Ελπίδες που καταρρέουν/ part 3
Βερολίνο
Ήταν βέβαιος πως δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Σαν βρέθηκε σε αυτόν τον καταραμένο δρόμο, όπως του εξήγησε ο Βέρνερ, στην Πρινς Άλμπρεχτ Στράσσε, κοίταξε τα κτήρια τριγύρω. Στο νούμερο οκτώ, στεγαζόταν η υπηρεσία της μυστικής αστυνομίας της Γκεστάπο και στο απέναντι κτήριο, που ήταν ένα πολυτελές ξενοδοχείο, τα γραφεία διοίκησης των Ες-Ες. Συχνά σταματούσε και τα μάτια του βούρκωναν από μόνα τους στη σκέψη πως όλα αυτά τα φρικαλέα κτίσματα που φιλοξενούσαν τη σβάστικα, ήταν κομμάτι του. Μπορεί να είχε μεγαλώσει στη Σοβιετική Ένωση, όμως το αίμα το γερμανικό έρρεε στις φλέβες του. Μπροστά του, ο Άλμπερτ κάπνιζε ένα τσιγάρο προσπαθώντας να μην κοιτάζει τους Ες-Ες που πηγαινοέρχονταν. Ωστόσο, το βλέμμα του Μίσα σαν έφτασαν στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, δήλωνε θαυμασμό, φόβο, μίσος ίσως. Τα πάντα τριγύρω θύμιζαν τους Ναζί, ενώ υπήρχαν και τα σημεία εκείνα που είχαν υποστεί ζημιές από τον βομβαρδισμό. Σε γενικές γραμμές η πόλη έμοιαζε πλούσια. Δεν μπορούσε, παρά να αναρωτηθεί, για ποιον λόγο, είχαν αποφασίσει αυτοί οι άνθρωποι να διαλύσουν τις ζωές τους.
Κάθε περαστικό τον κοιτούσε με θυμό στα μάτια, σαν να τον δίκαζε, σαν να περίμενε απαντήσεις. Ο Άρτουρ είχε δώσει τις κατευθύνσεις του παλαιού του σπιτιού, εκείνου που έμενε κάποτε με τη γιαγιά του. Το διαμέρισμα παρέμενε άδειο, ωστόσο, κανένας από τους τρεις δεν είχε πρόσβαση. Μία γηραιά γειτόνισσα, που ήταν φίλη της συγχωρεμένης, ξεπρόβαλε δειλά πίσω από την πόρτα. Τα μάτια της, παρατήρησαν τον Μίσα, ο οποίος κινούνταν δίχως να κουτσαίνει. Με ένα χαμόγελο που δεν έκρυβε καλοσύνη, πλησίασε τους νεαρούς, έχοντας τα μάτια της κολλημένα στον Μίσα.
«Ο Άρτουρ έχασε το κλειδί. Υπάρχει πιθανότητα εσείς να έχετε δεύτερο;» τη ρώτησε ο Βέρνερ, όταν είδε να σχηματίζεται στο πρόσωπό της ένα υστερικό μειδίαμα, το οποίο σύντομα θα ξεσπούσε.
«Σου είχε κλέψει κάθε ανδρισμό, η παλιόγρια!» γέλασε υστερικά κοιτώντας τον Ρώσο και ο Άλμπερτ κοίταξε με τη σειρά του πλαγίως τον Βέρνερ «Ακούγα τα ουρλιαχτά και τα κλάματά σου κάθε μέρα, αλλά εκείνο το απόγευμα ήταν διαφορετικά. Πάντα ήξερα πως αυτός που έμπαζε μέσα διακατεχόταν από μιαρά πάθη. Επιθυμούσε νεαρά αγοράκια. Για πες μου, σε άγγιξε;»
Δίχως να το σκεφτεί, ο Βέρνερ την άρπαξε από τον λαιμό και την κόλλησε στον τοίχο.
«Βγάλε τον σκασμό γιατί δεν δίνω δεκάρα αν είσαι ηλικιωμένη!»
«Αυτός γιατί δεν μιλά;» συνέχισε την ειρωνεία εκείνη, βλέποντας τον Μιχαήλ εμφανώς μπερδεμένο.
«Θα μιλήσουμε εμείς για εκείνον. Άνοιξέ μας την κωλόπορτα και στρίβε!» της ούρλιαξε ο Άλμπερτ αυτή τη φορά και η γριά σύρθηκε βήχοντας μέχρι την είσοδο του διαμερίσματος, ανοίγοντάς το. Ο Βέρνερ δεν είχε τελειώσει ακόμη μαζί της. Την άρπαξε βίαια από το μπράτσο και την έσυρε παράμερα. «Πες μου όλα όσα ξέρεις για τον άνδρα που στέκεται δίπλα μου» της γρύλισε.
«Τόσο καλοί φίλοι είστε;»
«Ο Άρτουρ είναι κλειστός και δεν λέει πολλά. Αφού εσύ ωστόσο είσαι ενήμερη για όλα, σε ακούω»
Το σατανικό της χαμόγελο επέστρεψε.
«Λίγες φορές τον έβγαζε βόλτα και τις περισσότερες αυτό το αγόρι δεν μιλούσε σε κανέναν. Με το κεφάλι κατεβασμένο, συγκεντρωνόταν στο κουτσό του βάδισμα και εκείνη το είχε πάρει απόφαση πως έπρεπε να τον βοηθήσει να επιβιώσει. Συχνά τα χέρια του ήταν χαραγμένα από χτυπήματα κάποιας ζώνης μάλλον. Τον ακούγαμε να φωνάζει, να την εκλιπαρεί να σταματήσει. Οι κραυγές ήταν συχνό φαινόμενο, ώσπου ένα βράδυ, ή μάλλον αργά το απόγευμα δεν είχε και σημασία, οι φωνές ήταν διαφορετικές. Είμαι σίγουρη πως αυτός ο Άλμπρεχτ τον βίαζε. Τον έβλεπα πώς τον κοιτούσε με εκείνη την αρρωστημένη όρεξη. Έπειτα αυτός δεν φάνηκε ξανά. Πολλοί είπαν πως ο μικρός τον έφαγε. Γενικά πολλά ακούγονταν για την οικογένεια που είχε καταραμένη κατάληξη. Είχαν βλέπεις πολλούς εχθρούς και αντιζηλίες μέσα από το Κόμμα και λέγεται πως αυτή, η μητέρα, έκανε δύο αγόρια, δίδυμα, μονάχα που το γερό της το έκλεψαν, ίσως το πούλησαν και της άφησαν το σκάρτο. Όπως και να έχει, το σκάρτο τελικά καθώς είδα, βελτιώθηκε σε σημείο να πιστεύω πως όλα τα προηγούμενα τα φαντάστηκα» γέλασε βραχνά. Θέλεις κάτι άλλο;»
«Είμαι τόσο αηδιασμένος, που δεν θέλω τίποτε. Κλειδώσου μέσα και να μην σε ξαναδώ, τουλάχιστον για όσο θα είμαι εδώ» Όταν έκλεισε πίσω του την πόρτα του μιαρού μέρους, φωνές από τη φαντασία και τη διαστροφή βγαλμένες, όργωσαν το μυαλό του. Κοίταξε τον Μίσα που εξακολουθούσε να παρατηρεί προσεκτικά τον χώρο, μέχρι που χαμηλά σε έναν τοίχο, ψηλάφισε ξεραμένο αίμα. «Πρέπει να σου μιλήσω» του είπε ο Βέρνερ και του αφηγήθηκε όλη την ιστορία, επαναλαμβάνοντάς την στον Άλμπερτ. Ο Μιχαήλ άκουγε με το στομάχι του να ανακατεύεται. Κοιτούσε μηχανικά τα παράθυρα, καθώς ο χώρος έμοιαζε να συρρικνώνεται. Ο Άλμπερτ ανάσαινε με δυσκολία βρίζοντας ακατάπαυστα.
«Μέχρι πριν λίγες ώρες, νόμιζα πως ήμουν ο πιο άτυχος άνθρωπος στον κόσμο. Τώρα σκέφτομαι πως αν παρέμενα εδώ, θα έσωζα τον αδερφό μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω κάποιο χέρι να τον αγγίξει, μήτε θα τον έπαιρναν μακριά μου» πήρε μία ανάσα και κοίταξε και τους δύο. Εικόνες από τη ζωή του στη Μόσχα ξεπήδησαν. Τη στιγμή που εκείνος ντυνόταν με αστραφτερά ρούχα, που μάθαινε γαλλικά και αγγλικά, ο αδερφός του κακοποιούνταν «Όταν η ζωή μου πλάι στην οικογένεια που με υιοθέτησε έπαψε να με ευχαριστεί, απλά σηκώθηκα και έφυγα. Οι δρόμοι, το σκοτάδι τους και οι κίνδυνοι δεν με τρόμαζαν και ας μην είχα μεγαλώσει σκληρά. Τότε, γνώρισα τον Λεβ. Ήταν ένα τρομαγμένο αγόρι, γιος μίας πόρνης. Τον πήρα μαζί μου, φύγαμε και ζήσαμε στη φύση. Αυτή ήταν το καταφύγιό μου. Στη ζωή μου δεν ερωτεύτηκα, απεχθανόμουν τις δεσμεύσεις. Ίσως γιατί η απουσία της οικογένειας, το γεγονός πως πίστευα ότι με είχαν πετάξει, να με απέτρεπαν από το να δεθώ» πήρε μία ανάσα «Θεέ μου. Όλα μοιάζουν συγκλονιστικά γελοία. Εγώ που πίστευα ακράδαντα πως είμαι ένας ορφανός Ρώσος, βρέθηκα με ένα σωσία των Ναζί ως αδερφό, στην καρδιά του Βερολίνου τώρα, να εξομολογούμε την πίκρα μου σε δύο στρατιώτες της Βέρμαχτ, με τον έναν να έχει πληρωθεί για να με σκοτώσει. Μοιάζει με ανέκδοτο»
«Άμα το θέτεις έτσι...» ψέλλισε ο Άλμπερτ που ομολογουμένως είχε ζαλιστεί από τις αποκαλύψεις.
Μπροστά τους όμως είχαν μέλλον ακόμη και η πρωτεύουσα του Ράιχστανγκ παραφυλούσε, σαν εκείνα τα αόρατα δαιμονικά χέρια που αδημονούσαν να στραγγαλίσουν το θύμα. Έπρεπε να πάει και στο διαμέρισμα που έμενε ο αδερφός του και στο οποίο επέστρεφε όποτε είχε άδεια από τα μέτωπα. Ευτυχώς για εκείνους, κατόρθωσαν να παραβιάσουν την πόρτα. Ο Βέρνερ και ο Άλμπερτ του είπαν πως θα τον καρτερούσαν κάτω, στην είσοδο της πολυκατοικίας, θέλοντας να του δώσουν χρόνο.
Ο χώρος ήταν μικρός και μύριζε κλεισούρα. Ήταν σχετικά τακτοποιημένος, ωστόσο, κάθε σημείο ήταν καλυμμένο με ένα λεπτό στρώμα σκόνης που δήλωνε πως ο ιδιοκτήτης είχε καιρό να επιστρέψει. Σε ένα τραπεζάκι, βρήκε μία φωτογραφία του Άρτουρ και δίπλα της, πεσμένη, μία δύο νεαρών, ενός καστανού και ενός ολόξανθου. Τη γύρισε και με κόπο διάβασε δύο ονόματα. ΄΄Φίλιμπερτ και Κάσπαρ, Αθήνα, 1941΄΄ Κάποιος ήταν ο μικρός του αδερφός και εξαιτίας της ομοιότητας, αντιλήφθηκε πως ήταν ο καστανός. Ο Άρτουρ είχε αναφέρει στον Βέρνερ πως ήταν ένα γλυκό και καλόκαρδο αγόρι. Όλοι είχαν χαθεί και ο μόνος που του απέμενε, ήταν ο σωσίας του.
Προχωρώντας, με καρδιά που βροντοχτυπούσε, κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Ένα μονό κρεβάτι στόλιζε τον χώρο και πάνω του, υπήρχε ένα βρόμικο αρκουδάκι δίχως πόδι.
΄΄Ήταν ίσως το μόνο σου παιχνίδι. Αν ήμουν εγώ μαζί σου, όλα θα ήταν αλλιώς΄΄ Με τρόπο, σήκωσε το φτωχικό παιχνίδι και ασυναίσθητα το αγκάλιασε. Πάλεψε να βρει τη μυρωδιά του αδερφού του, θυμήθηκε τα μάτια του στο μέτωπο καθώς τον κοιτούσε με οργή και φόβο. Τότε αντιλήφθηκε την τραγικότητα. Πως οι δρόμοι που μεγάλωσαν ήταν διαφορετικοί, πως έμαθαν να αγαπούν ξεχωριστές πατρίδες. Από την άλλη, ήταν τόσο εύκολο να αγαπήσεις ανθρώπους από κάθε γωνιά, ακόμη και Γερμανούς. Τη στιγμή που η κουρτίνα η ομιχλώδης του πολέμου παραμέριζε, άφηνε στο φως της φιλίας το περιθώριο να εξαπλωθεί. Ο Βέρνερ ήταν φίλος του και το ήξερε. Με καρδιά ραγισμένη, άφησε το σακατεμένο παιχνίδι στη θέση του, όταν άκουσε φωνές γυναικείες και μάλιστα στα γερμανικά. Η Ίνγκε αναζητούσε τον Άρτουρ συχνά πυκνά και τώρα έβρισκε ανοιχτή την μπροστινή πόρτα. Ο Μίσα σύρθηκε στο μικρό σαλόνι, όταν αντίκρισε τη γυναίκα.
«Επιτέλους! Σε έψαχνα! Νόμιζα πως σκοτώθηκες» πρόφερε και την είδε να τον πλησιάζει ελαφρώς αισθησιακά. Ένα αίσθημα αηδίας τον πλημμύρισε, εν μέρει γιατί ο τρόπος της ήταν άξεστος και εν μέρει γιατί ήταν Γερμανίδα.
«Μην πλησιάζεις» της είπε στα ρωσικά χωρίς να τον ενδιαφέρει.
«Τι είπες; Τι γλώσσα μιλάς;»
«Ρώτησέ με στα αγγλικά» πρόσφερε κοφτά.
«Τι γλώσσα μιλάς;» επανέλαβε εκείνη.
«Τη γλώσσα που σε λίγο θα ακούει το Βερολίνο. Δεν είμαι ο Άρτουρ και εσύ μυρίζεις αλκοόλ»
«Και ποιος διάολο είσαι;»
«Δεν είναι κάτι που σε αφορά» την κοίταξε υποτιμητικά «Και κάτι ακόμη. Αν είχα να δω γυναίκα χρόνια ολόκληρα, δεν θα ήσουν η επιλογή μου, έστω και αν δε είχα άλλη»
«Μα είστε ίδιοι!» συνέχισε εκείνη»
«Το αλκοόλ φταίει. Δίνε του» Ο Βέρνερ και ο Άλμπερτ ανέβηκαν τρέχοντας, τη στιγμή που η Ίνγκε αποχωρούσε, ρίχνοντας μία διεισδυτική ματιά στον Βέρνερ και τα όμορφα μάτια του. «Ο αδερφός μου είχε κακό γούστο τελικά. Αλλά η απελπισία μάλλον οδηγεί στην αγκαλιά αυτής της τσούχτρας»
«Έχουμε ακόμη έναν τόπο. Το ορφανοτροφείο όπου μεγάλωσε ο μικρός σου αδερφός» του είπε ο Βέρνερ. Κατέβηκαν τα παλαιά, μαρμάρινα σκαλιά και τη στιγμή που αποχωρούσαν, είδαν μία ηλικιωμένη γυναίκα να πλησιάζει προς το μέρος τους. Ήταν απεριποίητη σχετικά και φαινόταν σαν να μην της είχε φερθεί ο χρόνος με τρυφερότητα, σαν να την είχε γεράσει βίαια. Η Ελένη κοίταξε τον Μιχαήλ και πίστεψε πως ήταν ο Άρτουρ. Με ευγένεια τον πλησίασε μιλώντας του στα γερμανικά. Ο Βέρνερ της εξήγησε πως δεν ήταν εκείνος, αλλά ο αδερφός του που αρπάχτηκε μάλλον από το μέρος που γεννήθηκε. Της εξήγησε τα πάντα και εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει σχεδόν έντρομη.
«Φτωχό μου αγόρι» μίλησε με τα λίγα αγγλικά που ήξερε, μέχρι που βρέθηκαν σε ένα παγκάκι να συζητούν για όλα. Για τον Φίλιμπερτ και τον Κάσπαρ, για την πρώτη της συνάντηση με τον αδερφό του τον δίδυμο. Κάθε φορά που το όνομα του Φίλιμπερτ ερχόταν στο στόμα της, το βλέμμα της λοξοδρομούσε.
«Τον ψάχνω. Μου είπε να πάω σε μία φίλη στην Αυστρία για προστασία, μα πώς θα αφήσω τα ορφανά; Αν κάτι συμβεί, αυτά τα παιδάκια θα βρεθούν στη μέση της καταστροφής»
Ο Μίσα κατέβασε το βλέμμα.
«Ο μικρός μου αδερφός...δεν ζει...Λυπάμαι...»
Τα μάτια της έκλεισαν καταπνίγοντας έναν λυγμό.
«Όχι το μωρό μου...το αγοράκι μου....το παλικάρι μου»
«Συγγνώμη...Είμαι ο μόνος μάλλον διαθέσιμος και δεν με ξέρετε κιόλας. Δεν μεγάλωσα καν σαν Γερμανός, ωστόσο, έχω και πάλι μία αγκαλιά για εσάς αν την έχετε ανάγκη»
Είχε αλλάξει. Ο ψυχρός του χαρακτήρας είχε αρχίσει να γκρεμίζεται. Ο πόνος ήταν ανθρώπινος και η Γερμανία δεν είχε την λάμψη που όλοι φαντάζονταν. Όμως και ο Μιχαήλ δεν είχε πια μέσα του εκείνη την οργή. Σαν βάδισε στα μονοπάτια των αδερφών του, ένα κενό μέσα του φάνηκε και φούσκωσε. Τόσα χρόνια κρυβόταν, όμως πλέον ήξερε για τις σαθρές και σάπιες ρίζες του. Για τον αδερφό που κακοποιήθηκε και βιάστηκε εξαιτίας του κουτσού ποδιού του, για τον μικρό που σκοτώθηκε στην Ελλάδα. Το κενό τώρα αναζητούσε να κλείσει στηριζόμενο σε κοινές αναμνήσεις που δεν υπήρχαν. Πόσο θα ήθελε να είχε γνωρίσει τα αδέρφια του και πόσο εύκολο ήταν τώρα πια, εκείνος και ο Άρτουρ να έρθουν κοντά; Πώς θα γιάτρευε τα ψυχικά του τραύματα; Ήταν μεγαλωμένος εδώ και ήταν ο εχθρός της χώρας που στα σπλάχνα της τον είχε αναθρέψει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top