Χαμένοι/part 1
Η ζωή ουδέποτε τον είχε ευνοήσει. Θα έλεγε μάλιστα πως του είχε χαρίσει χίλιους δύο λόγους για να γλιστρήσει κοντά στην αγκαλιά της κατάθλιψης, έτσι απλά. Η οικογένειά του δεν μπορούσε να τον θρέψει. Ήταν το πέμπτο παιδί και δύσκολα τα έβγαζε πέρα. Έτσι, αποφάσισε να τον δώσει στο εβραϊκό ορφανοτροφείο στο Βερολίνο. Ο Γιάεν είχε μία καρδιά από χρυσάφι, αποφασίζοντας να συγχωρέσει την κίνησή τους να τον ξεχωρίσουν. Τον επισκέπτονταν συχνά, μα καθώς τα γεγονότα στη Γερμανία προχωρούσαν προς δρόμους σκοτεινούς και διεστραμμένους, οι επισκέψεις γίνονταν ολοένα και πιο αραιές, μέχρι που σταμάτησαν. Το μοναδικό σταθερό πράγμα στον κόσμο, ήταν η φιλία του με τον Φίλιμπερτ, την οποία δεν κατόρθωσε να κάμψει κανένας Χίτλερ. Γνώριζε φυσικά και τον Κάσπαρ, μα εκείνος τον απέφευγε. Τότε, δεν έδινε σημασία. Δεν επέτρεπε σε κανένα αρνητικό συναίσθημα να τον αγγίξει. Τα χρόνια όμως είχαν περάσει και οι κακουχίες τον είχαν αλλάξει. Έπειτα από εκείνο το φρικτό βράδυ, που λίγο έλλειψε να καεί ζωντανός, οργάνωσε μαζί με δύο άλλα παιδιά, την απόδραση από τη Γερμανία μέσω ενός φορτηγού μεταφορών τροφίμων. Η κατάληξη ήταν ακόμη πιο άθλια, έχοντας τώρα εγκλωβιστεί στο γκέτο της Κρακοβίας. Η ζωή του όλη μία φυλακή ήταν και ένας περιορισμός.
Σπίτι του αποκαλούσε πια ένα φρικαλέο σημείο στο Ποντγκόρζε όπου βρισκόταν το γκέτο. Εκείνος, ο Φρανκ και η Έμμα κατοικούσαν σε ένα δωμάτιο σχεδόν αδειανό, μαζί με δύο ακόμη οικογένειες από την Πολωνία, από την εβραϊκή συνοικία της Κρακοβίας. Είχαν έναν αδειανό κουβά για τουαλέτα και η Έμμα κάθε πρωί, όπως και τα αγόρια πήγαινε για δουλειά. Ο Γιάεν όμως μισούσε τη σκλαβιά. Ήταν πνεύμα ελεύθερο ανέκαθεν και δεν είχε πάψει λεπτό να ονειρεύεται τον ορίζοντα πίσω από τους τοίχους σε έναν κόσμο που δεν είχε χώρο για εκείνον.
«Η ελευθερία υπάρχει εκεί που τη βρίσκεις. Μάθε να την αναζητάς παντού, ακόμη και σε αυτόν τον σιχαμένο τόπο» του έλεγε συχνά η Έμμα.
Ο Γιάεν όμως είχε αλλάξει πολύ. Είχε μάθει να μισεί και να φοβάται τους Γερμανούς, σχεδόν είχε ξεθωριάσει από το μυαλό του η μορφή του φίλου του. Υπήρχαν στιγμές που σκεφτόταν τα παιχνίδια τους, μα ήταν ελάχιστες. Είχε σχεδόν φοβηθεί πως το καθεστώς θα τον παράσερνε και εκείνον σε έναν δρόμο δίχως λογική, όπου μονάχα το μίσος επικρατούσε. Τις πρώτες μέρες της φυγής του, του έλειπε. Είχε μάλιστα καταφέρει να του αφήσει και ένα γράμμα. Ο εγκλεισμός στο γκέτο, οι απρόοπτες διαλογές των Ες-Ες, οι πυροβολισμοί, οι βιασμοί, είχαν αμαυρώσει την αλλοτινή γλυκιά του ψυχή. Όντας ξαπλωμένος, η κοιλιά του πονούσε συχνά από την πείνα. Το δέρμα του από σταρένιο, είχε υιοθετήσει το αρρωστιάρικο της ώχρας. Μόνο η αγάπη για το διάβασμα παρέμενε ίδια και ο Κόμης Μόντε Κρίστο καρτερούσε πάντα για νυχτερινές αναγνώσεις. Θυμόταν τις κραυγές των μανάδων μία νύχτα που οι Γερμανοί είχαν αρπάξει τα παιδιά τους με τη βία. Έπειτα είχε βασιλέψει μία βαριά σιωπή και εν συνεχεία, ένας γδούπος έκοψε το χαμόγελο όλων. Ο Φρανκ τους έδειξε από το παράθυρο το θέαμα μίας γυναίκας που κειτόταν ασάλευτη στο λερωμένο από το κάρβουνο, χιονισμένο πεζοδρόμιο. Τα χέρια και τα πόδια της σχημάτιζαν παράξενες γωνίες. Άλλο ένα θύμα της τρέλας και της δυστυχίας.
Όλα αυτά, μέχρι την ημέρα που πληροφορήθηκαν πως οι Γερμανοί είχαν σκοπό αργά και μεθοδικά να αδειάσουν το γκέτο οδηγώντας τους όλους στον θάνατο του Άουσβιτς. Οι τρεις φίλοι μέρα και νύχτα σκέφτονταν τον τρόπο που θα μπορούσαν να αποδράσουν. Τα πάντα φυσικά άλλαξαν διαδρομή, όταν ένα απόγευμα, ο Φρανκ έχοντας ανακοινώσει πως πήγαινε τουαλέτα, στη μία και μοναδική κοινόχρηστη του κτηρίου, επέστρεψε κυριολεκτικά λάμποντας.
«Ανακουφίστηκες ε;» τον είχε πειράξει ο Γιάεν για να εισπράξει ένα σκούντημα.
«Όχι. Βρήκα τη λύση στην απελπισία μας. Βρήκα τρόπο να το σκάσουμε!»
«Η Έμμα που λαγοκοιμόταν, τον πλησίασε σκούζοντας νυσταγμένα»
«Τι είδους παραισθησιογόνα πήρε;»
«Έλα να δεις με τα μάτια σου!»
«Όχι ευχαριστώ! Άσε να περάσει λίγη ώρα. Ήσουν κάτω ένα τέταρτο τουλάχιστον»
«Ω, έλα τώρα! Το τέταρτο άξιζε τον κόπο. Βρήκα τρόπο να φύγουμε, γι' αυτό άργησα. Αφήστε που η ανακούφιση πήγε χαμένη. Η τουαλέτα ήταν σπασμένη, μα κάτω από αυτήν υπάρχει ένας σωλήνας, ο οποίος οδηγεί στους υπόνομους της πόλης. Θα φύγουμε από εκεί πριν οι Ναζί μας εκτελέσουν όλους!»
Η Έμμα τον κοίταξε με εμφανή αηδία.
«Εγώ δεν θα βουτηχτώ στην....ανακούφιση του καθενός. Ειλικρινά»
«Έχει δίκιο ο Φρανκ» ακούστηκε η φωνή του Γιάεν.
«Ωραία. Πείτε λοιπόν, πως πράγματι κατεβαίνουμε. Πού θα πάμε; Θα βγούμε στην επιφάνεια για να μας εκτελέσουν;» συνέχισε τη γκρίνια η Έμμα.
«Για αρχή θε ξεριζώσουμε το ηλίθιο άστρο που έχουν κεντήσει επάνω μας. Έπειτα, μπορούμε να περιμένουμε για λίγο. Έχω αποθηκεύσει πατάτες σε ένα σημείο, εδώ μέσα. Θα μπορώ πάντα να επιστρέφω στα κρυφά για να παίρνω» την καθησύχασε ο Φρανκ.
«Για πόσο καιρό; Πού θα βρίσκουμε τροφή; Δεν έχουμε κανέναν να μας βοηθήσει»
«Θα τα βρούμε όλα βήμα-βήμα. Για αρχή, πρέπει να σπάσω περισσότερο την τουαλέτα ώστε να χωρέσουμε. Έπειτα ίσως θα ήταν ευγενικό να σώσουμε και άλλες οικογένειες»
«Φρανκ. Όσο περισσότεροι, τόσο χειρότερο» ακούστηκε η φωνή του Γιάεν κάνοντας τον φίλο του να απορήσει.
«Εσύ...δεν ήσουν έτσι...Θέλω να πω, θα κάνουμε μία καλή και ηρωική πράξη»
«Όμως ποιος θα τους ταΐζει; Τα τρόφιμα θα σωθούν γρηγορότερα. Ξέρω πως αυτό που λέω είναι απαίσιο, όμως πλέον ο δικός μας κόσμος είναι αγώνας επιβίωσης. Αν θέλετε να τα καταφέρουμε, τότε πρέπει να το κάνουμε μόνοι μας»
«Θα μας ανακαλύψουν και θα θέλουν να μας ακολουθήσουν. Γιάεν δεν μπορώ να θυσιάσω ανθρώπους έτσι απλά» συνέχισε ο Φρανκ.
«Τότε, γνώριζε απλώς πως θα πεθάνουμε όλοι»
Τον είδαν να βγαίνει στον διάδρομο και για λίγο κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
«Υπάρχουν στιγμές που μου λείπει το αγόρι του Βερολίνου» κλαψούρισε η Έμμα.
«Πολλά πράγματα τον έχουν αλλάξει. Μπορεί να παριστάνει τον γενναίο, όμως εγώ ξέρω πως ακόμη και ο φίλος του ο παιδικός του λείπει και ας παριστάνει πως δεν νοιάζεται»
«Όμως ο Γιάεν που εγώ ήξερα, οραματιζόταν έναν όμορφο κόσμο ισότητας. Δεν κράτησε κακία ούτε καν στους δικούς του που τον παράτησαν»
«Ο ρομαντισμός έχει πεθάνει από καιρό. Απλώς ο Γιάεν προσγειώθηκε ανώμαλα» συμπέρανε ο Φρανκ.
Ένα αχνό χάραμα τα πάντα άλλαξαν. Ο Γιάεν εισήλθε στο μικρό δωμάτιο τρέχοντας. Οι άλλες οικογένειες κοιμούνταν. Τους κοίταξε με θλίψη βρίζοντας ταυτόχρονα από μέσα του. Ένας δόλιος πατέρας κοιμόταν αγκαλιά με τις κόρες του και δίπλα ένα ζευγάρι με το αγόρι τους.
«Σηκωθείτε τώρα!» τους φώναξε και άπαντες ξύπνησαν τρομαγμένοι.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε στα βιαστικά η Έμμα.
«Ντύσου με κάτι χοντρό και πάμε να φύγουμε. Πάρε μαζί σου μία τσάντα με τα απαραίτητα, όχι πολλά πράγματα»
«Τι γίνεται;» φώναξε ο πατέρας των κοριτσιών. Ήταν Εβραίος θρησκευόμενος με ό,τι σήμαινε αυτό.
«Αν φύγουμε από εδώ και εσείς μείνετε ντυμένος έτσι, ίσως μας καταλάβουν» τον μάλωσε ο Γιάεν.
«Δεν αφαιρώ τίποτε» του γρύλισε και όλοι άκουσαν φωνές. Υπήρχαν παντού μπλόκα και τώρα τα Ες-Ες με την αστυνομία εξανάγκαζαν με μαστίγια και γκλομπ, τον κόσμο να βγει από το κτήριο. Όλοι τους κατέβηκαν τρέχοντας. Πυροβολισμοί έπεφταν στον εξωτερικό χώρο του γκέτο, όταν έφτασαν στη λεκάνη μπροστά.
«Θα αστειεύεστε» μούγκρισε ο πατέρας.
«Ελάτε ή μείνετε πίσω» τον αγριοκοίταξε ο Γιάεν και από τη στενή εσοχή τους κατάπιε για πάντα το σκοτάδι, η μούχλα, η υγρασία και ο αφιλόξενος τόπος των υπονόμων. Αυτή ήταν στο σήμερα η πραγματικότητά τους.
---------------------
Μερικά χιλιόμετρα μακριά τους, στα πολωνικά δάση, μία παρέα βάδιζε στα σκοτάδια. Η Αφροδίτη βρισκόταν στην αγκαλιά του Στέφανου, ο Σάββας προχωρούσε μπροστά με ένα κλαδί στο χέρι και πίσω ακολουθούσε η μητέρα με το κορίτσι. Ο Άρτουρ με την αιώνια στολή, βάδιζε στρατιωτικά παράμερα, πάντοτε κουτσαίνοντας.
«Ωραία, πρέπει να βρούμε τρόπο να φύγουμε»ακούστηκε η φωνή του Στέφανου.
«Έχεις καταλάβει πού βρισκόμαστε;» τον ρώτησε ο Σάββας «Σχεδόν κοντά στην Κρακοβία. Πού θα πάμε; Είναι γεμάτος Γερμανούς στρατιώτες ο τόπος»
«Προτείνω να σταματήσουμε. Λογικά θα θέλετε ξεκούραση» ακούστηκε η φωνή του Άρτουρ.
«Μη φοβάσαι. Τόσες μέρες κάθονταν αναπαυτικά στο βαγόνι του τρόμου. Θέλουν να ξεπιαστούν» του γρύλισε ο Στέφανος και του Γερμανού το βλέμμα άστραψε. Μέσα σε κλάσματα, του επιτέθηκε με τόση σβελτάδα, σε σημείο που ο νεαρός ίσα που πρόλαβε να προβλέψει την κίνηση. Ένα μαχαίρι βρέθηκε να απέχει λίγα χιλιοστά από τον λάρυγγά του.
«Άκουσε πολύ προσεκτικά. Δεν σου χρωστώ τίποτε και μην τα βάζεις με την εκπαίδευσή μου. Θα σε θάψω ζωντανό!» τον έσπρωξε και τη στιγμή που ετοιμάστηκε να τον απελευθερώσει, ο Στέφανος τον χτύπησε ρίχνοντάς τον κάτω.
«Το μόνο που πρεσβεύεις στα μάτια μου, είναι η εικόνα ενός Ες-Ες δολοφόνου! Κανονικά θα έπρεπε να σε βγάλω από τη μέση και ανάθεμα και αν γνωρίζω τον λόγο που κρατώ στη ζωή ένα κάθαρμα»
«Αν δεν ήμουν εγώ, αυτοί όλοι θα ήταν τελειωμένοι» του έφτυσε ο Άρτουρ.
«Για πες τότε, γιατί τους έσωσες; Μήπως γιατί θέλεις να θαμπώσεις κάποια με τις καλές σου τις πράξεις;»
«Τι είναι αυτά που λες;»
Τώρα οι δυο τους σχεδόν πάλευαν στο έδαφος σαν δυο άγρια σκυλιά.
«Σταματήστε τώρα που να πάρει! Στέφανε σταμάτα αυτή τη στιγμή!» τον τράβηξε πίσω η Αφροδίτη με το ζόρι, βλέποντάς τον να κλωτσά τον ξανθό νεαρό στο πρόσωπο.
«Η πατρίδα και η οικογένειά μου υπέφερε! Τα κορμάκια τα παιδικά έπεφταν κάτω από την πείνα για να τρως εσύ και ο βρομολαός σου στα καλύτερα, δικά μας μαγαζιά! Μας πετούσατε υποτιμητικά κουκούτσια από τις ελιές που τρώγατε και ξαφνικά σε έπιασε ο πόνος για πέντε Εβραίους; Όχι. Θέλεις να παραστήσεις τον καλό για εκείνη!»
Τα πράγματα είχαν ξεφύγει, ωστόσο η νύχτα και οι φωνές, προσκάλεσαν ανεπιθύμητους επισκέπτες. Γερμανοί στρατιώτες ξεκίνησαν να φωνάζουν και η παρέα σκορπίστηκε καθώς έπεφταν πυροβολισμοί. Η Αφροδίτη έτρεξε μακριά, πνιγμένη στις απανωτές κρίσεις πανικού. Το νευρικό της σύστημα ήταν πολύ ευαίσθητο και οι πληγές του παρελθόντος δεν είχαν επουλωθεί πλήρως. Το τρένο, η κακομεταχείριση, ο βιασμός της Αννελί μπροστά στα μάτια της, την είχαν οδηγήσει ένα βήμα πριν την τρέλα. Βαριανασαίνοντας, έπεσε στο έδαφος τρέμοντας υστερικά. Ως και τα δόντια της χτυπούσαν μεταξύ τους. Δεν ήθελε να τους ακούει άλλο, δεν μπορούσε. Βήματα ακούστηκαν και είδε τρεις στρατιώτες να τη σημαδεύουν, μουρμουρίζοντας στα γερμανικά, ακαταλαβίστικες λέξεις. Ο ένας χάιδεψε επιδεικτικά τα γεννητικά του όργανα γελώντας, μονάχα που το γέλιο κόπηκε μαχαίρι, όταν είδαν τον Άρτουρ με ανοιγμένο όλο το επάνω μέρος της στολής και ένα τσιγάρο στο στόμα.
«Untersturmführer μου...δεν είχαμε ιδέα πως...»
«Δεν μπορεί κανένας να περάσει καλά; Ένα διάλειμμα έκανα από τις μεταφορές αυτών των ζώων»
«Ακούσαμε φωνές»
«Οι άλλοι είναι νεκροί. Απλά κάποιοι χρησιμοποιούνται για καλοπέραση πριν το τέλος»
Οι στρατιώτες μειδίασαν χαιρετώντας ναζιστικά.
«Συνεχίζουμε τη φύλαξη. Όλο και κάποιο ποντίκι θα έχει ξεγλιστρήσει»
Σιγά-σιγά απομακρύνθηκαν και ο Άρτουρ ξεκίνησε μανιωδώς να κλείνει πρώτα το πουκάμισο και έπειτα το σακάκι του νευρικά. Τα μαλλιά του τα είχε ανακατέψει. Αυτό το χαρακτηριστικό του πρόσδιδε άλλη εμφάνιση. Η Αφροδίτη εξακολουθούσε να τρέμει ασυγκράτητα. Κεραυνοί όργωσαν τον ουρανό. Οι υπόλοιποι έμοιαζαν εξαφανισμένοι. Ο Άρτουρ την κοίταξε. Δεν είχε ιδέα τι θα έπρεπε να πει. Αισθανόταν απίστευτη ντροπή και οργή εξαιτίας του Στέφανου. Κουμπώνοντας σφιχτά το πουκάμισο, αφαίρεσε το σακάκι του και το πέρασε στους ώμους της.
«Τον μισώ» της είπε. Καμία απάντηση δεν ακούστηκε. «Θα ήθελα και εγώ να μη βρισκόμουν στο διάβα σου. Αντιλαμβάνομαι το πόσο ανεπιθύμητος είμαι. Θα ήταν καλύτερο ο καθένας πια να τραβήξει το δρόμο του, ωστόσο ήθελα να σε βοηθήσω και όχι για να φανώ καλός. Δεν έχω μάθει στη ζωή μου να κάνω χάρες ή να προσποιούμαι»
Τα καστανά της μάτια τον κοίταξαν.
«Ο Στέφανος με αγαπά πολύ και αγαπά την Ελλάδα...Μην του κάνεις κακό...»
«Είπε και μία αλήθεια. Ο λόγος που ακόμη ζει, είσαι εσύ. Όχι για να παραστήσω τον καλό, μα γιατί θέλω πράγματι να καταπνίξω αυτό που είμαι»
Έκπληξη για να βγει καλά ο χρόνος. Τα λέμε ξανά μετά τα φώτα...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top