Η καρδιά δεν ξεχνά/part 1
Αθήνα, Ελλάδα, χειμώνας 1944
Ευτυχία και δυστυχία. Δύο συναισθήματα αντικρουόμενα, τα οποία τελικά ήταν ικανά να χωρέσουν στην ίδια ψυχή.Γιατι τα ένιωθε. Ένιωθε το κενό που ολοένα μεγάλωνε, γιγαντωνόταν, τα όνειρα που έσβηναν για να ανθίσουν άλλα στη θέση τους. Μα πάντοτε θα έλειπε κάτι και οι αναμνήσεις, οι εικόνες που είχε από εκείνον, δεν αρκούσαν για να αντικαταστήσουν τη ζωντανή του παρουσία. Για εκείνη είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Της είχε βρει τρόπο να φύγει και να επιστρέψει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ασφάλεια στην Ελλάδα. Η τελευταία του πράξη. Το πρωινό της φυγής της δεν τον είδε. Δεν ήταν πουθενά. Την προηγούμενη είχαν κάνει έρωτα, όπως ποτέ άλλοτε. Με έναν άνδρα βαθιά πληγωμένο και κακοποιημένο όπως εκείνη, οι δυο τους είχαν πραγματοποιήσει βήματα, είχαν ανοίξει τους σκιερούς τους κόσμους παλεύοντας να επουλώσουν τις πληγές τους. Και ως ένα σημείο τα είχαν καταφέρει. Ο Άρτουρ είχε μάθει να αφήνεται στα χάδια και στην τρυφερότητα και η Αφροδίτη είχε μάθει πώς ήταν ο αληθινός έρωτας. Τους χώριζαν όμως πολλά, με πρώτο την καταγωγή και την ταυτότητά του. Κανείς δεν θα τον αποδεχόταν, ιδιαίτερα αν αντιλαμβάνονταν πως ανήκε στα Ες-Ες. Έπειτα ήταν η ύπαρξη του γιου της και της οικογένειάς της και τελευταίος ερχόταν ο πόλεμος. Αν δεν είχε φύγει τώρα, θα παγιδευόταν πιθανότατα στη Γερμανία, εκεί όπου θα έπεφτε για πάντα η αυλαία.
Σαν επέστρεψε στην πατρίδα της μερόνυχτα αργότερα, τα μάγουλά της εξακολουθούσαν να είναι υγρά. Το κλάμα της είχε γίνει σιγανό και η παλιά της γειτονιά φάνταζε βγαλμένη από ένα όνειρο.Τα μπλόκα των Γερμανών και των δωσίλογων είχαν θεριέψει και στο μυαλό της ήρθε αμέσως η Ανδριανή. Η παιδική της φίλη που είχε μπει στην Αντίσταση με τα λάθη ή τα πάθη της. Δεν της κρατούσε κακία. Αυτή τη στιγμή όλους τους είχε ανάγκη. Πάνω από όλα όμως είχε ανάγκη τα παιδικά γέλια του γιου της, ο οποίος έτρεχε στην αυλή του σπιτιού του Στέφανου. Πόσο είχε μεγαλώσει! Έμπαινε στα έξι, ήταν πια ένα μικρό αντράκι. Οι λυγμοί της την έπνιξαν, όταν σταμάτησε κοντά στο σπίτι και ο μικρός την είδε. Τα μάτια του φωτίστηκαν από ευτυχία και έκπληξη, καθώς για εκείνον ήταν όλος του ο κόσμος. Η υπόσχεση του Άρτουρ τελικά δεν ήταν ψεύτικη, μονάχα που τώρα τον αναζητούσε και εκείνον, δίχως όμως να τον εντοπίζει πουθενά. Παρατώντας ένα ξυλαράκι, έτρεξε σφαίρα, καταλήγοντας σχεδόν να ρίξει κάτω την Αφροδίτη.
«Μαμά!Μαμά μου! Γύρισες!Είσαι καλά!»
«Φυσικά και γύρισα. Ό,τι και να γινόταν, όπου και αν βρισκόμουν, στόχος μου θα ήταν να επιστρέψω σε εσένα. Θεέ μου πόσο μεγάλωσες»
«Μην κλαις μαμά. Είμαι μία χαρά και ο παππούς το ίδιο. Όμως, νόμιζα πως θα ερχόταν μαζί σου και ο Άρτουρ»
«Δεν...δεν μπόρεσε»
«Μα γιατί; Δεν ήθελε;»
«Φυσικά και ήθελε. Όμως για εκείνον δεν ήταν εύκολο. Χάρισε ωστόσο σε εμένα την ελευθερία και έναν τρόπο να έρθω εδώ»
«Ο Άρτουρ μας αγαπά. Εμένα με είχε βοηθήσει όταν χάθηκα στην Αθήνα. Με είχε σηκώσει ψηλά και με πήρε μαζί του. Τον ήθελα εδώ. Ονειρευόμουν έναν μπαμπά που θα μας αγαπά» κατσούφιασε.
«Έχε πίστη. Ίσως θα καταφέρουμε να τον δούμε ξανά»
«Μαμά, μεγάλωσα. Ξέρω πως μάλλον δεν θα τον δούμε ξανά. Στεναχωριέσαι γι'αυτό;»
«Πολύ. Γιατί και εγώ τον αγαπούσα και γιατί θα γινόταν ένας υπέροχος πατέρας για εσένα. Όμως η κοινωνία εδώ πώς θα τον δεχόταν; Μετά θα στοχοποιούσαν εσένα»
«Δεν με νοιάζει!Εγώ θα είχα όλους όσους αγαπώ. Ας πουν ό,τι θέλουν. Έτσι θα έλεγε και ο θείος»
Ο Στέφανος σκέφτηκε η Αφροδίτη, όταν άκουσε ουρλιαχτά και είδε τον πατέρα της, τον Στέφανο και τον Σοφοκλή να τρέχουν προς το μέρος της. Ο πατέρας της είχε αδυνατίσει φρικτά και ήταν βέβαιη πως γι' αυτό δεν ευθυνόταν η Κατοχή αποκλειστικά αλλά το μαράζι του. Την αγκάλιασε κλαίγοντας, σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει. Ήταν σίγουρος πως δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ και όμως μπροστά του είχε συντελεστεί ένα θαύμα.
«Πίστευα πως δεν θα σε ξανάβλεπα!Πώς είσαι; Πεινάς; Πονάς;»
«Μπαμπά, ησύχασε. Θέλω απλά να σας δω με την ησυχία μου, να σας χορτάσω»
Το βλέμμα του Στέφανου δήλωνε πολλά. Τη στιγμή που όλοι προηγούνταν, έμεινε πίσω μαζί της.
«Θα μου τα πεις όλα! Τι σε έκανε να επιστρέψεις, παρόλο που αυτό ήταν το σωστό;»
«Ο Άρτουρ μου εξασφάλισε την επιστροφή μου και μία ευκαιρία μάλλον να ζήσω. Πάντα θα είμαι διχασμένη, όμως το παιδί μου δεν ήθελα να το χάσω. Έπρεπε να γυρίσω για εκείνο και ας μείνω εγώ μισή. Θέλω να δω τον Λευτέρη να μεγαλώνει και να γίνεται ευτυχισμένος»
«Μην κλείνεις την καρδιά σου. Ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί να γίνεις και εσύ ευτυχισμένη μία μέρα. Είναι νωρίς ακόμη. Δώσε χρόνο στον εαυτό σου»
«Όσο χρόνο και αν δώσω, γνωρίζω πως εκείνος θα είναι πάντα ο πρώτος μου έρωτας. Είναι ένας υπέροχος άνδρας. Ξέρω πως δεν μπορείτε να το δείτε, ξέρω πως η πίκρα και η οργή σας σιγοκαίνε και είναι απολύτως λογικό. Η χώρα μας είναι ακόμη υπό κατοχή, όμως οι Γερμανοί χάνουν τον πόλεμο. Ο Άρτουρ με ειδοποίησε πως έπρεπε να φύγω καθώς οπισθοχωρούσαν προς Γερμανία και μαζί τους και εγώ»
«Εσύ;» τη ρώτησε έκπληκτος.
«Βρέθηκα κοντά στο Ανατολικό μέτωπο. Γνώρισα και Ρώσους και επίσης, πρέπει να σου πω πως ο Άρτουρ έχει έναν αδερφό. Δίδυμο»
Ξεκίνησε να του αφηγείται μία απίθανη και πικρή ιστορία, την οποία την επανέλαβε και στον πατέρα και θείο της. Τους φαινόταν τρελό όλο αυτό. Τρία παιδιά αφέθηκαν στη μοίρα τους, άλλα εξαιτίας της εκδίκησης και άλλα εξαιτίας της εμφάνισης. Τρία παιδιά που κατέληξαν στρατιώτες, με τα αδέρφια να βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Όμως ο Μίσα είχε μεγαλώσει στη Ρωσία και ο Άρτουρ θεωρούσε σπίτι του τη Γερμανία. Τους κοίταξε ξανά και ένιωσε πως άπειρες ερωτήσεις αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα.
«Μπορείτε να με ρωτήσετε» τους έδωσε την άδεια.
Τόση ώρα, ο Λευτέρης δεν είχε ξεκολλήσει από την αγκαλιά της.
«Τι σου συνέβη; Πώς σώθηκες;» την ρώτησε ο πατέρας της τρέμοντας. Ο πατέρας που είχε χάσει το αλλοτινό του σθένος, μα με την άφιξή της, μία σπίθα δύναμης είχε αρχίσει να γεννιέται και πάλι.
«Ήταν μία φρικτή εμπειρία. Στην ουσία οδεύαμε στα στρατόπεδα εξόντωσης, όμως ο Στέφανος και ο Άρτουρ σκαρφάλωσαν στο τρένο και...»
«Μας τα είπε» ακούστηκε βιαστική η φωνή του Σοφοκλή «Δεν...»
«Δεν μπορείτε να πιστέψετε πως ένας άνθρωπος σαν εκείνον, θα μπορούσε πράγματι να αγαπά» απάντησε η Αφροδίτη.
«Και εσύ;» την ρώτησε ο πατέρας της και ήταν κάτι που περίμενε.
«Δεν ξέρω αν έχει και πολύ σημασία πλέον. Δεν είμαι αιθεροβάμων. Το πιθανότερο είναι πως δεν θα τον ξαναδώ»
«Δεν μπορείς να καταλάβεις τις συνθήκες» την πρόλαβε ο πατέρας της «Όσες γυναίκες έχουν πλησιάσει τέτοιους, τις τιμωρούν αυστηρά και τον Άρτουρ τον γνωρίζουν»
«Παππού» πετάχτηκε ο Λευτέρης «Γνωρίζουν πώς μοιάζει. Δεν ξέρουν όμως πως είναι καλός»
«Αυτό το παιδί έχει αποκτήσει σοφία από μικρή ηλικία» χαμογέλασε ο Παύλος «Μπορεί να είναι σωστό αυτό που λες. Όμως η κοινωνία πλέον μοιάζει με μία αγέλη οργισμένων σκυλιών. Το μίσος καραδοκεί παντού, τα Σώματα Ασφαλείας υπό την εποπτεία Γερμανών αξιωματικών, κάνουν εφόδους παντού, η Αντίσταση έχει θεριέψει»
«Μιλώντας για αντίσταση» πήρε τον λόγο η Δέσποινα «Τι κάνει η Ανδριανή;» κοίταξε τώρα τον γιο της, ο οποίος δεν απάντησε, απλώς αποφάσισε να βγει έξω στην αυλή.
Η Αφροδίτη τον ακολούθησε. Έκανε αρκετό κρύο, μα τον Στέφανο δεν τον ένοιαζε. Σαν την είδε, άνοιξε απλώς την αγκαλιά του και την έχωσε μέσα, μία αιώνια ζεστή φωλιά για εκείνη.
«Μου έλειψες πολύ. Δεν θα ξαναφύγεις, έτσι;»
«Όχι. Μπορώ μονάχα να καρτερώ και να ελπίζω, μέχρι να πάψει να συμβαίνει και αυτό, μέχρι η καρδιά μου να μην έχει άλλα κουράγια για όνειρα. Τότε απλώς θα προχωρήσω μπροστά»
Ο Στέφανος έμεινε σιωπηλός.
«Εγώ αισθάνομαι σαν να έμεινε στάσιμη όλη η ζωή μου. Ο πόλεμος νιώθω πως με γέρασε πολλά χρόνια. Έπειτα διέλυσε τη σχέση μου με την Ανδριανή, ερήμωσε την αγαπημένη μας Μουριά»
«Όχι τόσο. Πού είναι ο Σάββας;»
«Θα έρθει σε λιγάκι» Και πάλι μία αμήχανη σιωπή «Ο Σάββας σε ερωτεύτηκε πολύ. Μερικές φορές ό,τι και να κάνουμε, η καρδιά δεν ξεχνά. Ακόμη και με τον Άρτουρ σε καταλαβαίνω. Είχαμε τις έντονες στιγμές μας, ωστόσο, πιστεύω πως πράγματι σε αγαπά. Αυτό που θα μου φαινόταν παράξενο, θα ήταν να αντικρύσω το ομοίωμά του που λογικά θα μιλά ρωσικά» χαμογέλασε «Πώς είναι ο...»
«Ο Μίσα; Λοιπόν, θαρρώ πως μοιάζουν περισσότερο από όσο θέλουν να παραδεχτούν. Στην αρχή ήθελαν να σφαχτούν»
«Ο Άρτουρ έχει αυτό το χάρισμα να σε εξαγριώνει. Δεν τον αδικώ»
«Έπειτα, ο Μίσα αντιλήφθηκε τον πόνο που κουβαλούσε ο αδερφός του και αποφάσισε πως τον θέλει στη ζωή του»
Για λίγο έκαναν παύση μιας που είδαν δύο σιλουέτες να κινούνται στο μισοσκόταδο. Ο Σάββας και η Ανδριανή συζητούσαν, μα μπρος στο θέαμα της Αφροδίτης σταμάτησαν, με την έκπληξη να διαδέχεται τη χαρά και τη συγκίνηση. Ο νεαρός Εβραίος την αγκάλιασε σφιχτά σηκώνοντάς την ψηλά. Καθώς την κατέβαζε, το βλέμμα του, γεμάτο τρυφερότητα, αγκάλιασε το πρόσωπό της. Τα χέρια της Αφροδίτης τον χάιδεψαν και εκείνος παραδόθηκε για δευτερόλεπτα σε αυτήν την κίνηση που παρά τα χρόνια που είχαν περάσει, ποθούσε τόσο. Δίπλα του, η Ανδριανή παρά την αρχική αμηχανία, την αγκάλιασε εξίσου σφιχτά. Με τον Στέφανο αντάλλαξαν ένα στιγμιαίο βλέμμα, με τον νεαρό να την χαιρετά τυπικά.
«Δεν το πιστεύω πως είσαι καλά! Πόσο χαίρομαι που γύρισες»
«Λοιπόν, η μουριά μας έχει ελπίδες ακόμη» είπε η Αφροδίτη κοιτώντας τους φίλους της.
«Θέλει προσοχή» την προειδοποίησε ο Σάββας. «Πλέον τα πράγματα έχουν αγριέψει. Τις προάλλες, έστησαν μπλόκο στα νοσοκομεία, πήραν τραυματίες του αλβανικού μετώπου και τους μετέφεραν στο κτήριο του ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, που πλέον έχουν μετατρέψει σε φυλακή. Από αυτούς τους κρατούμενους, αντλούν άτομα για τις εκτελέσεις τους στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Γενικά δεν ξέρεις ποιον να εμπιστευτείς. Πολλές φορές οι Γερμανοί και οι δωσίλογοι, αντλούν πληροφορίες ακόμη και από ανθρώπους που εργάζονται σε κουρεία ή περίπτερα. Άλλους τους απαγάγουν και τους βασανίζουν. Έχουν κυρίως στο στόχαστρο τους κομμουνιστές και χτυπούν τις πρωινές ώρες»
Άπαντες κοίταξαν την Ανδριανή.
«Δεν με έχουν δει, προσέχω»
«Μην είσαι τόσο σίγουρη» τη στρίμωξε ο Στέφανος «Λυπάμαι, μα ενδιαφέρομαι για την ασφάλεια της οικογένειάς μου»
«Πάντα την έβαζες πρώτη»
«Το έχουμε συζητήσει πολλές φορές αυτό. Ο καθένας αγωνίζεται με τον τρόπο του. Εσύ επέλεξες τον δικό σου. Εγώ ξέρω πως τη ροή της ιστορίας δεν δύναμαι να την αλλάξω. Θα αγωνιστώ για να βγω ζωντανός. Στην τελική, εγώ ήμουν αυτός που βρέθηκαν να πολεμώ στα βουνά τους Ιταλούς με μία τιποτένια στολή, μέσα στους παγετούς και τα χιόνια. Δεν λιποτάκτησα, μήτε θέλησα να παραδώσω το όπλο μου. Όταν κλήθηκα τελικά να επιβιώσω, απλά θέλησα να μας βγάλω όλους ζωντανούς από το χάος»
«Μην ξεκινάτε» μπήκε στη μέση ο Σάββας.
«Σωστά. Έχουμε τελειώσει έτσι και αλλιώς»
Η Ανδριανή έδωσε ένα τελευταίο φιλί στην Αφροδίτη. Το χάσμα που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα σε εκείνη και τον Στέφανο, δύσκολα θα έκλεινε.
«Ησυχία δεν βρίσκω, είτε εντός είτε εκτός σπιτιού» βόγκηξε ο ξάδερφός της και σηκώθηκε απρόθυμα.
Ένα ψυχρό αεράκι έκανε την Αφροδίτη να ανατριχιάσει. Ένιωσε τα χέρια του Σάββα να τυλίγονται γύρω της. Το άρωμά του ήταν πάντα οικείο, μα του έλειπε εκείνη η σπίθα που έκανε την καρδιά της να χορεύει. Ο Σάββας την είχε δει και στα εύκολα και στα δύσκολα. Είχε χάσει τώρα την οικογένειά του όλη και η Αφροδίτη, καθώς και ο Στέφανος ήταν ό,τι του είχε απομείνει.
«Χαίρομαι τόσο που είσαι εδώ» της ψιθύρισε.
Χαμογέλασε.
«Χαίρομαι και εγώ» του απάντησε και ήταν αλήθεια. Ίσως πράγματι μία μέρα το κενό να έκλεινε. Ίσως τελικά η ευτυχία να ήταν δίπλα της. Η καρδιά της όμως της ψιθύριζε τους σκοπούς του ανυπέρβλητου, του αδύνατου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top