Άνθρωποι ξανά/ part 1

΄΄Να εκμηδενίσεις τον άνθρωπο είναι δύσκολο, όσο και να τον δημιουργήσεις. Δεν ήταν απλό, πήρε χρόνο, αλλά τα καταφέρατε Γερμανοί. Είμαστε υπάκουοι κάτω από το βλέμμα σας΄΄

Πρίμο Λέβι

Έκανε πολύ κρύο. Η χρονιά του 45 είχε μπει και ο Άρτουρ ζωγράφιζε ολομόναχος κάρτες, οι οποίες δεν είχαν παραλήπτη. Ένας ακόμη Ες-Ες, ο Αλόις, ήταν έτοιμος να εκτελέσει εκείνον τον κρατούμενο που προκάλεσε αναταραχές στο Sonderkommando*, ανατινάζοντας ένα από τα κρεματόρια του Μπίρκεναου. Η γνωστή ορχήστρα θα στηνόταν, οι κρατούμενοι θα παρατάσσονταν μπροστά στην αγχόνη και ο μελλοθάνατος θα ούρλιαζε, πραγματοποιώντας σπασμωδικές κινήσεις, τις τελευταίες της ζωής του. Η Τζούλια, η Πολωνή, ήξερε πού θα έβρισκε τον Άρτουρ. Αν δεν ήταν σιμά στα συρματοπλέγματα να ξεπαγιάζει μόνος του, θα ήταν στο αναρρωτήριο. Αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Αλόις. Η θέση του Άρτουρ ήταν να ξυλοκοπά και να σκοτώνει. Όσο και αν πάλευε να τους πείσει πως έκανε ορισμένα πειράματα, το ψέμα είχε κοντά ποδάρια.

Σκοντάφτοντας στις λακκούβες, η Εσθήρ και η Τζούλια ήθελαν να ειδοποιήσουν τον Άρτουρ για ορισμένα νέα. Ο μαύρος, παγωμένος ουρανός, φανέρωνε μία σκληρή σελήνη που έριχνε το αρρωστημένο της φως στα πτώματα των πεινασμένων που και εκείνοι είχαν σκοντάψει, απλώς ήταν αδύνατο να σηκωθούν. Ευθεία μπροστά, πίσω από ένα παράπηγμα και με μοναδικό φως μία λάμπα, ο Άρτουρ ζωγράφιζε μία χριστουγεννιάτικη κάρτα και ας είχαν περάσει οι γιορτές. Δεν ήταν καλός στη ζωγραφική, όχι σαν εκείνη. Το χιόνι έπεφτε, κυλούσε μαζί με τα δάκρυά του. Δεν ήξερε αν ποτέ θα τον συγχωρούσε η Αφροδίτη, αν φυσικά τον έβλεπε ξανά. Είχε αναγκαστεί να κυλήσει στον βούρκο πάλι, στην Κόλαση, για τη σωτηρία λίγων ψυχών. Όλων ήταν αδύνατο έτσι και αλλιώς. Τα χέρια του έτρεμαν και τα φυσούσε διαρκώς για να τα ζεστάνει. Όταν άκουσε τα βήματα των δύο γυναικών, μαζεύτηκε πίσω κρύβοντας την κάρτα. Στον κόσμο του η ευαισθησία ήταν απούσα.

«Άρτουρ» ψιθύρισε η Τζούλια «Πρέπει να σου μιλήσω»

«Με τρόμαξες. Νόμιζα πως ερχόταν ο Αλόις»

«Ακούγονται οι πυροβολισμοί των Ρώσων...Δεν ξέρω, ίσως πρέπει να φύγεις»

«Όχι» της απάντησε ψυχρά.

«Μα, αν έρθουν θα σε σκοτώσουν»

«Δεν με νοιάζει» της απάντησε όταν από την τσέπη του γλίστρησε η κάρτα που προσπαθούσε να ζωγραφίσει. Ήταν τελείως παιδική η ζωγραφιά. Ένα δέντρο, μερικά κουτιά δώρων και μία οικογένεια ολόγυρα. Από τα πρόσωπα έλειπε το χαμόγελο. Ούτε στο μυαλό του δεν μπορούσε να το ζωγραφίσει.

Η Εσθήρ το είδε και ο Άρτουρ το μάζεψε ντροπιασμένος. Εκείνη αμήχανα έσφιξε ένα κουρέλι γύρω από το κεφάλι της.

«Αν μείνεις...δεν θα μπορέσεις να τη δεις ξανά» του είπε χαμηλόφωνα η Ελληνοεβραία. «Αν αντέξεις, θα φροντίσω να φύγουμε μαζί. Πρέπει να ζήσουμε και εμείς μόνο εσένα έχουμε»

«Έχω φροντίσει για εσάς. Ξέρω άτομα από το τμήμα των μολυσματικών ασθενειών που δεν θα τα καταφέρουν. Χρειάζεστε παπούτσια...Τα Ες-Ες θα εκκενώσουν μάλλον τα στρατόπεδα»

«Έχεις σκεφτεί κάτι...κάτι επικίνδυνο»

Η Τζούλια πλέον τον γνώριζε πάρα πολύ καλά.

«Είναι η τελευταία μου παράσταση. Από εσάς, θέλω μία χάρη. Όταν φτάσει η στιγμή της εκκένωσης και της πορείας, γιατί έτσι ακούγεται, θέλω να ειδοποιήσετε όσους μπορείτε, ώστε να βρουν ρούχα. Επίσης, πρέπει να πάω στους ασθενείς με οστρακιά ή τύφο στο αναρρωτήριο. Πρέπει να τους βοηθήσω γιατί αν δεν αντέξουν την πορεία, θα σκοτωθούν με μία σφαίρα. Επίσης θα κρύψω μερικούς»

«Επομένως...» η Εσθήρ έτρεμε.

«Τίποτε από όσα γίνονται εδώ δεν είναι για το καλό σας. Αυτό θα έπρεπε ήδη να το γνωρίζετε»

Αποχώρησε ξανά με σκυφτούς ώμους, όταν μπροστά του έπειτα από λίγο είδε τον Αλόις.

«Τι κάνεις εδώ κουτσέ;» τον ειρωνεύτηκε.

Είχε σχεδόν φτάσει στο αναρρωτήριο, κάτω από το παράθυρό του. Στο εσωτερικό, ο Αβραάμ, Έλληνας Εβραίος της Θεσσαλονίκης, άκουγε τον καβγά και ας μην καταλάβαινε λέξη. Ήταν άρρωστος και καθημερινά δεχόταν τη φροντίδα του Άρτουρ που είχε περάσει μικρός την οστρακιά και γι' αυτό δεν κολλούσε. Η κουκέτα του ήταν ψηλά και ο Γερμανός ανέβαινε με τη σκάλα για να μην τον αναγκάσει να κατέβει. Αυτό τον συγκινούσε. Τον έκανε να νιώθει άνθρωπο και πως ίσως, είχε δίπλα του έναν σύμμαχο ισχυρό σε ένα παιχνίδι θανάσιμο. Ακούγοντας λοιπόν τον καβγά, κατάλαβε πως η μία φωνή ανήκε στον Άρτουρ.

΄΄Κάποια μέρα θα έμπλεκε΄΄ σκέφτηκε όταν ένας άλλος ασθενής από την Ουγγαρία, που επίσης αναγνώριζε τη φωνή, του έκανε νόημα να αρπάξει ένα βαρύ αντικείμενο.

Ο καβγάς συνεχιζόταν και ο Άρτουρ με τον Αλόις, είχαν αρπαχτεί σχεδόν από το λαιμό. Ο Άρτουρ, αν και είχε αδύναμο πόδι, διέθετε αρκετή δύναμη στα χέρια, με αποτέλεσμα ο Αλόις να βρεθεί κολλημένος στον τοίχο, κάτω από το παράθυρο. Σιγανά, ο Αβραάμ ξεμύτησε παρά το κρύο και την αρρώστια του. Είδε τον Άρτουρ απέναντι, ο οποίος δεν τον κοίταξε καθόλου και τη στιγμή που ετοιμάστηκε να χτυπήσει τον Αλόις, το αντικείμενο έπεσε από το παράθυρο αφήνοντάς τον αναίσθητο. Ο Άρτουρ εισέβαλε στο αναρρωτήριο και τον βρήκε δήθεν ξαπλωμένο στο πλάι.

«Εντάξει, Αβραάμ. Ξέρω πως το χρειαζόταν»

«Και εσύ το χρειαζόσουν. Σε είχε φουντώσει»

«Με είχε» παραδέχτηκε ο Άρτουρ ξερά.

«Ακούσαμε για εκκένωση...»

«Δεν θα κάνετε τίποτε. Ακούστε με. Γδυθείτε όταν θα σας πω και κρυφτείτε σε κάποια κουκέτα πολύ καλά. Αν βγείτε έξω με τέτοιες συνθήκες, είστε νεκροί. Εδώ θα έρθουν οι Ρώσοι»

«Και εσύ;»

«Δεν ξέρω τι θα κάνω...»

«Δεν με καλύπτει η απάντηση» τον πείραξε στα ελληνικά.

«Δεν με αφορά αυτό κρατούμενε» μειδίασε ο Άρτουρ.

Τη νύχτα πριν την εκκένωση, όλες οι κουζίνες του στρατοπέδου λειτούργησαν κανονικά. Ο Άρτουρ ήθελε να βεβαιωθεί πως λίγη σούπα θα έφτανε στους άρρωστους. Όλο το προηγούμενο βράδυ δεν είχε κοιμηθεί. Ήταν έξω και σκεφτόταν, καρτερώντας την ανατολή. Ακόμη και αυτή του έμοιαζε τρομακτική σαν αίμα. Μονάχα αν το βλέμμα του έφευγε μακριά από τον βδελυρό τόπο, έφερνε για λίγο στο μυαλό του όμορφες στιγμές, όπως η κρυψώνα με το γιασεμί πίσω στην Ελλάδα, ο έρωτάς του με την Αφροδίτη και ανάμεσα σε αυτά, υπήρχε ο αδερφός του. Άραγε πόσα γνώριζαν ο ένας για τον άλλο; Υπήρχε ποτέ περίπτωση να καλυφθεί το κενό που τους χώριζε;

Ο κεντρικός σταθμός θέρμανσης την επομένη, σιγά σιγά εγκαταλείφθηκε. Κάθε ώρα που περνούσε όμως, τα παραπήγματα ολοένα και κρύωναν. Ο Αβραάμ ήδη αισθανόταν τη διαφορά στο αδύναμο κορμί του. Ένα μόνο τον παρηγορούσε. Η σκέψη πως ο Αλόις θα είχε έστω και ένα καρούμπαλο από ελληνικό χεράκι. Έξω ο καιρός ήταν φονικός, με θερμοκρασίες που ίσως και να άγγιζαν τους μείον είκοσι. Ο Άρτουρ βρισκόταν τώρα στο φυλάκιο. Το μεσημέρι ο Αλόις, όρισε από έναν υπεύθυνο για το κάθε παράπηγμα και του ζήτησε να καταγραφούν όλοι οι άρρωστοι. Οι Εβραίοι θα καταγράφονταν ξεχωριστά. Ο Αβραάμ φυσικά είχε ειδοποιηθεί και είχε κρυφτεί τόσο καλά, σε σημείο που ο Άρτουρ, πάντοτε με τον φόβο της αποκάλυψης, ανακοίνωσε πως τελικά είχε πεθάνει. Παρόλα αυτά και σε συνεννόηση με τον Ούγγρο που αναζητούσε κουβέρτες ακόμη και στο τμήμα Δυσεντερίας, του πήγε ψωμί με τρόπο και κατόπιν, οπλισμένος, στάθηκε ακριβώς έξω από το παράπηγμα.

Πόση ειρωνεία; Οι εναπομείναντες άρρωστοι, ένιωθαν πως είχαν όντως έναν φρουρό. Όλοι τους τον γνώριζαν, έτσι, μπρος σε όσα τους περίμεναν, συνέχισαν ανόρεχτα τις δραστηριότητες, όπως το διάβασμα ενός βιβλίου. Δεν θα ήταν περασμένες έντεκα, όταν όλα τα φώτα έσβησαν, το ίδιο και οι προβολείς στους πυργίσκους της φρουράς. Μακριά φαίνονταν οι λάμψεις των φωτοηλεκτρικών ενώ στον σκοτεινό ουρανό, όμοιο με την Άβυσσο, άνθισαν σκληρά φώτα που έμειναν ακίνητα στο έδαφος. Στα αφτιά του Άρτουρ έφτασε η βοή των αεροπλάνων. Έπειτα ξεκίνησε ο βομβαρδισμός, λίγο πιο μακριά, ώσπου οι εκρήξεις ολοένα και πλησίαζαν. Τζάμια έσπασαν, τα κρεβάτια των αρρώστων σείστηκαν. Ο Αβραάμ καλά κρυμμένος, παρακαλούσε να τελειώσει όλο αυτό και ο Άρτουρ μπήκε μέσα στο σκοτεινό παράπηγμα. Όταν όλα τελείωσαν, στα κυανά μάτια του Γερμανού καθρεπτίστηκαν οι φλόγες. Δύο παραπήγματα είχαν πάρει φωτιά.

Οι Γερμανοί είχαν εξαφανιστεί μέσα στη βαβούρα, μα ο Άρτουρ έτρεξε στα δύο παραπήγματα βγάζοντας έξω τον κόσμο. Γύρω του επικρατούσε εικόνα αποκάλυψης. Άνθρωποι σκελετωμένοι πηδούσαν μέσα από τις φλόγες για σωτηρία, σε έναν τόπο όπου ο Θεός δεν έστρεψε ποτέ του το βλέμμα και αν ακόμη το έκανε, μάλλον ντράπηκε τελικά και έφυγε, εγκαταλείποντας το ανθρώπινο είδος στη μοίρα του. Την αυγή, η σκιά του Άρτουρ, που εξακολουθούσε να είναι βαριά οπλισμένος, βάδισε σε ένα στρατόπεδο εγκαταλελειμμένο. Ο Αβραάμ, ντυμένος τώρα με παντελόνια και μία ζακέτα, τον ακολούθησε μέσα στην ομίχλη την παγωμένη. Τα παραπήγματα κάπνιζαν. Ο νεαρός Εβραίος στάθηκε μπροστά του. Τα καστανά μάτια του έκρυβαν τόσα πολλά, ανείπωτα συναισθήματα. Κάπου εκεί, η ανθρώπινη ανάγκη της επαφής πήρε τη σκυτάλη και ο Αβραάμ αφέθηκε να ακουμπήσει το μέτωπο στο στήθος του Γερμανού. Ένιωσε τα χέρια του να τον αγκαλιάζουν και τότε έκλαψε. Όπως έκλαψε και ο Άρτουρ. Η εικόνα αποσύνθεσης γύρω τους, ήταν τρομακτική. Δεν υπήρχε νερό, ούτε φως. Κατεστραμμένες πόρτες και παράθυρα χτυπούσαν με τον ψυχρό άνεμο, ενώ στάχτη ταξίδευε σε κάθε γωνιά.

«Άρτουρ...» η Τζούλια και η Εσθήρ, είχαν περπατήσει με κίνδυνο τη ζωή τους.

Άρρωστοι σέρνονταν αφοδεύοντας παντού, μην μπορώντας να συγκρατήσουν την αρρώστια τους. Είχαν ψάξει για τροφή στα παραπήγματα και για ξύλα. Άλλοι ξάπλωναν στο χώμα για να ζεσταθούν και άλλοι έψηναν πατάτες που τυχαία είχαν ανακαλύψει.

«Ξέρω πού υπάρχουν σόμπες, όμως πρέπει να συνεργαστείτε»

«Η συνεργασία θα γίνει υπό όρους» για πρώτη φορά η Τζούλια, η αιώνια βοηθός του από παλαιά, στάθηκε μπροστά του, έστω και ρακένδυτη. Τον είδε να υψώνει το φρύδι. «Δεν σε φοβάμαι Γερμανέ» μειδίασε «Αν θέλεις συνεργασία, βγάλε τη στολή και σώσε τον εαυτό σου. Άλλη πράξη αυτοκτονίας σου δεν δέχομαι»

Κούνησε απλώς το κεφάλι του. Έφυγε τρέχοντας για να βρει τα πράγματά του. Ένα χοντρό πουλόβερ ολόμαυρο και ένα παντελόνι, με τις στρατιωτικές μπότες. Κατευθύνθηκε ξανά στο στρατόπεδο όταν άκουσε θόρυβο από μία μηχανή και είδε έναν Ες-Ες με μοτοσυκλέτα να εισέρχεται. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Ύψωσε το όπλο και τον εκτέλεσε. Η μηχανή τινάχτηκε μπροστά και πήρε φωτιά. Ο τρόμος και το μίσος από την πλευρά του κόσμου, αντικαταστάθηκε από ανακούφιση και ίσως μία άγρια χαρά. Η επόμενη κίνηση ήταν να φέρει στους κρατούμενους τη σόμπα. Ξυλιασμένοι πάλευαν να την ανάψουν, μα ο Άρτουρ έχοντας δύναμη ακόμη έριξε ξύλα και αποκαΐδια μέσα. Ταυτόχρονα ο Αβραάμ επιδιόρθωνε το σπασμένο παράθυρο του αναρρωτηρίου. Ήταν τότε που η σόμπα ξεκίνησε να κάνει τη δουλειά. Κρυφά χαμόγελα φάνηκαν. Ο Άρτουρ τα παρατήρησε. Ήταν πιο ανθρώπινα και όχι ζωώδη. Ίσως το στρατόπεδο τελικά να είχε πεθάνει και όσοι είχαν μείνει ζωντανοί να πάλευαν να ξαναγίνουν άνθρωποι.

*Ειδικο Κομάντο για τους θαλάμους αερίων

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top