Ομιχλώδες Μέλλον/ Part 2
Πλησίαζαν οι γιορτές για να μπει ακόμη μία ματωμένη χρονιά, αυτή του 1944 σε έναν κόσμο γεμάτο οιμωγές και θάνατο. Τα αδέρφια είχαν χωριστεί. Ο Μίσα ήταν αναπόσπαστο μέλος του λόχου Ελεύθερων Σκοπευτών. Ο Βέρνερ είχε γλυτώσει πολύ κόσμο, εξαιτίας των απίστευτων δυνατοτήτων του και της ευστοχίας του. Το ανυπόφορο κρύο, άφηνε πίσω του στο έλεος τραυματίες, οι οποίοι ήταν αδύνατον να ακολουθήσουν τη δυστυχισμένη πορεία του καταβεβλημένου γερμανικού στρατού που υποχωρούσε. Μέχρι τότε, είχαν στα σίγουρα ακούσει αλλά και αναμετρηθεί με μεμονωμένους ελεύθερους σκοπευτές. Ένας λόχος από δαύτους όμως, φάνταζε κυριολεκτικά τρομακτικό σενάριο. Μέσα στο λυκόφως, εκρηκτικές βολίδες Ρώσων, διέλυσαν τα κρανία των Γερμανών εκείνων που με τα κιάλια τους, προσπαθούσαν να κατοπτεύσουν. Άρχισαν να αισθάνονται αβοήθητοι και το δάσος με τα κωνοφόρα δέντρα στο βάθος, έμοιαζε με μία αβυσσαλέα Κόλαση.
Τα κατεστραμμένα κτήρια ενός κολχόζ, πρόσφεραν προσωρινή κάλυψη, ενώ ένας αγγελιαφόρος εστάλη στον σταθμό διοίκησης, προκειμένου να εξηγήσει την κατάσταση. Ο Βέρνερ ήταν καθιερωμένος πλέον στο σύνταγμά του ως ο ευφυής και επιτυχημένος ελεύθερος σκοπευτής, ο οποίος ήταν γνωστός στον διοικητή του συντάγματος. Εστάλη λοιπόν γραπτή εντολή στο όρυγμα διοικήσεως του 2ου τάγματος, να στείλουν τον Βέρνερ να αντιμετωπίσει τον λόχο των ελεύθερων σκοπευτών. Το δάσος απείχε γύρω στα τρακόσια μέτρα και ο Βέρνερ ήξερε πως για να εντοπίσει τις θέσεις των Ρώσων μέσα στα πυκνά δάση, έπρεπε να προσεγγίσει τις θέσεις τους και να τους αναγκάσει να πραγματοποιήσουν βολές.
Γέμισε με χόρτο πέντε σάκους χειροβομβίδων, τοποθέτησε κράνη πάνω σε αυτούς και με κάρβουνο σχεδίασε μάτια, μύτη και στόμα. Καθόλη τη διάρκεια της προετοιμασίας, το χέρι του έτρεμε, καθώς τελευταία σφήνωναν στο μυαλό του σκέψεις, οι οποίες φυσικά υπήρχαν και παλαιότερα, αλλά τους τελευταίους μήνες είχαν ενταθεί. Τα χείλη του κινήθηκαν αυτόματα, μουρμουρίζοντας ικεσίες σε κάποιον Θεό που έμοιαζε να μην ακούει τίποτε. Ευχήθηκε ο Μίσα να ήταν αρκετά εύστροφος και να μην εμφανιζόταν καθόλου. Όσο για την Άνια, δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Προτιμούσε να τινάξει τα μυαλά του και να απαλλασσόταν από το μαρτύριο του πολέμου. Μαζί του επίσης, θα κουβαλούσε και τον σκελετό μίας ομπρέλας, στον οποίο είχε αναρτήσει κλαδιά και χόρτα, αφήνοντας μία οπή στη μέση για παρατήρηση. Στα εκατό μέτρα από τα κτήρια του αγροκτήματος, το έδαφος δημιουργούσε μία κοιλότητα και ο ίδιος θα σερνόταν ως εκεί. Συνεννοήθηκε με τον Άρτουρ, ο οποίος βαστούσε τους ψεύτικους στόχους, έτσι ώστε όταν θα του έκανε σήμα, σε εκείνον και άλλους τυφεκιοφόρους, θα εμφάνιζαν μέσα από τα ερείπια τα σακιά με τα κράνη, ώστε να καλύψουν τη δική του θέση.
Ο Βέρνερ με την πείρα που είχε, έχοντας τοποθετήσει και την ομπρέλα, ευθύς κατάλαβε πού ακριβώς βρίσκονταν οι ρωσικές θέσεις. Μάλιστα του έκανε εντύπωση, καθώς υπέθεσε πως μάλλον οι σκοπευτές, βρίσκονταν σκαρφαλωμένοι στα δέντρα, πράγμα που ήταν λάθος. Όταν έδωσε το σήμα για βολές, η ανταπόδοση ερχόταν πράγματι από εκεί όπου είχε υποθέσει. Όφειλε λοιπόν, να επιστρέψει και να συζητήσει με τον Άρτουρ και ακόμη έναν αξιωματικό, το σχέδιό του. Έθεσε πέντε πολυβόλα σε καλά καλυμμένες θέσεις με κατεύθυνση βολής το δάσος και άλλαξε τη θέση των στρατιωτών που κινούσαν τα τεχνητά κεφάλια. Ο ίδιος επέλεξε μία καλά καλυμμένη θέση και το σχέδιο ήταν έτοιμο να τεθεί σε εφαρμογή. Μονάχα που αισθανόταν έναν καταραμένο κόμπο που δεν έλεγε να τον αφήσει. Ώρες-ώρες ήθελε να ουρλιάξει, ενώ εντύπωση του έκανε ο Άρτουρ που κυριολεκτικά είχε κλειστεί στον εαυτό του, παγώνοντας τον χρόνο. Από την τελευταία φορά που είχε δει τον Μίσα, ο νεαρός Γερμανός, δεν είχε πει ούτε μισή λέξη για εκείνον.
«Δεν ανησυχείς καθόλου;» τον ρώτησε ο Βέρνερ «Εγώ φτάνω να ανησυχώ πιο πολύ από εσένα»
Ο Άρτουρ τον κοίταξε ψυχρά.
«Είναι καλύτερα έτσι αλλιώς θα οδηγηθώ στην τρέλα»
«Εμένα ο Μιχαήλ είναι φίλος μου και δεν κοιμάμαι τα βράδια. Επίσης, όπως και εσύ, έχω και εγώ το δικό μου μυστικό. Μονάχα που η κοπέλα μου είναι ελεύθερη σκοπεύτρια και εχθρός μου, τυπικά. Λεπτομέρειες. Όμως έτσι είναι η ζωή. Προτιμώ από το να μη ζω καθόλου, να μην κοιμάμαι τα βράδια»
Το σχέδιο του Βέρνερ τελικά στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Προς μεγάλη ανακούφιση του νεαρού Γερμανού, τα θύματα των Ρώσων ήταν άπειρα, κάτι που τον οδήγησε στο φυσικό συμπέρασμα πως ο Μίσα και η Άνια δεν βρίσκονταν ανάμεσά τους. Οι Ρώσοι αντίπαλοι κατέρρεαν σαν σακιά και οι Γερμανοί τυφεκιοφόροι μετά το τέλος της μάχης, έκαναν επιδρομή ανάμεσα στα πτώματα για να συλλέξουν τα όπλα. Ήταν τότε που συνειδητοποίησαν πως τα περισσότερα θύματα ήταν κορίτσια νεαρά. Σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους, με τον Βέρνερ να πλησιάζει μία κοπέλα που σπαρταρούσε. Από το στόμα της ξέφευγε άλικος αφρός και τα στήθη της ήταν λερωμένα με αίμα. Το ένα της χέρι ήταν κρυμμένο εκεί, σε ένα όπλο το οποίο πάλευε να αρπάξει προκειμένου να τον σημαδέψει.
«Θάνατος στους φασίστες...» ψέλλισε και σημάδεψε τον Βέρνερ που πρόλαβε να αναπηδήσει την τελευταία στιγμή, με έναν μηρό γδαρμένο.
Με το όπλο του τη σημάδεψε. Ο ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπό του παρά τις ασύλληπτα ψυχρές θερμοκρασίες. Οι δικοί του τον κοιτούσαν και εκείνος από μέσα του ψέλλιζε μία προσευχή, Η κοπέλα δεν είχε καμία ελπίδα να τα καταφέρει και εκείνος της έδωσε τη χαριστική βολή. Η ψυχή του όμως ήθελε να πάρει μία καταραμένη ανάσα. Κάθε μέρα, ολοένα και περισσότερο έπεφτε σε μία άβυσσο. Προσπάθησε να απομακρυνθεί, ωστόσο σκόνταψε σε ένα ακόμη σώμα, μίας κοπέλας. Τα ξανθά της μαλλιά είχαν λυθεί και βουτηχτεί στο αίμα. Κοίταξε το αλαβάστρινο πρόσωπό της. Ήταν στα σίγουρα ανήλικη. Πόσα όνειρα δικά της κατέρρευσαν; Τρελαμένος από το θέαμα, έριξε πάνω στο σώμα της τον κορμό της ομπρέλας με τα χόρτα. Αν τα κατάφερνε να ζήσει, θα επέστρεφε για εκείνη, αλλιώς θα την έβρισκαν οι δικοί της.
Γυρνώντας προς τα πίσω, ανακάλυψε πως οι Ρώσοι κινούνταν με ταχύτητα. Διατάχθηκε να υποχωρήσουν, ωστόσο, καθυστέρησαν να ειδοποιήσουν τους γιατρούς και τους νοσοκόμους που μετακινούνταν και εκείνοι διαρκώς. Η Χίλντα, η Αννελί και η Αφροδίτη, περνούσαν ώρες να παλεύουν να σώσουν σώματα που μύριζαν αίμα και σαπίλα, όταν είδαν τους μεγαλογιατρούς να μαζεύουν τα πράγματά τους. Μέχρι να καταλάβουν τι συνέβαινε, το μέρος ή καλύτερα η καλύβα είχε εκκενωθεί, ενώ οι βαριά τραυματίες είχαν αφεθεί πίσω. Η Αννελί από τον τρόμο της είχε κλειστεί σε ένα υπόγειο, μέσα στο σκοτάδι. Η Χίλντα τσίριζε για να την βρει και το αποτέλεσμα ήταν να περικυκλωθούν από τον Κόκκινο στρατό που περνούσε. Μόλις ανακάλυψαν το υπόγειο και οι άλλες δυο, έτρεξαν εκεί κάτω τρέμοντας, παρακαλώντας να μην γίνουν αντιληπτές. Πυροβολισμοί σάρωναν τον χώρο και η ρωσική γλώσσα αντηχούσε ολόγυρα. Αν τις έβρισκαν, εκτός από νεκρές, θα βιάζονταν μέχρι να ξεψυχήσουν.
Δεν είχαν ιδέα πόση ώρα είχε περάσει, όταν καμία φωνή δεν ακουγόταν.
«Λέτε να έφυγαν;» ρώτησε την Αννελί η Αφροδίτη, η οποία εξακολουθούσε να τρέμει. Το παρελθόν της, της είχε αφήσει μόνο τραύματα και αδυνατούσε να ζήσει φυσιολογικά. Τις περισσότερες μέρες απέφευγε να κοιμηθεί, εξαιτίας του φόβου των εφιαλτών της.
Με τρόπο άνοιξε την καταπακτή. Δεν είχε νυχτώσει τελείως, μα το ροδαλό χρώμα του Χειμωνιάτικου τοπίου, έδειχνε πως ο ήλιος βασίλευε. Καθώς δεν έβλεπε κανέναν, έκανε την κίνηση να την ανοίξει τελείως, ώσπου ακούστηκε μία κοφτή φωνή και ένα σώμα που έπεφτε. Ο Πέτια είχε μπει στον χώρο για να κοιτάξει και τώρα βρισκόταν με το πρόσωπο στη γη, να ατενίζει την Αννελί που είχε ασπρίσει σαν πανί.
«Θα λιποθυμήσεις» ανακοίνωσε στα ρωσικά, μέχρι που σε δευτερόλεπτα την είδε να πέφτει. «Δεν συνεννοούμαστε»
Ο επόμενος που πήδηξε σαν αίλουρος ήταν ο Μιχαήλ και πίσω του ο αιώνιος κολλητός. Οι τρεις γυναίκες είχαν εγκλωβιστεί, ωστόσο ο Λεβ ήξερε να χαμογελά εγκάρδια και ας φορούσε την Κόκκινη στολή. Παραδόξως ήταν οι πρώτοι που ελέγχανε το σπίτι και ο Λεβ βιάστηκε για να ανακοινώσει πως δεν ήταν κανείς εδώ. Έσπρωξε σε μια αποθήκη δύο τραυματίες και τις κοπέλες κάτω. Οι υπόλοιποι Ρώσοι που ακολούθησαν, άρπαξαν ό,τι βρήκαν χρήσιμο δίχως να δίνουν σημασία, προχωρώντας μπροστά. Δύο τραυματίες που είχαν βρεθεί έξω από το κτήριο, βρήκαν ακαριαίο θάνατο. Όταν έμειναν ξανά μόνοι τους, άνοιξαν την καταπακτή και ελευθέρωσαν τις τρεις κοπέλες. Η Χίλντα είχε αγκαλιάσει την Αννελί και η Αφροδίτη κοιτούσε με δέος τον Μίσα.
«Του μοιάζω, το ξέρω» παραδέχτηκε. Από την τελευταία φορά, ήταν πολύ πιο πεσμένος ψυχολογικά. «Έχω να τον δω πολύ καιρό. Λες να μη ζει;»
«Είναι εντάξει, όμως έφυγαν και μας άφησαν. Τώρα τι θα κάνουμε;»
Οι δυο Γερμανοί τραυματίες κάθονταν στο έδαφος, παλεύοντας να αντέξουν τον πόνο. Ο Πέτια τους κοίταξε πλαγίως, όταν ο Λεβ επίτηδες του ψιθύρισε ΄΄Όρκος του Ιπποκράτη΄΄
«Ε, όχι»
«Είναι από τις ελάχιστες φορές που δεν έχουμε την άμεση διαταγή να εξοντώσουμε»
Ο Πέτια τους κοίταξε. Ήταν και αυτοί νεαρά αγόρια που είχαν υποστεί βαθύτατα τραύματα. Σκέφτηκε πως κάποιος εκεί έξω, ενώ ήταν σαν αυτούς, έσωσε και περιποιήθηκε τη γυναίκα και τον γιο του.
«Γαμώτο!» έβρισε πρώτα «Να ευχαριστείτε τον Ιπποκράτη και έπειτα εμένα τον ηλίθιο που έδωσα και όρκο»
Ο Μιχαήλ το μετέφρασε στα αγγλικά και είδε τους νεαρούς να μειδιούν αχνά με ανακούφιση. Ο Πέτια κοίταξε τα τραύματα και με ό,τι είχε απομείνει ως εξοπλισμό, κατόρθωσε να τα ράψει και να καθαρίσει τις πληγές. Οι κοπέλες τον βοήθησαν σιωπηλές, με τη Χίλντα να τους κοιτάζει εμβρόντητη. Είχαν ακούσει τόσα γι' αυτούς, τόσα τρομακτικά πράγματα. Ο Λεβ στεκόταν στη γωνία, δείχνοντας στους νεαρούς Γερμανούς μία ξύλινη κατασκευή, ένα παιχνίδι που είχε από μικρός. Δεν ήταν καλή η συνεννόηση όμως όλοι έδειχναν να απολαμβάνουν την κουβέντα. Τα μάτια του κοιτούσαν την κοπέλα συχνά και της Χίλντα της ξέφυγε ένα χαμόγελο. Η Αννελί ωστόσο, έδειχνε να μην αντέχει πια καμία ψυχική φόρτιση. Ο Μιχαήλ τη σκούντησε και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.
«Μη φοβάσαι» της είπε.
«Δεν μπορώ να το ελέγξω. Απλά παραλύω σε οποιαδήποτε απειλή αληθινή ή όχι. Έχω αποπειραθεί να βάλω τέλος στη ζωή μου»
Ο Μιχαήλ, της έκανε σήμα να τον ακολουθήσει. Το κρύο ήταν τσουχτερό, μα είχε ξαστεριά. Κάθισαν οκλαδόν μπροστά σε ένα ανοιχτό παράθυρο.
«Κοίταξε έξω και μη σκέφτεσαι κάτι άλλο»
«Άλλαξες» ψέλλισε έπειτα από λίγο η κοπέλα.
«Ναι...γιατί κατάλαβα και είδα...δεν έχει σημασία τι» η ματιά του πήγε στον Λεβ. Πόσο καλή καρδιά είχε αυτός ο νεαρός; Δεν γνώριζε καμία γλώσσα ιδιαίτερα, αλλά δεν χρειαζόταν. Για ώρες φαινόταν να απολαμβάνει ένα χαζό παιχνίδι με αυτούς τους δύο τραυματίες που είχαν ανακουφιστεί και που αισθάνονταν πως ίσως και κάποιοι στον κόσμο να τους είχαν συγχωρέσει. Το ψέμα των Ναζί είχε καταρρεύσει έτσι και αλλιώς. Δεν είχαν κάτι να χωρίσουν με κανέναν. Τα κυανά του μάτια στράφηκαν ξανά στην Αννελί «Μπορώ να σε κρατήσω αγκαλιά; Σου υπόσχομαι πως έχει ευεργετικές επιδράσεις και ρώτα και τον γιατρό»
«Δεν είναι ψυχολόγος» έκανε το πρώτο δειλό αστείο εκείνη.
«Η στολή μου είναι ζεστή»
Πλησίασε σχεδόν βουρκωμένη. Ψυχικά η επαφή την πονούσε, όμως μόλις ένιωσε τα μεγάλα χέρια να τυλίγονται προστατευτικά και την καρδιά να χτυπά πάνω της, για λίγο ησύχασε. Τότε λοξοκοίταξε τα αστέρια. Έκρυβαν πράγματι μία ομορφιά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top