Ομιχλώδες Μέλλον/part 3

Η Αννελί αδυνατούσε να ξεχάσει το παρελθόν. Εκτός από τη δική της περίπτωση, οι στρατιώτες ζούσαν περιορισμένοι στις απολύτως απαραίτητες ενέργειες. Εκείνες του πολέμου, της σωτηρίας και αν υπήρχε η ευκαιρία, της συνουσίας. Αρκετές φορές η αδρεναλίνη, οδηγούσε σε ένα βίαιο ξέσπασμα σεξουαλικής επιθυμίας. Η Αννελί όμως βαθιά μέσα της φοβόταν ή και μισούσε τους άνδρες, καθώς αισθανόταν πως έπρεπε με νύχια και με δόντια να διαφυλάξει το κορμί της, που είχε κατακρεουργηθεί και βεβηλωθεί αρκετές φορές. Στην παρούσα στιγμή, ήταν τρομερά τυχερές. Σπάνια θα έπεφταν σε αντίπαλους άνδρες με καλή πρόθεση. Είχαν όμως αφεθεί πίσω. Η Αφροδίτη ξέκλεψε μία στιγμή για να κοιτάξει τον ουρανό. Μακριά από τον Άρτουρ φοβόταν πολύ και ο κόσμος έμοιαζε άγνωστος και απειλητικός. Το σπίτι της, η αγκαλιά του γιού της και του πατέρα της, το χαμόγελο του Στέφανου, ξεθώριαζαν. Ήταν στιγμές σαν αυτή, που σκεφτόταν, αν τελικά άξιζε τον κόπο όλη αυτή η τρέλα που είχε κάνει. Αν υπήρχε μέλλον με έναν Γερμανό στρατιώτη με ματωμένο παρελθόν και αν τελικά θα κατέληγε σε μία αγχόνη, αφήνοντας ορφανό το παιδί της. Τι μάνα ήταν, που δεν έβαλε τον Λευτέρη σε προτεραιότητα;

Ένα χέρι τη σκούντησε. Είδε τον Πέτια να της κάνει σήμα να πλησιάσει, ενώ ταυτόχρονα αγριοκοίταξε τον Λεβ που έπαιζε τώρα μανιασμένα χαρτιά με τους τραυματίες Γερμανούς.

«Ξέρεις, καθώς είμαι γιατρός, κοίταξα για λίγο το πόδι του...Άρτουρ. Διορθώνεται σε μεγάλο βαθμό και νομίζω πως μπορώ να βοηθήσω. Το πρόβλημα είναι η ανάρρωση που δεν είναι εφικτή καταμεσής του πολέμου»

«Δηλαδή, μπορεί να γίνει καλά;»

«Μπορεί να βελτιωθεί πολύ...ναι. Ίσως πρέπει να το σκεφτεί και να επιστρέψει για λίγο στη Γερμανία, ώστε να αναρρώσει εκεί με πιο μεγάλη ασφάλεια» πήρε μία ανάσα « Βοήθησε την οικογένειά μου. Σε τέτοιους καιρούς, η ανθρωπιά είναι σπάνια και όμως αυτές οι πράξεις δεν θα βγουν ποτέ στο φως, δεν θα τις μάθει ποτέ ο κόσμος. Εύχομαι...εύχομαι να τα καταφέρετε»

Η Αφροδίτη του χαμογέλασε πλατιά.

«Εύχομαι όλοι μας να τα καταφέρουμε και να ζήσουμε κάπου είτε όλοι μαζί, είτε με εκείνους που αγαπάμε. Είστε υπέροχοι και οι τρεις. Ήρωες. Βοηθήσατε αδύναμους στρατιώτες και ας ήταν ο εχθρός»

«Δεν θα μας έκαναν κακό...»ψέλλισε ο Πέτια «Δεν μπορούν κιόλας...» η αμηχανία του ήταν έκδηλη και η Αφροδίτη τον είδε να απομακρύνεται.

Κοντά στο παράθυρο, ο Μιχαήλ είχε για λίγο απομακρυνθεί από την Αννελί, ξαπλώνοντας ανάσκελα στο σκληρό και κρύο πάτωμα, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο οποιαδήποτε στάση, της θύμιζε απειλή. Τα κυανά μάτια του την κοιτούσαν στα κλεφτά. Όλα αυτά τα χρόνια, στην ουσία ζούσε δίχως δεσμεύσεις. Ήταν ελεύθερος να τρέχει στη φύση, να περπατά μόνος του στα δάση, να χάνεται σε κόσμους που έπλαθε το μυαλό του. Η σχέση για την ώρα δεν είχε θέση, δεν μπορούσε να τη διαχειριστεί, μήτε είχε μάθει να χαρίζει στον έρωτα την καρδιά του. Οι ανδρικές του ανάγκες όμως, είχαν ξεκινήσει να τον πιέζουν, ωστόσο ήξερε πολύ καλά, πως η Αννελί δεν ήταν μία γυναίκα την οποία θα εκμεταλλευόταν για ένα βράδυ. Είχε ήδη περάσει φρικτές στιγμές και το μόνο που της άξιζε, ήταν η αγάπη και ένας άνδρας που θα της την χάριζε απλόχερα.

Αναστενάζοντας, σηκώθηκε. Είδε το πρόσωπό της να διατηρεί μία έκφραση φόβου. Κατάλαβε πως τα αυθόρμητα λόγια, ίσως και να κέρδιζαν καλύτερα την εμπιστοσύνη ενός τέτοιο ατόμου.

«Δεν έχω κάνει έρωτα ποτέ με γυναίκα» της ψέλλισε και την είδε να στρέφει εξολοκλήρου την προσοχή της επάνω του. «Δεν μου άρεσαν οι σχέσεις, νόμιζα πως με έπνιγαν. Ήμουν ένα παιδί που ουσιαστικά μεγάλωσε στους δρόμους και τα δάση. Με τους ανθρώπους, εκτός από τον Λεβ, δεν ήρθα ποτέ κοντά»

Την είδε να μειδιά.

«Μην περιμένεις να το πιστέψω. Είσαι απαράδεκτα όμορφος»

«Είμαι σκέτο απαράδεκτος. Όχι, να το πιστέψεις. Ήταν επιλογή μου. Θα σου πω όμως και μία άλλη αλήθεια. Θέλω να δοκιμάσω τον έρωτα, πιο πολύ όμως από ανάγκη...και...κοιτάζοντάς σε μου άρεσες, όμως δεν είμαι κατάλληλος για εσένα, ούτε οι συνθήκες σωστές. Πέρασες μία Κόλαση και σου αξίζει η ηρεμία. Εγώ σαν άνδρας είμαι φτιαγμένος αναγκαστικά για να πολεμάω, ακόμη και αν δεν το επέλεξα. Απόψε, πριν ξημερώσει, θα σας πάμε προς τους Γερμανούς, ως ένα σημείο με ασφάλεια. Αν μείνετε εδώ, θα σας σκοτώσουν οι δικοί μας, αφού πρώτα σας ταπεινώσουν. Πρέπει να πηγαίνουμε»

«Εκτιμώ την ειλικρίνειά σου. Εντάξει, ας πηγαίνουμε»

«Στάσου. Θα ήθελα να μου πεις κάτι»

«Τι;» αναρωτήθηκε εκείνη.

«Αν σου τράβηξα και εγώ την προσοχή, έστω και λίγο»

«Τι σημασία θα είχε;»

«Θα είχε, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε, πως η ψυχή σου έχει ακόμη την ελπίδα στην γιατρειά»

«Μου...άρεσε η ασφάλεια που με έκανες να νιώσω και...ίσως και να σε πρόσεξα και εγώ»

Μέσα στο ημίφως, τον είδε να χάνεται αργά και δεν ήξερε τι είδους συναισθήματα είχε. Ο πόλεμος δημιουργεί μία άλλη πραγματικότητα, που δεν αρμόζει σε μία φυσιολογική ζωή. Όλα είναι διαφορετικά. Οι φιλίες, οι έρωτες, οι ανθρώπινες σχέσεις. Τα πάντα παίρνουν άλλες διαστάσεις, πιο έντονες, πιο απόλυτες. Μέσα στο βράδυ, ο Πέτια άρπαξε τον Λεβ και τον ώθησε να σηκωθεί. Εκείνος κοίταξε τα δύο σχεδόν συνομήλικα παλικάρια, που τους έδωσαν τα χέρια και τους ευχαρίστησαν με μία υποψία συγκίνησης στο βλέμμα. Η ανθρωπιά δεν ήταν καθημερινό θέαμα. Έλαμπε όμως μέσα στον απόλυτο σκοταδισμό, ξεχώριζε σαν μία εικόνα μαγική, λουσμένη σε ένα θείο φως, πολύ πιο πάνω από την ανθρώπινη φύση και δυνατότητα. Μαζί με τις κοπέλες, προχώρησαν μπροστά, υποδεικνύοντάς τους έναν δρόμο, από όπου ακόμη δεν είχε περάσει ο ρωσικός στρατός.

Ο καιρός αν και ψυχρός, παρουσίαζε διαλείμματα με ήλιο. Μία αναπάντεχη ανάπαυλα, βοήθησε τη γερμανική μεραρχία να ξεκουραστεί. Ο Άρτουρ φυσικά, είχε ξενυχτίσει να αναζητά την Αφροδίτη, η οποία εμφανίστηκε τα ξημερώματα πια, παίρνοντας τη γνωστή θέση στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Μία ακόμη αναστάτωση δημιουργήθηκε, όταν η ομάδα που ήταν υπεύθυνη για τις τουαλέτες, πληροφόρησε τους στρατιώτες πως κατέφθανε ένα γερμανικό, στρατιωτικό πορνείο. Θα έμενε στον ήσυχο τομέα τους για δύο εβδομάδες, προκειμένου να τους τονώσει το ηθικό και να τους βοηθήσει ψυχοσεξουαλικά. Οι αξιωματικοί και οι λοχίες, μπορούσαν σε αντίθεση από τους χαμηλόβαθμους, να εξυπηρετηθούν από τις θηλυκές Marketendienerinnen, κοινώς τις βοηθούς του στρατού. Για τους υπόλοιπους στρατιώτες, η λύση ήταν ο βιασμός ή το πορνείο. Τώρα, η εγκατάσταση αυτή, έσφυζε από ζωή. Το πρόβλημα ήταν πως απολυμαίνονταν από το ιατρικό προσωπικό, για την αποφυγή ασθενειών όπως η σύφιλη, της οποίας η θεραπεία και αντιμετώπιση, ήταν ιδιαίτερα επώδυνη, καθώς γινόταν δίχως αναισθητικό.

Ο Άρτουρ δεν είχε ποτέ του πρόβλημα με κάτι τέτοιο, καθώς πάντα έπαιρνε προφυλάξεις, ενώ για τον Βέρνερ, ήταν η πρώτη του φορά με την Άνια, η οποία επίσης δεν είχε στο παρελθόν εμπειρία. Ο ξανθός νεαρός αξιωματικός, παρακολουθούσε με απόλυτη, ως σκληρή απάθεια τις εγκαταστάσεις. Υπήρχαν φορές που οι γυναίκες-βοηθοί, προσπαθούσαν να τον πλησιάσουν, ωστόσο κάθε ξένο άγγιγμα στο κορμί του, ήταν ικανό να τον οδηγήσει ακόμη και σε βίαιη αντίδραση. Ώσπου πλέον τον είχαν μάθει και τον απέφευγαν από μόνες τους, συνεχίζοντας να νιώθουν την έξαψη του απαγορευμένου. Ο Άρτουρ όμως ήξερε πού ανήκε η καρδιά του και για ακόμη ένα βράδυ, βρέθηκε κοντά στο νοσοκομείο να αναζητά εκείνη, τη μόνη ελπίδα που είχε.

Μαζί, γλίστρησαν στο πλάι, σε μία κενή αίθουσα. Μόλις βρέθηκαν οι δυο τους, ο νεαρός δεν έχασε στιγμή. Όρμησε διψασμένα στα χείλη της, σχεδόν με συγκίνηση.

«Αχ, Αφροδίτη. Σου χρωστώ τη ζωή μου. Τίποτε δεν με νοιάζει περισσότερο, από το να είσαι ευτυχισμένη»

«Είμαι δίπλα σου και αυτό μετράει»

«Όχι Αφροδίτη. Η Γερμανία θα χάσει τον πόλεμο και τότε, το μίσος του κόσμου δικαιολογημένα θα ξεχυθεί επάνω μας. Άκουσέ με και σου ζητώ να το σκεφτείς. Μπορώ με κάποιον τρόπο ακόμη να κανονίσω να φύγεις»

«Γιατί τους διώχνεις όλους από δίπλα σου;»

Τον είδε να σκύβει το κεφάλι του.

«Γιατί μόνο τότε θα είναι ασφαλείς, Αφροδίτη»

«Μα, αν φύγω, δεν θα σε ξαναδώ ποτέ και το ξέρεις αυτό. Αν μείνω, με κάποιον τρόπο μπορούμε να ξεφύγουμε»

Τα δάκρυά της, τα σκούπισε με φιλιά. Τα σαρκώδη, καλοσχηματισμένα του χείλη, ρουφούσαν το αλμυρό υγρό της πίκρας με στοργή.

«Θέλω να ζήσεις και να είσαι ευτυχισμένη» τον είδε να βουρκώνει «Πότε θα καταλάβεις πως εγώ είμαι τελειωμένος; Δεν έχω ελπίδες. Στο κορμί μου, υπάρχει και το τατουάζ των Ες-Ες. Αν το δουν, θα με εκτελέσουν και αν δεθούμε και άλλο, ειλικρινά δεν ξέρω τι θα κάνω..Σ 'αγαπώ! Σε αγαπώ πιο πάνω από την άθλια ύπαρξή μου. Για εσένα θα έκανα τα πάντα! Ανάθεμα! Για εσένα άλλαξα...Πολέμησα με τους δαίμονές μου. Εσύ με έκανες να επιθυμώ να γίνω ένας άλλος άνδρας, που θα μπορούσε να σταθεί στο πλάι σου και να σε κάνει ευτυχισμένη» Οι λαχανιασμένες τους ανάσες, ήταν το μόνο που ακουγόταν στον αδειανό χώρο

Ξαφνικά τα χέρια τους κινήθηκαν με ανυπομονησία, αφαιρώντας τα ρούχα τους. Για λίγο έμειναν να κοιτάζουν ο ένας το κορμί του άλλου, όχι αποκλειστικά με πόθο, αλλά με στοργή, με μία νοσταλγία ίσως μίας φυσιολογικής ζωής. Οι δυο τους μπορούσαν να συνεννοηθούν δίχως να μιλάνε. Ο Άρτουρ βούρκωσε στα ξαφνικά. Δάκρυα ασυγκράτητα έτρεξαν στα μάγουλά του, τα οποία πάλεψε να σκουπίσει με χέρια που έτρεμαν.

«Φοβάμαι» ακούστηκε η φωνή της Αφροδίτης, βραχνή, πνιγμένη σε ένα συναίσθημα απροσδιόριστο.

«Αφροδίτη...»

«Μοιάζει με αντίο. Θέλεις να με διώξεις»

«Άκουσέ με...»

«Όχι! Όχι δεν θα σε ακούσω!» του φώναξε, τη στιγμή που πισωπατούσε.

«Άκουσε» της είπε ξανά ανάμεσα σε λυγμούς «Ξέρω πως σου είναι δύσκολο, όμως σκέψου λογικά για μία φορά και άσε την καρδιά σου. Αν μείνουμε ζωντανοί, θα παγιδευτούμε στο Βερολίνο. Οι Ρώσοι θα μας αφανίσουν. Έχεις τη δυνατότητα να επιστρέψεις πίσω στο παιδί σου. Σε χρειάζεται και μπορείς να είσαι δίπλα του. Αν με αγαπάς, θέλω να φύγεις. Αν μείνεις ζωντανή, τότε μαζί σου θα μείνει και η μνήμη για εμένα. Όπου και αν πάω, ό,τι και αν γίνει, εσένα έχω στην καρδιά μου και αυτό είναι όρκος ζωής. Αν η μοίρα το θελήσει, θα κάνω τα πάντα για να σε συναντήσω»

Κατέβασε το κεφάλι της και ένιωσε το μέτωπό του να ενώνεται με το δικό της. Για λίγο δεν μιλούσε κανείς. Χάδια ξεκίνησαν να οργώνουν τα κορμιά τους. Η Αφροδίτη ήξερε πως σε λίγες μέρες, θα μάτωνε όπως κάθε φυσιολογική γυναίκα, κάθε μήνα. Το βλέμμα της, χάθηκε στο κυανό του άνδρα που λάτρευε.

«Απόψε δεν θέλω εμπόδια ανάμεσά μας»

Τον είδε να διστάζει.

«Είσαι σίγουρη; Δεν θα ήθελα να συμβεί κάτι και το παιδί να μην γνωρίσει ποτέ...πατέρα»

«Είμαι σίγουρη. Θα το ήθελες;»

Τον είδε να βαστά το πρόσωπό της τρυφερά.

«Τα πάντα θέλω μαζί σου»

Αυτή η ένωση, ήταν διαφορετική. Η απόλαυση του να την νιώθει τόσο έντονα, σχεδόν τον ώθησε να απελευθερώσει βογγητά. Ο έρωτάς τους ήταν λίγο πιο βίαιος. Ο πόθος του, τον ωθούσε να θέλει να την κατακτήσει. Πλέον δεν υπήρχαν ψυχικά εμπόδια μεταξύ τους. Είχαν διαβάσει τους προσωπικούς τους χάρτες και μπορούσαν να το απολαύσουν, ακόμη και με ένταση. Το ίδιο συναίσθημα όμως, είχε και εκείνη. Ο Άρτουρ της επίτρεψε να βρεθεί επάνω του, αφήνοντάς την να ορίσει την ένταση και τον ρυθμό. Οι σκέψεις τους είχαν χαθεί ως την κορύφωση. Έπειτα από αυτό όμως, όλα έμοιασαν και πάλι ψυχρά, σκοτεινά, μουντά. Είχαν γεύση άλικη, μυρωδιά σαπίλας και πόνο. Τα δυνατά του χέρια την αγκάλιασαν σφιχτά, δίχως λέξεις.

«Πότε θα φύγει το τρένο;» τον ρώτησε δίχως να τον κοιτάζει.

«Αύριο»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top