Κεφάλαιο 15

Κεφάλαιο 15

Όλα ήταν μαύρα. Σκοτάδι πυκνό απλωνόταν παντού, αυτό που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν έχεις τα μάτια σου ανοιχτά ή κλειστά. Η Λόλι τα ανοιγόκλεισε για να ελέγξει· ένιωθε τις υπόλοιπες αισθήσεις της να οξύνονται, μυρωδιές από άγνωστα άνθη να φτάνουν στη μύτη της και τους δεμένους καρπούς της να καίνε περισσότερο από πριν. Ένα ελαφρό αεράκι φύσηξε, δίνοντας ζωή στη σιωπηρή αίθουσα και ξάφνου μια πρώτη αχτίδα του πρωινού ήλιου πλημμύρισε το ναό, φέγγοντας απ' άκρη σ' άκρη το μυστικιστικό εκείνο μέρος. Φάνηκαν τα σκαλισμένα καθίσματα των λάτρεων, οι μικροί καταρράκτες που ανέδυαν νερό χρυσό από τον ήλιο, ο κισσός που με αναίδεια σκαρφάλωνε τις μεγαλοπρεπείς καμάρες που πλαισίωναν το ιερό και τέλος, το ψηλό και σοβαρό άγαλμα της Θεάς του Φεγγαριού. Η Λόλι κοίταξε τα αλαβάστρινα, ανοιχτά της χέρια και το γαλήνιο βλέμμα της και σκέφτηκε με λύπη πόσο πολύ είχε πεθυμήσει τη μητέρα της. Ποιος ξέρει τι σενάρια είχε βάλει στο νου της με την κόρη της εξαφανισμένη από προσώπου γης.

Γύρω από τη Θεά, οι ιέρειες σχημάτιζαν έναν κύκλο τελετουργικό, ντυμένες στα ολόλευκα και τραγουδώντας σιγανά κάποιο είδος ψαλμού. Η μελωδία ήταν υπέροχη και η Λόλι ένιωσε γλυκιά χαλάρωση να απλώνεται σε όλο της το σώμα. Ο Ντάζεϊλτον απέναντί της φαινόταν να βρίσκεται κάτω από το ίδιο ξόρκι, καθώς ένα μικρό χαμόγελο απλωνόταν στα χείλη του και τα μάτια του ήταν κλειστά· ανάμεσα στις άλλες Νεράιδες, όπως παρατήρησε η κοπέλα, έμοιαζε όντως να υστερεί, με τα μικρά του γκρίζα φτερά και τη σχεδόν μηδαμινή μαγική αύρα, αλλά δεν έμοιαζε αλλόκοτος, περίεργος. Στα μάτια της, ούτως ή άλλως, όλα φάνταζαν σαν δημιουργήματα της φαντασίας της, σαν χαρακτήρες ενός παραμυθιού. Ίσως και να ήταν...

Μετά από λίγες στιγμές τραγουδιού, έκανε επιτέλους την εμφάνισή της η Αρχιέρεια Ραβάννα. Παρ' όλη την εμφανή της δυσαρέσκεια για το κατά παραγγελία τελετουργικό, η Νεράιδα ήταν πιο μεγαλοπρεπής από ποτέ: τα πράσινά της μάτια έλαμπαν με μια παράξενη φλόγα και το μακρύ λευκό της ένδυμα θρόιζε καθώς σερνόταν στο ανθοστόλιστο μαλακό δάπεδο. Περπατώντας σιγά, έφτασε στο μέσο του κύκλου, ακριβώς κάτω από το άγαλμα. Θεά κι Αρχιέρεια κοιτάχτηκαν στα μάτια, σαν να επικοινωνούσαν μεταξύ τους χωρίς λόγια. Η Λόλι, που ποτέ της δεν πάταγε στους ναούς, σκέφτηκε πως αν οι θρησκευτικές τελετουργίες των Ανθρώπων ήταν κάπως έτσι, θα έπιανε πάντοτε πρώτο στασίδι-πίστα. Η Ραβάννα τότε έσπασε την οπτική σύνδεση και γύρισε στις υπόλοιπες ιέρειες, σμίγοντας τη δική της φωνή μαζί τους, προτού όλες μαζί γυρίσουν τα βλέμματά τους προς τη Λόλι και τον Ντάζεϊλτον, που απλά παρακολουθούσαν τη σκηνή μισομαγεμένοι. Ένα ζεστό φως τους έλουσε κι ένιωσαν το τραγούδι των Νεραϊδών βαθιά μέσα στην ψυχή τους, να τους προσφέρει ηρεμία και να πλάθει εικόνες χαράς, αγάπης, ασφάλειας. Όταν άνοιξαν τα μάτια τους, όλα είχαν τελειώσει. Οι ιέρειες, ακόμα και η Ραβάννα, ακόμα και η Τιτάνια, που πέρασε πολλή ώρα να τους συμβουλεύει για το επικείμενο ταξίδι τους, είχαν εξαφανιστεί. Μόνο μία Τηλεμεταφορική Πύλη ήταν ορθάνοιχτη και φωτεινή, σαν να τους περίμενε να τη διαβούν. Ενστικτωδώς, τα μάτια του ενός έψαξαν να βρουν του άλλου και μαζί, η Άνθρωπος και ο Νεράιδος έκαναν το βήμα προς το άγνωστο.

---

Ήταν σαν να τους είχαν ξυπνήσει από ένα όνειρο. Και όχι μόνο τους ξύπνησαν, που είναι από μόνο του απαράδεκτο, αλλά προφανώς τους έριξαν και από το πουπουλένιο τους στρώμα στο σκληρό και κρύο πάτωμα. Η Λόλι κατσούφιασε. Πού είναι η μουσική; Δεν πρόλαβα να χειροκροτήσω, σκέφτηκε και με λίγη χρονοκαθυστέρηση κατάλαβε τι χαζομάρα είχε σκεφτεί. Στην πραγματικότητα δεν ήταν πεσμένοι στο πάτωμα, κανείς δεν τους είχε ξυπνήσει και το βασικότερο: δεν υπήρχε πάτωμα. Δεν υπήρχε καν έδαφος, για να πούμε την αλήθεια. «Μ-Μαμά», ψέλλισε ο Ντάζεϊλτον, έτοιμος να λιποθυμήσει, ξεχνώντας προς στιγμήν πως είχε φτερά. Ο λόγος της τρομάρας του άμοιρου Νεράιδου ήταν πως εκείνη τη στιγμή πατούσε πάνω σε μια γιγάντια φούσκα, η οποία, χωρίς την ελάχιστη έγνοια για την ταραχή των επιβατών της ή τον παραλογισμό της όλης υπόθεσης, έπλεε με χάρη πάνω στα ρυτιδιασμένα νερά μιας θάλασσας.

Η Λόλι πιάστηκε από το μπράτσο του Ντάζεϊλτον για να ισορροπήσει πάνω στο αλλόκοτο αυτό πλεούμενο και του άστραψε ένα πλατύ χαμόγελο με μια άξαφνη χαρά· η αλήθεια είναι πως, παρ' ό,τι υδροφοβική, λάτρευε τη θάλασσα. Ιδιαίτερα μετά από τόσο καιρό σε δάση και νεραϊδένιες φυλακές, δεν μπορούσε παρά να ενθουσιαστεί με αυτό που τους συνέβαινε. Ακριβώς την επόμενη στιγμή όμως, θυμήθηκε ποιος ήταν ο άντρας δίπλα της και του έριξε ένα αγριωπό βλέμμα. «Απ' ό,τι φαίνεται, δεν είναι πια ανάγκη να με συνοδεύσει ολόκληρη στρατιά. Εσύ φτάνεις, ε;», του είπε σαρκαστικά και απομακρύνθηκε όσο της επέτρεπε η φούσκα. Ο Ντάζεϊλτον έδειξε ακόμα πιο ταραγμένος απ' ό,τι πριν.

«Λόλι, άκου-»

«Μήπως τώρα θα πρέπει να σε αποκαλώ και "αφέντη"; Ή "Υψηλότατο"; Γιατί αλλιώς θα μου ρίξεις ηλεκτροσόκ ή, ακόμα χειρότερα, θα τα πεις όλα στη μαμά σου...;», συνέχισε η κοπέλα, νευριασμένη. Δοκίμασε να κάτσει στη φούσκα, με την πλάτη γυρισμένη στον Νεράιδο, πράγμα που όντως δούλεψε καλύτερα για την ισορροπία της. Εκείνος τη μιμήθηκε και ακούμπησε ελαφρά την πλάτη του στη δική της. Κάπου πλάι τους, ένα κοπάδι γλάρων με χρυσά ράμφη και γαλάζια φτερά έκραζαν ψάχνοντας στα νερά για φαγητό.

Ο Ντάζεϊλτον αναστέναξε. κλείνοντας για λίγο τα μάτια κι ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων γύρω τους. Ήταν αποφασισμένος: αυτή τη φορά θα έκανε αυτό που έπρεπε, αλλά σίγουρα όχι όπως το εννοούσε η μητέρα του. Του φαινόταν όμως περίεργο: από τότε που γνώρισε τη Λόλι, είχε γίνει και ο ίδιος πολύ πιο αποφασιστικός απ' ό,τι ήταν πριν. «Δώσε μου τα χέρια σου, Λόλι», της είπε κουρασμένα, αφού γύρισε και πάλι προς αυτήν.

Η Λόλι έκανε μια γκριμάτσα ξαφνιασμού την οποία πρόσεξε μόνο ένας γλάρος, που πέταξε μακριά παραξενεμένος. «Γιατί;» ρώτησε καχύποπτα και τον κοίταξε με μισό μάτι. «Το ηλεκτροσόκ που λέγαμε;»

Ο Νεράιδος προσπάθησε να κοντρολάρει την αμηχανία του. «Α-Απλά δώσ' τα μου... σε παρακαλώ. Υπάρχει λόγος», πρόσθεσε, όταν παρατήρησε πως το ύφος της παρέμεινε καχύποπτο. Ξέροντας ότι δεν είχε και καμιά άλλη επιλογή, η Λόλι ξεφύσηξε κι έκανε να σταθεί όρθια για να στρέψει το σώμα της προς αυτόν, μα καθώς το πάτημά της δεν ήταν σταθερό, κόντεψε να πέσει πίσω με την πλάτη. Την τελευταία στιγμή, ο Νεράιδος πρόλαβε να την τραβήξει και να τη συγκρατήσει απ' το να κάνει βουτιά. Όποια κι αν ήταν η πρόθεσή της, με αυτή την κίνηση, τα χέρια της βρέθηκαν μπλεγμένα με τα δικά του και η Λόλι απλά τον κοίταξε κατάματα, περιμένοντας να δει τι θα κάνει. Τα δάχτυλά του κινήθηκαν ανάλαφρα από τα δικά της δάχτυλα στους καρπούς της, όπου ήταν περασμένες οι ξύλινες χειροπέδες. Η Λόλι έκλεισε τα μάτια της, περιμένοντας όντως να την ηλεκρίσουν ή να σφίξουν ακόμα περισσότερο και να της κόψουν το αίμα. Ξαφνικά, τις αισθάνθηκε να γλιστρούν και να πέφτουν από πάνω της με έναν ήχο που χάθηκε, καθώς ακούμπησαν λίγο στη σφαιρική επιφάνεια και βυθίστηκαν στο νερό. Πριν προλάβει η κοπέλα να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει, φως την είχε περιλούσει κι ένιωσε τις δυνάμεις των Κρυστάλλων να επιστρέφουν στο σώμα της και να παίρνουν τη θέση τους στο αίμα της από όπου είχαν ξεριζωθεί.

Δίχως να το θέλει, εξέπνευσε αργά, απολαμβάνοντας τη στιγμή αυτή της απελευθέρωσης. Όταν το φως ξεθώριασε κι άνοιξε πάλι τα μάτια της, αντίκρισε τον Ντάζεϊλτον να βρίσκεται μπροστά της, με εκείνο το ίδιο ύφος του φοβισμένου παιδιού.

«Γιατί;», ήταν η μόνη λέξη που κατάφερε να ξαναπεί, άναυδη αυτή τη φορά. Ο Ντάζεϊλτον δεν απάντησε, μόνο κοίταξε χαμηλά.

Η φουξομάλλα ένιωσε το θυμό της να αρχίζει να υποχωρεί. Λες να κατάλαβε το λάθος του; Ή πρόκειται για μια ακόμη παγίδα; Πρέπει να είχε σκεφτεί φωναχτά, γιατί αυτή τη φορά ο Ντάζεϊλτον αποκρίθηκε: «Η μητέρα μου... δεν φέρεται λογικά. Σε κανέναν. Δεν ακολουθώ τις εντολές της πια», είπε με πικρία.

«Το βλέπω αυτό», είπε η Λόλι. «Μου θυμίζει τη δική μου μητέρα. Ακατανόητη», συνέχισε, χωρίς να είναι σίγουρη γιατί ήθελε να μοιραστεί μαζί του αυτή την πληροφορία. «Γιατί ήρθες μαζί μου, τότε;» ρώτησε τον Νεράιδο. Εκείνος σκέφτηκε για λίγο κι απάντησε:

«Γιατί με στείλανε... και γιατί θέλω να σε βοηθήσω, ανεξάρτητα απ' το σε ποιον θα πάμε τους κρυστάλλους», είπε ντροπαλά και τα χλωμά του μάγουλά πήραν μια ελαφρά ροζ απόχρωση. «Εξάλλου, ποιος θα σου έβγαζε τις χειροπέδες;»

«Σωστό κι αυτό... Ευχαριστώ», μουρμούρισε η Λόλι σχεδόν από μέσα της «Ώστε... τώρα εσύ κάνεις την επανάστασή σου», πρόσθεσε με μια ξαφνική διάθεση για χιούμορ. Ο Ντάζεϊλτον γύρισε να την κοιτάξει με γουρλωμένα μάτια, και ύστερα χαχάνισε με το αστείο της.

«Έ-Έτσι νομίζω», είπε και η Λόλι τον χτύπησε παιχνιδιάρικα στον ώμο.

«Άρα είσαι κι επίσημα ζόρικο τυπάκι, ε; Είσαι ζόρικο τυπάκι; Είσαι; Είσαι;», συνέχισε γελώντας η Λόλι κι ο Ντάζεϊλτον αισθάνθηκε για πρώτη φορά ελαφρύς. Ίσως υπερβολικά ελαφρύς, αφού το επόμενο σκούντιγμα παρά λίγο να στείλει εκείνον για βουτιά. Αυτή τη φορά ήταν η δική της σειρά να τον συγκρατήσει.

«Χμμμ, θες λίγη δουλίτσα, αλλά θα σε βοηθήσω εγώ», δήλωσε η εδώ και χρόνια 'σκληροπυρηνική επαναστάτρια', που παρά την ξαφνική τρομάρα της ενδεχόμενης πτώσης του Νεράιδου, εξακολουθούσε να γελάει. Καταλαβαίνοντας ότι όλη αυτή η απρόσμενη χαρά την είχε κάνει να φέρεται σαν μεθυσμένη και με μια αδικαιολόγητη οικειότητα, αποφάσισε να σοβαρευτεί και να θυμηθεί λίγο τι ακριβώς συνέβαινε γύρω της. «Αν επιβιώσουμε σε αυτό το ταξίδι στο άγνωστο πέλαγος με βάρκα μια φούσκα, βέβαια», έκανε σκεπτικά. Ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό, ζωγραφίζοντας τη θάλασσα μ' ένα φωτεινό κίτρινο.

«Περίμενε, έχουμε τον χάρτη της μαμάς...», είπε ο Ντάζεϊλτον και άρχισε να ψάχνει στις τσέπες του. «Μα...», ξεφώνισε με έκπληξη μετά από λίγο, «Η διαδρομή έχει σβηστεί. Εδώ έχει μόνο έναν... γρίφο».

Προτού η Λόλι προλάβει να απαντήσει, ένιωσαν τη φούσκα να κουνιέται και έπιασαν με την άκρη του ματιού τους κάτι χρυσοπράσινο και ανησυχητικά μεγάλο να περνάει από κάτω τους.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top