Βυθισμένοι στο σκοτάδι/part 2
Προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την περίσταση, ο Κάσπαρ συνόδευσε την Άμπι μέχρι την αγορά του Ντέμπνικι προκειμένου να διαλέξουν πράγματι ένα υλικό που θα προτιμούσε να γευτεί. Οι επιλογές ολοένα και λιγόστευαν, ωστόσο με την ιδιότητα του αξιωματικού της Βέρμαχτ κέρδιζες πολλά περισσότερα. Από ένα κοντινό μικρό καφέ ωστόσο, ένα ζευγάρι μάτια τους παρακολουθούσε. Ο Κάζιο, ο κολλητός φίλος της Αννίκα που είχε επιστρέψει από τον πόλεμο, παρακολουθούσε την Άμπι και αυτόν τον Ναζί που τη συνόδευε. Του έκανε εντύπωση το συγκεκριμένο θέαμα καθώς η κοπέλα δεν φαινόταν και τόσο αγχωμένη δίπλα του. Το αντίθετο μάλιστα. Οι γροθιές του σφίχτηκαν. Σε ένα γράμμα της φίλης του, είχε διαβάσει πως αντιμετώπιζε προβλήματα. Έστω και με κωδικό τρόπο του είχε μεταφέρει το πρόβλημα της μητέρας της. Τώρα όμως σχεδόν δεν μπορούσε να το πιστέψει πως αυτός ο νεαρός, κατά πάσα πιθανότητα όχι απλώς έμενε στο σπίτι τους, μα τους ήταν και συμπαθής. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να επικοινωνήσει με την Αννίκα, παρόλο που δεν ήθελε να την μπλέξει στις δικές του επικίνδυνες δουλειές με την αντίσταση.
Γυρνώντας, ο νεαρός για λίγο κοντοστάθηκε ξανά πάνω από τη σχάρα του υπονόμου, ωστόσο τίποτε και κανένας δεν βρισκόταν εκεί. Η Έμμα είχε εξαφανιστεί ώρα τώρα βρίζοντας από μέσα της. Ήταν μία ηλίθια που θα έβαζε σε κίνδυνο και τις ζωές των υπόλοιπων. Τρέμοντας τόσο από την υγρασία, όσο και από το λάθος της, επέστρεψε πίσω με τον Γιάεν να σηκώνεται απότομα από τη θέση του.
«Πού ήσουν;» σχεδόν τη μάλωσε.
«Γιατί μου μιλάς έτσι απότομα;» διαμαρτυρήθηκε η κοπέλα.
«Γιατί αυτά τα μέρη δεν τα γνωρίζεις και είδες τι συνέβη εκεί πίσω σε εκείνον τον άνδρα! Τον κατάπιε το ρεύμα! Επομένως, σε ρωτώ ξανά. Πού ήσουν;»
«Πήγα όλο ευθεία και στάθηκα για λίγο σε ένα άνοιγμα. Ήθελα να δω το φως του ήλιου. Ακόμη και στο γκέτο είχαμε την ευκαιρία να βλέπουμε ένα κομμάτι ουρανού. Εδώ κάτω...»
«Εδώ κάτω θα είμαστε ασφαλείς! Πόσο στο ανάθεμα να διαρκέσει αυτός ο πόλεμος; Οι ναζί θα χάσουν!» ακούστηκε σχεδόν σίγουρος.
«Και πόσο σίγουροι είμαστε πως οι υπόλοιποι θα μας θέλουν; Αν ρωτάς εμένα, έχω τις αμφιβολίες μου. Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι για να εξασφαλίσουν ας πούμε φαγητό ή εύνοια, με χαρά προδίδουν τον Εβραίο συνάνθρωπό τους. Ίσως και όταν ελευθερωθεί ο κόσμος, να θέλουν ακόμη να μας κάνουν κακό»
Στο μυαλό της ήρθε το λάθος της. Ενώ βρισκόταν κοντά στη σχάρα, ένας στρατιώτης την είχε ακούσει και είχε σκύψει προς το μέρος της. Φυσικά δεν είχε δει τίποτε, εκτός ίσως από τη σκιά της. Αποφάσισε τελικά να μην πει τίποτε. Ίσως θα έκανε τα πράγματα χειρότερα και ήξερε πως ειδικά ο Γιάεν ήταν ικανός να ΄΄καθαρίσει΄΄ όποιον στεκόταν εμπόδιο στην επιβίωσή τους. Όλη την υπόλοιπη μέρα, είχαν ανταλλάξει ελάχιστες κουβέντες με τους υπόλοιπους, εκτός ίσως από τις δύο αδερφές. Η μία βαστούσε την κοιλιά της που μέρα με τη μέρα βάραινε και μαζί και η ψυχολογία της. Ο άνδρας της, ένας νεαρός Εβραίος ήταν εξαφανισμένος και υπέθετε πως τον είχαν σκοτώσει. Πήγε το πρωί στη δουλειά και δεν γύρισε ποτέ. Έτσι έμεινε ολομόναχη μαζί με τον πατέρα και την αδερφή της. Μέχρι που χάθηκε και αυτός. Ο φόβος της για τη γέννα της προκαλούσε κρίσεις πανικού.
«Πώς θα επιβιώσει εδώ κάτω ένα βρέφος; Εγώ είμαι αρκετά αδύναμη και αμφιβάλω αν θα μπορώ να το θηλάσω, ενώ το κλάμα του μπορεί να μας προδώσει»
«Αυτό το μωρό είναι επικίνδυνο» ψέλλισε το άλλο ζευγάρι που είχε τον γιο και ο Φρανκ τους λοξοκοίταξε αυστηρά.
«Ας μην προδικάζουμε καταστάσεις από τώρα. Τέτοιες σκέψεις είναι αμαρτωλές»
«Θα τις βρούμε μπροστά μας όμως» συνέχισε ο άνδρας και η Έμμα για λίγο σκέφτηκε πόσο πολύ σε αλλάζει ο φόβος και η ανάγκη για επιβίωση. Κανείς δεν σκεφτόταν την τύχη μίας αθώας ψυχούλας και της μητέρας. Όλοι τους ψυχρά και υπολογιστικά, απλώς αντιλαμβάνονταν πως αν έμενε, πιθανότατα να τους πρόδιδε στους κατακτητές.
Κούρνιασε για λίγο σε ένα στεγνό σημείο. Οι παλαιές της μπότες και οι άκριες του φορέματός της, είχαν μουσκέψει στα νερά του υπονόμου. Τα μάτια της βούρκωσαν πάλι. Στον χώρο επικρατούσε μία αναταραχή καθώς όλοι έφερναν στην επιφάνεια σαν θέμα, τη σίτιση. Φυσικά ο Γιάεν, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, θα πήγαινε πίσω στο γκέτο, στην αποθηκούλα, όπου ήξερε πως είχε τοποθετήσει τις πατάτες.
«Είσαι σίγουρος; Μήπως θα ήταν καλύτερο να ερχόμουν και εγώ;» τον ρώτησε ο Φρανκ.
«Όχι. Προτιμώ να μείνεις. Αν κάτι μου συμβεί χρειάζονται ένα στήριγμα ανδρικό γιατί ο άλλος δεν είναι πρόθυμος και το αγόρι είναι μικρό» του απάντησε ο Γιάεν και έπειτα, απλώς κάθισαν όλοι μαζί να καρτερούν το σκοτάδι. Στη σκέψη τους κυριαρχούσε μία απορία, η οποία αφορούσε την καταπολέμηση της ανίας τους. Τι θα έκαναν κάθε μέρα; Ίσως θα έπρεπε να οργανώσουν μία ρουτίνα και να την ακολουθούν πιστά. Η Έμμα είχε μαζί της και ένα βιβλίο αλλά καθόλου φως για να το διαβάσει. Έτσι, με πρόφαση αυτό, ζήτησε να της επιτρέψουν να μετακινηθεί κοντά στη σχάρα μέχρι τη δύση του ήλιου. Ο Γιάεν στην αρχή διαφώνησε, ωστόσο η κοπέλα, καθώς πλέον ήταν εγκλωβισμένη μα ασφαλής, έκανε όνειρα και ύφαινε φαντασιώσεις με εικόνες μαγικές, με λιβάδια καταπράσινα και πόλεις ευτυχισμένες. Έβλεπε τις χρυσές ηλιαχτίδες που τρύπωναν από τη σχάρα λίγο πριν τη δύση και ευθύς η φαντασία της αφηνόταν να καλπάσει ελεύθερη σε μέρη μαγικά. Ακόμη και οι πυροβολισμοί που κάποτε ακούγονταν, δεν την άγγιζαν. Εκείνη βρισκόταν κλεισμένη σε έναν ονειρόκοσμο, όπου είχε το βιβλίο της, τις ελάχιστες εικόνες των ζωντανών της γης και την ελπίδα της.
Το ίδιο απόγευμα, ο Κάσπαρ είχε επιστρέψει στο σπίτι και η Τερέζ, πασπαλισμένη με ένα βαρύ άρωμα, ετοιμαζόταν να υποδεχτεί έναν λοχαγό των Ες-Ες. Η ματιά της πάντοτε κατρακυλούσε επάνω του με μία υποψία λαγνείας, ωστόσο εκείνος προτιμούσε να μην της δίνει σημασία εκτός από τα τυπικά. Η Αννίκα βρισκόταν στη σοφίτα και η Άμπι δήθεν ανέβηκε για να της προσφέρει ένα δίσκο με ελάχιστα καλούδια.
«Λοιπόν, έχω νέα» ψέλλισε σχεδόν συνωμοτικά και η Αννίκα ανακάθισε.
«Σε ακούω» πρόφερε πονηρά.
«Είχα βγει έξω με προορισμό την αγορά του Ντέμπνικι και με ακολούθησε. Κοντοστάθηκε σε μία σχάρα υπονόμου και θα ορκιζόμουν πως είδε ανθρώπους εκεί κάτω αλλά τους κάλυψε σε κάτι άλλους σαν εκείνον που τον ρώτησαν»
Η Αννίκα το σκέφτηκε.
«Θέλεις να πεις πως υπάρχουν δύστυχοι άνθρωποι που ζουν εκεί μέσα;»
«Έτσι φαίνεται»
«Ω Θεέ μου! Και η μητέρα μου πάλι έχει καλεσμένους....»
«Πάλι...» συγκατένευσε η άλλη κοπέλα.
Πράγματι, μόλις έπεσε το βράδυ, ο Λοχαγός ήρθε και κάρφωσε τη ματιά του στον Κάσπαρ που ήταν αναγκασμένος να παρευρεθεί. Η Αννίκα προσπάθησε να το αποφύγει, μα η μητέρα της δεν της άφησε άλλη επιλογή. Έτσι, βρέθηκαν και οι τέσσερις να κάθονται με τον λοχαγό να σχολιάζει το εβραϊκό ζήτημα και να καυχιέται για τους διαφορετικούς τρόπους θανάτου που είχαν εφεύρει. Τα μάτια της Αννίκα στένεψαν και ο Κάσπαρ κατάλαβε πως ετοιμαζόταν να παρέμβει. Στα γρήγορα, το χέρι του γλίστρησε κάτω από το τραπέζι και βρήκε το δικό της κάνοντάς της έμμεσο σήμα να ηρεμήσει. Η ανάσα της πιάστηκε καθώς είχε πάρει φόρα και τελικά κατέληξε σε βήχα. Η συζήτηση συνεχίστηκε, μα ο Κάσπαρ συνειδητοποίησε πως τόση ώρα συνέχισε να της βαστά το χέρι και κανείς τους δεν είχε κάνει την κίνηση να αποτραβηχτεί. Τελικά, πρώτη μαζεύτηκε η Αννίκα, η οποία ένιωσε τρομερή αμηχανία να την κατακλύζει. Ο λοχαγός είχε πιεί για τα καλά και η Άμπι έμεινε προκειμένου να μαζέψει τα πιάτα και τα φαγητά που είχαν απομείνει. Η Τερέζ καρτερούσε τον μεγαλύτερο άνδρα στην κρεβατοκάμαρά της και ο Κάσπαρ, όταν φαινομενικά άπαντες είχαν αποσυρθεί, βγήκε από το δωμάτιο της κοπέλας και ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού, έφυγε με κατεύθυνση εκείνον τον υπόνομο. Τα μάτια του δεν τον είχαν γελάσει, μα έπρεπε να προσέχει. Υπήρχε αντίσταση στην πόλη και κυκλοφορούσε ολομόναχος. Ή έτσι τελοσπάντων νόμιζε μην έχοντας δει τη σκιά της Αννίκα που τον ακολουθούσε.
***
Αν και το Άουσβιτς από άποψη μεγέθους και αρμοδιοτήτων ήταν μοναδικό μεταξύ των υπόλοιπων στρατοπέδων, οι ιατρικές του υπηρεσίες είχαν πανομοιότυπη δομή με τα υπόλοιπα. Ο Μένγκελε λάμβανε εντολές από τον επιτηρητή του, τον δόκτορα Έντουαρτ Βίρτς και τώρα θα είχε ακόμη έναν δίπλα του, τον Άρτουρ. Ίσως η πιο ανατριχιαστική εικόνα να ήταν εκείνη της ράμπας εισόδου και των διαλογών. Οι αιχμάλωτοι σαστισμένοι, κουρασμένοι και φοβισμένοι θα κατέβαιναν με τη βία από τα τρένα. Ο Άρτουρ όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι όπως και η Αφροδίτη. Κλεισμένοι ο καθένας στο δικό του δωμάτιο στην ουσία ήθελαν και ταυτόχρονα δεν άντεχαν την παρουσία του άλλου. Ο Άρτουρ δεν είχε φανταστεί ποτέ του πως θα ανεχόταν μία γυναίκα να μένει στο ίδιο σπίτι μαζί του. Μέχρι τώρα τις ήθελε για ικανοποίηση και κατόπιν αποχωρούσαν. Πράξεις αγκαλιάς εμπεριέχονταν στον έρωτα και όχι στη δική του ρουτίνα. Από την άλλη η Αφροδίτη ήταν τρομοκρατημένη. Σε κάθε μικρό θόρυβο, ολόκληρο το κορμί της ανατρίχιαζε. Ακόμη και το γεγονός πως ξάπλωνε σε ξένο κρεβάτι, με ξένη μυρωδιά, της προκαλούσε αναστάτωση.
Κατά το χάραμα, ο Άρτουρ σηκώθηκε καθώς έπρεπε να φύγει. Δεν ήξερε τι θα ήταν σωστό να πει στην κοπέλα, εξάλλου δεν ζούσαν σαν φυσιολογικοί άνθρωποι για να της αναγγείλει την έξοδο για εργασία. Έχοντας ντυθεί, απλώς αποχώρησε βιαστικά. Τα χέρια του έτρεμαν ενώ τελευταία θύμωνε με τον εαυτό του για το γεγονός πως κούτσαινε. Στο λυκόφως της αυγής, σαν στοιχειό φάνηκε το στρατόπεδο, τυλιγμένο από την ομίχλη και την απανθρωπιά. Παρά το γεγονός πως οι διαλογές δεν γίνονταν ως τότε από το ιατρικό προσωπικό, ο Βιρτς το άλλαξε αυτό καθώς έτσι πίστευε πως τα πράγματα θα ήταν καλύτερα και πιο δίκαια. Άνθρωποι σαν τον Άρτουρ και τον Μένγκελε θα γνώριζαν ποιοι έκαναν για δουλειά και ποιοι για τον θάνατο. Είχε φτάσει λοιπόν την κατάλληλη στιγμή, γνωρίζοντας τον Μένγκελε και χαιρετώντας τον τυπικά. Είχε καταλάβει πως στο βάθος τον κοιτούσε περίεργα εξαιτίας του βαδίσματός του.
Η αναγγελία άφιξης συρμού ακούστηκε και ευθύς ο Άρτουρ είδε στολές σαν εκείνου να περικυκλώνουν τη ράμπα ώστε να αποτραπεί κάθε διαφυγή καθώς και για να προστατευθούν τα τιμαλφή που θα άδειαζαν από το τρένο. Κατόπιν, οι πόρτες των βαγονιών άνοιξαν και οι αιχμάλωτοι διατάζονταν να αποβιβαστούν. Ζωές, δεκάδες ζωές με παρελθόν παρόν αλλά όχι μέλλον, κινούνταν μέσα στη δυστυχία. Τα μάτια του Άρτουρ όργωναν τον κόσμο αυτόν τον αλλόφρονα, σταματώντας στη σκληρή στάση των ομοίων του. Έπρεπε να παίξει καλά τον ρόλο. Αν δεν γυρνούσε σπίτι ποιος θα την προστάτευε; Ή μήπως αυτό τελικά ήταν δικαιολογία; Όπως και να είχε δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για τέτοιες σκέψεις. Οι κρατούμενοι χωρίστηκαν σε δύο σειρές. Από τη μία οι άνδρες και από την άλλη τα γυναικόπαιδα. Δική του δουλειά ήταν να τους χωρίσει σε δεξιά και αριστερή σειρά, σε ζωή και σε θάνατο Οι αδύναμοι και οι ηλικιωμένοι θα θανατώνονταν, το ίδιο και οι έγκυες, καθώς και οι μητέρες με μικρά παιδιά. Την ημέρα εκείνη η τύχη είχε φέρει μονάχα τρία παιδιά στο στρατόπεδο. Ο ένας ήταν ένα αγόρι γύρω στα οκτώ, πανέμορφο με σταρένιο δέρμα, όπως η μητέρα του. Μόλις έφτασαν μπροστά του, στα μάτια τους διάβασε την σιωπηλή ικεσία. Τα δικά του, φανέρωναν μία απανθρωπιά ωστόσο, μέσα σε δευτερόλεπτα άλλαξαν, δίνοντάς τους σιωπηλά μία ελπίδα. Το αγόρι εμφάνιζε ετεροχρωμία στα μάτια και ο Μένγκελε αγαπούσε τέτοιου είδους χαρακτηριστικά. Δήλωσε ευθύς τη μάνα για να προχωρήσει ως κρατούμενη και τον μικρό για πειραματόζωο. Δεν είχε ιδέα τι στο καλό θα έκανε, μα ο Μένγκελε φάνηκε να ενθουσιάζεται μιας και τον ενδιέφερε και εκείνον η ετεροχρωμία. Μηχανικά, συνέχιζε κάποιες διακρίσεις, δίχως να μπορεί να ξεφύγει, σκεπτόμενος παράλληλα πώς θα μπορούσε να βοηθήσει ορισμένους κρατούμενους, χτίζοντας ένα όνομα που θα του άνοιγε την πόρτα ώστε να έχει την αποκλειστικότητά τους. Και το βρήκε, μα ήταν νωρίς για να το θέσει σε εφαρμογή.
Δίχως να χαθεί χρόνος, ο Μένγκελε εξήγησε στον Άρτουρ το επιστημονικό ενδιαφέρον του για τους οφθαλμούς δείχνοντάς του σταγόνες που περιείχαν αδρεναλίνη. Φυσικά ο νεαρός ήξερε, πως κάτι τέτοιο θα είχε τραγικές συνέπειες, ενώ στιγμή δεν απορούσε για το χρώμα των ματιών των ανθρώπων. Παρόλα αυτά του είπε πως θα το δοκίμαζε. Μαζί με τον μικρό μεταφέρθηκαν σε μία αίθουσα. Είχε καταλάβει πως μιλούσε γερμανικά και όταν έκλεισε η πόρτα, το αγόρι σκυθρώπιασε.
«Θα πονέσω; Η μαμά πού είναι;»
«Άκου, θέλω τη συνεργασία σου. Θα σου ρίξω νερό για την ώρα, ωστόσο θα ήθελα να μου πεις αν πράγματι έχεις πρόβλημα υγείας. Δεν με νοιάζουν τα πειράματα. Θέλω ιατρικά να εξελιχθώ και να βοηθήσω τον κόσμο»
«Τότε γιατί είσαι κακός;»
«Είναι ο ρόλος μου. Και ο δικός σου θα είναι να παριστάνεις τον ασθενή μου»
«Και της μαμάς;»
«Ίσως, την καλέσω για δουλειά στο σπίτι μου έξω από εδώ. Μετά, θα φροντίσω να ελευθερωθεί και εσύ να ζήσεις. Πρέπει να δουλέψουμε όμως»
Ο μικρός μειδίασε.
«Εντάξει. Θέλεις να φωνάξω κιόλας;»
«Όχι. Αλλά δεν θα χαίρεσαι όταν θα με βλέπεις. Τώρα λοιπόν, πάμε να λύσουμε τα αληθινά προβλήματα υγείας και να αφήσουμε τα μάτια σου ήσυχα»
Φυσικά στον Μένγκελε ξεκίνησε ένα λογίδριο περί αλλαγής της φυλής και ανακάλυψης φυλετικής ταυτότητας με βάση την ίριδα. Ο μικρός είχε δήθεν τα μάτια κλειστά από τον πόνο, όταν στην ουσία του είχε χορηγηθεί το σωστό φάρμακο για τον πυρετό του. Δίχως να μπορεί να κάνει πάντα το σωστό, ο Άρτουρ είχε βάλει στόχο να εξελιχθεί σαν γιατρός, παθολόγος και να ανακουφίσει τους ασθενείς του. Σιγά-σιγά κάποιοι κρατούμενοι θα το αντιλαμβάνονταν και ας παρίσταναν τους φοβισμένους στη θέα του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top