκάλεσαν τα λόγια του, αλλά η άνοδος στην ένταση της φωνής του.

Ανάμεσα στην συνειδητοποίηση ότι πλέον δεν περιοριζόταν από τα νεραϊδοδεσμά και στη συνειδητοποίηση πως το Γκέλντερον τους είχε ακούσει και ερχόταν προς το μέρος τους, η Λόλι ένιωσε μια τρομερή αίσθηση ανεξέλεγκτης οργής να τη συνεπαίρνει και χωρίς να το καλοσκεφτεί, κολύμπησε προς το μέρος του αγριεμένου πλάσματος, αφήνοντας έναν άναυδο Ντάζεϊλτον να χάσκει μέσα στη φούσκα του. Ξαφνικά πολύ σίγουρη για τον εαυτό της και τις μαγικές της δυνάμεις, η κοπέλα εξαπέλυσε μια δέσμη κίτρινου και μπλε φωτός προς το πλάσμα, το οποίο έκανε απότομα προς τα πίσω, τυφλωμένο από το μαζεμένο φως που έπεσε στο κεφάλι του.

«Τι είναι αυτό!;» ακούστηκε μια κροταλιστή φωνή μέσα στο μυαλό της Λόλι. Εκείνη δεν καταχώρησε τη νέα πληροφορία και συνέχισε να χτυπάει το τέρας με δέσμες μαγείας των κρυστάλλων. «Φως... πονάει!», ακούστηκε πάλι η φωνή και μέσα στην μανία της, η Λόλι αντιλήφθηκε, σαν η συνειδητοποίηση να προερχόταν από τα βάθη του νου της, πως το Γκέλντερον της μιλούσε. Είχε, δηλαδή, νοημοσύνη. Η κοπέλα κοκκάλωσε και τα χέρια της έμειναν να λάμπουν κίτρινα και γαλάζια.

«Μιλάς;», το ρώτησε αποσβολωμένη, καταπίνοντας την επιθυμία να το κάνει στραπατσάδα με τις δυνάμεις της.

«Πού είναι οι Γοργόνες; Τι είναι αυτό που με τυφλώνει!;» συνέχισε η κροτάλινη φωνή.

«Ωραία, λοιπόν, αφού μπορείς και μιλάς, θα μπορείς και να με καταλάβεις!», φώναξε η Λόλι «Φύγε αμέσως από εδώ και δεν θα σε πειράξω!», συνέχισε πλησιάζοντάς το, αλλά το τέρας βρυχήθηκε για μια ακόμα φορά και κουτούλησε τη Λόλι πάνω σε ένα βράχο. Τα κόκκαλά της γκρίνιαξαν από τον πόνο και η κοπέλα ούρλιαξε, το κεφάλι της πολύ ζαλισμένο για να απομακρυνθεί από τα κοφτερά δόντια που έρχονταν κατά πάνω της. Η όρασή της θόλωσε ακόμα πιο πολύ καθώς κάτι σαν μεμβράνη μπήκε μεταξύ αυτής και του τέρατος, την οποία το πλάσμα καταβρόχθισε ευθύς αμέσως... Και μετά από λιγάκι έφτυσε αηδιασμένο, αποκαλύπτοντας μια ακέραια φούσκα και έναν πολύ ζαλισμένο, μα πολύ αποφασισμένο Ντάζεϊλτον να προσπαθεί να ξαναβρεί την ισορροπία του. Τότε η Λόλι, μη γνωρίζοντας τι να κάνει, πέταξε στο στόμα του πλάσματος ό,τι μπορούσε να βρει πρόχειρο πάνω της εκείνη τη στιγμή: ένα κουτάκι τσίχλες μέντας που είχαν μείνει μέσα στη ζακέτα της. Εκείνο μάσησε για μια στιγμή, κοντοστάθηκε και συνέχισε να μασάει.

«Μμμ! Νόστιμα!», ήρθε η φωνή στο μυαλό της Λόλι και του έριξε ένα δύσπιστο βλέμμα. Σοβαρά τώρα; Τσίχλες μέντας!;

«Ναι, πολύ νόστιμα!», του φώναξε. «Πάνε πίσω στους δικούς σου και πες τους πως έχει κι άλλα τέτοια στην άλλη μεριά του ωκεανού. Πάνε!»

Στα λόγια της Λόλι, το πλάσμα γουργούρισε ευχαριστημένο και σαν να μην είχε γίνει τίποτα, έστρεψε το γιγάντιο σώμα του προς την αντίθετη κατεύθυνση και κολύμπησε έξω από τον ύφαλο.

«Φαΐιιι!», άκουσε τη φωνή η Λόλι και σκέφτηκε: αν είναι δυνατόν!

Εν τω μεταξύ, εκατοντάδες γοργονάνθρωποι είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στο κατεστραμμένο τους καταφύγιο, πολλοί με σημάδια από μάχη και όλοι με απόλυτα σαστισμένη έκφραση στα πρόσωπά τους. Ευγνώμων για την καλή της τύχη και σίγουρη ότι χάρη σε αυτή την επίθεση είχε όντως αποδείξει ποια ήταν, η Λόλι πήρε την πόζα της ηρωίδας για να φανεί κουλ κι όλοι, μέχρι και η μαυρομάλλα Γοργόνα, ζητωκραύγασαν ενθουσιασμένοι.

---

Η Τιτάνια κοιτούσε το γαλανό τοπίο μέσα στον Αδαμάντινο Οφθαλμό: μια εικόνα στατική εδώ και πολλή ώρα, που έκανε την αγωνία της να αυξάνεται και τα βλέφαρά της να βαραίνουν. Η βασίλισσα είχε παρατηρήσει ότι οι δυνάμεις της μειώνονταν σταθερά τις τελευταίες εβδομάδες, κάτι που αρχικά απέδιδε στο άγχος της για την έκβαση της αποστολής απόκτησης των κρυστάλλων. Μα τώρα έβλεπε ότι ήταν κάτι πολύ παραπάνω. Η εξάντληση έμοιαζε να την απορροφά μέρα με τη μέρα, σε σημείο που πίστευε ότι ήταν θέμα ωρών να καταρρεύσει. Μα κι ο ύπνος ακόμα της άφηνε μια αίσθηση τρόμου κι έκανε προσπάθεια να τον αποφύγει, Ωστόσο η ανάγκη για ξεκούραση στο τέλος νίκησε και η Τιτάνια αποκοιμήθηκε μπροστά στο διαμάντι.

«Φαίνεται πως η Κρυστέλ ξεφορτώθηκε τα μαγεμένα δεσμά της νωρίτερα απ' όσο υπολόγισες, ε γλυκιά μου; Δεν μπορείς να την παρακολουθήσεις πια, έτσι;», ήρθε ξανά εκείνη η μειλίχια φωνή. «Χμμμ... τόσο ανίσχυρη; Ούτε μια θνητή κι έναν Ανολοκλήρωτο δεν μπορείς να φέρεις βόλτα», συνέχισε η φωνή επικριτικά και για άλλη μια φορά η Νεράιδα έκανε έναν μορφασμό δυσφορίας στον ύπνο της. «Έννοια σου και είμαι εγώ εδώ, Κυανό μου Άστρο. Δεν θα επιτρέψω να πάρεις κακές αποφάσεις και να φανείς αδύναμη μπροστά στους υπηκόους μας. Άλλωστε... αυτό δεν έκανα πάντα εγώ για σένα;», με την τελευταία θυμωμένη φράση η Τιτάνια τραντάχτηκε σαν να την χτύπησε κεραυνός. Με μια εισπνοή που κατάφερε να τον επαναφέρει στην ήρεμη κατάσταση που ήταν μέχρι πριν, ο ιδιοκτήτης της φωνής ξαναμίλησε. «Φρόντισε τουλάχιστον να τελειώσεις αυτό που άρχισες. Σήμερα θα ξαποστείλεις την... καλή τους εκλεγμένη Αρχιέρεια και θ' αποδείξεις σε όλες τις Νεράιδες ότι εσύ είσαι η ισχυρότερη και η μοναδική που τις κυβερνά. Έτσι σίγουρα θα καταλάβουν την πραγματική σου φύση και θα σε αντιμετωπίσουν... όπως σου αξίζει. Ω, ναι... λίγη επίδειξη δύναμης δε βλάπτει πού και πού».

---

Σε ένα ξέχωρο Νεραϊδοβασίλειο, του οποίου οι Νεράιδες αυτοαποκαλούνταν 'Ξωτικά', λόγω της διαφορετικότητας και της ανωτερότητας που προσέδιδαν στους εαυτούς τους, σε κάποιο άλλο βασιλικό παλάτι, ένας Νεράιδος είχε ξεστομίσει όλα αυτά τα λόγια μέσα στο μισοσκόταδο.

«Βασιλιά Όμπερον;», ακούστηκε πίσω του μια φωνή κι ο Νεράιδος γύρισε το κεφάλι του προς την κατεύθυνσή της, αφήνοντας τα μαγικά, γκριζωπά νήματα που έπλεκε εδώ κι ώρα να αργοσβήσουν. «Ο Πουκ επέστρεψε από το Όβινστερ, Μεγαλειότατε», τον ενημέρωσε ο νεαρός Άνθρωπος που τον είχε διακόψει.

«Επιτέλους», μουρμούρισε εκείνος με τόνο γαλήνιο, μα κι ανακουφισμένο.

«Να του πω να έρθει να σας βρει;»

«Όχι. Άφησέ τον να κάνει τη δουλειά του και θα πάω να τον βρω εγώ μόλις νυχτώσει. Ελπίζω, για το καλό του, να έφερε αυτό που έπρεπε να φέρει».

---

Και κάπου εδώ νομίζω θα ήταν καλό να αναφερθώ στο εξής: τα πρόσωπα της Τιτάνιας, του Όμπερον και του Πουκ, αν και διατηρούν τη δυναμική τους από το "Όνειρο Θερινής Νυκτός" του Σαίξπηρ ως Βασίλισσα των Νεραϊδών, Βασιλιάς των Νεραϊδών και υπηρέτης του Βασιλιά αντίστοιχα, εδώ παρουσιάζονται περισσότερο με την μυθολογική τους υπόσταση (άλλωστε, τους συναντάμε ήδη σε μύθους, λαϊκές διηγήσεις και διάφορες παραλλαγές και πριν από το συγκεκριμένο έργο, αλλά και μετά από αυτό) και οι χαρακτήρες τους διαμορφώνονται με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο μέσα σε αυτή την ιστορία.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top