Χαμένοι/ part 2

Ο πόλεμος ήταν πάντοτε μία παράξενη κατάσταση. Έβγαζε στην επιφάνεια τον χειρότερο χαρακτήρα, τις διεστραμμένες ορέξεις, την εκδικητικότητα, μα και συναισθήματα βαθιά του έρωτα, της ανδρείας και της θυσίας. Ο Άρτουρ δεν είχε ιδέα πώς να διαχειριστεί τα δικά του. Υπήρχαν στιγμές που πάθαινε κρίσεις πανικού στα κρυφά. Ερχόταν ένα σχοινί και του έκοβε την ανάσα, ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπό του, ενώ πίστευε πως το οξυγόνο του τελείωνε. Το χειρότερο ήταν πως δεν είχε από καμία καλή ανάμνηση να πιαστεί. Ήταν βράδυ, η ομάδα τους είχε σκορπιστεί και δίπλα του είχε μία κοπέλα αδύναμη ψυχικά, όπως και ο ίδιος. Για λίγο κάθισε κόντρα σε έναν κορμό δέντρου. Η υγρασία των κοντινών βάλτων και η μυρωδιά του στάσιμου νερού, τρυπούσε τα κόκαλά τους. Με τρόπο, άνοιξε δύο κουμπιά, ίσα για να αναπνεύσει. Στο μυαλό του ήρθαν οι λάκκοι που έσκαβαν κάποτε οι κρατούμενοι, μέχρι να βρίσκονταν οι ίδιοι μέσα. Τους θυμόταν να στέκονται πάνω από τα πτώματα άλλων θυμάτων και να καρτερούν τη σφαίρα που θα τους στείλει και εκείνους στο βουνό των νεκρών. Θυμόταν την εκτέλεση που αρνήθηκε και την κατάληξή της, το χώμα που σκέπασε το αγόρι, το μικρό χέρι που δεν θάφτηκε, παρά έμεινε να εξέχει.

Έπειτα, ήρθαν τα καψόνια. ΄΄Στραβοπόδαρε, αδερφή, γυναικούλα΄΄ του ούρλιαζαν τα υπόλοιπα Ες-Ες. Η μετάθεση ήρθε σύντομα. Είχε κριθεί ακατάλληλος. Μα ποιος ήταν ο κατάλληλος; Αρκετοί έπιναν για να μη σκέφτονται, οι μέρες περνούσαν, οι φόνοι συνεχίζονταν, ώσπου κατάντησαν συνήθεια. Πριν το παιδί εκείνο, θυμόταν να στοχεύει τον σβέρκο όποιου ενήλικα στεκόταν μπροστά του, κατά προτίμηση άνδρα. Γιατί σε κάθε άνδρα έβλεπε τον βιαστή του, την ταπείνωση, τον ευνουχισμό. Με τα πολλά παρακάλια μπόρεσε να παρακολουθήσει και την ιατρική αν και δεν κατόρθωσε να την ολοκληρώσει. Παράλληλα είχε και την εκπαίδευσή του στα Ες-Ες. Εκεί έπαιζε ξύλο σχεδόν καθημερινά, ώστε να τον φοβούνται και να πάψει να είναι το κουτσό βάρος της Γερμανίας.

«Άρτουρ...»άκουσε μία φωνή κάπου στο βάθος των σκέψεών του «Άρτουρ!»

Την είδε να έχει απλώσει το χέρι της στον ώμο του. Μπλεγμένος στα δίχτυα της οργής και του μετατραυματικού στρες, σηκώθηκε απότομα και απομακρύνθηκε. Ο αυτοτραυματισμός τον βοηθούσε να ηρεμεί. Κάνοντας κακό στον εαυτό του, ηρεμούσε το τέρας μέσα του. Δεν έτρεφε ελπίδες. Η Αφροδίτη δεν είχε μέλλον μαζί του, μήτε τον έβλεπε διαφορετικά. Δεν θα μπορούσε να τον δει. Φορούσε τη στολή, είχε τα άρια χαρακτηριστικά με τα ξανθά μαλλιά και τα κυανά μάτια, ήταν μπλεγμένος σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ήταν αργά ίσως για μεταμέλεια. Οι γροθιές του προσγειώνονταν με μανία στον κορμό ενός δέντρου, αίματα λέρωσαν τις κλειδώσεις των χεριών του.

«Σταμάτα!» τον έσπρωξε.

Η θολούρα στο μυαλό του υποχώρησε. Είδε το κορμί του να τρέμει.

«Να πάρει!» καταράστηκε στα γερμανικά «Είμαι ο άνδρας...υποτίθεται πως θα έπρεπε να σε...είμαι ανίκανος ακόμη και για την προστασία σου. Αφροδίτη, βρες τους υπόλοιπους. Θα πρέπει να φύγετε, να γυρίσετε πίσω. Εγώ ήθελα να σε σώσω, το είχα ορκιστεί. Πλέον όμως, η παρουσία μου δίπλα σου είναι επικίνδυνη» κοίταξε για λίγο αμήχανα, ευθεία μπροστά του «Πρέπει να βρω το αυτοκίνητό μου. Θα κινήσει υποψίες»

«Κάθισε λίγο» η παράκληση σχηματίστηκε άνευρα, σχεδόν δεν ακούστηκε.

Η Αφροδίτη αισθανόταν μία απελπισία να την πλησιάζει επικίνδυνα. Η μοίρα της την είχε πετάξει πάλι στο άγνωστο, ήθελε να βασανιστεί. Όσα ακολούθησαν, ήταν κινήσεις σχεδόν μηχανικές. Έκοψε ένα κομμάτι ύφασμα και τύλιξε τα χέρια του. Δεν τον κοιτούσε στα μάτια. Μονάχα ψιθύριζε:

«Θυμάσαι τη μυρωδιά των γιασεμιών; Όταν βρισκόσουν εκεί, ήσουν ευτυχισμένος»

«Ήταν ένα καταφύγιο, μία κρυψώνα δίχως κόσμο»

«Και εγώ...σε είχα ζωγραφίσει όταν χαμογελούσες»

«Όπως και τον αδερφό μου, ο οποίος χαμογελούσε συχνότερα. Ήταν ένα καλόκαρδο αγόρι που εκτέλεσε το Ράιχ. Ο Φίλιμπερτ δεν ήταν φτιαγμένος για πόλεμο, όπως εγώ δεν είμαι φτιαγμένος για συναισθήματα. Ξέρω πως σου άρεσε. Γι' αυτό...δεν θα μπορούσα να διανοηθώ να του κόβω την ευτυχία και έτσι, αρκέστηκα σε λίγες στιγμές που θα μπορούσαν να με συντροφεύουν στην Κόλαση. Γιατί είμαι δειλός για να αυτοκτονήσω και ας μη θέλω τη ζωή μου άλλο»

Τα βουρκωμένα της μάτια κοίταξαν τα δικά του. Μέσα τους ελλόχευε φόβος, τρόμος ίσως.

«Και εγώ μίσησα τη ζωή μου. Έπειτα από τη βραδιά της φρίκης, ήθελα να πεθάνω. Εκείνος ο άνδρας είχε κλέψει εκτός από το κορμί μου και την αξιοπρέπειά μου, τον έρωτα, αφήνοντάς μου τον σπόρο του που θα μου θύμιζε για πάντα το συμβάν. Όμως αγάπησα τον Λευτέρη. Ήταν ένα αθώο μωρό» σώπασε για λίγο «Εσύ, έχεις...έχεις κάνει αληθινό έρωτα;»

Δεν ήξερε γιατί το είχε ρωτήσει αυτό. Τι σημασία είχε;

«Δεν γνωρίζω πώς. Δεν μπορώ να κάνω έρωτα. Καμία γυναίκα δεν άφησα να με πλησιάσει τόσο...είχα απλώς μία Άρια συνοδό για να ξεσπώ τις ορμές μου, με δική της συγκατάθεση. Ο έρωτας είναι υποθέτω κάτι όμορφο και εγώ δεν γεννήθηκα για όμορφα συναισθήματα. Για να με μίσησαν όλοι, σημαίνει πως κάτι στρεβλό έβλεπαν σε εμένα»

«Τι είναι αυτά που λες; Κανένας δεν γεννιέται κακός! Έτσι σου είπαν;»

«Έτσι μου έδειξαν. Ήμουν Γερμανός! Αυτό το πόδι ήταν ντροπιαστικό και εγώ ένα βάρος. Θα κόστιζα στη χώρα μία περιουσία, η φήμη της οικογένειάς μου θα καταστρεφόταν. Έτσι με πέταξαν στη γιαγιά μου, η οποία αναγκαστικά με δέχτηκε»

«Ήσουν ο εγγονός της....»

«Ένα τέρας είμαι» ψέλλισε εκείνος.

«Δεν είναι αλήθεια....»

«Δεν ξέρεις τίποτε για εμένα. Δεν φοράω τη στολή εξαιτίας της καλοσύνης μου»

«Μα, ποιος σου έδειξε τι είναι καλοσύνη;»

Σιωπή. Είχε συγκρουστεί επιτέλους με την αλήθεια. Τι ήταν η καλοσύνη; Ποια ήταν η γεύση της αγάπης; Του έρωτα;

«Ο Φίλιμπερτ ήταν καλός μαζί μου και εσύ επίσης. Ακόμη είσαι. Φροντίζεις δύο χέρια που έχουν σκοτώσει....»

«Δεν μου λες όλη την αλήθεια. Κάτι σου έχει συμβεί και το νιώθω. Ίσως στο μέλλον μιλήσουμε γι' αυτό, ίσως ποτέ. Δεν έχω όμως πού να πάω, Άρτουρ και εδώ έξω φοβάμαι. Μαζί σου όχι. Μη με αφήσεις εδώ. Πρέπει να βρούμε και τους υπόλοιπους»

«Δεν....»

Το χέρι της κράτησε το δικό του.

«Δεν θα σε αφήσω μόνη σου» ξεφύσησε.

Κρακοβία  1943

Η Άνοιξη δεν είχε ακόμη έρθει. Την είχε ξεχάσει αυτή τη χώρα, όπως και η ειρήνη, η ελευθερία. Η Αννίκα σπάνια έβγαινε από το σπίτι της και ας είχε εξασφαλίσει μέσω της μητέρας της την άδεια. Η περιοχή του Καζιμιέρζ, η παλαιά εβραϊκή συνοικία, θύμιζε φάντασμα. Τόπο βανδαλισμένο, ξεχασμένο από τη θεία πρόνοια. Η Τερέζ, η μητέρα της με καταγωγή από το Παρίσι, συνήθιζε να κάθεται στο σαλόνι της, σαν σωστή κυρία. Ο πατέρας της είχε πεθάνει στον πόλεμο και από τότε, σαν άλλη σταχτοπούτα, είχε δει την αληθινή όψη της.Το σπίτι τους ήταν πολύ πλούσιο, φιλοξενώντας τέσσερις υπηρέτριες. Εξαιτίας του πολέμου, η Τερέζ συμβιβάστηκε με τη μία.Η δόλια η Άμπι δεν είχε άλλον τρόπο για να ζήσει και έτσι υπέμενε τις φωνές και τις παραξενιές της κυρίας της. Σήμερα όμως, η Αννίκα ήθελε να φύγει. Είχαν φτάσει για ακόμη μία φορά Γερμανοί, σαν αυτούς τους άξεστους που κουβαλούσε η μητέρα της και όπως ήταν φυσικό, εξαιτίας του πλούτου, το σπίτι τους θα αποτελούσε τον τέλειο χώρο φιλοξενίας. Απορούσε ήδη πως μέχρι τώρα την είχαν γλυτώσει. Καθώς όμως ο αξιωματικός που κάθε βράδυ χάριζε στην Τερέζ χαρά στα σκέλια της, τις είχε ενημερώσει, ήξερε πως καρτερούσαν την άφιξη κάποιου.

«Πού στο ανάθεμα πηγαίνεις;» άκουσε τη στριγκή φωνή της μητέρας της.

«Έξω! Εδώ μέσα πνίγομαι από την προδοσία»

«Να καθίσεις κάτω! Όπου να ναι θα φτάσει. Και εσύ ηλίθιο κορίτσι! Ξέχασες να πάρεις κολοκύθια για τον λοχαγό μας. Του είχα τάξει μία πίτα θεσπέσια» φώναξε στην Άμπι.

«Αυτό το τέρας των Ες-Ες. Καλύτερα να δηλητηριαστεί» έσκουξε από μέσα της η Αννίκα και τη στιγμή που ετοιμαζόταν να ανοίξει την πόρτα, άκουσε ένα χτύπημα.

«Αυτός θα είναι» ενθουσιάστηκε η μητέρα της και ευθύς έτρεξε για να ανοίξει. Μπροστά τους εμφανίστηκε ένας νεαρός αξιωματικός με τα πράγματά του. Ο Κάσπαρ ήταν πιο χλωμός από ποτέ και το βλέμμα του ίσα που συναντούσε το δικό τους.

«Καλωσήρθατε!» τον χαιρέτησε στα γερμανικά, μα δεν πήρε καμία απάντηση «Θα σας δείξει η Άμπι το δωμάτιό σας. Ήταν της κόρης μου, ωστόσο θα σας το παραχωρήσει με μεγάλη χαρά» του είπε σε άπταιστα γερμανικά.

Το αίμα στράγγισε από μέσα της. Η Αννίκα ξεκίνησε να ζαλίζεται. Ένιωσε τον εμετό να σκαρφαλώνει στο στόμα της.

«Μα...δεν έχω άλλο...»

«Έχεις την πολύτιμη σοφίτα σου. Είναι μία χαρά»

Η σοφίτα ήταν πράγματι πολύτιμη. Εκεί ζωγράφιζε, έγραφε γράμματα στον κολλητό της που είχε εξαφανιστεί με τον πόλεμο. Κανείς δεν έπρεπε να βρεθεί εκεί»

«Αν υπάρχει πρόβλημα, θα πάω αλλού. Δεν χρειάζεται να...»

«Κανένα δεν υπάρχει» χαμογέλασε σαν λύκος η γυναίκα και κοίταξε λοξά την κόρη της «Επίσης, σας περιμένει ένα ζεστό πιάτο φαγητό στο τραπέζι»

«Δεν πεινάω καθόλου. Θα ήθελα απλώς να ξεκουραστώ. Σας ευχαριστώ»

Η Τερέζ τον  κοίταξε λάγνα. Ήταν νέος και όμορφος, είχε αξία, ήταν αξιωματικός. Είχε μάθει να χαρίζει το κορμί της και να μοιράζεται το σπίτι και το κρεβάτι της με άνδρες των Ες-Ες. Έτσι απολάμβανε τα προνόμια της ελευθερίας, τα οποία είχε χαρίσει και στην κόρη της. Επίσης, είχε πάντοτε ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι παρά τις δυσκολίες. Ο Κάσπαρ για εκείνη ήταν λουκούμι. Τον ονειρευόταν ήδη στο κρεβάτι της και ας είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας. Ήταν νέος και θα είχε αντοχές. Η Αννίκα το πρόσεξε, όπως πρόσεξε και τη δική του απόρριψη. Αυτό της άρεσε αν και φυσικά δεν αναιρούσε το γεγονός πως ήταν ο κατακτητής, ο οποίος επίσης θα ήταν μέσα στα πόδια της. Μέσα σε δευτερόλεπτα, τον είδε να εξαφανίζεται με τους ώμους κατεβασμένους.

Μπήκε στο δωμάτιό της νιώθοντας τύψεις για τον χώρο που καταλάμβανε. Πάντοτε παράσιτο ήταν όπου και αν πήγαινε και τώρα δεν είχε δίπλα του τον αδερφικό του φίλο πια. Ο Φίλιμπερτ δεν υπήρχε στη ζωή του. Κοίταξε γύρω του. Μία φωτογραφία της κοπέλας και ενός άνδρα δέσποζε σε ένα κομοδίνο. Μάλλον θα ήταν ο πατέρας της. Την ίδια ελάχιστα την είχε προσέξει. Όπως πάντα λάμβανε το αιώνιο βλέμμα του μίσους. Το είχε συνηθίσει. Κοίταξε το κρεβάτι που του φαινόταν ζεστό. Πέταξε από επάνω του τα ρούχα και αφέθηκε να καταρρεύσει νηστικός. Δεν πήγαινε μπουκιά κάτω. Η Πολωνία αποτελούσε απλώς μία στάση προσωρινή πριν το Ανατολικό Μέτωπο, την αιώνια Κόλαση. Σκεπάστηκε ευθύς και ας ήταν πρωί. Ήθελε απλώς να κοιμηθεί και να μην ασχοληθεί με τίποτε άλλο. Ίσως και να υπέφερε από κατάθλιψη. Δεν είχε καμία σημασία. Κανένας Φίλιμπερτ δεν βρισκόταν εκεί για να του φτιάξει τη διάθεση. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως είχε χωθεί ως τη μέση στους βούρκους. Ένας Εβραίος με κρυφή ταυτότητα που ζούσε σαν αξιωματικός της Βέρμαχτ τη στιγμή που οι όμοιοί του δολοφονούνταν. Ήταν ένας προδότης, ένας δειλός.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top