Μέσα από τις στάχτες / part 2
Ο Λεβ είχε ανάγκη από ένα στήριγμα. Στα μάτια του ο Μίσα ήταν εκείνος ο φίλος που δεν αθέτησε την υπόσχεση να εμφανιστεί και να τον πάρει μακριά από το καθημερινό του μαρτύριο, τη στιγμή που η ίδια του η μητέρα είχε τυπικά αθετήσει μία ανείπωτη υπόσχεση. Πως θα τον προστάτευε για πάντα. Ήταν λογικό. Ήταν ο γιος που τόσο άτυχα ΄΄έπιασε΄΄ με έναν από τους πελάτες της.
«Πίστευα πως δεν θα ερχόσουν» του είπε όταν στάθηκαν μπροστά από ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι.
«Φυσικά και θα ερχόμουν. Δεν υπόσχομαι κάτι που δεν μπορώ να κάνω. Έλα» τον προέτρεψε να μπουν μέσα, μα τον είδε να διστάζει.
«Φοβάμαι το σκοτάδι»
Ο Μίσα χαμογέλασε.
«Το σκοτάδι χαζέ, δεν κάνει κακό. Δεν σε τρώει. Είναι απλώς το κρυφτό του ήλιου. Μη φοβάσαι καθόλου. Έλα μαζί μου και θα ανέβουμε επάνω, ώστε να δούμε όλη τη Μόσχα από ψηλά»
Ο Λεβ προχώρησε με περισσότερη αυτοπεποίθηση. Ξεκίνησε να επεξεργάζεται τα λόγια του νέου του φίλου. Εκείνος είχε συνδυάσει το σκοτάδι με τους πελάτες της μητέρας του. Αν αυτοί δεν υπήρχαν, τότε δεν έβλεπε πράγματι τον λόγο να το φοβάται. Ο Μίσα στάθηκε στην άκρη της ραγισμένης ταράτσας από όπου μπορούσαν να δουν όλη την πόλη. Τα επιβλητικά της φώτα έκαναν τα παιδιά να πιστεύουν πως ετοιμάζονταν να πετάξουν.
«Θέλω να γνωρίσω τον κόσμο. Δεν αντέχω στο σπίτι. Εσύ όμως περνάς χειρότερα» κοίταξε το αγόρι δίπλα του.
«Ίσως πρέπει να φύγω από εκεί και ας μην έχω πού να πάω»
«Θα είσαι ελεύθερος. Σκέφτομαι και εγώ να φύγω»
«Γιατί; Έχεις ρούχα καθαρά και φαγητό και μαθαίνεις πράγματα» του είπε ο Λεβ.
«Ναι, αλλά κανείς δεν παίζει μαζί μου. Μερικές φορές με αγνοούν και όλο με βάζουν απλώς να μαθαίνω πράγματα. Εγώ θέλω να είμαι έξω, ελεύθερος και αφού τίποτε δεν φοβάμαι, δεν με πειράζει να κοιμηθώ ακόμη και εδώ»
«Θα έρθεις και αύριο;» ρώτησε ο Λεβ «Νομίζω περνώ καλύτερα μαζί σου. Δεν χρειάζεται να ακούω παράξενες κραυγές, ούτε να δέχομαι το ξύλο από τη μαμά»
«Θα έρχομαι κάθε μέρα ή κάθε βράδυ» του απάντησε και αποφάσισαν να επιστρέψουν τα ξημερώματα, όταν πια οι πελάτες είχαν φύγει και η μάνα του Λεβ κοιμόταν γυμνή, τυλιγμένη με μία κουβέρτα. Μόλις αντίκρυσε το κτίριο που τους φιλοξενούσε, ένιωθε σαν να πνιγόταν. Η μόνη του ελπίδα ήταν πως ο φίλος του θα ερχόταν και απόψε το βράδυ.
Ο Μίσα επέστρεψε τα ξημερώματα. Είχε αρκετό κρύο, δεν φυσούσε καθόλου και το αγόρι σταμάτησε στη μέση μίας ήσυχης πλατείας, κλείνοντας τα μάτια του. Μικρές νιφάδες ξεκίνησαν να πέφτουν. Όταν τα άνοιξε ξανά, άρχισε να τρέχει δίχως προορισμό. Απλώς έτρεχε και έπαιζε με αυτό το φυσικό φαινόμενο που τόσο αγαπούσε στην πατρίδα του. Φανταζόταν τον εαυτό του να διασχίζει δάση, να γίνεται κάτι μεγάλο, ένας πολεμιστής ας πούμε, θαρραλέος. Φυσικά τα όνειρα προσωρινά κόπηκαν από τις φωνές της θετής του μητέρας που τον καρτερούσε για να τον κατσαδιάσει, θεωρώντας αρχικά πως το είχε σκάσει από την κανονική πόρτα. Έτσι, την υπόλοιπη μέρα την πέρασε κλεισμένος στο δωμάτιο και νηστικός, κάτι που δεν τον πτόησε καθόλου. Τελειώνοντας με τα διαβάσματα και μόλις το λυκόφως ανήγγειλε τη δύση, ετοιμάστηκε να επισκεφτεί τον φίλο του. Ήθελε να τον κάνει να πάψει να φοβάται. Δεν του άρεσε που έβλεπε το παιδικό του πρόσωπο στεναχωρημένο. Το παράθυρο τον καρτερούσε και αυτή τη φορά θα επισκεπτόταν τον φίλο του με μία λιχουδιά. Πλέον ο Λεβ με τις καστανές μπούκλες του να πετούν ατίθασα, τον περίμενε έξω από το κτήριο, βέβαιος πως θα τον έβλεπε. Εκτός από εκείνον όμως τον είχε δει και ένας κύριος, σχετικά μεγάλος σε ηλικία που αγαπούσε εξίσου την ησυχία της πόλης τα βράδια. Έτσι τους έπιασε την κουβέντα και σύντομα, τα αγόρια έμαθαν πως γνώριζε τη Ντούνα, τη γιαγιά του Λεβ.
«Έχεις να μείνεις κάπου» ακούστηκε η φωνή του Μίσα και ο Λεβ στην αρχή μαζεύτηκε.
«Αν όμως αυτός ο κύριος είναι κακός;»
«Όχι δεν είναι. Το ένστικτό μου, μου λέει πως πρέπει να τον εμπιστευθείς»
«Και εσύ; Αν πάω στη γιαγιά πώς θα ξέρεις πού είμαι;»
«Θα έρχομαι εκεί να σε βλέπω. Θα μου πει ο κύριος Αντρέι πού είναι»
Το διάστημα που ακολούθησε, η ζωή του Μίσα ελάχιστα άλλαξε, μα αν υπήρχε κάποιος για τον οποίο χαιρόταν, αυτός ήταν ο Λεβ που επιτέλους είχε μετακομίσει με τη Ντούνα. Οι απαγορεύσεις και οι τιμωρίες, είχαν στερήσει από τα παιδιά τις συναντήσεις τους, όταν ένα βράδυ ο Μίσα πήρε την απόφαση να αλλάξει τη ζωή του. Ο κύριος Αντρέι ήταν ένας γλυκύτατος άνδρας, ο οποίος είχε μία ίζμπα στην εξοχή όπου έμενε και όπου σκόπευε να μετακομίσει κάποια στιγμή μόνιμα. Έχοντας σταθεί στο κατώφλι, ο Μιχαήλ, ο οποίος πάντοτε θα συστηνόταν ως Μίσα στους υπόλοιπους, αποφάσισε να φύγει. Εξάλλου, δεν ήταν καν δικό τους παιδί επομένως δεν είχαν κυριαρχία επάνω του. Μικρό αγόρι πέρασε για τελευταία φορά εκείνο το κατώφλι και στην πόλη της Μόσχας, θα περνούσε πια στην εφηβεία ομορφαίνοντας κάθε μέρα και περισσότερο και αποφασίζοντας, έπειτα από έξι μήνες διαμονής στους δρόμους, να μετακομίσει μαζί με τον Λεβ και την υπέροχη γιαγιά του, η οποία με χαρά υποδέχτηκε τον εγγονό της και ας μην είχε καμία επαφή με την κόρη της. Όσες φορές και αν είχε προσπαθήσει εξάλλου να την πλησιάσει, ποτέ της δεν είχε ανταποκριθεί.
Οι δρόμοι της Μόσχας πια, αναγνώριζαν έναν Μίσα που είχε μεγαλώσει. Το όμορφο νεαρό αγόρι με τις σβέλτες κινήσεις, που αρκετές φορές άρπαζε από τα τραπέζια των πλούσιων τα εδέσματά τους, ήταν σχεδόν σε όλους γνωστό, μα ποτέ δεν είχαν κατορθώσει να τον πιάσουν καθώς σαν να τον άνεμο εξαφανιζόταν μέσα στα στενοσόκακα που πλέον γνώριζε καλά. Τον κύριο Αντρέι τον επισκεπτόταν συχνά, καθώς ασφυκτιούσε κάποτε και στο μικρό διαμέρισμα της γιαγιάς του Λεβ.
«Θα ήθελες να έρθεις μαζί μου στην εξοχή; Θα σου μάθω να κυνηγάς. Είσαι ιδιαίτερο παιδί, δεν έχω δει κανέναν σαν εσένα ως τώρα. Μπορεί να μας ακολουθήσει και ο φίλος σου»
«Φυσικά. Λατρεύω τα δάση όσο τίποτε και πιστεύω πως θα είμαι καλός. Κινούμαι αθόρυβα»
«Δεν αρκεί αυτό. Πρέπει να έχεις τακτική. Το καλοκαίρι είσαι ευπρόσδεκτος στην ίζμπα μου»
Έτσι έγινε. Εκείνο το καλοκαίρι και τα επόμενα, μέχρι σχεδόν το για πάντα. Μέχρι που τα δάση πλέον έκρυβαν ή φανέρωναν έναν νεαρό άνδρα, με όμορφο σμιλεμένο σώμα και έντονα κυανά μάτια. Έναν πανέμορφο και αποφασισμένο για όλα κυνηγό, του οποίου το κορμί είχε πάντοτε εκείνη την ηλιοκαμένη λάμψη. Πλέον, κοίταζε το θήραμα με τρόπο διαφορετικό. Στη μνήμη του πάντοτε υπήρχαν τα λόγια του παππού-Αντρέι, του άνδρα που του χάρισε το όνειρο, την ελευθερία, τη φύση και την ευτυχία. Θυμόταν την παιδική του ηλικία, μα δεν είχε ιδέα πότε ακριβώς ενηλικιώθηκε, πότε πέρασε εκείνο το όριο που χωρίζει το παιδί από τον μεγάλο.
΄΄Ρίξε με σταθερό σημάδι και κοίτα κατάματα το θήραμά σου, Μίσα. Δεν είσαι πια παιδί΄΄
Μάλλον ήταν τότε και με αυτήν την έκφραση από τον Αντρέι. Σύντομα έμαθε τα πάντα για τα δάση. Πως ήταν γεμάτα με αληθινά άγρια ζώα και πως για να επιζήσει, έπρεπε να είναι καμουφλαρισμένος, ακίνητος, σχεδόν να μην αναπνέει.Όταν πλησίαζε προς τη φωλιά ενός θηράματος, έπρεπε να έρπει προς την υπήνεμη πλευρά, ώστε ούτε ένα χορτάρι να μη θροΐσει κάτω από το βάρος του. Τότε, με το τόξο αρχικά στο χέρι, ο Μίσα φρόντιζε να μην αστοχεί. Ο Αντρέι τον παρακολουθούσε με καμάρι. Παιδιά δεν είχε δικά του και τα δύο αγόρια, ο Λεβ και εκείνος, ήταν κάτι σαν τα εγγόνια του. Οι δύο νεαροί ήταν πολύ διαφορετικοί. Ο Λεβ είχε ολόλευκο, αλαβάστρινο δέρμα και καστανά μαλλιά και μάτια. Ήταν όμορφος νεαρός, μα όλων τα βλέμματα έπεφταν στο αγόρι του ανέμου ή των δασών, όπως αποκαλούσαν τον Μίσα που ήταν ψηλός, γεροδεμένος με φυσικό τρόπο εξαιτίας του καθημερινού τρεξίματος και φυσικά ηλιοκαμένος όλο το καλοκαίρι, κάτι που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τα ξανθά μαλλιά του που άνοιγαν περισσότερο και τα έντονα κυανά μάτια του.
Ο Λεβ σπάνια τον συνόδευε στο κυνήγι, ενώ ποτέ δεν θα ξεχνούσε την ημέρα που ο φίλος του είχε αναμετρηθεί με έναν γκρίζο λύκο. Ποτέ δεν θα ξεχνούσε εκείνη την ψυχρή ψυχραιμία θύτη και θύματος. Από τότε κατάλαβε πως ο Μίσα ανήκε εκεί ακριβώς. Στα δάση κοντά, τις ίσμπες, τον ποταμό Οκά. Αποφάσισαν από κοινού να μην επιστρέψουν στη Μόσχα, που δεν ήταν πολύ μακριά, παρά μονάχα για να επισκέπτονται τη γιαγιά Ντούνα. Έτσι ο Λεβ δεν θα χρειαζόταν ποτέ ξανά να δει τους δρόμους που στοίχειωσαν ως ένα σημείο την παιδική του ηλικία. Πλέον, μεγαλώνοντας, ήξερε τι έκανε η μητέρα του τα βράδια. Ήξερε πως ήταν προϊόν συνουσίας της μίας βραδιάς, ένα μπάσταρδο από κάποιον πελάτη. Τουλάχιστον εκεί, ήταν ήσυχα και εξασκούνταν στο σημάδι. Ο Μίσα ειδικά, κέρδισε και μία εικοσάρα μονόβολη καραμπίνα, την οποία είχε δεχτεί με περηφάνεια.
«Χρησιμοποίησε σοφά κάθε σφαίρα, Μίσα. Ίσως κάποτε αυτό να σου σώσει τη ζωή» είχε πει ο Αντρέι που τόσο αγαπούσε, που του χάρισε τη σοφία των όπλων και της τάιγκα* «Ποτέ σου να μην περηφανευτείς για τα επιτεύγματά σου. Άσε τα έργα σου να μιλήσουν για εσένα και έτσι, την επόμενη φορά θα θυμηθείς να προσπαθήσεις περισσότερο»
Πάντα προσπαθούσε περισσότερο. Θυμόταν τα παγωμένα χειμωνιάτικα πρωινά, τότε που ο ήλιος ανέτειλε και έβαφε τον ορίζοντα με υπέροχα ροδαλά δαχτυλίδια. Θυμόταν το φρέσκο, απάτητο, σαν πούδρα χιόνι και τα δικά τους χιονοπέδιλα να τους στηρίζουν στο κυνήγι. Θυμόταν πόσο ευτυχισμένος έδειχνε ο Λεβ, εκείνο το αλλοτινό φαφούτικο αγόρι που πλέον δεν φοβόταν κανένα σκοτάδι. Για παρέα είχαν ο ένας τον άλλο και έμοιαζαν να μη δίνουν σημασία στις γυναίκες της ηλικίας τους, οι οποίες ειδικά τον Μίσα, ελαφρώς τον φοβούνταν παρομοιάζοντάς τον με άγριο ζώο. Καταβάθος τους άρεσε και ήταν λογικό. Τα καλοκαίρια πριν τον πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση, ο Μίσα κολυμπούσε στα νερά του ποταμού τα βράδια ολόγυμνος. Δεν ένιωθε καμία ντροπή για το σώμα του αν και τραχύ και γεμάτο παλαιές αμυχές εξαιτίας του κυνηγιού και του σουρσίματός του στους θάμνους. Μερικές φορές, κάποια κορίτσια κατασκόπευαν το θέαμα, μα για εκείνον ήταν ιερή η στιγμή της βύθισής του στο ποτάμι.
«Καμιά όμορφη κοπέλα;» τον ρωτούσε ο Αντρέι μιας και ο Λεβ είχε μόλις ξεκινήσει να παλεύει με τα πρώτα σκιρτήματα για μία κοπέλα.
«Πολλές, αλλά προσωπικά δεν αντέχω να αποχωριστώ την ελευθερία μου. Με ξέρεις πια πολύ καλά. Τίποτε δεν μπορεί να με δεσμεύσει εκτός από τη φιλία του Λεβ»
Ο Αντρέι χάιδεψε απότομα τα μαλλιά του.
«Είμαι πραγματικά πολύ περίεργος να μάθω την ιστορία των βιολογικών σου γονιών. Ποιοι να ήταν; Σίγουρα πάντως φυσιολάτρες αν κρίνω από εσένα. Λες να κατάγονταν από τα Ουράλια; Βγάζει σκληρά καρύδια ο τόπος, σαν εσένα»
«Έχει ειλικρινά καμία σημασία αυτό; Εδώ εγώ και δεν αναρωτήθηκα ούτε καν για το αν με έψαξαν αυτοί που με υιοθέτησαν»
«Ήταν σκληρό να τους παρατήσεις»
«Ίσως, μα δεν το έχω μετανιώσει γιατί ζω τη ζωή μου όπως θα την ήθελα. Σιχαίνομαι τα γράμματα, μα οφείλω να ομολογήσω πως ακόμη θυμάμαι καλά τα γαλλικά και τα αγγλικά που μου έμαθαν»
«Θα μπορούσες να γίνεις πολλά Μίσα»
«Εγώ όμως ήθελα απλώς να είμαι ελεύθερος και να είμαι και κυνηγός»
«Ο κόσμος σκοτεινιάζει» του είχε πει ο ηλικιωμένος εκείνο το καλοκαίρι του 1940.
«Εγώ δεν φοβάμαι το σκοτάδι» του απάντησε περήφανα.
Τάιγκα : Eίδος δάσους
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top