Μέσα από τις στάχτες/ part 1
Σοβιετική Ένωση πριν τον πόλεμο
Ποτέ του δεν ξεστόμισε πως η ζωή ήταν άδικη. Εξάλλου, είχε μεγαλώσει κυριολεκτικά στα πούπουλα, μέχρι μία ηλικία. Υιοθετημένος από μία οικογένεια Ρώσων, οι οποίοι έμεναν σε ένα περιποιημένο διαμέρισμα, πολύ κοντά στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας, είχε ανέσεις τις οποίες ελάχιστοι άνθρωποι μπορούσαν να φανταστούν. Οι φαρδιές λεωφόροι που φαίνονταν από το παράθυρο του υπνοδωματίου του, ήταν αυτό που θα αποκαλούσε κανείς, η ευρωπαϊκή πλευρά της πόλης, με τις αφίσες, με τις διαφημίσεις για τα θέατρα και τα παλάτια, καθώς και τα ηλεκτρικά τραμ που νωχελικά κινούνταν. Ο Μίσα, χαϊδευτικό του Μιχαήλ, κολλούσε το πρόσωπό του στο τζάμι. Οι θετοί του γονείς, τον είχαν φυσικά ενημερώσει σε μία συζήτηση πως ήταν υιοθετημένος. Παραδόξως ωστόσο τους έμοιαζε και αυτό ήταν κάτι που το είχαν θεωρήσει από την αρχή θετικό. Από μικρό όμως, αυτό το παιδί ήταν ατίθασο. Η Ελιζαβέτα, η μητέρα του, του μάθαινε αγγλικά και γαλλικά από μικρή ηλικία. Ήθελε ο γιος της να σπουδάσει στα καλύτερα Πανεπιστήμια και δίχως να το συζητούν με τους γύρω τους, του είχαν μία κυρία που τον δίδασκε και τον πρόσεχε αρκετές ώρες της μέρας.
Ο μικρός ωστόσο ήταν μπελάς. Ένα πρωί που βάδιζαν στις κεντρικές λεωφόρους, για να αγοράσουν κρασί από ειδικά καταστήματα, ο Μίσα ξέφυγε από τη μητέρα του και ξεκίνησε να τρέχει. Ήθελε να είναι ελεύθερος και ήταν λίγες οι φορές που είχε χρόνο να περάσει με τον εαυτό του. Η απομάκρυνση όμως, τον οδήγησε σταδιακά πίσω από το απαστράπτον προσωπείο της Μόσχας. Εκεί όπου τα σπίτια ήταν χαμηλά, μικρά και βρώμικα, οι δρόμοι κακοστρωμένοι και τα μαγαζιά σκονισμένα, απεριποίητα και με κακό εμπόρευμα. Το σχετικά φροντισμένο του ντύσιμο τον είχε βάλει στον στόχο, δύο κλεφτρονιών που τον κοιτούσαν μέσα από τις σκιές. Τα κυανά μάτια του Μίσα όμως τους είχαν εντοπίσει. Oι κλέφτες πάλεψαν να του επιτεθούν, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να καταλήξουν σε μία βαθιά λακκούβα με λασπόνερα. Ο Μίσα ευχαριστημένος, τους κοίταξε ψυχρά ίσως ψυχρότερα από όσο άρμοζε σε ένα παιδί. Ήταν τότε που για πρώτη φορά, κοντά σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό και ανάμεσα σε μικροπωλητές που πουλούσαν κλοπιμαία, εντόπισε εκείνον που έμελλε να γίνει κάτι πολυτιμότερο και από βιολογικό του αδερφό.
Ένα παιδικό γέλιο κέρδισε την προσοχή του οκτάχρονου τότε αγοριού και τα μάτια του κύλησαν σε ένα σχεδόν συνομήλικο παιδί, που τον παρατηρούσε ντροπαλά, κουλουριασμένο στα ξεσκισμένα του ρούχα, δίπλα ακριβώς από μία γυναίκα που του έμοιαζε. Ο Λεβ είχε τυλίξει το κεφάλι του με ένα βρώμικο ύφασμα. Το κρύο ήταν αρκετό και το ισχνό κορμί έτρεμε απροστάτευτο από τις καιρικές συνθήκες. Ο Μιχαήλ, όπως τον αποκαλούσαν στην οικογένεια, έμεινε σχεδόν ακίνητος, ανάμεσα στους βρώμικους δρόμους και τους μέθυσους, να κοιτάζει τον Λεβ που του είχε χαμογελάσει μπρος στο κατόρθωμα να ρεζιλέψει τα δύο κλεφτρόνια. Από μακριά, έμοιαζε με Άγγελο, τόσο όμορφος και τόσο περιποιημένος που ήταν. Ο Λεβ έγλυψε τα ξερά του χείλη και με στεναχώρια κοίταξε την εξίσου αξιολύπητη γυναίκα δίπλα του. Ένας τραχύς άνδρας την είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής, χώνοντας το βρώμικο χέρι του διακριτικά ανάμεσα στα κουρέλια της και θωπεύοντας τα στήθη της. Αυτή ήταν η δουλειά της για να ταΐζει την ίδια και τον γιο της. Μονάχα που ο μικρός μην αντέχοντας πολλές φορές, έπεφτε θύμα του ίδιου της του χεριού. Αυτός ήταν ένας ακόμη καλός λόγος για να κρύβει το πρόσωπό του. Ο Μίσα τον πλησίασε παρακολουθώντας παράλληλα την ντροπή στα μελή μάτια του Λεβ να γιγαντώνεται.
«Γειά» του είπε αποφασιστικά.
«Γειά σου» ψιθύρισε ο Λεβ δίχως να τον κοιτάζει στα μάτια.
«Θες να παίξουμε;» τον ρώτησε, όταν είδε τη γυναίκα δίπλα του, να κοπανά το κεφάλι του αγοριού που καμπούριασε περισσότερο.
«Σκάσε μούλικο! Μου διώχνεις τους πελάτες! Και εσύ ενοχλητικό πλουσιόπαιδο, δίνε του!»
Τα μάτια του Μίσα στένεψαν. Με φόρα πήρε το χέρι της από τα μαλλιά του Λεβ και το έσπρωξε μακριά.
«Άστον ήσυχο! Θα έρθει μαζί μου να παίξει»
«Μην τη θυμώνεις....Σε παρακαλώ...» είδε τα φοβισμένα μάτια του αγοριού να τον εκλιπαρούν.
«Πάμε» τον σκούντησε.
«Δ-δεν μπορώ...» ψέλλισε ο Λεβ, όταν είδε τη μητέρα του να σηκώνεται.
«Τράβα να παίξεις αλλού, μήπως κερδίσω και τίποτε για να σε ταΐσω. Άλλη φορά θα είμαι προσεκτική. Δεν θα ήθελα άλλον σαν εσένα, άλλο ένα άχρηστο στόμα!»
Ο Λεβ απομακρύνθηκε τρέχοντας μαζί με τον νέο του φίλο. Γιατί πολύ απλά οι φιλίες που γεννιούνται στα παιδιά, είναι μεν ξαφνικές και αναπάντεχες, αλλά πάντοτε τις ορίζει η αυθεντικότητα και ο αυθορμητισμός.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε ο Λεβ που του έλειπαν και δύο μπροστινά δόντια καθώς τα άλλαζε.
«Μίσα, εσένα;»
«Λεβ» για λίγο το σκέφτηκε «Δεν είσαι από εδώ κοντά. Αποκλείεται να είσαι δηλαδή. Τα ρούχα σου είναι πολύ όμορφα και...και ζεστά»
«Πάρε» του έδωσε το πανωφόρι του και τα μάτια του άλλου αγοριού γούρλωσαν.
«Όχι...Θα μου το πάρει αυτή για να το πουλήσει»
«Είναι η μαμά σου;» ρώτησε ο Μίσα.
«Ναι, αλλά δεν ξέρω ποιος είναι ο μπαμπάς. Μάλλον κάποιος από τους κυρίους που έρχονται τα βράδια στο σπίτι»
«Γιατί έρχονται κύριοι τα βράδια;» ρώτησε ο Μίσα όλο περιέργεια καθώς τότε ήταν απλώς ένα παιδί και δεν μπορούσε να καταλάβει. Μήτε ο Λεβ όμως ήξερε πώς να του το εξηγήσει.
«Εμ, έτσι η μαμά βγάζει λεφτά και τρώμε κάτι. Έρχονται, πέφτουν από πάνω της γυμνοί και μετά φωνάζουν. Εμένα κανείς δεν με συμπαθεί. Συνήθως κάνουν πως δεν υπάρχω, άλλοι με διώχνουν»
Ο Μίσα τον κοιτούσε οργισμένος. Αυτό το αγόρι ήταν από τότε σαν τον πολεμιστή του Χειμώνα. Πάντοτε το βλέμμα του ήταν αυστηρό και αποφασισμένο.
«Τότε να φύγεις!» τον συμβούλεψε.
«Και πού να πάω; Έξω τα βράδια κάνει κρύο. Κυκλοφορούν κακοί άνθρωποι και έχει σκοτάδι. Εγώ φοβάμαι το σκοτάδι»
«Δεν έχεις κάποιον άλλο;»
«Έχω τη γιαγιά, αλλά δεν μιλά στη μαμά. Απόψε πάλι θα έρχονται άνδρες και δεν θα μπορώ να κοιμηθώ. Δεν μένουμε μόνοι μας, αλλά μαζί με άλλες οικογένειες. Κανείς δεν μας μιλά και εμένα με κοιτάνε λυπημένα. Μάλλον καταλαβαίνουν πως έχω μήνες να κοιμηθώ. Επίσης, η μαμά αγοράζει βότκα από εδώ κοντά. Πίνει το βράδυ και κάποτε δεν αντιδρά καθόλου. Χθες νόμιζα πως πέθανε»
«Πού είναι το σπίτι σου;» τον ρώτησε και ο Λεβ για λίγο τον τράβηξε σε ένα στενό. Τα πάντα σε αυτό το οίκημα ήταν καταθλιπτικά. Τα λιγοστά κουρελιασμένα ρούχα τους, κρέμονταν δίπλα από τα στρώματα που είχαν για κρεβάτι.
«Τότε θα έρθω σήμερα να σε πάρω από εκεί, μέχρι να φύγουν αυτοί οι άνδρες από το σπίτι» του είπε ο μικρός.
«Όχι! Είναι επικίνδυνο!Οι δρόμοι εδώ έχουν κακούς» προσπάθησε να τον μεταπείσει ο Λεβ, μα ο Μίσα ήταν αποφασισμένος να μην κάνει ούτε ένα βήμα πίσω. Αργότερα, όταν θα άκουγε αυτή τη διαταγή από τον Στάλιν, θα ήξερε πολύ καλά πώς να αντιδράσει. Ο Μίσα ποτέ δεν είχε μάθει να υποχωρεί, ακόμη και αν ήταν να χάσει τη ζωή του στο μελλοντικό μέτωπο. Τίποτε δεν τον τρόμαζε αρκετά, εκτός από μία παράξενη αίσθηση μοναξιάς, η οποία φύτρωνε στο στήθος του. Δικαιολογίες υπήρχαν πολλές. Ήταν μοναχοπαίδι, είχε λίγους φίλους από το σχολείο και τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσε διαβάζοντας, κάτι που είχε καταλήξει να μισεί. Αυτή λοιπόν η αίσθηση πως ένα κομμάτι έλειπε ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Με τον Λεβ πέρασαν χρόνο πλατσουρίζοντας στα νερά.
«Δεν θα θυμώσει η μαμά σου αν δει πως λέρωσες τα ρούχα;» τον ρώτησε.
«Δεν με νοιάζει. Η παρέα μαζί σου με έκανε χαρούμενο»
Φυσικά, η εξαφάνισή του σε συνδυασμό με την βρώμικη εμφάνισή του καθώς πλησίαζε προς την καλή του γειτονιά, έκανε την Ελιζαβέτα έξαλλη. Τα ουρλιαχτά της, καθώς τον έψαχνε για τουλάχιστον δύο ώρες, ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά.
«Τι είσαι; Κανένα αλητάκι; Τόση μόρφωση σου έχουμε δώσει, δεν σου φτάνει; Πού στο ανάθεμα πήγες;»
«Πήγα να παίξω γιατί μαζί σου βαριόμουν» της απάντησε ο μικρός δίχως την παραμικρή μετάνοια.
«Όταν λες πως πήγες να παίξεις πού ακριβώς εννοείς; Στους βάλτους ή τους υπονόμους;»
«Πίσω από τις λεωφόρους»
«Εκεί συχνάζουν αλήτες, Μιχαήλ! Την επόμενη φορά, θα το πω στον πατέρα σου»
«Εντάξει, μπορείς να του το πεις και τώρα γιατί θα ξαναπάω»
«Αν τολμήσεις, θα σε κλειδώσω και θα μείνεις νηστικός»
«Δεν είμαι γιός σου για να μου λες τι να κάνω!»
Αυτή η κουβέντα λιγάκι την πλήγωσε. Μπορεί να ήταν αριστοκράτες, μα τον Μίσα τον περιποιούνταν. Ο μικρός όμως για κάποιον λόγο μισούσε τη ζωή του. Αισθανόταν σαν να ήταν κλεισμένος σε ένα χρυσό κλουβί, μαθαίνοντας πράγματα που δεν είχαν απολύτως καμία σημασία για εκείνον. Η αλήθεια ήταν πως και εκείνη, όπως και ο άνδρας της τον αντιμετώπιζαν περισσότερο σαν βιτρίνα. Ένα όμορφο αγόρι, το οποίο σαν φτιαχνόταν έλαμπε ακόμη περισσότερο και το οποίο δεν φαινόταν να δένεται ιδιαίτερα μαζί τους και ας τον είχαν από βρέφος. Πάντοτε πατούσε με το ένα πόδι στο πεζοδρόμιο, όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας του. Εκείνη δεν μπορούσε να το δεχτεί με τίποτε.
«Μιχαήλ, θα κάνεις ένα μπάνιο και θα αλλάξεις ρούχα. Το γεγονός πως δεν είσαι βιολογικό μας παιδί, δεν σε κάνει λιγότερο γιο μας»
Όλο το απογευματόβραδο, κάθισε στο δωμάτιό του να σκέφτεται. Ήταν κουρασμένος από τα διαβάσματα και το μυαλό του γυρνούσε στον φίλο του τον Λεβ. Του είχε υποσχεθεί πως θα πήγαινε να τον πάρει από εκεί, μέχρι να φύγουν αυτοί οι άνδρες. Δεν θα αθετούσε ποτέ τον όρκο του. Ευτυχώς το παράθυρο ήταν σε κοντινή απόσταση από τον δρόμο και αφού ντύθηκε, κατόρθωσε να δραπετεύσει. Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί, υγροί και βρομεροί, ειδικά για όσο χανόταν στα σοκάκια. Ο ίδιος όμως δεν φοβόταν τίποτε. Είχε απομνημονεύσει με μεγάλη ευκολία τον δρόμο για το σπίτι, ή καλύτερα για το κοινόβιο του Λεβ. Το αγόρι αυτό, για πρώτη φορά ήλπιζε. Ήλπιζε πως πράγματι θα ερχόταν κάποιος να το σώσει έστω αυτή τη νύχτα. Δίπλα του, η μητέρα του με ορθάνοιχτα πόδια, είχε υποδεχτεί ακόμη έναν πελάτη, βογκώντας χαμηλόφωνα.Ο μικρός κρατούσε τα αφτιά του κλειστά, όταν μέσα από τις σκιές τον είδε. Το αγόρι του ανέμου, όπως θα τον αποκαλούσαν μελλοντικά, όταν οι δρόμοι της Μόσχας θα τον υποδέχονταν. Γιατί ο Μίσα έμοιαζε να μην ανήκει πουθενά, να μην περιορίζεται από τίποτε. Τη μία στιγμή ήταν εδώ και την άλλη εκεί ή πουθενά.
«Ήρθες» ψιθύρισε ο Λεβ.
Ήθελε να τον ρωτήσει πολλά, όπως το πώς είχε βρεθεί εκεί, αν είχε φοβηθεί ή πώς το είχε σκάσει. Προτίμησε όμως να χαμογελάσει ελαφρώς φαφούτικα, καθώς ακολουθούσε το λίγο μεγαλύτερο αγόρι στην περιπέτεια. Κάπου, εκεί, θα καταλάβαινε πως αν στεκόσουν στο σωστό σημείο, η πόλη σου χάριζε μία εκπληκτική θέα στον ουρανό της.
Έκπληξη!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top