Χαμένοι/ part 3

Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει. Έξω είχε βραδιάσει και εκείνος σύρθηκε με κόπο μέχρι το παράθυρο. Τα σπίτια σε αυτή τη γωνιά της πόλης ήταν περιποιημένα. Άφησε για λίγο το βλέμμα του να περιπλανηθεί, μέχρι που άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ήταν η νεαρή υπηρέτρια και εκείνος έσπευσε να φορέσει έστω το πουκάμισό του και ας ήταν και το μοναδικό που είχε αφαιρέσει.

«Συγγνώμη, μα η κυρία του σπιτιού μου ζήτησε να σας φέρω το φαγητό σας εδώ» του είπε σε σπαστά γερμανικά.

Πάλι δεν πήρε απάντηση. Ο Κάσπαρ απλώς της έδειξε ένα τραπεζάκι προκειμένου να εναποθέσει τον δίσκο. Κατόπιν η Άμπι αποχώρησε και ο νεαρός έμεινε να κοιτάζει το πιάτο ανόρεχτα. Ο Φίλιμπερτ για εκείνον ήταν μία δύναμη. Είχε μάθει να ζει μέσα από αυτόν, να τον συμβουλεύεται, να καλύπτει το εσωτερικό του ψέμα πως ήταν Γερμανός. Όταν ήταν μικροί, ο Κάσπαρ έκανε τα πάντα για να μοιάζει Γερμανός. Είχε συμμετάσχει στη Χιτλερική Νεολαία, ήταν ένας παραδειγματικά καλός στρατιώτης και γι' αυτό είχε σκαρφαλώσει στο αξίωμα του αξιωματικού. Προβλήματα δεν είχε αντιμετωπίσει, ενώ προτιμούσε να διατηρεί τον κλειστό του χαρακτήρα, ζώντας στη σκιά του καλύτερου φίλου του. Ο Φίλιμπερτ έκλεβε τις εντυπώσεις και γινόταν φίλος με όλους, ακόμη και με τον μικρό Εβραίο στο απέναντι ορφανοτροφείο. Ο Κάσπαρ είχε μονίμως φωλιασμένο τον φόβο μέσα μέσα του. Τον φόβο της αποκάλυψης της αληθινής του ταυτότητας. Έτσι, προτιμούσε να αποφεύγει την παρέα με τους Εβραίους. Ήξερε τι θα τους συνέβαινε αργά ή γρήγορα και ο ίδιος ήθελε απλώς να ζήσει.

Με κόπο ντύθηκε. Το φαγητό του δεν το άγγιξε καν. Ήθελε να πάει μία βόλτα στην πόλη, καθώς για εκείνον δεν υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας. Στα γρήγορα άνοιξε την πόρτα του δωματίου, για να πέσει επάνω στην Τερέζ που καθόταν στο σαλόνι. Κοινώς, για να βγει από το σπίτι έπρεπε να περάσει μπροστά από εκείνη την ανατριχιαστική γυναίκα.

«Ω, νεαρέ αξιωματικέ. Πώς σας φαίνεται το σπιτικό μας; Δοκιμάσατε τη θεσπέσια λιχουδιά μας;»

«Δεν...θα την φάω αργότερα. Ευχαριστώ»

«Καθίστε λίγο μαζί μου. Αισθάνεστε αμήχανα και δεν είναι σωστό»

Τα κυανά μάτια του Κάσπαρ στένεψαν. Στη μύτη του έφτανε το φθηνό της άρωμα που του ανακάτευε το στομάχι περισσότερο. Πίσω από την πόρτα φάνηκε η κόρη της. Η Τερέζ κορδώθηκε απειλητικά και την πλησίασε.

«Έχουμε απαγόρευση κυκλοφορίας, αχάριστο πλάσμα! Έχεις όρεξη να δημιουργείς προβλήματα»

«Εσύ είσαι ένα πρόβλημα! Πρόδωσες τον μπαμπά και στο κρεβάτι σου βάζεις αυτούς!» έδειξε τον Κάσπαρ.

«Πάψε ανόητη! Θες να μας πάρουν το κεφάλι;»

Ο νεαρός δεν καταλάβαινε εμφανώς την πολωνική διάλεκτο, μα μπορούσε να αντιληφθεί το πρόβλημα. Η μητέρα αγαπούσε να ερωτεύεται τον κατακτητή, δίχως να τιμά τον αγώνα του πατέρα που τόσο λάτρευε η κοπέλα. Είχε απόλυτο δίκιο και όλο αυτό του είχε προκαλέσει εκνευρισμό.

«Σας παρακαλώ. Σταματήστε να της μιλάτε άσχημα» είπε στην Τερεζ που φούσκωνε και ξεφούσκωνε σαν παγώνι. Εν συνεχεία άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Πίσω του ακολούθησε η κοπέλα θέλοντας να βρεθεί σε διαφορετικό προορισμό. Ακόμη και η φτωχή συνοικία του Ντέμπνικι ήταν καλύτερη από τον εφιάλτη του σπιτιού της. Το δυστύχημα ήταν πως μπροστά τους φάνηκαν μπλόκα και στρατιώτες της Βέρμαχτ, φώναζαν σε μία γυναίκα και το τρίχρονο αγόρι που βαστούσε αγκαλιά. Ακόμη μία φυγάς, ακόμη ένα αθώο θύμα των στρεβλών καιρών.

«Παρέδωσε αυτή τη στιγμή το αγόρι και πλησίασε με τα χέρια ψηλά» της φώναξε ένας στρατιώτης και ο Κάσπαρ έσπρωξε το πλήθος για να περάσει, το οποίο έτσι και αλλιώς τον απέφευγε.

«Αφήστε μας» έκλαιγε εκείνη «Σας ικετεύω. Αφήστε το παιδάκι μου»

Το πλήθος κοιτούσε το θέαμα άπραγο. Ίσως ο καθένας να φοβόταν μέσα του για την ασφάλειά του. Η γυναίκα ήταν Εβραία. Ποιος θα μπορούσε να την σώσει; Τι νόημα είχε να γίνονταν θυσίες μπροστά στο αναπόφευκτο; Θα σφράγιζαν την καρδιά και τα μάτια, θα αναστέναζαν ίσως και έπειτα από μερικά λεπτά, θα συνέχιζαν την πορεία προς τα σπίτια τους, για να μείνουν να ανησυχούν εξαιτίας της έλλειψης των τροφίμων. Γιατί στο τέλος μετρούσε η ατομική επιβίωση. Ένα ουρλιαχτό, συνόδευσε την πτώση της γυναίκας και του παιδιού της στο ποτάμι. Οι Γερμανοί γέλασαν. Καλύτερα. Θα πνιγόταν και εκείνη και το ανάξιο αγόρι της. Σίγουροι, έκαναν στροφή να φύγουν και το πλήθος διαλύθηκε. Ακόμη μία αυτοκτονία. Ο Κάσπαρ αγχωμένος, έφτασε μέχρι την άκρη της γέφυρας. Η μάνα είχε αρπαχτεί από ένα ξερόκλαδο, που είχε κολλήσει στις λάσπες. Πνιγόταν, ενώ με το ένα της χέρι προσπαθούσε να κρατήσει ζωντανό το παιδί της. Δίχως να το σκεφτεί, πήδηξε στο ποτάμι. Το ρεύμα ήταν δυνατό, μα ο Κάσπαρ είχε εκπαιδευτεί καλά χρόνια τώρα. Κολυμπώντας κόντρα, προσπάθησε να την φτάσει. Το αγόρι της γλίστρησε, αλλά έπεσε επάνω του.

Με ένα τίναγμα, κατάφερε να πιαστεί από ένα πέτρινο εξόγκωμα. Τα χέρια του γδάρθηκαν, κατάπιε μπόλικο νερό, αλλά ο μικρός ήταν ασφαλής. Κατόπιν, έχοντας σκαρφαλώσει, πρόταξε το χέρι του για να κρατηθεί εκείνη. Η δύστυχη γυναίκα έκλαιγε, μέχρι που τον κράτησε και βγήκαν έξω. Κάπου εκεί, τα σιγανά της κλάματα μετατράπηκαν σε αναφιλητά. Το κορμί της ξεκίνησε να κουνιέται μπρος και πίσω, μη μπορώντας να πιστέψει πια στην ανθρωπιά. Πέφτοντας μπροστά του, του ψιθύρισε ευχαριστώ χιλιάδες φορές. Βέβαια η τύχη τους θα ήταν άγνωστη. Ο Κάσπαρ σκαρφάλωσε πίσω αφήνοντάς τους μόνους, όταν το βραδινό αεράκι τον χτύπησε και το παγωμένο νερό του ποταμού μελάνιασε τα χείλη του. Η αφαγία ημερών, του δημιουργούσε συχνά ζαλάδες. Η καλή πράξη όμως επιστρέφει και δύο κυρίες που είχαν δει τη διάσωση, έσπευσαν να τον κρατήσουν, ενώ ετοιμαζόταν να πέσει στον δρόμο. Η Αννίκα έτρεξε και εκείνη, όταν είδε το σώμα του να σπαρταρά από το κρύο. Για κάποιον λόγο όμως δεν έκανε τίποτε. Είναι η στιγμή που η εικόνα των ματιών συγκρούεται με εκείνη της καρδιάς. Άλλαξε διαδρομή και έφυγε. Σύντομα ο Κάσπαρ έμεινε μόνος του. Το κρύο περόνιαζε το κορμί του, μα τον βύθιζε σε ένα παραλήρημα που του άρεσε. Βρισκόταν στο κρεβάτι του, πίσω στο ίδρυμα και ο Φιλ δίπλα του προσπαθούσε να μάθει ελληνικά. Όλα ήταν όπως έπρεπε. Όλα, ώσπου ξεκίνησε να ανεβάζει πυρετό.

Ολομόναχος, προσπάθησε να πιαστεί από κάπου. Το σπίτι δεν ήταν μακριά. Τρέμοντας σύρθηκε ως την πόρτα. Η Άμπι του άνοιξε με κατεβασμένο κεφάλι, ενώ η Τερέζ βρισκόταν στο δωμάτιό της με κάποιον. Οι σιγανές κραυγές του άνδρα, θύμιζαν περισσότερο ζώο. Η Αννίκα είχε εξαφανιστεί στη σοφίτα. Η Άμπι ωστόσο, βλέποντας την κατάσταση, προσπάθησε να τον διευκολύνει. Πήρε τα βρεγμένα ρούχα, τουλάχιστον το πανωφόρι και το πουκάμισο, δίνοντάς του μία πετσέτα. Στο ημίφως, φάνηκε και το νεαρό της ηλικίας του.

«Τι ηλικία έχετε;» ρώτησε καθώς εκείνος τυλιγόταν με την πετσέτα.

«Είκοσι ένα» Εκείνη ξαφνιάστηκε. Ήταν μόνο δύο χρόνια μεγαλύτερος. Παιδί στην ουσία «Πώς σας λένε; Συγγνώμη, μα δεν συγκράτησα το όνομα»

«Κάσπαρ Βέμπερ» ανέφερε το επίθετο που είχε πάρει από την οικογένεια που τον είχε υιοθετήσει.

Στις σκάλες κρυμμένη, βρισκόταν η Αννίκα. Καρτερούσε τον Κάσπαρ να φύγει, ώστε να μπορέσει να στριμώξει την Άμπι για πληροφορίες.

«Λοιπόν;» τη ρώτησε στα κρυφά.

«Νομίζω πως είναι καλός. Δεν τον είχα προσέξει όταν ήρθε, μα είναι πάρα πολύ μικρός. Είναι είκοσι ένα»

«Θεέ μου και η μητέρα μου κοιτούσε κάποιον που θα μπορούσε να είναι γιος της. Είναι σαράντα πέντε που να πάρει!»

«Δεν θέλω να σας τρομάξω, αλλά εκείνος ο λοχαγός των Ες-Ες, βρίσκεται στο δωμάτιο της μητέρας σας»

«Τον άκουσα Άμπι» πρόφερε εκείνη στενάχωρα «Το κακό είναι πως δεν έχω κανένα νέο του Ράφαλ»

Ο Ράφαλ ήταν κολλητός της φίλος. Όπως και εκείνη αγαπούσε πολύ την πατρίδα του. Η Αννίκα είχε χάσει όλες τις φίλες της εξαιτίας της μητέρας της. Μονάχα την Άμπι είχε και απόψε, ένιωθε όμορφα που μπορούσε να μιλάει σε κάποια.

«Θα πάω να μαζέψω το πιάτο του. Δεν έχει φάει τίποτε από τη στιγμή που ήρθε»

«Οι Πολωνοί έχουν χρόνια να φάνε. Τα δυο αρπακτικά, οι Σοβιετικοί και οι Ναζί μας έχουν κατά καιρούς ρημάξει. Δεν με απασχολεί. Θα μείνει μία μερίδα για εμάς ή κάποιον που να την έχει ανάγκη»

Η Άμπι δεν σχολίασε τίποτε. Χτύπησε την πόρτα αρκετές φορές και όταν κανείς δεν απάντησε, με τρόπο την άνοιξε για να βρει τον Κάσπαρ μούσκεμα εξαιτίας του πυρετού.

«Ψήνεται, δεν μπορώ να αφήσω άνθρωπο να πεθάνει. Αννίκα δεν...είσαι τέτοιο άτομο. Συγγνώμη που μίλησα στον ενικό»

«Είμαστε σαν φίλες. Άστο. Θα γεμίσω την μπανιέρα με δροσερό νερό. Πρέπει να πέσει ο πυρετός»

«Neiiin!» γκρίνιαζε ο Κάσπαρ καθώς τον έσερναν με τα εσώρουχα ως το μπάνιο. Μόλις τον τοποθέτησαν, εκείνος άρχισε να τρέμει περισσότερο.

«Ηρέμησε για καλό είναι» τον αποπήρε η Αννίκα.

«Δεν-δεν αντέχω...»

«Όλοι οι άνδρες είναι ίδιοι» ψέλλισε η κοπέλα και η Άμπι τη σκούντησε «Άντε, βγες από εκεί και θα δω τι φάρμακα έχω»

«Δεν μπορώ να βγω. Το εσώρουχό μου έχει βραχεί και....δεν θέλω να με δείτε έτσι»

«Είναι το τελευταίο που μας απασχολεί» τον έκοψε η Αννίκα που πάσχιζε να μαζέψει προς τα πίσω τις σοκολατένιες μπούκλες της. Τον είδε να βγαίνει σκυφτός, προσπαθώντας να κρύψει τα απόκρυφα σημεία και της ερχόταν να γελάσει. Τον μετέφεραν στο δωμάτιό του όπου διαπίστωσαν πως το φαγητό του εξακολουθούσε να είναι ανέγγιχτο. «Άλλοι θα το εκτιμούσαν. Τόσο αυτό όσο και το δωμάτιο που σας έδωσα αναγκαστικά» ακούστηκε ξανά η φωνή της.

«Δεν είμαι αχάριστος, απλά δεν μπορώ να φάω. Όσο για το δωμάτιό σας, λυπάμαι»

«Κύριε Βέμπερ, πρέπει να φάτε. Είστε ήδη άρρωστος» προσπάθησε να το σώσει η Άμπι.

«Δεν θα τον παρακαλάμε»

Τότε, εκείνος πέταξε την πετσέτα και με μάτια που έβγαζαν σπίθες, πλησίασε απειλητικά την Αννίκα και σταμάτησε μπροστά της.

«Βιώνω μία εξαιρετικά δύσκολη απώλεια. Το ξέρω πως δεν θα έπρεπε να σας ενδιαφέρει, αλλά έχασα κάποιο πολύ σημαντικό πρόσωπο και από τότε η ζωή μου έχει χάσει το νόημά της»

«Δεν πιστεύω πως το πρόσωπο που χάθηκε θα ήθελε να έχετε αυτήν την κατάληξη» έκανε την αρχή η Άμπι.

«Μπορείτε να δώσετε κάτι στον κόσμο. Ασχέτως αν δεν βοήθησα, ήταν γενναία η κίνηση στο ποτάμι. Δεν ξέρω φυσικά αν γνωρίζετε ποιους σώσατε»

«Μία μάνα και ένα παιδί. Δεν με ενδιαφέρει η καταγωγή τους»

«Ω, μα όχι; Ο ηγέτης σας έχει άλλη άποψη. Σε αυτόν ορκίζεστε και υπάρχουν φορές που αναρωτιέμαι, αν όλοι αυτοί οι στρατιώτες που πιθανότατα να έχουν παιδιά, αδέρφια, γονείς, αν σε ένα αντίστοιχο παιδί εβραϊκής καταγωγής, μπορούν να δουν τον άνθρωπο; Πώς γίνεται να χάνεται η αξία;»

«Η πλύση εγκεφάλου και ο φόβος κάνουν πολλά. Αν σε αυτά προσθέσεις πως υπάρχουν πράγματι ρατσιστές ή δολοφόνοι, έχεις φτιάξει την εικόνα που ζητάς. Από το σχολείο μας μάθαιναν πως οι Εβραίοι μας απειλούν, οι γονείς συμφωνούσαν. Σε μία χώρα που ήταν αδύναμη και βρέθηκε ένας ηγέτης να λειτουργεί μονάχα για να της δώσει δύναμη απέναντι στον κόσμο που δήθεν την τιμώρησε, η κατάληξη θα ήταν αυτή. Δεν γίνεται σε μία μέρα. Απαιτεί χρόνια. Στην αρχή αντιδράς, μετά φοβάσαι, έπειτα αδιαφορείς και συνηθίζεις»

«Εσείς;» τον ρώτησε η Αννίκα «Τι κάνετε από αυτά;»

«Ό,τι μπορώ. Ήθελα να ζήσω. Πλέον, δεν είμαι βέβαιος για τίποτε. Αναζητώ τα βήματά μου»

«Κάντε ένα βήμα πίσω για αρχή, γιατί με πνίγετε» του έκανε παρατήρηση καθώς εκείνος είχε ξεχαστεί και είχε πλησιάσει πολύ.

«Με συγχωρείτε. Δεν είχα κάποιον κακό σκοπό. Αφαιρέθηκα»

«Φάτε το φαγητό. Θα γίνετε καλά και θα λείπετε περισσότερο έτσι. Θα είναι καλύτερα»

«Μάλιστα. Δεν θα με δείτε έτσι και αλλιώς. Πηγαίνετε είναι αργά και δεν είναι σωστό να είστε εδώ»

«Δεν το ήθελα!» αντέδρασε εκείνη.

«Μη νευριάζετε. Δεν υπονόησα τίποτε. Ούτε εγώ το ήθελα. Καλό σας βράδυ» της έκλεισε την πόρτα. Κοίταξε το φαγητό και μασούλησε δύο μπουκιές. Ήταν νόστιμο. Εκείνος φυσικά είχε την ευκαιρία να φάει γιατί κρύφτηκε. Η μητέρα και το αγόρι όμως, ήταν πιο γενναίοι. Γι' αυτό είχαν βρεθεί σε ένα ποτάμι να πνίγονται.  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top