Σε μία πατρίδα άξενη/part 1
Θάλασσα άφησε πίσω του, για να την βρει απέναντι, στην άλλη μεριά μίας χώρας την οποία έπρεπε να αποκαλεί ΄΄σπίτι΄΄. Σπίτι όμως για εκείνον ήταν τα Βουρλά. Η Αθήνα έμοιαζε άγνωστη, πρωτόγνωρη, ένα τοπίο συννεφιασμένο από τα δάκρυα του πατέρα και της μητέρας του καθώς τον αποχαιρετούσαν, αποφασισμένοι να μείνουν πίσω, με την επιθυμία να αφήσουν την πνοή τους στο σπίτι τους. Εκείνος και η Μαργαρίτα, μαζί την αδερφή του τη Δέσποινα και τον άνδρα της τον Σοφοκλή, έφτασαν με μία αποσκευή γεμάτη ελπίδες. Ο μικρούλης Στέφανος, ο γιος της αδερφής του, είχε μόλις γεννηθεί. Για τον Παύλο, η Αθήνα ήταν η πόλη των ονείρων του. Η γυναίκα του η Μαργαρίτα ήταν πιο διστακτική, μέχρι που έμαθαν τα νέα για την Μικρασιατική καταστροφή και συνειδητοποίησαν πως είχαν φύγει μόλις μία ανάσα πριν την έναρξη του λυκόφωτος. Πάντοτε έλεγε ΄΄καλά είναι και εδώ΄΄ προκειμένου να αποφύγει την ιδέα της προσφυγιάς. Ο Παύλος αρχικά πέρασε μπροστά από το κτήριο του Πολυτεχνείου, απολαμβάνοντας τη θέα των φοιτητών, μα ύστερα τα πόδια του οδήγησαν εκείνον και τον γαμπρό του τον Σοφοκλή στην Ακρόπολη. Δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για πόση ώρα στέκονταν ίδια αγάλματα, ερχόμενοι αντιμέτωποι με ένα ιστορικό μεγαλείο, ένα σταυροδρόμι του τότε και του τώρα, ένα ελληνικό διαμάντι που λίγο έλειψε να τους φέρει δάκρυα στα μάτια.
«Τι λες; Θα τα καταφέρουμε;» ρώτησε δειλά ο Σοφοκλής.
«Φυσικά. Πότε το βάλαμε κάτω για να το κάνουμε τώρα; Πιάνουν τα χέρια μας, αφήσαμε πίσω μας μία σπουδαία επιχείρηση επίπλων. Μπορούμε να ξεκινήσουμε δουλειά εδώ και σιγά σιγά να ανοίξουμε κάτι δικό μας»
Ο Παύλος νεαρός τότε, είχε όρεξη και ζωντάνια. Ήταν η χρονιά του 1920, ακόμη δεν είχαν αποκτήσει παιδιά με τη Μαργαρίτα. Ήθελαν να ζήσουν για λίγο ακόμη και εξάλλου ήταν νέοι. Η εικόνα της Σταδίου, αργά διέλυσε το αθηναϊκό τους όνειρο, όταν μία μυρωδιά αποχωρητηρίου εισέβαλε βίαια στα ρουθούνια τους. Προερχόταν από τα άλογα, τα οποία δεν είχαν εξαιρέσει ούτε το σημείο κοντά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη.
«Πού να ήξερε αυτός ο ήρωας πως θα τον περιτριγύριζαν αλογίσιες ακαθαρσίες...»μουρμούρισε ο Παύλος «Πρόσεχε πού πατάς!» μάλωσε τον γαμπρό του σαν συνέχιζαν την περιήγησή τους στα αρχαία.
Βαδίζοντας απτόητοι, η πρώτη τους σκέψη ήταν να πετύχουν επιπλοποιό. Για καλή τους τύχη στάθηκαν μπροστά από ένα μαγαζί, κοιτώντας ελαφρώς έντονα για τα δεδομένα του φυσιολογικού και της ευγένειας.
«Καλημέρα, ψάχνετε κάτι ή κάποιον;» άκουσαν την ερώτηση.
«Για την ακρίβεια αναζητούμε εργασία. Βλέπετε ερχόμαστε από απέναντι, από τα Βουρλά και εκεί είχαμε δική μας επιχείρηση, φτιάχναμε εμείς οι δύο σκαλιστά έπιπλα για πολλά αρχοντικά και γνωστές οικογένειες. Αν ενδιαφέρεστε, θα μπορούσατε να μας δοκιμάσετε...» έκανε την αρχή ο Παύλος, όσο πιο ευγενικά μπορούσε, παρά το εκνευριστικά εξονυχιστικό βλέμμα του αφεντικού, από όσο κατάλαβαν, του μαγαζιού.
«Χμ, άκου φίλε. Τα πράγματα σε αυτόν τον τόπο δεν είναι ρόδινα. Πολλές οι δυσκολίες. Δεν σας υπόσχομαι τίποτε, ωστόσο μπορείτε να περάσετε ξανά αύριο το πρωί. Έχω μία δύσκολη και απαιτητική παραγγελία. Αν την πραγματοποιήσετε, τότε υπόσχομαι να σας προσλάβω»
Δώσανε τα χέρια. Δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν. Τη δουλειά την γνώριζαν πολύ καλά εξάλλου και έτσι όλο χαρά και σιγουριά, επιστρέψανε πίσω στο σπίτι που νοίκιαζαν στην Καισαριανή. Για την ακρίβεια, οι δύο οικογένειες έμεναν σχεδόν η μία δίπλα στην άλλη, στην δεξιά πλευρά της Λεωφόρου, καθώς από την άλλη επικρατούσε ένα χάος, γεμάτο παράγκες και πλινθόκτιστα σπίτια. Σε αυτή τη γειτονιά θα έφερναν στον κόσμο το παιδί τους το πρώτο, την Αφροδίτη, δύο χρόνια αργότερα, σε αυτήν θα απολάμβαναν τα έθιμα που τόσο νοσταλγικά τους γυρνούσαν πίσω σε χρόνια αλλιώτικα, σε αυτήν θα μεγάλωναν τα παιδιά, ο Στέφανος και η Αφροδίτη, μαζί με την καλύτερή τους φίλη και γειτόνισσα την Ανδριανή. Ο Παύλος ωστόσο, έμελλε να περάσει μέσα από φουρτούνες μεγάλες. Η χρονιά του 22 ήταν για εκείνον ευλογία και κατάρα. Ήταν η χρονιά που ήρθε στο σπίτι το πρώτο του παιδί, η κόρη του. Από την στιγμή που το βλέμμα του αντάμωσε με εκείνο το θολό του νεογέννητου, ένας έρωτας άνθισε. Το πρόσωπό του φωτίστηκε, το ελαφρώς ηλιοκαμένο του δέρμα έλαμψε και η Μαργαρίτα κοιτάζοντάς τους, διέκρινε ευθύς την εμφανισιακή ομοιότητα και ας ήταν πολύ νωρίς. Περήφανη αισθάνθηκε γι' αυτό. Του άξιζε του Παύλου. Ήταν ένας υπέροχος σύζυγος και θα γινόταν ακόμη καλύτερος πατέρας. Η καταστροφή όμως εκείνου του έτους, έφερε μαζί της κακά μαντάτα και σε ένα βράδυ μέσα, ο Παύλος έμεινε ολομόναχος στη ζωή, ενώ η σύζυγός του δεν είχε νέα από τους δικούς της. Αν μπορούσε άνθρωπος να το πιστέψει, άσπρες τρίχες ξεκίνησαν να πλαισιώνουν τους κροτάφους του. Τόση ήταν η πίκρα και το μαράζι.
«Έχεις την αδερφή σου και τον ανιψιό σου» πάλεψε να τον παρηγορήσει η Μαργαρίτα εκείνο το πρωινό που με το ζόρι κατόρθωσε να πάει στη δουλειά. Τι είδους έπιπλα θα έφτιαχνε; Πώς θα χρησιμοποιούσε τη φαντασία του με τόσο θανατικό; Η οικογένειά του ωστόσο τον είχε ανάγκη, ήταν ο βράχος του σπιτιού. Σήκωσε λοιπόν τους καμπουριασμένους από την πίκρα ώμους του και βάλθηκε να κατευθύνεται αργά στο κέντρο της Αθήνας μαζί με τον Σοφοκλή.
Σύντομα ωστόσο, η ζωή θα έπαιρνε ξανά τα δικά της μονοπάτια. Με την καταστροφή του 22, το Πολυτεχνείο γέμισε με πρόσφυγες και ο Παύλος για κάποιον λόγο, γυρνούσε μερόνυχτα, ξανά και ξανά, αρνούμενος να πιστέψει πως οι γονείς του και ο παππούς του δεν βρίσκονταν πια στην ζωή. Είχε την ελπίδα πως ανάμεσα σε όλα αυτά τα πρόσωπα της απελπισίας, πιθανότατα θα τους αναγνώριζε. Ο Σοφοκλής τον συνόδευε πάντοτε μετά την δουλειά σε εκείνον τον μοναχικό περίπατο, ωστόσο η γέννηση της ανιψιάς του τον καθησύχαζε. Ήξερε πως το παιδί εκείνο θα έφερνε την ευτυχία, θα συμπλήρωνε το κενό της απώλειας. Δεν είχε πέσει έξω. Ο Παύλος και η μικρή Αφροδίτη ήταν αχώριστοι. Πολύ συχνά, όταν πια έφτασε στο σημείο να περπατά, έπαιρνε εκείνη και τον Στέφανο, πηγαίνοντάς τους βόλτα μέχρι τον Ιλισσό. Μάλιστα σε μία από τις πρωινές τους, κυριακάτικες βόλτες, ο Στέφανος, που είχε φτάσει αισίως τα τέσσερα, στράφηκε συνεπαρμένος προς την μεριά του θείου του, έχοντας ακούσει μουσικές από μία κοντινή παράγκα, την οποία ωστόσο θα μπορούσε κάποιος να μπερδέψει και με ταβέρνα.
«Θείε πάμε και εμείς;» τον παρακάλεσε ο μικρός βλέποντάς τον να χαμογελά.
«Είναι γάμος Στεφανάκο. Δεν είμαστε καλεσμένοι εμείς» τον πείραξε χαριτολογώντας ο Παύλος, βλέποντας το παιδικό μουτράκι να κατσουφιάζει, μα ταυτόχρονα και μία γυναίκα να τους πλησιάζει καλοσυνάτα, προσκαλώντας τους στο γλέντι.
«Μην του το στερείτε, χαρές έχουμε. Μπορείτε αν θέλετε να έρθετε στο γλέντι μας»
«Ακούω Μικρασιατική ορχήστρα» για λίγο χαμογέλασε θλιμμένος.
«Δεν λησμονούμε την πατρίδα μας. Όλοι εδώ εξάλλου από εκεί προερχόμαστε. Γι' αυτό σας λέω. Πάρτε τα παιδάκια και ελάτε»
Από την στιγμή που ο Παύλος παρευρέθηκε στο γλέντι, ξέχασε σχεδόν να επιστρέψει στο σπίτι. Με τον Στέφανο ανεβασμένο στους ώμους και την Αφροδίτη στην αγκαλιά του, γέλασε έπειτα από πολύ καιρό με την ψυχή του.
΄΄Εσύ είσαι το σταφύλι και εγώ το τσάμπουρο, φίλα με εσύ στα χείλη και εγώ στο μάγουλο΄΄
Όταν όλοι σώπασαν όμως και οι χοροί σταμάτησαν, με έναν τούρκικο αμανέ να ακούγεται, τα δάκρυα όλων ξεκίνησαν να τρέχουν ποτάμι, το ίδιο και τα δικά του. Ο μικρός δεν καταλάβαινε, δεν θυμόταν εξάλλου τίποτε από μία ζωή που δεν είχε ζήσει, σε εδάφη άγνωστα.
«Θείε γιατί κλαις;» τον ρώτησε θλιμμένα.
«Θα σου εξηγήσει ίσως ο πατέρας και η μητέρα σου στο σπίτι» του απάντησε όταν με το ζόρι τον έπεισε να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής.
«Πού ήσασταν καλέ;» ρώτησε η Μαργαρίτα με τη Δέσποινα, οι οποίες όπως συνήθως βρίσκονταν η μία στο σπίτι της άλλης.
«Καλεσμένοι σε γάμο!» τσίριξε ο μικρός και άπαντες έβαλαν τα γέλια. Όπως ήταν φυσικό, κανένας δεν έλυσε εκείνη την παιδική απορία του Στέφανου. Η ίδια η ιστορία ωστόσο, καιροφυλαχτούσε ώστε να του το μάθει στην πράξη. Για όλους εκείνους που θα πέθαιναν, για όσους θα φυλακίζονταν ή θα βρίσκονταν στην εξορία, για όλους εκείνους που θα πίστευε πως ήταν φίλοι μέχρι να τον προδώσουν χειρότερα και από τους κατακτητές.
Μέχρι τότε όμως, πολλά γλέντια τους ένωσαν, όπως οι απόκριες, όταν άπαντες απλώς θεωρούσαν χρέος τους να ντυθούν αυθόρμητα, δίχως να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη οργάνωση, χρησιμοποιώντας κυριολεκτικά ότι έβρισκαν μπροστά τους διαθέσιμο, από τα ρούχα των γονιών και των γιαγιάδων, φτιάχνοντας ευφάνταστες φιγούρες και κυκλοφορώντας στους δρόμους της Καισαριανής, παίζοντας κυρίως τουμπερλέκι και κλείνοντας με τον τούρκικο γάμο την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Υπήρχαν φορές που διοργανωνόταν και διαγωνισμός της καλύτερης εμφάνισης και μεγαλώνοντας, ο Στέφανος και η Αφροδίτη έτρεχαν μαζί με τις μανάδες τους και την καλύτερη φίλη της γειτονιάς, την Ανδριανή, να φτιάξουν στολές με τουρμπάνια και σαρίκια.
Τα Χριστούγεννα ήταν σαφώς η αγαπημένη τους γιορτή. Η Αφροδίτη θυμόταν τον Στέφανο να εισέρχεται με ένα κανάτι και μία πετσέτα. Κατόπιν την έπαιρνε μαζί του βόλτα στις δημόσιες βρύσες, καθώς αρκετά από τα σπίτια δεν είχαν ύδρευση, και δίχως να μιλήσουν σε κανέναν, εκείνος πλενόταν στο πρόσωπο, γέμιζε την κανάτα με νερό και μαζί επέστρεφαν πίσω στο σπίτι βαστώντας ένα ρόδι. Μόλις έμπαιναν είτε στο δικό του το σπίτι, είτε στης Αφροδίτης, αναλόγως πού είχαν συμφωνήσει οι οικογένειες να βρεθούν, έσπαγε το ρόδι και τους φιλούσε όλους ευχόμενος καλή χρονιά.
Το δημοτικό για την μικρή ήταν μία αλλαγή, καθώς ο Στέφανος ήταν ήδη στην Τρίτη τάξη. Την είχαν γράψει τότε στα παλαιά σχολεία και ευτυχώς για τον Παύλο είχε ήδη για παρέα της την Ανδριανή και έτσι δεν θα αισθανόταν ποτέ μόνη. Ήταν ωστόσο και η ίδια κοινωνική, ενώ δεν έβλεπε την ώρα να μάθει να γράφει, καθώς να διαβάζει ήξερε λίγο από τον πατέρα της. Είχαν κάνει μία συμφωνία με την φίλη της, πως αν επιθυμούσαν να εξομολογηθούν κάτι η μία στην άλλη και δεν βρίσκονταν μαζί, τότε θα κατέγραφαν την σκέψη τους και θα ήταν σαν με κάποιον μαγικό τρόπο, να έφτανε το μήνυμα κατευθείαν στον παραλήπτη. Τα παλιά σχολεία ωστόσο ήταν σε άθλια κατάσταση. Έμοιαζαν με πλινθόκτιστα, μεγάλα δωμάτια με κεραμίδια δίχως τουαλέτες. Τα αγόρια για να κάνουν την ανάγκη τους έφευγαν κάπου κοντά στο ρέμα, ενώ εκείνες κάποτε χρησιμοποιούσαν τις κοινόχρηστες τουαλέτες, οι οποίες κυριολεκτικά έμοιαζαν βγαλμένες από εφιάλτες. Οι πατεράδες της Αφροδίτης και του Στέφανου, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους ώστε να μαζέψουν χρήματα και σιγά σιγά να αποχωρήσουν από την Καισαριανή προς το κέντρο, σε ένα καλύτερο σπίτι, ακόμη και απλό διαμέρισμα.
Τον χειμώνα που το κρύο ήταν αφόρητο, τα παιδιά αναγκάζονταν σχεδόν να σφιχταγκαλιαστούν για να ζεσταθούν, ή έφερναν από το σπίτι τους κάρβουνο ώστε να ανάψει η δασκάλα το μαγκάλι, η οποία επίσης πάλευε κάποτε να ζεσταθεί τοποθετώντας το κοντά στα πόδια της. Παρά τις αντιξοότητες όμως, η Αφροδίτη είχε τον στόχο της, καθορισμένο από μικρή. Ήθελε να μορφωθεί, ήθελε να προοδεύσει και αν ήταν τυχερή, ίσως γινόταν εκείνη μία μέρα δασκάλα, που θα προσπαθούσε να εμπνεύσει τα παιδιά να μάθουν και θα πάλευε να τους εξασφαλίσει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες.
Μιας που το είχα έτοιμο είπα να το ανεβάσω. Εχω πάλι αρκετή αγωνία για το αν θα σταθώ στο ύψος των περιστάσεων. Μου δώσατε πολύ χαρα στον πρόλογο γιατί είδα μεγάλο ενδιαφέρον! Τα λέμε μέσα στην εβδομάδα!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top